γερμανική φιλοσοφία

Hans-Georg Gadamer, Προκαταλήψεις, αυθεντία και παράδοση

*

Εδώ έχει την αφετήρια του το ερμηνευτικό πρόβλημα. Γι’ αυτόν τον λόγο εξετάσαμε την δυσφήμηση από τους διαφωτιστές της έννοιας της «προκατάληψης». Ό,τι οι θιασώτες της ιδέας της απόλυτης αυτοκατασκευής του Λόγου είδαν ως περιοριστική προκατάληψη, ανήκει ουσιωδώς στην ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Αν επιθυμούμε να κρίνουμε ορθά τον πεπερασμένο και ιστορικό χαρακτήρα του ανθρώπινου Είναι, είναι αναγκαίο πρώτα να αποκαταστήσουμε την έννοια της προκατάληψης και να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν και προκαταλήψεις νόμιμες. Συνεπώς το κεντρικό ερώτημα για μια αληθινά ιστορική ερμηνευτική, το θεμελιώδες γνωσιοθεωρητικό της ερώτημα, μπορεί αν διατυπωθεί ως εξής: Πού μπορεί να στηριχθεί η νομιμοποίηση των προκαταλήψεων; Τι διαστέλλει τις νόμιμες προκαταλήψεις από τις αναρίθμητες άλλες, των οποίων η υπέρβαση αποτελεί αδιαφιλονίκητο μέλημα του κριτικού λόγου;

Θα προσεγγίσουμε το ερώτημα αυτό εξετάζοντας τη θεωρία περί προκαταλήψεων που ανέπτυξε με κριτική πρόθεση ο Διαφωτισμός και εκθέσαμε παραπάνω, τούτη τη φορά όμως από τη θετική της πλευρά. Σε ό,τι αφορά την διάκριση των προκαταλήψεων σε εκπορευόμενες από την αυθεντία και σε απορρέουσες από την απερισκεψία, είναι κατ’ αρχάς προφανές ότι ο επιμερισμός αυτός ερείδεται στο θεμελιώδες αξίωμα του Διαφωτισμού, σύμφωνα με το οποίο η μεθοδική και πειθαρχημένη χρήση του Λόγου είναι ικανή να αποτρέψει κάθε πλάνη. Αυτή ήταν η αντίληψη του Descartes για την μέθοδο. Στο μέτρο που κάνουμε χρήση της λογικής μας, μπορούμε να σφάλουμε μόνον αν οι αποφάσεις μας έχουν ληφθεί με απερισκεψία και υπερβολική σπουδή. Από την άλλη πλευρά, η αυθεντία ευθύνεται για το γεγονός ότι δεν κάνουμε καν χρήση της λογικής μας ικανότητας. Στη βάση επομένως του επιμερισμού αυτού βρίσκεται μια στεγανή αντίθεση μεταξύ αυθεντίας και Λόγου. Είναι αυτή η αβασάνιστη προτίμηση προς κάθε τι το παλαιό, προς κάθε αυθεντία, που ως εσφαλμένη πρέπει να καταπολεμηθεί. Έτσι ο Διαφωτισμός υπολαμβάνει ως κύριο μεταρρυθμιστικό επίτευγμα του Λούθηρου το ότι «η γενική προκατάληψη που έτεινε να δέχεται αβασάνιστα την κρίση ορισμένων αυθεντιών, ιδίως του πάπα της φιλοσοφίας (ως τέτοιος υπονοείται ο Αριστοτέλης) και εκείνου της Ρώμης, εξασθένησε κατά πολύ»… Με τον τρόπο αυτό, η Μεταρρύθμιση οδηγεί στην άνθηση της ερμηνευτικής, η οποία αναλαμβάνει πλέον να διδάξει την ορθή χρήση του Λόγου στο πεδίο της κατανόησης της παράδοσης. Ούτε η αυθεντία του πάπα ως διδασκάλου ούτε η επίκληση της παράδοσης μπορούν να καταστήσουν περιττό το ερμηνευτικό επιτήδευμα που γνωρίζει να υπερασπίζει το έλλογο νόημα του κειμένου ενάντια σε όλες τις έξωθεν υπαγορεύσεις. (περισσότερα…)

Max Scheler, Η τάξη της αγάπης

*

Εισαγωγή-Μετάφραση αποσπασμάτων:
Χρίστος Κρεμνιώτης

Το δοκίμιο Η τάξη της αγάπης συντάχθηκε μεταξύ των ετών 1916-1917, μολονότι στα χειρόγραφα του φιλοσόφου βρίσκονται σελίδες στις οποίες ήδη από το 1914 αναπτύσσει τις σκέψεις του γύρω από τη φράση του Πασκάλ «Le coeur a ses raisons», φράση θεμελιώδη για το παρόν δοκίμιο, το οποίο παρέμεινε μερικώς ανολοκλήρωτο. Ο δε τίτλος του έχει τις ρίζες του στον Ιερό Αυγουστίνο. Άλλα μείζονα έργα του συγγραφέα σχετικά είναι τα Αγάπη και γνώση, Το αιώνιο στον άνθρωπο καθώς και ο Φορμαλισμός.

Στην Τάξη της αγάπης, ο Σέλερ αναπτύσσει όρους όπως το αγάπημα, η συναισθηματική αντίληψη και ο ατομικός προσδιορισμός που αποτελούν, συνειδητοποιημένες ή όχι, μήτρες κατοπινών όρων, αναπτυγμένων κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνος, όρων όπως «συναισθηματική νοημοσύνη», «αυτοδιάθεση», «αυτοπροσδιορισμός». Φυσικά, ο Σέλερ, «o ισχυρότερος φιλοσοφικός νους της εποχής μας» κατά τον Χάιντεγκερ (ο οποίος ωστόσο, μετά τον θάνατό του Γερμανοεβραίου και καθολικού συναδέλφου του, αρνήθηκε τη βοήθεια προς τη χήρα του προκειμένου να εκδοθούν τα Άπαντά του ακόμη και ύστερα από την πτώση του Καθεστώτος), ανήκει στην χορεία εκείνων που δεν περιορίζονται μόνο στο να αναλύουν ιατροδικαστικά το πτώμα του κατόπιν αλλά το ακτινογραφούν εκ προοιμίου ως ζωντανό σώμα προς σωτηρία, οπότε και οι όροι αυτοί αντάμα με την κριτική του στον ψυχολογισμό –σε ό,τι έβλεπε ως κατάσταση παράδοσης του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου στην ψυχολογία και μόνο– έχουν μέσα τους μια ζώσα ελευθερία, που μόνο σκόρπια ματωμένα μέλη της βλέπει κανείς σε αναπτύγματά τους και σε παρεμφερείς με εκείνα έννοιες αυτού που αποκαλούμε «εποχή μας».

~.~.~.~

Βρίσκομαι σε έναν κόσμο απέραντο και γεμάτο από αντικείμενα, αισθητά και πνευματικά, τα οποία θέτουν σε ασταμάτητη κίνηση την καρδιά μου και τα πάθη μου. Γνωρίζω πως τόσο τα πράγματα που θα κατορθώσω να γνωρίσω, αφού τα διακρίνω, τα αντιληφθώ και σκεφτώ γύρω από αυτά, καθώς και όλα όσα επιθυμώ, επιλέγω και κάνω, εξαρτώνται από αυτή την κίνηση της καρδιάς. Όλα λοιπόν τα ορθά, τα εσφαλμένα ή τα στεβλά στη ζωή μου και στις πράξεις στις οποίες αφιερώνω τον χρόνο μου, θα καθορίζονται, πρώτον, από το εάν υπάρχει ή όχι, μία αντικειμενικά ορθή τάξη των κινήσεων αυτών της αγάπης μου και του μίσους μου, των προτεραιοτήτων μου, των όσων με έλκουν και με απωθούν, του πολύμορφου ενδιαφέροντός μου για τα πράγματα αυτού του κόσμου. Και, δεύτερον, από το εάν μπορώ ή όχι, να εντυπώσω στη ψυχή μου αυτήν την τάξη που ακολουθώ και, τελικά, τον βαθμό συμφωνίας της με την σε παγκόσμια ισχύ τάξη της αγάπης. (περισσότερα…)

Ράινχαρτ Κοσέλλεκ, Παναγιώτης Κονδύλης

*

Η ομιλία αυτή του Reinhart Koselleck (1923-2005), ομότιμου καθηγητή της θεωρίας της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μπήλεφελντ και κορυφαίου εκπρόσωπου της μεταπολεμικής γερμανόφωνης ιστοριογραφίας, εκφωνήθηκε στις 20 Νοεμβρίου 2000 στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών. Ο Κονδύλης υπήρξε μαθητής του Κοσέλλεκ την δεκαετία του 1970 και συνεργάστηκε μαζί του στο πολύτομο συλλογικό έργο: Geschichtliche Grundbegriffe. Historisches Lexicon zur politisch-sozialen Sprache in Deutschland.

~ . ~

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ για την πρόσκληση και τα φιλικά λόγια με τα οποία προλογίσατε αυτή την εκδήλωση, που η αφορμή της είναι δυστυχώς θλιβερή. Αν γνώριζα τόσο καλά ελληνικά, όσο ο Κονδύλης γερμανικά, θα μου ήταν πολύ ευκολότερο να μιλήσω εδώ απόψε. Γιατί ο αναγνωρισμός του άλλου περνά φυσικά και από τη γλωσσομάθεια, και οφείλω να ομολογήσω ότι η σχολική μου εκπαίδευση, μολονότι περιελάμβανε τα αρχαία ελληνικά, δεν φρόντισε να με εξοικειώσει και με τα νέα. Πρέπει λοιπόν να ομολογήσω ότι αγνοώ τη γλώσσα σας και να ζητήσω συγγνώμη που σας μιλώ στα γερμανικά, ελπίζοντας ότι η μετάφραση θα είναι κατανοητή. Αν όχι, παρακαλώ να με διακόψετε, γιατί δεν θα ‘θελα να μιλώ στον βρόντο.

Ο Παναγιώτης Κονδύλης έζησε πενήντα πέντε χρόνια, από το 1943 ώς το 1998. Μια ζωή έντονη, αρκούντως μακρά για να δωρίσει σε όλους εμάς ένα έργο ικανό να μας τρέφει πνευματικά για πολύ, είτε η στάση μας είναι κριτική είτε επιδοκιμαστική απέναντί του, και ασφαλώς πρόσφορο για να παρακινεί και να γονιμοποιεί τη σκέψη μας. Αλλά η ζωή αυτή υπήρξε επίσης πολύ σύντομη αφού δεν στάθηκε αρκετή για να ολοκληρώσει ο Κονδύλης το έργο του. Η τρίτομη Κοινωνική Οντολογία που σχεδίαζε διακόπηκε μετά τον πρώτο τόμο, γεγονός που προκάλεσε σε όλους μας βαθύτατη λύπη. Χάσαμε έναν άνθρωπο που για πολλούς υπήρξε φίλος και αναντικατάστατος. Και επιπλέον μαζί του απωλέσαμε έναν ερευνητή στην ακμή της δημιουργικής του εργασίας, τα πορίσματα της οποίας, ημιτελή όπως έμειναν, όσο και να ωθούν την σκέψη μας, δεν έχουμε τη δυνατότητα να αναγνώσουμε την τελική τους διαμόρφωση. Έτσι δεν μου μένει παρά να ιχνογραφήσω το περίγραμμα ενός τεράστιου έργου, δίχως όμως την αξίωση να αποπερατώσω τον ημιτελή του κορμό.

Ποιος ξέρει ποιες κριτικές επισημάνσεις ή ποιες σαρκαστικές παρατηρήσεις θα αφιέρωνε ο Κονδύλης στο ιχνογράφημα αυτό, αν ήταν σε θέση να το πράξει. Τον βλέπω ακόμη εμπρός μου, με εκείνο το ηδονιστικό του χιούμορ, το θρεμμένο από τον χαρούμενο αυθορμητισμό, στοιχείο του Διαφωτισμού που τόσο εύρισκε της αρεσκείας του. Δεν μπορώ πια να μετρήσω τις φορές που συναντηθήκαμε στην παλιά πόλη της Χαϊδελβέργης, όμως θυμάμαι ακόμα πώς ήταν. Βρισκόμασταν με φίλες και φίλους σε οινοπωλεία ή καφενεία, δοκιμάζοντας πικάντικα εδέσματα ή εύθυμο κρασί, προκειμένου να ταιριάξουμε μετά το πέρας της καθημερινής δουλειάς τα ερωτήματα της καθημερινότητας μ’ εκείνα του κόσμου και της πολιτικής του. Οι κρίσεις του Κονδύλη ξεχώριζαν για την νηφαλιότητα και την αφυπνιστική τους επενέργεια, για τη διαύγεια των επιχειρημάτων και την τεκμηρίωσή τους, για την αδέκαστη στάση του υποστηρικτή τους που δεν δίσταζε να παίρνει ανοιχτά θέση δίχως να επηρεάζεται από τα σκαμπανεβάσματα της επικαιρότητας ή τις υπερβολές του συρμού. Έτσι οι ομοτράπεζοί του γίνονταν κοινωνοί της οξυδέρκειας και της διάνοιάς του, πράγματα που άλλωστε ανήκαν στον κοσμοπολίτικο τρόπο ζωής εξίσου με το φαγητό και το ποτό. Όμως καθένας από μας γνώριζε τι αυστηρή εργασιακή πειθαρχία είχε επιβάλλει ανέκαθεν στον εαυτό του ο Κονδύλης – μόνο που αυτή η πνευματική δραστηριότητά του τρεφόταν από τη χαρά της ζωής και των αισθήσεων. Σηκωνόταν πάντα νωρίς το πρωί για να φτιάξει στον καθαρό αέρα το ημερήσιο πρόγραμμα που με δική του πρωτοβουλία υπαγόρευε στον εαυτό του. Και πάντοτε έγραφε με το χέρι, δίχως γραφομηχανή ή υπολογιστή, γεμίζοντας σημείωμα το σημείωμα ή φύλο το φύλλο μ’ εκείνον τον τόσο ξεχωριστό γραφικό χαρακτήρα που όλοι αναγνωρίζαμε αμέσως μόλις παίρναμε στα χέρια μας τα κείμενά του. Η γραφή ήταν κατά κάποιον τρόπο γι’ αυτόν μια σωματική πράξη. Συγχωρήστε μου αυτές τις προσωπικές αναμνήσεις που μοιάζει να μην έχουν σχέση με τα ειωθότα της επιστημονικής επιχειρηματολογίας. Αλλά θα ήθελα να δείξω τούτο τουλάχιστον, ότι ο Κονδύλης δεν συνήγαγε ή παρήγαγε την βασική ανθρωπολογική του θέση ότι ο άνθρωπος αποτελεί ένα αξεχώριστο μόρφωμα βιολογικών, ψυχολογικών και διανοητικών εξαρτήσεων απλώς και μόνο διά της θεωρίας, αλλά ότι σ’ αυτήν συνοψίζονται οι εντελώς προσωπικές του εμπειρίες. Η γνωσιοκοινωνιολογικά ερεθιστική θέση του ότι οι ταυτότητες μπορούν και μεταβάλλονται ή ότι είναι δυνατόν να αντικατασταθούν βαθμηδόν, ενώ αντίθετα η πραγματική ύπαρξη ενός ανθρώπου διατηρείται, αυτή η βιωματική και εμπειρική θέση του εδράζεται σε ένα εντελώς προσωπικό επίτευγμα, στο γεγονός δηλαδή ότι ο ίδιος ούτε εγκατέλειψε ούτε μετέβαλλε πόσο μάλλον πρόδωσε ποτέ τη ύπαρξή του. Η ύπαρξή του, μιλώντας προσωπικά, στη βιολογική, ψυχολογική και πνευματική της πλέξη, ήταν πάντοτε συνειδητή, συνέπιπτε και ταυτιζόταν πάντοτε με τον εαυτό της. Τις εξωτερικές παραποιήσεις, πιέσεις ή αλλαγές ταυτότητας, όπως έχουν γίνει περίπου μόνιμο φαινόμενο στη γερμανική ιστορία, ο Κονδύλης κατόρθωσε πάντοτε να τις κρατήσει μακριά του. Η ύπαρξή του, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, δεν απείχε πολύ από την υπαρξιακή φιλοσοφία της δεκαετίας του ’50. Παρέμεινε, πολύ προτού εκείνος αρχίσει να διαμορφώνει την επιστημονική του προσωπικότητα, στον περίγυρο του Heidegger, του Plessner, του Jaspers ή του Sartre: η ύπαρξη αυτή ήταν πάντοτε σε αρμονία με τον εαυτό της. Η βιοπορία του, μ’ όλους τους βιολογικούς και σωματικούς παράγοντες που την καθόριζαν, ήταν κοινωνικά δραστική και ψυχικά ισορροπημένη, προ πάντων όμως υπέκειτο στον διαρκή έλεγχο του πνεύματος και της διάνοιάς του· αυτή η βιοπορία στάθηκε το εντελώς προσωπικό του έργο που άνοιξε το δρόμο στην ιστορική και κοινωνικοφιλοσοφική κοσμοθεωρία του. Υπάρχουν ασφαλώς λίγοι στοχαστές του λεγόμενου παρελθόντος αιώνα μας που απέκρουσαν όλες τις ιδεολογικές αξιώσεις και προκλήσεις του συρμού και της πρόσκαιρης επικαιρότητας με τόση συνέπεια όπως ο Παναγιώτης Κονδύλης. Η προσωπική του ύπαρξη ήταν ή ίδια του η ταυτότητα, για να χρησιμοποιήσω δυο όρους που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τη μοναδικότητά του. (περισσότερα…)

Immanuel Kant, Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική

*

Σχολιασμός – Μετάφραση
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht), επιλεγμένα αποσπάσματα της οποίας παρουσιάζουμε με τη σημερινή ανάρτηση,  είναι το τελευταίο έργο του Ιμμάνουελ Καντ το οποίο εξέδωσε ο ίδιος (1798). Προέκυψε από τα μαθήματα που παρέδιδε ο Καντ για το αντικείμενο τούτο στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης (Königsberg, το σημερινό Κaliningrad), από το έτος 1772/73 έως το 1795/96, στηριζόμενος στα καλύτερα συγγράμματα εμπειρικής Ψυχολογίας και πρακτικής Φιλοσοφίας της εποχής του, αλλά και στις απέραντες γνώσεις του στα πεδία των επιστημών και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αρχαίας και νεότερης. Η σημασία και η αξία του έργου αναγνωρίζεται καθολικά και διεθνώς, όχι μόνο μέσα στα όρια της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, αλλά και στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Θεωρείται από τα θεμελιακά έργα του κλάδου της Ανθρωπολογίας, και μάλιστα τόσο της φιλοσοφικής όσο και της εμπειρικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης. Ως προς το περιεχόμενό του, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τους κλάδους της φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας, της Ηθικής, της Ψυχολογίας, εν μέρει και της Κοινωνιολογίας.

Αλλά τι είναι η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική;[1] Ο παρακάτω Πρόλογος του έργου[2] επεξηγεί με επάρκεια το ερώτημα αυτό, αλλά δεν περιττεύουν μερικές διευκρινίσεις. Σε αντιδιαστολή προς μια μονάχα θεωρητική, αφηρημένη ή μεταφυσική πραγμάτευση των ζητημάτων των σχετικών με τον άνθρωπο, η πραγματιστική Ανθρωπολογία, όπως την εννοεί ο Καντ, έχει στόχο κυρίως πρακτικό, δηλ. να συμβάλλει στην καθοδήγηση των πράξεων και στην επίτευξη των στόχων που θέτει κάποιος. Ειδικότερα όμως έχει και στόχο πραγματιστικό με το νόημα να συμβάλλει στο κοινό όφελος και στην ευδαιμονία όλων, καθώς «το ανθρώπινο γένος οφείλει και δύναται να γίνει το ίδιο ο δημιουργός της ευτυχίας του» (Ανθρωπολογία, 7:328).  Σ’ ένα γράμμα του προς τον προσφιλή μαθητή του, ιατρό Marcus Herz (το 1773), γράφει ότι η Ανθρωπολογία αποβλέπει στο «να αποκαλύψει τις πηγές όλων των επιστημών [που ασχολούνται με] τα ήθη, με την ικανότητα των συναναστροφών, και με τη μέθοδο της εκπαίδευσης και διακυβέρνησης των ανθρώπων, άρα με όλα όσα είναι πρακτικά».

Ειδικότερα, η Ανθρωπολογία αποτελεί το εμπειρικό υπόβαθρο και σύστοιχο, δηλ. το εμπειρικό και εφαρμοσμένο μέρος της πρακτικής και ηθικής φιλοσοφίας. Εκθέτει την εμπειρική Ψυχολογία, στηριγμένη σε διεξοδική ανάλυση των ψυχικών ή πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου: των γνωστικών ικανοτήτων, του συναισθήματος της ηδονής ή ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας ή λύπης, καθώς και του επιθυμητικού ή της θέλησης. Παρουσιάζει εκτεταμένες αναλύσεις των διαφορετικών «χαρακτήρων» (χαρακτηριστικών) των ιδιοσυγκρασιών, των φύλων, των λαών και των φυλών με αφάνταστη πληθώρα περιγραφών και παρατηρήσεων, οι οποίες στηρίζονται λ.χ. στην ιστορία, στη λογοτεχνία και στην εμπειρία. Τέλος, προσφέρει μια σύνοψη της φιλοσοφίας της ιστορίας του Καντ. Η Ανθρωπολογία προσφέρει εκτεταμένο και ανεκτίμητο υλικό για μια νέα προσέγγιση και κατανόηση του ανεξάντλητου κριτικού έργου του. Δίχως υπερβολή, αποτελεί, στην ωριμότερη ώρα του Διαφωτισμού, τον κορυφαίο πρόδρομο και πρωτοπόρο της εμπειρικής θεμελίωσης των κοινωνικών επιστημών και των «επιστημών του ανθρώπου». Σε αντίθεση με τη συχνά στριφνή και δύσβατη γλώσσα των συστηματικών κύριων έργων του Καντ, η Ανθρωπολογία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα πολύ πιο γλαφυρή, ζωντανή και κατανοητή. Σωστά λέει ο Ε. Π. Παπανούτσος (βαθύς γνώστης του Καντ και, με τον τρόπο του, Νεοκαντιανός ο ίδιος) ότι ο σοφός δάσκαλος της Καινιξβέργης «άμα ήθελε, μπορούσε να γράφει (όπως άλλωστε και μιλούσε στις παραδόσεις του) όχι μόνο με εμβρίθεια, αλλά συνάμα με χάρη και χιούμορ».[3]

(περισσότερα…)

Immanuel Kant, Τέχνη και ιδιοφυΐα

A1463-Web-Immanuel-Kants-philosophy-of-architecture

*

Ανθολόγηση-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Σε ένα έργο των καλών τεχνών πρέπει να έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και όχι φύση· και όμως θα πρέπει η σκοπιμότητα στη μορφή του να φαίνεται τόσο ελεύθερη από κάθε καταναγκασμό αυθαίρετων κανόνων ως εάν ήταν προϊόν μονάχα της φύσης.

~ . ~

Η φύση ήταν ωραία, όταν φαινόταν συγχρόνως σαν τέχνη· και η τέχνη μπορεί να ονομασθεί ωραία μόνον αν έχομε συνείδηση ότι είναι τέχνη και εν τούτοις μας φαίνεται σαν φύση.

~ . ~

Οι καλές τέχνες είναι τέχνες της ιδιοφυΐας.

~ . ~

Ιδιοφυΐα είναι το τάλαντο (το φυσικό χάρισμα) που παρέχει τον κανόνα στην τέχνη. Επειδή το ίδιο το τάλαντο, ως έμφυτη δημιουργική ικανότητα του καλλιτέχνη, ανήκει στη φύση, θα μπορούσαμε επίσης να εκφρασθούμε με τον ακόλουθο τρόπο: Ιδιοφυΐα είναι η έμφυτη πνευματική καταβολή (ingenium), μέσω της οποίας η φύση παρέχει τον κανόνα στην τέχνη.

~ . ~

Καθένας συμφωνεί σε τούτο, ότι η ιδιοφυΐα είναι εντελώς αντίθετη στο πνεύμα της μιμήσεως. Καθώς όμως η μάθηση δεν είναι τίποτε άλλο παρά μίμηση, γι’ αυτό δεν μπορεί ούτε η μεγαλύτερη προδιάθεση ή έφεση (ικανότητα) για μάθηση ως τέτοια να θεωρείται ιδιοφυΐα. Για τούτο μπορεί κάποιος να μάθει πολύ καλά όλα όσα εξέθεσε ο Νεύτων στο αθάνατο έργο του, τις Αρχές της φυσικής φιλοσοφίας, όσο κι αν χρειαζόταν ένας μεγάλος νους για να ανακαλύψει κάτι τέτοιο· όμως δεν μπορεί κανείς να μάθει να γράφει σπουδαία ποίηση, όσο διεξοδικές και αν είναι όλες οι οδηγίες για την ποίηση και όσο έξοχα και αν είναι τα πρότυπά της. Η αιτία είναι ότι ο Νεύτων θα μπορούσε να παρουσιάσει όχι μονάχα στον εαυτό του αλλά και σε κάθε άλλον τελείως εποπτικά και με διαυγή τρόπο, ώστε να τον παρακολουθούν, όλα τα βήματά του που έπρεπε να κάμει από τα πρώτα στοιχεία της Γεωμετρίας μέχρι τις μεγάλες και βαθειές ανακαλύψεις του· αλλά κανένας Όμηρος ή Βήλαντ δεν μπορεί να δείξει πώς φανερώνονται στο κεφάλι του οι ευφάνταστες, συνάμα όμως και βαθυστόχαστες ιδέες του, επειδή δεν το γνωρίζει ούτε ο ίδιος και για τούτο δεν μπορεί να το διδάξει ούτε στους άλλους.

~ . ~

Οι ιδέες του καλλιτέχνη διεγείρουν παρόμοιες ιδέες του μαθητή του, όταν η φύση τον έχει προικίσει με παρόμοια αναλογία πνευματικών δυνάμεων. Τα πρότυπα των καλών τεχνών είναι συνεπώς τα μόνα καθοδηγητικά μέσα, ώστε να τις παραδώσομε στους μεταγενεστέρους. (περισσότερα…)

Immanuel Kant, Ομορφιά και τέχνη

*

Ανθολόγηση-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Η νύχτα είναι υψηλή, η μέρα ωραία.

~.~

Ο νους είναι υψηλός, η ευστροφία ωραία. Η τόλμη είναι υψηλή και μεγάλη, η πονηρία μικρή αλλά ωραία. Η προσοχή, είπε ο Κρόμγουελ, είναι η αρετή του ηγέτη. Η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια είναι απλοϊκή και ευγενής, ο αστεϊσμός και το ευγενικό κομπλιμέντο είναι λεπτά και ωραία. Η ευπρέπεια είναι η ομορφιά της αρετής. Ο ανιδιοτελής ζήλος στην υπηρεσία είναι ευγενής, η ευταξία και η ευγένεια είναι ωραίες. Οι υψηλές ιδιότητες εμπνέουν σεβασμό αλλά οι ωραίες αγάπη. Οι άνθρωποι που το αίσθημά τους στρέφεται κυρίως προς το κάλλος, αναζητούν τους ειλικρινείς, σταθερούς και σοβαρούς φίλους τους, μόνο στην ανάγκη· αλλά για την παρέα διαλέγουν εκείνον τον αστείο, ευπρεπή και ευγενικό που είναι κατάλληλος για τη συντροφιά. Κάποιους τους εκτιμούμε τόσο πολύ, ώστε μόλις που μπορούμε να τους αγαπήσομε. Εμπνέουν θαυμασμό αλλά είναι τόσο πολύ ανώτεροί μας, ώστε να μην τολμούμε να τους προσεγγίσομε με την οικειότητα της αγάπης.

~.~

Τα υψηλά αισθήματα στα οποία αίρεται καμιά φορά η συνομιλία σε μια συντροφιά υψηλού επιπέδου, πρέπει να διαλύονται ενδιάμεσα σε εύθυμα αστεία, και οι χαρές και τα γέλια πρέπει να σχηματίζουν με τη συγκινημένη και σοβαρή έκφραση μιαν ωραία αντίθεση που εναλλάσσει αβίαστα τα δύο αυτά είδη των αισθημάτων. Η φιλία χαρακτηρίζεται κυρίως από το γνώρισμα του υψηλού, ενώ ο γενετήσιος έρωτας από εκείνο του ωραίου. Ωστόσο, η τρυφερότητα και ο βαθύς σεβασμός προσδίδουν στον έρωτα μιαν ορισμένη αξιοπρέπεια και ένα ύψος, ενώ τα γοητευτικά αστεία και η οικειότητα εξυψώνουν στο αίσθημα τούτο το χρώμα του ωραίου. Η τραγωδία διακρίνεται από την κωμωδία ιδίως κατά τούτο: στην τραγωδία συγκινείται το αίσθημα για το υψηλό, στην κωμωδία για το ωραίο. Στην πρώτη φανερώνονται η μεγαλόψυχη θυσία για το καλό των άλλων, η τολμηρή αποφασιστικότητα στους κινδύνους και η δοκιμασμένη πίστη. Εδώ η αγάπη είναι μελαγχολική, τρυφερή και γεμάτη σεβασμό· η δυστυχία των άλλων προκαλεί αισθήματα συμπάθειας στο στήθος του θεατή και κάνει τη μεγαλόψυχη καρδιά του να χτυπά για τη δυστυχία του ξένου. Συγκινείται τρυφερά και συναισθάνεται την αξιοπρέπεια της δικής του φύσης. Αντιθέτως, η κωμωδία παρουσιάζει λεπτές μηχανορραφίες, παράξενες περιπλοκές και επιτήδειους που καταφέρνουν να ξεγλιστρήσουν, χαζούς που εξαπατώνται, ανέκδοτα και γελοίους χαρακτήρες. Εδώ η αγάπη δεν είναι τόσο κατηφής, αλλά εύθυμη και οικεία. Εν τούτοις, όπως σε άλλες περιπτώσεις έτσι και σε αυτές, μπορεί το ευγενές να συνδυασθεί σε κάποιο βαθμό με το ωραίο.

~.~

Ευχάριστο ονομάζει κανείς ό,τι τον ικανοποιεί· ωραίο ό,τι απλώς του αρέσει· καλό ό,τι εκτιμάται, εγκρίνεται, δηλαδή σε ό,τι θέτομε μιαν αντικειμενική αξία.

~.~

Καλαισθησία είναι η ικανότητα κρίσεως ενός αντικειμένου βάσει μιας αρέσκειας ή απαρέσκειας χωρίς κανένα συμφέρον. Το αντικείμενο μιας τέτοιας αρέσκειας λέγεται ωραίο.

~.~

Ωραίο είναι εκείνο που αρέσει κατά την αποτίμησή του και μόνο (άρα όχι μέσω της εντυπώσεως των αισθήσεων σύμφωνα με μιαν έννοια της διάνοιας). Από τούτα συνάγεται αφ’ εαυτού ότι θα πρέπει να αρέσει χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Ο Νίτσε μετά από 50 χρόνια

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Η πρώτη υπενθύμιση ότι ο Νίτσε έχει πεθάνει εδώ και μισόν αιώνα, υπήρξε για μένα ένα γράμμα από το Παρίσι τον Ιανουάριο της χρονιάς αυτής. Η Revue Littéraire 84 ήθελε να εκδώσει ένα τεύχος για τον Νίτσε και μου ζήτησε να συμβάλω σ’ αυτό. Η συμβολή μου ήταν η ακόλουθη:

 «Στην πραγματικότητα, όλα όσα η γενιά μου συζήτησε, στοχάστηκε εσωτερικά, μπορεί να πει κανείς: υπέφερε, μπορούμε επίσης να πούμε: μεγαλοποίησε – όλα τούτα είχαν ήδη εκφρασθεί και εξαντληθεί με τον Νίτσε, είχαν βρει οριστικές διατυπώσεις, όλα τα άλλα ήταν εξήγηση. Ο επικίνδυνος, θυελλώδης, αστραπιαίος τρόπος του, το ανήσυχο ύφος του, η παραίτησή του από κάθε ειδύλλιο και από κάθε γενική αρχή, η διατύπωση της Ψυχολογίας των ορμών, της ιδιοσυστασίας ως κινήτρου, της Φυσιολογίας ως διαλεκτικής – “η γνώση ως αψιθυμία”, ολόκληρη η Ψυχανάλυση, ολόκληρος ο Υπαρξισμός, όλα τούτα είναι δικό του έργο. Αυτός είναι, όπως φανερώνεται συνεχώς και περισσότερο, ο μεγάλης εμβέλειας γίγαντας της εποχής μετά τον Γκαίτε.

Αλλά έρχονται μερικοί και λένε: ο Νίτσε είναι πολιτικά επικίνδυνος. Υπό το πρίσμα αυτό θα πρέπει λοιπόν, ασφαλώς, να δούμε κάποτε τους πολιτικούς. Αυτοί είναι άνθρωποι που, όταν γίνονται ρητορικοί, κρύβονται πάντοτε πίσω από τις θέσεις ανθρώπων τους οποίους δεν καταλαβαίνουν, των πνευματικών ανθρώπων. Τι μπορεί να κάμει ο Νίτσε για το γεγονός ότι οι πολιτικοί παρήγγειλαν σ’ αυτόν εκ των υστέρων την εικόνα τους; Ο Νίτσε το προείδε αυτό να συμβαίνει, τον Ιούνιο του 1884 έγραψε στην αδελφή του ότι του προκαλούσε τρόμο η σκέψη ποιοι άνθρωποι που δεν θα είχαν κανένα δικαίωμα και τελείως ακατάλληλοι θα επικαλούνταν κάποτε την αυθεντία του. Είπε ακόμη πως ήθελε να έχει “φράχτες γύρω από τις σκέψεις του, για να μην εισβάλλουν στους κήπους μου οι χοίροι και οι φαντασιόπληκτοι”. Μολαταύτα παραμένει αξιοσημείωτο ότι σε μιαν ορισμένη περίοδο της δημιουργίας του (Ζαρατούστρας) βρισκόταν υπό την καθοδήγηση δαρβινιστικών ιδεών, πίστευε στην επιλογή των ικανών, στον αγώνα για την ύπαρξη τον οποίο αντέχουν μόνο οι πιο σκληροί, αλλά υιοθέτησε τις έννοιες αυτές για να χρωματίσει το όραμά του, δεν ήταν σ’ αυτόν δοσμένο να ανάψει το όραμά του με εικόνες θρύλων αγίων. Το ξανθό θηρίο, το οποίο έπειτα προσωποποιήθηκε, ασφαλώς δεν θα το είχε χαιρετίσει. Ο ίδιος ως άνθρωπος ήταν φτωχός, ακηλίδωτος, καθαρός – ένας μεγάλος μάρτυρας και άντρας. Θα μπορούσα να προσθέσω, για τη γενιά μου ήταν ο σεισμός της εποχής και από τα χρόνια του Λούθηρου η μεγαλύτερη γερμανική γλωσσική ιδιοφυΐα». (περισσότερα…)

Hans Freyer, Κατασκευάζοντας τον κόσμο απ’ την αρχή

  *

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας και σκέψης.

~ . ~

ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ

Δες τον γεωργό που οργώνει· δες τον πώς μαζεύει τη σοδειά. Η δουλειά του είναι σκληρή, και σήμερα ακόμα, που η σύγχρονη τεχνική, με τις καθημερινές της εφαρμογές, του στέκεται αρωγός. Παρ’ όλ’ αυτά, συγγενεύει πάντα στενότερα με την αναζήτηση και την συλλογή τροφής, εκείνες τις αρχαιότερες μορφές πρόνοιας του ανθρώπου, παρά με οποιαδήποτε τέχνη που επεξεργάζεται ένα υλικό και κατασκευάζει ένα αντικείμενο. Ο γεωργός δεν κατασκευάζει κάτι και η εργασία του δεν είναι δημιουργική. Οι ασχολίες του απ’ το πρωί ώς το βράδυ, από το όργωμα ώς το νέο όργωμα, δεν σχηματίζουν μια αναγκαία διαδοχή, στην αρχή της οποίας βρίσκεται μια πρώτη ύλη, στο μέσο της ένα ημιτελές παρασκεύασμα και στο πέρας της ένα έτοιμο προϊόν. Οι ασχολίες του προσαρμόζονται, καρτερικά κι όμως έγκαιρα, στο κύλισμα των ημερών και του έτους, και η κάθε μια τους έχει την ώρα της στον κύκλο της ανάπτυξης των φυτών. Η αντίληψη ότι η επίσπευση της δουλειάς θα μπορούσε να επιταχύνει τους ρυθμούς, δεν έχει εδώ νόημα. Ανάμεσα στις εκάστοτε εργασίες παρεμβαίνει πάντοτε, σχεδόν σαν το καλύτερό τους μέρος, η αναμονή: όχι η αναμονή για το μεταφορικό μέσο μέσα στην εκμηχανισμένη κυκλοφορία με το ρολόι ανά χείρας, αλλά η προσμονή όσων πρόκειται να έρθουν σύμφωνα με τη φύση και την εμπειρία, η καρτερία ώσπου να φτάσουν, με όλες τις ελπίδες, τις αγωνίες και τα χτυποκάρδια που χαρακτηρίζουν την γνήσια αναμονή. Και πόσα δεν μπορούν να μεσολαβήσουν: χαλάζι, ξηρασία, παγετός, οι ακρίδες, ο πόλεμος! Όμως ο χωρικός μπορεί να επαφεθεί στην φυσική ορμή του σπόρου και, γενικά, στον χρόνο. Πέρα απ’ τον χειμώνα, μες απ’ όλες τις διαθέσεις του καιρού, ακόμα κι όταν κανείς δεν τον βλέπει: βλασταίνει. Κι αν το χιόνι μείνει μια-δυο βδομάδες περισσότερο, τότε εκείνος μεγαλώνει μετά ακόμα γοργότερα. Ο άνθρωπος, είναι εύλογο, δεν μπορεί παρά να περιμένει, αφού είναι αδύνατο να κάνει τους σπόρους να φυτρώσουν. (περισσότερα…)

Ο Χάρτμουτ Ρόζα για την επιτάχυνση και την αλλοτρίωση στις σύγχρονες κοινωνίες

*

του ΜΥΡΩΝΟΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Μετά την πρώτη τους έκδοση, οι εκδόσεις Πλήθος προσφέρουν στο ελληνικό κοινό μια ακόμη μετάφραση ενός έργου κοινωνικού και πολιτικού προβληματισμού. Πρόκειται για το τολμηρό και ενδιαφέρον βιβλίο του Χάρτμουτ Ρόζα, Επιτάχυνση και αλλοτρίωση: για μια Κριτική θεωρία της χρονικότητας στην ύστερη νεωτερικότητα. Όπως μαρτυρεί ο υπότιτλος, ο συγγραφέας του βιβλίου επιδίδεται στη σκιαγράφηση μιας νέας κριτικής θεωρίας για το σήμερα. Η κριτική θεωρία του, ξεκαθαρίζει, στηρίζεται όχι σε κάποια κανονιστική σύλληψη περί ανθρώπινης φύσης, αλλά στην διαπιστωμένη αντίθεση ανάμεσα στους πόθους των υποκειμένων (συγκεκριμένα, στο νεωτερικό πρόταγμα της ικανοποίησης των φιλοδοξιών και επιθυμιών του αυτόνομου ατόμου) και στους θεσμούς και πρακτικές που εμποδίζουν αυτούς τους πόθους να υλοποιηθούν. Πρόκειται για αντίθεση που συμβαίνει με τρόπο ανεπίγνωστο για τους περισσότερους από εμάς και εδώ είναι που επανέρχεται η μαρξιστική θεώρηση περί ιδεολογίας και ψευδούς συνείδησης, στην οποία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση η Σχολή της Φραγκφούρτης, εξηγεί. Επιδιώκοντας να αρθρώσει έναν κριτικό Αριστερό λόγο απέναντι στον σύγχρονο καπιταλισμό, στα χνάρια των Χορκχάιμερ, Μαρκούζε και Άξελ Χόνετ, ο Γερμανός κοινωνιολόγος αναζητά ένα βασικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της Νεωτερικότητας και των σύγχρονων κοινωνιών, το οποίο και βρίσκει στην έννοια της «επιτάχυνσης». Κάνοντας λόγο για Νεωτερικότητα, μια έννοια συχνά επαναλαμβανόμενη αλλά ασαφή, ο Ρόζα τη διαιρεί σε «πρώιμη» (ως το 1850), «κλασική» (~1850-1970) και για «ύστερη» (1970-…).

Αν και η Νεωτερικότητα έχει συλληφθεί και περιγραφεί κοινωνιολογικά με έμφαση σε διαφορετικές έννοιες, από τον εργασιακό καταμερισμό έως τον ατομικισμό και την εμπορευματοποίηση, όλες αυτές διατρέχει υπόρρητα ένα κύριο στοιχείο: η επιτάχυνση. Οι δυτικές κοινωνίες είναι κοινωνίες της επιτάχυνσης. Τι ακριβώς σημαίνει όμως αυτό; Σύμφωνα με τον Ρόζα, υπάρχουν τρεις βασικές «όψεις» της επιτάχυνσης στη Δύση. Αρχικά, υπάρχει η τεχνολογική επιτάχυνση, που είναι ίσως και η πιο προφανής και αυτονόητη σε όλους μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ταχύτητα επικοινωνίας και μεταφορών διαρκώς «συμπιέζει» τον χώρο, σε σημείο να τον συρρικνώνει υπέρ του χρόνου, καθότι οι πραγματικές τοποθεσίες (π.χ. ξενοδοχεία, τράπεζες, πανεπιστήμια) παίζουν πια όλο και μικρότερο ρόλο για τις ουσιαστικές κοινωνικές εξελίξεις. Έπειτα, υπάρχει η επιτάχυνση της κοινωνικής μεταβολή, η οποία συνίσταται στην επιτάχυνση όχι διαδικασιών εντός της κοινωνίας (όπως συμβαίνει με την τεχνολογική), αλλά επιτάχυνση της ίδιας της κοινωνίας καθαυτής. Σύμφωνα πάλι με τον Ρόζα:

[…] η κοινωνική επιτάχυνση ορίζεται από μια αύξηση των ρυθμών αποσύνθεσης της αξιοπιστίας των εμπειριών και των προσδοκιών και από τη συστολή των χρονικών διαστημάτων που μπορούν να οριστούν ως «παρόν» (σελ. 49). (περισσότερα…)