*
Ανθολόγηση-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
~.~
Η νύχτα είναι υψηλή, η μέρα ωραία.
~.~
Ο νους είναι υψηλός, η ευστροφία ωραία. Η τόλμη είναι υψηλή και μεγάλη, η πονηρία μικρή αλλά ωραία. Η προσοχή, είπε ο Κρόμγουελ, είναι η αρετή του ηγέτη. Η φιλαλήθεια και η ειλικρίνεια είναι απλοϊκή και ευγενής, ο αστεϊσμός και το ευγενικό κομπλιμέντο είναι λεπτά και ωραία. Η ευπρέπεια είναι η ομορφιά της αρετής. Ο ανιδιοτελής ζήλος στην υπηρεσία είναι ευγενής, η ευταξία και η ευγένεια είναι ωραίες. Οι υψηλές ιδιότητες εμπνέουν σεβασμό αλλά οι ωραίες αγάπη. Οι άνθρωποι που το αίσθημά τους στρέφεται κυρίως προς το κάλλος, αναζητούν τους ειλικρινείς, σταθερούς και σοβαρούς φίλους τους, μόνο στην ανάγκη· αλλά για την παρέα διαλέγουν εκείνον τον αστείο, ευπρεπή και ευγενικό που είναι κατάλληλος για τη συντροφιά. Κάποιους τους εκτιμούμε τόσο πολύ, ώστε μόλις που μπορούμε να τους αγαπήσομε. Εμπνέουν θαυμασμό αλλά είναι τόσο πολύ ανώτεροί μας, ώστε να μην τολμούμε να τους προσεγγίσομε με την οικειότητα της αγάπης.
~.~
Τα υψηλά αισθήματα στα οποία αίρεται καμιά φορά η συνομιλία σε μια συντροφιά υψηλού επιπέδου, πρέπει να διαλύονται ενδιάμεσα σε εύθυμα αστεία, και οι χαρές και τα γέλια πρέπει να σχηματίζουν με τη συγκινημένη και σοβαρή έκφραση μιαν ωραία αντίθεση που εναλλάσσει αβίαστα τα δύο αυτά είδη των αισθημάτων. Η φιλία χαρακτηρίζεται κυρίως από το γνώρισμα του υψηλού, ενώ ο γενετήσιος έρωτας από εκείνο του ωραίου. Ωστόσο, η τρυφερότητα και ο βαθύς σεβασμός προσδίδουν στον έρωτα μιαν ορισμένη αξιοπρέπεια και ένα ύψος, ενώ τα γοητευτικά αστεία και η οικειότητα εξυψώνουν στο αίσθημα τούτο το χρώμα του ωραίου. Η τραγωδία διακρίνεται από την κωμωδία ιδίως κατά τούτο: στην τραγωδία συγκινείται το αίσθημα για το υψηλό, στην κωμωδία για το ωραίο. Στην πρώτη φανερώνονται η μεγαλόψυχη θυσία για το καλό των άλλων, η τολμηρή αποφασιστικότητα στους κινδύνους και η δοκιμασμένη πίστη. Εδώ η αγάπη είναι μελαγχολική, τρυφερή και γεμάτη σεβασμό· η δυστυχία των άλλων προκαλεί αισθήματα συμπάθειας στο στήθος του θεατή και κάνει τη μεγαλόψυχη καρδιά του να χτυπά για τη δυστυχία του ξένου. Συγκινείται τρυφερά και συναισθάνεται την αξιοπρέπεια της δικής του φύσης. Αντιθέτως, η κωμωδία παρουσιάζει λεπτές μηχανορραφίες, παράξενες περιπλοκές και επιτήδειους που καταφέρνουν να ξεγλιστρήσουν, χαζούς που εξαπατώνται, ανέκδοτα και γελοίους χαρακτήρες. Εδώ η αγάπη δεν είναι τόσο κατηφής, αλλά εύθυμη και οικεία. Εν τούτοις, όπως σε άλλες περιπτώσεις έτσι και σε αυτές, μπορεί το ευγενές να συνδυασθεί σε κάποιο βαθμό με το ωραίο.
~.~
Ευχάριστο ονομάζει κανείς ό,τι τον ικανοποιεί· ωραίο ό,τι απλώς του αρέσει· καλό ό,τι εκτιμάται, εγκρίνεται, δηλαδή σε ό,τι θέτομε μιαν αντικειμενική αξία.
~.~
Καλαισθησία είναι η ικανότητα κρίσεως ενός αντικειμένου βάσει μιας αρέσκειας ή απαρέσκειας χωρίς κανένα συμφέρον. Το αντικείμενο μιας τέτοιας αρέσκειας λέγεται ωραίο.
~.~
Ωραίο είναι εκείνο που αρέσει κατά την αποτίμησή του και μόνο (άρα όχι μέσω της εντυπώσεως των αισθήσεων σύμφωνα με μιαν έννοια της διάνοιας). Από τούτα συνάγεται αφ’ εαυτού ότι θα πρέπει να αρέσει χωρίς οποιοδήποτε συμφέρον.
~.~
Όσον αφορά στο ευχάριστο, ο καθένας παραδέχεται ότι η κρίση του που την στηρίζει σε ένα ιδιωτικό συναίσθημα και βάσει της οποίας λέγει για κάποιο αντικείμενο ότι του αρέσει, περιορίζεται επίσης σε μόνο το πρόσωπό του. Για τούτο, εάν πει κάποιος: «Το κρασί των Καναρίων νησιών είναι εύγευστο», δέχεται με προθυμία να του διορθώσουν την έκφραση και να του υπενθυμίσουν ότι πρέπει να πει: «Είναι εύγευστο για μένα». Για τον ένα είναι το μωβ χρώμα ήπιο και εύχαρι, για τον άλλο χλωμό και πεθαμένο. Ο ένας αγαπά τον ήχο των πνευστών οργάνων, ο άλλος των εγχόρδων. Ως προς το ευχάριστο ισχύει λοιπόν η αρχή: ο καθένας έχει τη δική του καλαισθησία (των αισθήσεων).
Ως προς το ωραίο, τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά. Θα ήταν (το εντελώς αντίστροφο) γελοίο, εάν κάποιος που φαντάζεται πως έχει καλαισθησία, σκεφτόταν να δικαιολογηθεί λέγοντας: το αντικείμενο τούτο (το κτήριο που βλέπομε, το ένδυμα που φορά εκείνος, η συναυλία που ακούμε, το ποίημα που παρουσιάζεται για να κριθεί) είναι ωραίο για μένα. Διότι, εάν απλώς του αρέσει, δεν πρέπει να το ονομάσει ωραίο. Πολλά πράγματα είναι δυνατόν να είναι γι’ αυτόν ελκυστικά και άνετα, για τούτο δεν νοιάζεται κανείς· όταν όμως θεωρεί κάτι ωραίο, απαιτεί την ίδια αρέσκεια και από άλλους· κρίνει όχι απλώς για τον εαυτό του αλλά για τον καθένα, και μιλά τότε για την ομορφιά, ως εάν ήταν ιδιότητα των πραγμάτων. Για τούτο λέγει: το πράγμα είναι ωραίο· και υπολογίζει πως οι άλλοι θα συναινέσουν στην κρίση του περί της αρέσκειας, όχι απλώς επειδή τάχα διεπίστωσε ότι πολλές φορές συμφωνούσαν οι κρίσεις τους, αλλά το απαιτεί από εκείνους. Τους ψέγει, όταν κρίνουν διαφορετικά και τους αρνείται την καλαισθησία την οποία ωστόσο απαιτεί ότι πρέπει να την έχουν· με την έννοια αυτή δεν μπορεί να πει κανείς: ο καθένας έχει την ιδιαίτερη καλαισθησία του. Τούτο θα ήταν ταυτόσημο με το ότι δεν υπάρχει διόλου καλαισθησία, δηλαδή μια αισθητική κρίση που θα μπορούσε να εγείρει νόμιμη αξίωση για την συμφωνία του καθενός.
~.~
Ένα εντελώς κανονικό πρόσωπο από το οποίο θα ζητούσε ο ζωγράφος να του ποζάρει ως μοντέλο, συνήθως δεν εκφράζει τίποτε· διότι δεν έχει κανένα χαρακτηριστικό στοιχείο, δηλαδή εκφράζει πιο πολύ την ιδέα του γένους παρά την ιδιαιτερότητα του προσώπου. Άλλωστε η εμπειρία δείχνει ότι τα τελείως κανονικά εκείνα πρόσωπα προδίδουν συνήθως και έναν εσωτερικά επίσης απλώς μέτριο άνθρωπο. Πιθανώς (αν επιτρέπεται να δεχθούμε ότι η φύση εκφράζει στην εξωτερική μορφή τις διαστάσεις της εσωτερικής) για τον ακόλουθο λόγο: όταν καμία από τις ψυχικές δυνάμεις δεν ξεχωρίζει πέρα από τη διάσταση εκείνη που είναι αναγκαία για να δημιουργήσει απλώς έναν άψογο άνθρωπο, τότε δεν μπορεί να προσδοκά κανείς τίποτε από ό,τι λέγεται ιδιοφυΐα, στην οποία η φύση φαίνεται ότι παρεκκλίνει από τις συνήθεις της αναλογίες των ψυχικών δυνάμεων προς όφελος μιας και μόνης.
~.~
Κάθε άκαμπτη κανονικότητα αντίκειται στην καλαισθησία κατά τούτο: ότι δεν επιτρέπει μακρά ενασχόληση με τη θεώρησή της, παρά προκαλεί ανία, εκτός αν αποβλέπει ρητώς στην γνώση ή σε έναν ορισμένο πρακτικό σκοπό. Αντιθέτως, εκείνο με το οποίο η φαντασία μπορεί να παίξει με τρόπο ανεπιτήδευτο και σκόπιμο, μας είναι πάντοτε καινούργιο και δεν αισθανόμαστε πλήξη, όταν το κοιτάζομε.
~.~
Ένας νέος ποιητής δεν μπορεί να αποστεί από την πεποίθηση πως το ποίημά του είναι ωραίο ούτε εξ αιτίας της κρίσης του κοινού ούτε των φίλων του· και αν κάποτε τους ακούει, δεν συμβαίνει αυτό επειδή τότε κρίνει διαφορετικά, αλλά –ακόμη και αν όλο το κοινό είχε εσφαλμένη καλαισθησία– επειδή, στην επιθυμία του για αναγνώριση, βρίσκει επαρκές κίνητρο να συμβιβάζεται με την κοινή πλάνη. Μόνον αργότερα, όταν η κριτική του δύναμη οξυνθεί περισσότερο με την εξάσκηση, θα απομακρυνθεί με τη θέλησή του από την προηγούμενη κρίση του, όπως κάνει και με τις κρίσεις του που βασίζονται εντελώς στον Λόγο.
~.~
Υψηλό είναι εκείνο που και μόνο να μπορούμε να το σκεφθούμε αποδεικνύει μιαν ικανότητα του πνεύματος η οποία υπερβαίνει κάθε μέτρο των αισθήσεων.
~.~
Υψηλή είναι η φύση σε εκείνες τις εκφάνσεις της, η εποπτεία των οποίων συνεπάγεται την Ιδέα της απεραντοσύνης της.
~.~
Υψηλό είναι εκείνο που αρέσει άμεσα λόγω της αντιστάσεώς του κατά του συμφέροντος των αισθήσεων.
~.~
Το πνεύμα αισθάνεται κατά το ίδωμα του υψηλού στη φύση συγκινημένο, ενώ κατά την αισθητική κρίση περί του ωραίου ευρίσκεται σε γαλήνιο ετασμό.
~.~
Απόκρημνοι βράχοι που υψώνονται απότομα, σχεδόν απειλητικά, πυκνά σύννεφα που συσσωρεύονται στον ουρανό, με αστραπές και βροντές, ηφαίστεια σε όλη την καταστροφική τους βία, τυφώνες με την ερήμωση που αφήνουν πίσω τους, ο απέραντος ωκεανός σε θύελλα, ο υψηλός καταρράκτης ενός τεράστιου ποταμού κτλ., καθιστούν τη δική μας ικανότητα αντιστάσεως σε σύγκριση με τη δύναμή τους ασήμαντο πράγμα. Αλλά το θέαμά τους γίνεται τόσο ελκυστικότερο όσο φοβερότερο είναι, αρκεί μόνο να βρισκόμαστε εμείς σε ασφάλεια. Και ονομάζομε πρόθυμα τα αντικείμενα τούτα υψηλά, διότι εξυψώνουν τη δύναμη της ψυχής πέραν της συνήθους μετριότητάς της και μας επιτρέπουν να ανακαλύπτομε εντός μας μιαν ικανότητα αντιστάσεως τελείως διαφορετική, πράγμα που μας ενθαρρύνει να μπορούμε να αναμετρηθούμε με τη φαινομενική παντοδυναμία της φύσης.
~.~
Η ακαταμάχητη δύναμη της φύσης μας επιτρέπει να γνωρίσομε τη φυσική μας αδυναμία, ως φυσικών όντων, συγχρόνως όμως και να ανακαλύψομε την ικανότητα να κρίνομε τους εαυτούς μας ως ανεξάρτητους από αυτήν, και ακόμη κάποια υπεροχή επί της φύσεως, επάνω στην οποία θεμελιώνεται μια αυτοσυντήρηση εντελώς διαφορετική από εκείνη που μπορεί να προσβληθεί και να τεθεί σε κίνδυνο από την εξωτερική φύση, έτσι ώστε η ανθρωπότητα να παραμένει αλώβητη στο πρόσωπό μας, ακόμη και αν ο άνθρωπος ήταν υποχρεωμένος να υποκύψει στη βία εκείνη. Με τον τρόπο αυτόν η φύση θεωρείται κατά την αισθητική μας κρίση ως υψηλή όχι επειδή προκαλεί φόβο, αλλά διότι εγείρει εντός μας τη δύναμή μας (που δεν είναι φύση), ώστε να θεωρούμε εκείνα για τα οποία μεριμνούμε (τα αγαθά, την υγεία και τη ζωή) ως μικρά, και συνεπώς την εξουσία της (στην οποία ασφαλώς υποκείμεθα ως προς τα πράγματα εκείνα) για μας και την προσωπικότητά μας να μην την θεωρούμε παρ’ όλα αυτά ως μια τέτοια βία, στην οποία θα έπρεπε να υποκύψομε, όταν πρόκειται για τις ύψιστες αρχές μας και την τήρηση ή την παραίτηση από αυτές. Συνεπώς, η φύση λέγεται εδώ υψηλή απλώς επειδή υψώνει τη φαντασία έως την αναπαράσταση των περιπτώσεων εκείνων, στις οποίες το πνεύμα μπορεί να κάμει αισθητή τη δική του υψηλότητα του προορισμού του, ακόμη και πάνω από τη φύση.
~.~
Το ύψος δεν ενυπάρχει σε κάποιο πράγμα της φύσης αλλά μόνο στο πνεύμα μας, εφ’ όσον μπορούμε να αποκτήσομε επίγνωση της υπεροχής μας έναντι της φύσης εντός μας και με τον τρόπο αυτόν και έναντι της εξωτερικής φύσης (ενόσω μας επηρεάζει). Οπότε όλα όσα εγείρουν το συναίσθημα τούτο εντός μας, όπως η ισχύς της φύσης η οποία προκαλεί τις δυνάμεις μας, λέγονται (μολονότι ανακριβώς) υψηλά· και μόνον υπό την προϋπόθεση της Ιδέας αυτής εντός μας και σε σχέση με αυτήν, είμαστε ικανοί να φθάσομε στην Ιδέα του ύψους του όντος το οποίο προκαλεί εντός μας βαθύ σεβασμό όχι μόνο με τη δύναμή του που καταδεικνύει στη φύση, αλλά ακόμη περισσότερο με την ικανότητα που έχει θέσει μέσα μας, ώστε να κρίνομε τη δύναμη εκείνη χωρίς φόβο και να σκεπτόμαστε τον προορισμό μας ως υψηλότερο από αυτήν.
~.~
Η αρέσκεια για το υψηλό της φύσης είναι μόνον αρνητική (ενώ αντιθέτως εκείνη για το ωραίο είναι θετική), δηλαδή ένα συναίσθημα στερήσεως της ελευθερίας της φαντασίας από αυτήν την ίδια […]. Έτσι, αποκτά μια διεύρυνση και μια δύναμη που είναι μεγαλύτερη από εκείνη την οποία θυσιάζει, αλλά της οποίας ο λόγος παραμένει γι’ αυτήν την ίδια απόκρυφος, ενώ αντιθέτως συναισθάνεται τη θυσία ή τη στέρηση και συγχρόνως την αιτία στην οποία υπόκειται. Η κατάπληξη που εγγίζει το δέος, η φρίκη και ο ιερός τρόμος που καταλαμβάνει τον θεατή, όταν κοιτάζει ορεινούς όγκους που φθάνουν μέχρι τον ουρανό, βαθιά φαράγγια όπου κατακρημνίζονται καταρράκτες με υπόκωφο ήχο, βαθύσκιους ερημότοπους που σου προκαλούν μελαγχολικούς στοχασμούς κτλ., δεν προκαλούν γνήσιο φόβο, καθώς ο θεατής γνωρίζει ότι είναι ασφαλής, παρά μόνο την προσπάθεια να επιχειρήσομε με τη φαντασία να αισθανθούμε τη δύναμη αυτής ακριβώς της πνευματικής ικανότητας, να συνδέσομε τη συγκίνηση του πνεύματος που προκλήθηκε έτσι με την ηρεμία του, και με τον τρόπο αυτόν να αποκτήσομε υπεροχή επί της φύσεως εντός μας, άρα και εκείνης έξω από μας, εφ’ όσον μπορεί να επιδράσει επί του αισθήματος της ευεξίας μας.
~.~
Ο αποχωρισμός από κάθε κοινωνία θεωρείται ως κάτι υψηλό, εάν στηρίζεται σε Ιδέες οι οποίες παραβλέπουν κάθε συμφέρον των αισθήσεων. Η αυτάρκεια, άρα η μη χρεία της κοινωνίας, χωρίς όμως να είναι κάποιος ακοινώνητος, δηλαδή να την αποφεύγει, είναι κάτι που προσεγγίζει το υψηλό, όπως και κάθε υπέρβαση των αναγκών. Αντιθέτως, το να αποφεύγει κανείς τους ανθρώπους από μισανθρωπία, επειδή τους εχθρεύεται, ή από ανθρωποφοβία, επειδή τους φοβάται ως εχθρούς του, είναι εν μέρει άσχημο, εν μέρει αξιοκαταφρόνητο. Μολαταύτα υπάρχει μια μισανθρωπία (που ονομάζεται έτσι κατά ελάχιστα ακριβή τρόπο), η προδιάθεση για την οποία εγκαθίσταται στο πνεύμα πολλών ορθοφρονούντων ανθρώπων συνήθως κατά το γήρας και η οποία, όσον αφορά στην καλή θέληση, είναι αρκετά φιλάνθρωπη, αλλά έχει απομακρυνθεί πολύ από την αρέσκεια για τον άνθρωπο λόγω μακράς θλιβερής εμπειρίας· την αποδεικνύουν η τάση για απομόνωση, η ονειρώδης επιθυμία να μπορεί κανείς να διέλθει τον βίο του σε ένα απόμακρο αγρόκτημα ή ακόμη (στους νέους ανθρώπους) η φαντασιώδης ευδαιμονία να ζήσουν με μια μικρή οικογένεια σε κάποιο άγνωστο νησί – πράγματα που οι μυθιστοριογράφοι ή οι ποιητές των Ροβινσωνιάδων γνωρίζουν να μεταχειρίζονται τόσο καλά. Η δολιότητα, η αγνωμοσύνη, η αδικία, το παιδαριώδες στους σκοπούς που εμείς θεωρούμε σπουδαίους και μεγάλους και για την επιδίωξη των οποίων διαπράττουν οι ίδιοι οι άνθρωποι εναντίον των συνανθρώπων τους όλα τα φοβερά που μπορεί να σκεφθεί κανείς, ευρίσκονται σε τέτοια αντίφαση με την Ιδέα εκείνου που θα μπορούσαν να είναι, εάν το ήθελαν, και αντιβαίνουν τόσο πολύ στη ζωηρή επιθυμία να τους δούμε καλύτερους ώστε, για να μην τους μισεί κανείς, αφού δεν μπορεί να τους αγαπά, να φαίνεται πως η παραίτηση από όλες τις κοινωνικές χαρές είναι μια μικρή θυσία. Η θλίψη τούτη, όχι λόγω των δεινών που επισωρεύει η μοίρα στους άλλους ανθρώπους (αιτία της οποίας είναι ο οίκτος), αλλά λόγω εκείνων που διαπράττουν οι ίδιοι (και η οποία οφείλεται στην αντιπάθεια ως προς τις αρχές), είναι υψηλή, επειδή στηρίζεται σε Ιδέες, ενώ η άλλη μπορεί να θεωρηθεί το πολύ ωραία.
~.~
Ο Σωσσύρ, εξ ίσου πνευματώδης όσο και εμβριθής, στην περιγραφή των ταξιδιών του στις Άλπεις, λέγει για το Bonhomme, μιαν από τις οροσειρές της Σαβοΐας: «Κυριαρχεί εκεί ορισμένη ανούσια θλίψη». Γνώριζε, λοιπόν, ασφαλώς και κάποια ενδιαφέρουσα θλίψη την οποία εμπνέει το θέαμα μιας ερημιάς και όπου θα ήθελαν μάλλον να αποσυρθούν κάποιοι άνθρωποι για να μην ακούνε ούτε να μαθαίνουν πια τίποτε από τον κόσμο, αλλά και η οποία δεν θα πρέπει να είναι τόσο αφιλόξενη, ώστε να προσφέρει μονάχα μιαν υπερβολικά επίπονη διαμονή για τους ανθρώπους.
~.~
Ένας άνθρωπος εγκαταλελειμμένος σε κάποιο έρημο νησί δεν θα κοσμούσε από μόνος του ούτε την καλύβα του ούτε τον εαυτό του και δεν θα μάζευε λουλούδια ούτε βέβαια θα τα καλλιεργούσε, για να στολισθεί μ’ αυτά. Μόνο στην κοινωνία τού έρχεται η ιδέα να μην είναι απλώς άνθρωπος αλλά επιπλέον, με τον τρόπο του, ένας λεπτός άνθρωπος (η έναρξη του εκπολιτισμού)· διότι ως τέτοιον άνθρωπο κρίνομε εκείνον που έχει την κλίση και την επιδεξιότητα να μεταδίδει στους άλλους την ηδονή του, και δεν τον ικανοποιεί ένα αντικείμενο, αν δεν μπορεί να αισθανθεί την αρέσκεια γι’ αυτό σε μια κοινότητα με άλλους.
~.~
Παραδέχομαι βέβαια πρόθυμα ότι το ενδιαφέρον για το ωραίο στην τέχνη (στην οποία συμπεριλαμβάνω και την τεχνητή χρήση των φυσικών καλλονών για τη διακόσμηση, άρα για τη ματαιοδοξία) δεν συνιστά καμιά απολύτως απόδειξη της νοοτροπίας που συνάδει προς το ηθικώς αγαθό είτε που απλώς και μόνο κλίνει προς αυτό. Αντιθέτως όμως ισχυρίζομαι ότι το να έχει κάποιος άμεσο ενδιαφέρον για την ομορφιά της φύσης (όχι το να έχει απλώς καλαισθησία για να την κρίνει) είναι πάντοτε γνώρισμα μιας καλής ψυχής· και ότι, όταν το ενδιαφέρον αυτό αποτελεί έξη, δείχνει τουλάχιστον μια πνευματική διάθεση ευνοϊκή για το ηθικό συναίσθημα, όταν συνάπτεται πρόθυμα με την ενατένιση της φύσης.
ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ
Πηγή: Ιμμάνουελ Καντ, Επιλογή από το έργο του,
Εισαγωγή, Επιλογή & Μετάφραση Κώστα Ανδρουλιδάκη,
Σειρά: Στοχασμοί, Αρ. τομ. 27, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα 2008
~.~
*