Immanuel Kant, Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική [ Α. ]

*

Σχολιασμός – Μετάφραση – Επιμέλεια στήλης
ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική (Anthropologie in pragmatischer Hinsicht), επιλεγμένα αποσπάσματα της οποίας θα παρουσιάσουμε στη στήλη που εγκαινιάζεται με τη σημερινή ανάρτηση,  είναι το τελευταίο έργο του Ιμμάνουελ Καντ το οποίο εξέδωσε ο ίδιος (1798). Προέκυψε από τα μαθήματα που παρέδιδε ο Καντ για το αντικείμενο τούτο στο Πανεπιστήμιο της Καινιξβέργης (Königsberg, το σημερινό Κaliningrad), από το έτος 1772/73 έως το 1795/96, στηριζόμενος στα καλύτερα συγγράμματα εμπειρικής Ψυχολογίας και πρακτικής Φιλοσοφίας της εποχής του, αλλά και στις απέραντες γνώσεις του στα πεδία των επιστημών και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, αρχαίας και νεότερης. Η σημασία και η αξία του έργου αναγνωρίζεται καθολικά και διεθνώς, όχι μόνο μέσα στα όρια της ακαδημαϊκής φιλοσοφίας, αλλά και στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών. Θεωρείται από τα θεμελιακά έργα του κλάδου της Ανθρωπολογίας, και μάλιστα τόσο της φιλοσοφικής όσο και της εμπειρικής και επιστημονικά τεκμηριωμένης. Ως προς το περιεχόμενό του, καλύπτει σε μεγάλο βαθμό τους κλάδους της φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας, της Ηθικής, της Ψυχολογίας, εν μέρει και της Κοινωνιολογίας.

Αλλά τι είναι η Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική;[1] Ο παρακάτω Πρόλογος του έργου[2] επεξηγεί με επάρκεια το ερώτημα αυτό, αλλά δεν περιττεύουν μερικές διευκρινίσεις. Σε αντιδιαστολή προς μια μονάχα θεωρητική, αφηρημένη ή μεταφυσική πραγμάτευση των ζητημάτων των σχετικών με τον άνθρωπο, η πραγματιστική Ανθρωπολογία, όπως την εννοεί ο Καντ, έχει στόχο κυρίως πρακτικό, δηλ. να συμβάλλει στην καθοδήγηση των πράξεων και στην επίτευξη των στόχων που θέτει κάποιος. Ειδικότερα όμως έχει και στόχο πραγματιστικό με το νόημα να συμβάλλει στο κοινό όφελος και στην ευδαιμονία όλων, καθώς «το ανθρώπινο γένος οφείλει και δύναται να γίνει το ίδιο ο δημιουργός της ευτυχίας του» (Ανθρωπολογία, 7:328).  Σ’ ένα γράμμα του προς τον προσφιλή μαθητή του, ιατρό Marcus Herz (το 1773), γράφει ότι η Ανθρωπολογία αποβλέπει στο «να αποκαλύψει τις πηγές όλων των επιστημών [που ασχολούνται με] τα ήθη, με την ικανότητα των συναναστροφών, και με τη μέθοδο της εκπαίδευσης και διακυβέρνησης των ανθρώπων, άρα με όλα όσα είναι πρακτικά».

Ειδικότερα, η Ανθρωπολογία αποτελεί το εμπειρικό υπόβαθρο και σύστοιχο, δηλ. το εμπειρικό και εφαρμοσμένο μέρος της πρακτικής και ηθικής φιλοσοφίας. Εκθέτει την εμπειρική Ψυχολογία, στηριγμένη σε διεξοδική ανάλυση των ψυχικών ή πνευματικών ικανοτήτων του ανθρώπου: των γνωστικών ικανοτήτων, του συναισθήματος της ηδονής ή ευχαρίστησης και της δυσαρέσκειας ή λύπης, καθώς και του επιθυμητικού ή της θέλησης. Παρουσιάζει εκτεταμένες αναλύσεις των διαφορετικών «χαρακτήρων» (χαρακτηριστικών) των ιδιοσυγκρασιών, των φύλων, των λαών και των φυλών με αφάνταστη πληθώρα περιγραφών και παρατηρήσεων, οι οποίες στηρίζονται λ.χ. στην ιστορία, στη λογοτεχνία και στην εμπειρία. Τέλος, προσφέρει μια σύνοψη της φιλοσοφίας της ιστορίας του Καντ. Η Ανθρωπολογία προσφέρει εκτεταμένο και ανεκτίμητο υλικό για μια νέα προσέγγιση και κατανόηση του ανεξάντλητου κριτικού έργου του. Δίχως υπερβολή, αποτελεί, στην ωριμότερη ώρα του Διαφωτισμού, τον κορυφαίο πρόδρομο και πρωτοπόρο της εμπειρικής θεμελίωσης των κοινωνικών επιστημών και των «επιστημών του ανθρώπου». Σε αντίθεση με τη συχνά στριφνή και δύσβατη γλώσσα των συστηματικών κύριων έργων του Καντ, η Ανθρωπολογία είναι γραμμένη σε μια γλώσσα πολύ πιο γλαφυρή, ζωντανή και κατανοητή. Σωστά λέει ο Ε. Π. Παπανούτσος (βαθύς γνώστης του Καντ και, με τον τρόπο του, Νεοκαντιανός ο ίδιος) ότι ο σοφός δάσκαλος της Καινιξβέργης «άμα ήθελε, μπορούσε να γράφει (όπως άλλωστε και μιλούσε στις παραδόσεις του) όχι μόνο με εμβρίθεια, αλλά συνάμα με χάρη και χιούμορ».[3]

Περιττό να επισημάνουμε ότι, παρ’ όλη την εμπειρική τεκμηρίωση και τον έλλογο χαρακτήρα της, η Ανθρωπολογία φέρει εμφανή και έντονα τα σημάδια της ιστορικής εποχής και της κοινωνίας της. Τόσο σε κεντρικά ζητήματα όσο και σε αμέτρητο πλήθος επιμέρους παρατηρήσεων οι θέσεις και οι απόψεις του Καντ είναι χρωματισμένες ή βεβαρημένες από τις αντιλήψεις του καιρού και του τόπου του. Ελάχιστα δείγματα: οι «ασκητικές»  συμβουλές προς τους νέους για τη χαλιναγώγηση των τωρινών επιθυμιών τους χάριν του μακροπρόθεσμου και απώτερου οφέλους· οι αντιλήψεις για τις ιδιοσυγκρασίες, για τις σχέσεις των φύλων, τους χαρακτήρες και την ψυχολογία των λαών κ.α. Από άποψη κοινωνιολογική, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τις απόψεις αυτές εν μέρει ως στερεότυπα και προκαταλήψεις του μορφωμένου αστού ακαδημαϊκού της εποχής του. Για μιαν ακόμη φορά επιβεβαιώνεται το βαθύ απόφθεγμα του Χέγκελ: «Ούτως ή άλλως, καθένας είναι τέκνο της εποχής του· έτσι και η φιλοσοφία είναι η εποχή της, την οποία έχομε συλλάβει σε σκέψεις».[4]

[1] Για την αποφυγή της ενδεχόμενης σύγχυσης, με τη λέξη Ανθρωπολογία (με πλάγια) θα δηλώνεται εδώ το βιβλίο Ανθρωπολογία από άποψη πραγματιστική, ενώ με τη λέξη Ανθρωπολογία (με απλά) θα εννοείται ο σχετικός φιλοσοφικός και επιστημονικός κλάδος ή θεωρία.
[2] Η μετάφραση έγινε από το γερμανικό πρωτότυπο κατά την έκδοση των Απάντων του Καντ από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου (Kant’s gesammelte Schriften, G. Reimer [τώρα: W. de Gruyter], Βερολίνο 1900 κ.ε.), τ. 7, επιμέλεια Oswald Külpe, 1907), καθώς και την έκδοση: Immanuel Kant, Anthropologie in pragmatischer Hinsicht,  επιμέλεια Reinhard Brandt, F. Meiner, Αμβούργο  2000.
[3] Βλ. τον Πρόλογο του μεταφραστή στο Immanuel Kant, Δοκίμια, εισαγωγή, μτφρ., σχόλια Ε. Π. Παπανούτσος, Δωδώνη, Αθήνα 1971, σ. 14. Για τη γλώσσα και το ύφος του Καντ, πρβλ. την Εισαγωγή του μεταφραστή στο Ιμμάνουελ Καντ, Επιλογή από το έργο του, εισαγωγή, επιλογή, μτφρ. Κ. Ανδρουλιδάκης, Αθήνα, Στιγμή 2008, σ. 12-19.
[4] G. W. F. Hegel, Grundlinien der Philosophie des Rechts (Βασικές γραμμές της φιλοσοφίας του Δικαίου), Πρόλογος (στο Χέγκελ, Πρόλογοι και Εισαγωγές. Μτφρ., σχόλια, επίμετρο Παναγιώτης  Θανασάς, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2021, σ. 194).

~ . ~

ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
ΑΠΟ ΑΠΟΨΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΗ

Πρόλογος

Όλες οι πρόοδοι στον πολιτισμό, από τις οποίες διδάσκεται ο άνθρωπος, έχουν ως στόχο να εφαρμόσει τις αποκτηθείσες αυτές γνώσεις και δεξιότητες στην πρακτική δράση για τον κόσμο∙ αλλά το σπουδαιότερο αντικείμενο στον κόσμο, στο οποίο μπορεί να εφαρμόσει τις γνώσεις εκείνες, είναι ο άνθρωπος – επειδή είναι ο έσχατος σκοπός του εαυτού του.– Η γνώση λοιπόν του ανθρώπου κατά το είδος του, ως όντος γήινου προικισμένου με Λόγο, αξίζει ιδιαιτέρως να αποκαλείται γνώση του κόσμου, μολονότι αυτός δεν αποτελεί παρά μόνο ένα μέρος των γήινων πλασμάτων.

Η θεωρία της γνώσης του ανθρώπου, η οποία έχει συνταχθεί συστηματικά (Ανθρωπολογία), μπορεί να γίνεται από άποψη είτε φυσιολογική είτε πραγματιστική.– Η φυσιολογική ανθρωπογνωσία αποβλέπει στη διερεύνηση εκείνου που κάνει η φύση από τον άνθρωπο, ενώ η πραγματιστική αποβλέπει σ’ εκείνο που ο άνθρωπος ως ον που πράττει ελεύθερα κάνει ή μπορεί και οφείλει να κάμει από τον ίδιο τον εαυτό του.– Όποιος διερευνά στοχαστικά τα φυσικά αίτια, στα οποία λ.χ. είναι δυνατόν να στηρίζεται η ικανότητα της μνήμης, μπορεί να συλλογίζεται ποικιλοτρόπως (κατά τον Καρτέσιο) σχετικά με τα απομένοντα στον εγκέφαλο ίχνη των εντυπώσεων τις οποίες αφήνουν τα αισθήματα που έχουν προξενηθεί[1]∙ μολαταύτα πρέπει να παραδεχθεί: ότι στο παιχνίδι αυτό των παραστάσεών του είναι απλός θεατής, και είναι αναγκασμένος να αφήνει τη φύση ελεύθερη να δρα, καθώς δεν γνωρίζει τα νεύρα του εγκεφάλου και τους ιστούς ούτε είναι σε θέση να τα μεταχειρίζεται αυτά για τις δικές του προθέσεις, και συνεπώς κάθε θεωρητικός συλλογισμός για τούτα είναι καθαρή απώλεια.– Εάν όμως χρησιμοποιεί τις αντιλήψεις για ό,τι έχει διαπιστωθεί πως παρακωλύει ή ευνοεί τη μνήμη, για να τη διευρύνει ή να την κάμει επιδέξια, και για τον σκοπό αυτόν χρειάζεται τη γνώση του ανθρώπου, τούτο θα αποτελούσε ένα μέρος της Ανθρωπολογίας από άποψη πραγματιστική, και αυτή είναι ακριβώς εκείνη με την οποία ασχολούμαστε εδώ.

Μια τέτοια Ανθρωπολογία θεωρούμενη ως γνώση του κόσμου, η οποία πρέπει να ακολουθήσει μετά το σχολείο, δεν αποκαλείται ακόμη πραγματιστική, όταν περιέχει διεξοδική γνώση των πραγμάτων στον κόσμο, π.χ., των ζώων, φυτών και μετάλλων σε διάφορες χώρες και κλίματα, αλλά μόνο όταν περιέχει γνώση του ανθρώπου ως πολίτη του κόσμου.- Για τούτο δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε καν η γνώση των ανθρώπινων φυλών ως προϊόντων που ανήκουν στο παιγνίδι της φύσης στην πραγματιστική αλλά μόνο στη θεωρητική γνώση του κόσμου.

Οι εκφράσεις: «γνωρίζω τον κόσμο» και «έχω [τον] κόσμο» απέχουν ακόμη αρκετά η μια από την άλλη, καθώς [κατά την πρώτη] ο άνθρωπος απλώς κατανοεί το παιγνίδι που έχει παρακολουθήσει, ενώ [κατά τη δεύτερη] έχει συμπράξει σ’ αυτό.- Αλλά για να κρίνει τον λεγόμενο μεγάλο [καλό] κόσμο[2], την τάξη των ευγενών, ο ανθρωπολόγος είναι σε πολύ δυσμενή θέση, διότι οι ευγενείς ευρίσκονται πάρα πολύ κοντά μεταξύ τους, ενώ απέχουν πάρα πολύ από τους άλλους.

Στα μέσα της διεύρυνσης της Ανθρωπολογίας κατά την έκταση συγκαταλέγονται τα ταξίδια, έστω και μόνο η ανάγνωση ταξιδιωτικών περιγραφών. Εάν όμως θέλει κανείς να γνωρίζει τι να αναζητεί στο εξωτερικό, πρέπει βέβαια προηγουμένως να έχει αποκτήσει ανθρωπογνωσία στην πατρίδα του μέσω της συναναστροφής με τους συμπολίτες και τους συμπατριώτες του*, ώστε να μπορεί να διευρύνει τη γνώση του αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό. Δίχως ένα τέτοιο σχέδιο (που προϋποθέτει κιόλας ανθρωπογνωσία) ο κοσμοπολίτης παραμένει πάντοτε ως προς την Ανθρωπολογία του πολύ περιορισμένος. Σε αυτήν, η γενική γνώση προηγείται πάντοτε από την τοπική, εάν η Ανθρωπολογία πρόκειται να τακτοποιείται και να καθοδηγείται από τη φιλοσοφία, χωρίς την οποία όλη η γνώση που αποκτάται δεν μπορεί να παράσχει τίποτε άλλο από αποσπασματική ψηλάφηση στα τυφλά και όχι επιστήμη.

*      *      *

Όλες όμως οι προσπάθειες να φθάσομε σε μια τέτοια επιστήμη με εμβρίθεια αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσχέρειες οι οποίες έγκεινται στην ίδια την ανθρώπινη φύση.

1 . Ο άνθρωπος που προσέχει πως τον παρατηρούν και ζητούν να τον διερευνήσουν, θα παρουσιασθεί είτε αμήχανος (συνεσταλμένος), οπότε δεν μπορεί να φανεί όπως είναι∙ είτε προσποιείται, οπότε δεν θέλει να τον γνωρίσουν όπως είναι.

2 . Εάν πάλι θέλει μόνο να ερευνήσει ο ίδιος τον εαυτό του, τότε, ιδίως όσον αφορά στην κατάστασή του σε αψιθυμία[3], η οποία δεν επιτρέπει συνήθως την προσποίηση, περιέρχεται σε μια κρίσιμη κατάσταση: δηλαδή, όταν τα [ψυχικά] ελατήρια είναι εν δράσει, δεν παρατηρεί τον εαυτό του, και όταν τον παρατηρεί, τα ελατήρια ηρεμούν.

3 . Ο τόπος και οι χρονικές συνθήκες, όταν είναι διαρκείς, προκαλούν εθισμούς, οι οποίοι είναι, καθώς λένε, μια δεύτερη φύση και δυσχεραίνουν στον άνθρωπο την κρίση για τον εαυτό του, δηλ. ως τι να τον θεωρεί, αλλά κυρίως ποια έννοια να σχηματίσει για τον άλλον με τον οποίο είναι σε συναναστροφή∙ διότι η μεταβολή της κατάστασης στην οποία τοποθετείται ο άνθρωπος από τη μοίρα του ή στην οποία επίσης περιέρχεται ο ίδιος με τις περιπέτειές του, προκαλούν μεγάλη δυσχέρεια στην Ανθρωπολογία, ώστε να την υψώσομε στο επίπεδο μιας τυπικής [γνήσιας] επιστήμης.

Τέλος, δεν αποτελούν βέβαια ακριβώς πηγές αλλά πάντως βοηθητικά μέσα για την Ανθρωπολογία: η παγκόσμια ιστορία, οι βιογραφίες, ακόμη και τα θεατρικά έργα και τα μυθιστορήματα. Πράγματι, μολονότι τα δύο τελευταία δεν στηρίζονται αληθινά στην εμπειρία και στην αλήθεια αλλά μόνο στην επινόηση, και εδώ είναι επιτρεπτή η υπερβολή των χαρακτήρων και των καταστάσεων, στις οποίες περιέρχονται οι άνθρωποι, σαν να παρουσιάζονται σε όραμα, και άρα τα θεατρικά έργα και τα μυθιστορήματα φαίνεται να μην διδάσκουν τίποτε για την ανθρωπογνωσία, μολαταύτα οι χαρακτήρες εκείνοι, όπως τους σχεδίασαν, λ.χ., ένας Ρίτσαρντσον [4] και ένας Μολιέρος[5], πρέπει να έχουν ληφθεί κατά τα βασικά  χαρακτηριστικά τους,  από την παρατήρηση της πραγματικής συμπεριφοράς των ανθρώπων∙ διότι βέβαια πρέπει να είναι ως προς τον βαθμό μεν υπερβολικά, αλλά ως προς το ποιόν να συμφωνούν με την ανθρώπινη φύση.

Μια Aνθρωπολογία που έχει σχεδιασθεί συστηματικά αλλά πάντως που έχει συνταχθεί από άποψη πραγματιστική εκλαϊκευτικά (μέσω της αναφοράς σε παραδείγματα που μπορούν να βρεθούν για τον σκοπό αυτόν από κάθε αναγνώστη) συνεπάγεται για το αναγνωστικό κοινό το ακόλουθο πλεονέκτημα: ότι μέσω της πληρότητας των επικεφαλίδων, στις οποίες μπορεί να υπαχθεί τούτη ή εκείνη η ανθρώπινη ιδιότητα που παρατηρήσαμε και που σχετίζεται με τα πρακτικά ζητήματα, παρέχονται στο κοινό αυτό άλλες αντίστοιχες αφορμές και προτροπές, κάθε τέτοια επιμέρους ιδιότητα να την κάμει ιδιαίτερο θέμα, ώστε να την τοποθετήσει στο αντίστοιχο κεφάλαιο· με τον τρόπο αυτόν οι εργασίες στην Ανθρωπολογία κατανέμονται αφ’ εαυτών ανάμεσα στους εραστές της μελέτης αυτής, και μέσω της ενότητας του σχεδίου συνενώνονται σιγά-σιγά σε ένα Όλον, οπότε προάγεται και επιταχύνεται η αύξηση της κοινωφελούς επιστήμης.[6]*

ΙΜΜΑΝΟΥΕΛ ΚΑΝΤ

Για το ελληνικό κείμενο © Κώστας Ανδρουλιδάκης, 2023

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
( Οι σημειώσεις με * είναι του Ι. Καντ )

[1] Βλ. R. Descartes, Les passions de l’âme (Τα πάθη της ψυχής), άρθρ. 42 (ελλην. έκδ.: Τα πάθη της ψυχής, μτφρ. Γιάννης Πρελορέντζος, Κριτική, Αθήνα 2017).
[2] große Welt: κυριολεκτικά: μεγάλος, δηλ. «καλός» κόσμος, ανώτερες κοινωνικές τάξεις, τάξη των ευγενών.
* Μια μεγάλη πόλη, επίκεντρο ενός κράτους, στο οποίο βρίσκονται τα συλλογικά όργανα της διακυβέρνησης της χώρας, μια πόλη που έχει ένα Πανεπιστήμιο (για τη θεραπεία των επιστημών) και επιπλέον την κατάλληλη θέση για το θαλάσσιο εμπόριο, η οποία πόλη ευνοεί τη συγκοινωνία, μέσω ποταμών από το εσωτερικό της χώρας, τόσο με όμορες όσο και με μακρινές χώρες με διάφορες γλώσσες και ήθη – μια τέτοια πόλη, όπως, λ.χ., η Καινιξβέργη (nigsberg) [σημερινό Καλίνινγκραντ] επί του ποταμού Pregel, μπορεί πράγματι να θεωρείται κατάλληλος τόπος για τη διεύρυνση τόσο της ανθρωπογνωσίας όσο και της γνώσης του κόσμου, καθώς αυτή μπορεί να αποκτηθεί ακόμη και χωρίς να ταξιδεύει κανείς.
[3] Affekt (λατ. affectus): οξύ, έντονο και ισχυρό συναίσθημα, συγκίνηση, αψιθυμία (από τις λέξεις αψύς και «θυμός» με την αρχαία σημασία του θυμικού). Ομοίως αποδίδουν τον όρο οι Ε. Π. Παπανούτσος και Π. Κονδύλης.
[4] Samuel Richardson (1689-1761), Άγγλος μυθιστοριογράφος.
[5] Moliere (Jean-Battiste Poquelin) (1622-1673), Γάλλος θεατρικός συγγραφέας.
[6]* Στο έργο μου της καθαρής φιλοσοφίας, το οποίο αρχικώς ανέλαβα ελεύθερα, και που αργότερα μου ανατέθηκε ως διδακτικό αξίωμα, έκαμα επί τριάντα συναπτά χρόνια δύο [πανεπιστημιακές] παραδόσεις που αποσκοπούσαν στη γνώση του κόσμου, δηλαδή (το χειμερινό εξάμηνο) Ανθρωπολογία και (το θερινό εξάμηνο) Φυσική Γεωγραφία, τις οποίες θεωρούσαν σκόπιμο να τις παρακολουθούν, ως εκλαϊκευτικές ομιλίες, και άλλα κοινωνικά στρώματα∙ από τις παραδόσεις αυτές, το παρόν έργο αποτελεί το εγχειρίδιο για την Ανθρωπολογία, ενώ για τη Γεωγραφία είναι τώρα λόγω της ηλικίας μου σχεδόν αδύνατον να εκδώσω ένα τέτοιο εγχειρίδιο με βάση το χειρόγραφο που χρησιμοποιούσα για το μάθημα, αλλά που δεν διαβάζεται μάλλον από κανέναν άλλον εκτός από μένα. [Βλ. I. Kant, Physische Geographie (Φυσική Γεωγραφία), επιμ. Fr. Th. Rink (1802), έκδ. Ακαδημίας του Βερολίνου, τ. 9, σ. 151-436.]

*

*

Advertisement