Αριστερά

Σκέψεις για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, Β΄ Μέρος

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

5.

Επειδή δεν ελπίζω να ξαναγυρίσω
Επειδή δεν ελπίζω
Επειδή δεν ελπίζω να γυρίσω
Λαχταρώντας το χάρισμα του ενός και τη φήμη του άλλου
Δεν αγωνίζομαι πια ν’ αγωνιστώ για τέτοια πράγματα
(Γιατί ν’ απλώνει τα φτερά του ο γέρικος αετός;)
Γιατί να πενθώ
Τη χαμένη δύναμη της συνηθισμένης βασιλείας;
T. S. ELIOT

Η Λήθη ήταν ένα μυθικό ποτάμι στον Άδη, τον κάτω κόσμο, στην ελληνική μυθολογία. Ήταν ένα από τα πέντε ποτάμια του Άδη. Οι πέντε ποταμοί του Άδη ήταν οι Αχέρων (o ποταμός της θλίψης), Κωκυτός (o ποταμός του θρήνου), Φλεγέθων (o ποταμός που έχει πύρινες φλόγες), Λήθη (o ποταμός της λησμονιάς) και Στυξ (o ποταμός του μίσους).

Οι ψυχές των νεκρών έπιναν από το νερό της Λήθης για να ξεχάσουν τις αναμνήσεις της επίγειας ζωής τους. Στη σημερινή δυστοπική πραγματικότητα οι διάφοροι πολιτικοί μας καλούν, παρότι είμαστε ζωντανοί, να συμπεριφερόμαστε ως νεκροί, ποτίζοντάς μας λήθη προκειμένου να λησμονήσουμε τις πολιτικές πράξεις τους που βρίσκονταν στον αντίποδα των όσων είχαν υποσχεθεί. Στην καθομιλουμένη μας καλούν να λησμονήσουμε τις «κωλοτούμπες» τους. Χάθηκε η ντροπή! Μόνο αδιαντροπιά έχει μείνει!

Πώς να δικαιολογήσουν, όσοι ηγέτες των δημοκρατικών, ρεπουμπλικανικών, χριστιανοδημοκρατικών, σοσιαλδημοκρατικών, εργατικών, φιλελεύθερων και αριστερών ( ; ) κομμάτων έχουν κυβερνήσει την λεγόμενη εποχή της Παγκοσμιοποίησης, τις εξελίξεις του ύστερου καπιταλισμού και της κατάρρευσης της «φιλελεύθερης δημοκρατίας»; Πώς μπορούν όλοι αυτοί να υψώσουν τείχη ενάντια στη λαίλαπα του τραμπισμού και των ιδεών που προάγει; Πώς μπορούν όλοι αυτοί να επιτεθούν στον τραμπισμό απλώς μιλώντας για υπεράσπιση της δημοκρατίας, όταν για τους ψηφοφόρους, αυτό ακούγεται σαν υπεράσπιση του status quo που ευνοούσε τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ; (περισσότερα…)

Ο θάνατος του Σαββόπουλου ως αστάθμητος παράγοντας στο Έτος Θεοδωράκη

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #8

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Στο όγδοο μέρος της ετήσιας στήλης μας για το «Έτος Μίκη Θεοδωράκη», προβαίνουμε σε μια έκτακτη και παρενθετική καταγραφή που γέννησαν οι συνθήκες, μιας και ο θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου παρείχε σε πολλούς ερευνητές και (ταυτόχρονα) σε κάθε λογής σχολιαστές την ευκαιρία για πολλαπλές συγκρίσεις με τον Θεοδωράκη στους άξονες της παράλληλης πορείας, της αντίστοιχης και μη δημιουργίας, της ιδεολογικής μεταστροφής, ακόμα εντέλει και του στερνού αποχαιρετισμού που έλαβαν οι δύο καλλιτέχνες. Επιχειρώντας να συνενώσουμε τους βασικούς και μόνο άξονες αυτής της σύγκρισης, θα προβούμε κι εμείς με τη σειρά μας τόσο στην καταγραφή των έλξεων και των αποκλίσεων τους όσο και σε μια επιλογική (και ενδεχομένως εύλογη) εικασία.

///

–> Στο δεύτερο μισό του Αφιερωματικού Έτους Μίκη Θεοδωράκη που διανύουμε, ενώ είχαν αρχίσει ήδη να διατυπώνονται ορισμένες ενστάσεις με αφορμή την επέτειο εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι για τη μη συμπερίληψη του τελευταίου ως ισότιμου στην επέτειο, ο ξαφνικός θάνατος του Διονύση Σαββόπουλου, η κηδεία του και οι αντιδράσεις που την ακολούθησαν, μετατόπισαν σημαντικά την ατζέντα και τον δημόσιο διάλογο. Ενδιαφέρουσα δε σύμπτωση αποτελεί το γεγονός πως ο πρωτοπόρος τραγουδοποιός, το έργο του οποίου έχει, εξάλλου, συνεξεταστεί ερευνητικά και επιστημονικά ως παραπληρωματικό και εναλλακτικό στα παραδείγματα Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, στο τελευταίο του εν ζωή δημόσιο κείμενο είχε αρθρογραφήσει κι εκείνος με τη σειρά του υπέρ της τιμής στη μνήμη του Χατζιδάκι ισότιμα μ’ εκείνη του Θεοδωράκη, κλείνοντας, έτσι, άθελά του έναν ιδιότυπο κύκλο.

–> Παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η στάση ενός μεγάλου τμήματος του προοδευτικού χώρου έναντι των δύο καλλιτεχνών, όπως αυτή εκφράστηκε μετά τον θάνατό τους (περισσότερα…)

Τι θα είχε συμβεί αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί με την πολιτική και τη μελοποιημένη ποίηση

*

2025: Έτος Μίκη Θεοδωράκη – Μύθοι και πραγματικότητες #4

γράφει ο Θάνος Γιαννούδης

Σειρά άρθρων που καλύπτουν όλη τη διάρκεια του «Αφιερωματικού έτους Μίκη Θεοδωράκη». Ερευνώνται οι διαφορετικές πτυχές της ζωής και του έργου του, οι ιδεολογικές του μεταστροφές, οι συνάφειές του με το μοντερνισμό, καθώς και με άλλους καλλιτέχνες. Τι μένει εντέλει από το πολύπλευρο έργο του πλέον μείζονος Έλληνα δημιουργού του 20ού αιώνα εκατό χρόνια μετά τη γέννησή του.

***

Η ιστορία, ως γνωστόν, δεν γράφεται με υποθέσεις και εναλλακτικά σενάρια, αλλά κατά βάση κινείται μπροστά από τα άτομα εκείνα που παίρνουν πρωτοβουλίες στο πεδίο, επηρεάζοντας καθοριστικά τον καιρό και την εποχή τους. Αξίζει, ωστόσο, στο σημερινό μας άρθρο να εισέλθουμε στην επικράτεια μιας εναλλακτικής πραγματικότητας, ερευνώντας το τι θα μπορούσε να έχει συμβεί στο ελληνικό τραγούδι αλλά και στο έργο του ίδιου του συνθέτη, στην περίπτωση που ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε εμπλακεί τόσο ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου και δεν είχε προβεί, ταυτόχρονα, στη συστηματική μελοποίηση του ποιητικού λόγου. Δεδομένου ότι και οι δύο υποθέσεις είναι άμεσα και άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πυρήνα της ζωής και του έργου του συνθέτη, σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούμε πια να τον φανταστούμε και να τον ανασυστήσουμε άνευ εκείνων, γίνεται προφανές ότι εντέλει αυτό που επιδιώκουμε με το παρόν άρθρο δεν είναι τόσο να στήσουμε ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας παρά περισσότερο να ερευνήσουμε το πώς ήταν το ελληνικό τραγούδι πριν την έλευση του μείζονος δημιουργού και (κυρίως) τι έχει απομείνει την επόμενη μέρα που το παράδειγμά του έχει φαίνεται πως έχει απολέσει οριστικά (;) την άλλοτε δυναμική του.

Αν ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είχε ασχοληθεί ενεργά με την πολιτική, το έργο του μάλλον θα είχε κερδίσει αλλά και ταυτόχρονα… χάσει συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων που το προώθησαν ή το χρησιμοποίησαν από τη μία, αλλά και το ανέγνωσαν μονοδιάστατα από την άλλη, βάσει αυτής και μόνο της ιδιότητας του δημιουργού του. (περισσότερα…)

Πολιτισμικός καπιταλισμός

*

Απ’ όλες τις μορφές δουλείας, η δουλεία
της διανόησης είναι η πιο εξευτελιστική.
ΝΟΑΜ ΤΣΟΜΣΚΙ

«Για τους σοσιαλφιλελεύθερους της αριστεράς και τους νεοφιλελεύθερους της δεξιάς επικρατεί η εντύπωση ότι εχθρεύονται οι μεν τους δε. Όμως αν τους δούμε από κάποια απόσταση, είναι και οι δύο τους στοιχεία οργανικά της ίδιας βαθύρριζης διεργασίας, είναι πτέρυγες του ίδιου κινήματος, προωθούν με κάθε μέσο την “απελευθέρωση”, το “άνοιγμα”, την “απορρύθμιση” που οδήγησαν στον σημερινό κοινωνικό σχηματισμό. Οραμά τους κοινό και οι δύο αυτές πτέρυγες της Νέας Μεσαίας Τάξης έχουν την αυτοπραγμάτωση, συνδυασμένη όμως με την επιτυχία και το πρεστίζ. Ώστε αστισμός και μποεμία εδώ ταυτίζονται.»

Το παραπάνω απόσπασμα είναι από παλιότερη συνέντευξη στην εφημερίδα Τageszeitung του Βερολίνου του Γερμανού κοινωνιολόγου Αντρέας Ρέκβιτς. Στο βιβλίο του Die Gesellschaft der Singularitäten (Suhrkamp 2017), ο Ρέκβιτς συνδέει πολλά σκόρπια νήματα και προτείνει μια συνεκτική όσο και πειστική περιγραφή της σημερινής ταξικής δομής των δυτικών κοινωνιών. Η κυρίαρχη «Νέα Μεσαία Τάξη», όπως την αποκαλεί, απαρτίζεται από οπαδούς του άκρατου λιμπεραλισμού, του κοσμοπολιτισμού, των ανοιχτών συνόρων, της κατάργησης των εθνικών κρατών. Μπορεί να ψηφίζουν οικολόγους ή Μακρόν, κεντροδεξιά ή Ομπάμα, μπορεί να είναι χρηματιστές ή τραπεζίτες, καλλιτέχνες ή διανοούμενοι. Η ψήφος τους όμως δεν έχει σημασία, στα μείζονα ζητήματα συμπίπτουν.

Απέναντί τους, έχουν την «Παλιά Μεσαία Τάξη», τα φθίνοντα λόγω της αποβιομηχάνισης αστικά και εργατικά στρώματα που στήριξαν μεταπολεμικά την σοσιαλδημοκρατία και την χριστιανοδημοκρατία. Τα στρώματα αυτά κατά παράδοση υποστηρίζουν μέτρα υπέρ της εισοδηματικής αναδιανομής και της μείωσης του ταξικού χάσματος και είναι οι ιστορικοί φορείς του κοινωνικού κράτους. Πλέον όμως, καθώς αισθάνονται ότι τα κόμματά τους τα έχουν εγκαταλείψει, στρέφονται όλο και συχνότερα σε αντισυστημικούς δεξιόστροφους ή αριστερόστροφους πολιτικούς για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Στις ΗΠΑ ήταν εκείνα που εξέλεξαν πρόεδρο τον Ντόναλντ Τραμπ. Στη Βρετανία έδωσαν την πλειοψηφία στις δυνάμεις του Μπρέξιτ. (περισσότερα…)

«Κεντροαριστερά» ή ανασύνθεση του λαϊκού πόλου;   

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Υπάρχουν καλοντυμένες ηλιθιότητες, όπως
υπάρχουν και ηλίθιοι ντυμένοι στην τρίχα.
ΣΑΜΦΟΡ

1.

Στο περιβάλλον της προχωρημένης μετανεωτερικότητας, όπου η ιδεολογία ζει και βασιλεύει και τους ανθρώπους κυριεύει, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο, δηλαδή ως άσκηση της εξουσίας και «διαχείριση» της κυριαρχίας από το πολιτικό προσωπικό των ελίτ, παράλληλα με την εξάρθρωση της γνήσιας υφής της λαϊκής υποκειμενικότητας, αδυνατεί να προκαλέσει την γνήσια εκδίπλωση συγκρουσιακών καταστάσεων που αποτελούν τον πυρήνα της Δημοκρατίας.

Το πολιτικό προσωπικό των ελίτ που ηγείται σήμερα, μετριέται στην ικανότητα να «αλλάζει γήπεδο», να φαντάζεται και να εφευρίσκει νέες ευκαιρίες για σύγκρουση, μέσω όμως των οποίων επιτυγχάνεται πάντοτε η συναίνεση στα προκαθορισμένα σημεία εντός ενός δεδομένου πλαισίου. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο μεταξύ της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας του εκλογικού σώματος, αλλά και εντός της ίδιας της πλειοψηφίας, των κομμάτων –ή τα ρεύματα– τεστάροντας συνεχώς τα αναχώματα του αντιπάλου, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τη ροή των εξερχόμενων ψήφων.

Η πολιτική, στο αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό φιλελεύθερο καθεστώς, θεμελιώνεται στην αδιαφορία της πλειονότητας των ενδιαφερομένων, χωρίς την οποία δεν υπάρχει δυνατότητα πολιτικής. Υπ’ αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι δομικό στοιχείο της πολιτικής σε αυτό το καθεστώς είναι η τέχνη να εμποδίζονται οι άνθρωποι από το να αναμειγνύονται σε ό,τι τους αφορά. Αποτέλεσμα το δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής, να λαμβάνει την εξής μορφή: να εξαναγκάζονται οι άνθρωποι να αποφασίζουν για πράγματα με τα οποία δεν συμφωνούν. Με απλά λόγια καλούνται να συμμετάσχουν σε μια διαδικασία επικύρωσης ήδη προαποφασισμένων λύσεων ή επιλεγμένων με προσεκτικά κριτήρια εναλλακτικών προτάσεων, που όμως καταλήγουν στον ίδιο παρονομαστή. Ο εγκλωβισμός είναι απόλυτος και θανατηφόρος. (περισσότερα…)

Για τις εξελίξεις στον χώρο της Αριστεράς

 

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στις ραγδαίες αλλαγές που συνέβησαν στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ με τη διάσπαση και τους ταυτοτικούς-πολιτικούς επαναπροσδιορισμούς και ανακατατάξεις, οι διάφορες αποκλίσεις που προέκυψαν και εκτυλίσσονται δεν αφορούν μόνο στην απώλεια ποσοστών, στα συναισθήματα ματαίωσης για τα εκλογικά αποτελέσματα, αλλά και στη διατήρηση και ενίσχυση με όρους ηγεμονικότητας ακραίων φιλελεύθερων πολιτικών. Οι μετατοπίσεις αυτές κινητοποίησαν εκ νέου διάφορες εννοιολογήσεις: μετα-πολιτική, βιοπολιτική, κυβερνησιμότητα, ενώ παράλληλα οι νέες συνθήκες, όπως και να τις εννοεί το κάθε πολιτικό υποκείμενο, επανέφεραν με ακόμα πιο ισχυρούς τόνους την έννοια της αριστερής μελαγχολίας.

Η τελευταία αποδίδει μια συγκεκριμένη ιστορικότητα που συνδέει διαχρονικά τις ματαιώσεις/ήττες των επαναστατικών κινημάτων, της αριστεράς και των ανθρώπων της παγκόσμια ―είναι τόσο γνωστά αυτά και επαναλαμβανόμενα―, αλλά και τις κατασκευές για το δίπολο: αριστερά-δεξιά, τις ευθύνες των διανοούμενων και το περιεχόμενο των διεκδικήσεών τους, την περιθωριοποίηση της αριστερής θεωρίας και την αξιολόγησή της ως «περιττής πολυτέλειας», η οποία δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες του «λαού», και πολλά διλήμματα ως προς τα περιθώρια δράσης για να ανατραπεί η παρούσα κατάσταση. (περισσότερα…)

Άλλος ένας προαναγγελθείς θάνατος: η «Ριζοσπαστική» Αριστερά

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Ριζοσπαστισμός: Ο συντηρητισμός του αύριο
εφαρμοσμένος στις υποθέσεις του σήμερα
Α. BIERCE

Δεν είναι στις προθέσεις μας μια λεπτομερής αναφορά στην πορεία (αντιπολιτευτική και κυβερνητική) του ΣΥΡΙΖΑ. Εκείνο που θέλουμε να αναδείξουμε αφορά μόνο σε ορισμένα θεμελιώδη ζητήματα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ είτε δεν δίνει απαντήσεις, είτε οι απαντήσεις που δίνει πόρρω απέχουν από τις αναμενόμενες για ένα κόμμα που θέλει να ονομάζεται ριζοσπαστικό. Συνεπώς η ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει να απαντήσει –κάτι που μέχρι σήμερα δεν το έχει κάνει– στις ακόλουθες βασικές ερωτήσεις: τι επικαλείται ως ριζοσπαστισμό, τι είδους κοινωνία επιθυμεί, πως μπορεί να αλλάξει η κληρονομημένη κοινωνία και πως σκέπτεται την πολιτική, ως αναγκαίο μέσο της αλλαγής. Φυσικά υπάρχει σαφής αλληλεξάρτηση των ερωτήσεων και όλες με κάποιο τρόπο συνδέονται. Ας προσπαθήσουμε να τις διερευνήσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα.

Ο ριζοσπαστισμός

Το πρώτο ερώτημα που τίθεται έχει να κάνει με το τι εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως «ριζοσπαστική αριστερά». Είναι γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοχαρακτηρίζεται ως «Κίνημα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς». Όμως ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να πει τι ουσιαστικά σημαίνει ο επιθετικός προσδιορισμός «ριζοσπαστική». Αν δεν κάνω λάθος, ο όρος αυτός άρχισε να χρησιμοποιείται από τμήματα της κινηματικής Αριστεράς, κυρίως μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τη δεκαετία του 1990, σε μια προσπάθεια διαφοροποίησης από αυτόν (αλλά και από τον ευρωκομουνισμό, την ανανεωτική αριστερά και τις λοιπές εκφάνσεις της αριστεράς) αλλά και υπό το καθεστώς της ιδεολογικής εξάντλησης και αποπροσανατολισμού που διακατείχε τότε την Αριστερά.

Μέσα σε αυτό το κέλυφος βρήκαν καταφύγιο σχεδόν όλα τα ηττημένα ιδεολογικά και εκλογικά, περιθωριακά, αντισυστημικά κινήματα διατηρώντας το καθένα από αυτά τις δικές του ιδεολογικές προκείμενες που εκτείνονταν σε μια μεγάλη γκάμα γενικών ιδεολογικών αντιλήψεων, (πρωταρχικά προερχομένων κυρίως από τον μαρξιστικό χώρο). Όμως όλες αυτές οι πολύ μικρές οργανώσεις που αναφέρονται στον «επαναστατικό μαρξισμό» –Κομμουνιστική Οργάνωση Ελλάδος, Κίνηση για την Ενότητα Δράσης της Αριστεράς (ΚΕΔΑ) αλλά και οι υπόλοιπες όπως οι Ενεργοί Πολίτες– ήταν εντελώς αδύνατον να επιβάλλουν τις απόψεις τους δεδομένου ο κύριος όγκος του ΣΥΡΙΖΑ, προέρχονταν πρωτίστως από το κόμμα της Ελληνικής Αριστεράς (ΕΑΡ) και δευτερευόντως από το κόμμα της Ανανεωτικής Κομμουνιστικής Οικολογικής Αριστεράς (ΑΚΟΑ), δηλαδή τα δύο κόμματα που προήλθαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού το 1986. Και τα δύο αυτά κόμματα ήταν φορείς ιδεολογικών αντιλήψεων του ευρωκομουνισμού (ο οποίος αν δεν ήταν ήδη νεκρός έπνεε τα λοίσθια) αλλά και των μεταμοντέρνων πολιτιστικών ανησυχιών, που μετά την κυριαρχία τους στις ΗΠΑ κατέκλυζαν και τη Γηραιά ήπειρο, με αιχμή πάντως τα ζητήματα των ταυτοτήτων και την υπεράσπιση πάσης φύσεως δικαιωμάτων, κυρίως εκείνων που αφορούν στις μειονότητες (οικονομικοί μετανάστες, πρόσφυγες, άτομα διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού, εμφύλια βία κτλ.).

Δεν χρειάζεται επιχειρηματολογία για να δειχθεί ότι και οι δύο κομματικοί μηχανισμοί που προήλθαν από τη διάσπαση του ΚΚΕ εσωτερικού καμία απολύτως σχέση δεν είχαν με ό,τι ονομάζεται επαναστατικός μαρξισμός. Τα πολιτικά τους προτάγματα –Δημοκρατικός Σοσιαλισμός και άλλα παρεμφερή– τους τοποθετούσε σχεδόν στον αντίποδα των πολιτικών προταγμάτων των υπολοίπων οργανώσεων που συμμετείχαν στο εγχείρημα. Η χρησιμοποίηση του όρου «ριζοσπαστική αριστερά», εκτός των όσων έχουν αναφερθεί προηγουμένως, διευκόλυνε το εγχείρημα της συνεργασίας με τις λοιπές εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις. Άλλωστε το ανομοιογενές ιδεολογικά και πολιτικά αναδύθηκε στη συνέχεια και συγκεκριμένα όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κλήθηκε να ψηφίσει το μνημόνιο που του αναλογούσε. Οι αποχωρήσεις διαφόρων συνιστωσών ήταν μαζική. Προηγουμένως, οι πολιτικές λιτότητας που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαρά-Ε. Βενιζέλου είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση της δημοτικότητας του ΣΥΡΙΖΑ προφανώς λόγω της αντιμνημονιακής ρητορικής του. Στο πλαίσιο αυτό, προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ βουλευτές και στελέχη που προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, γεγονός που εν τοις πράγμασι δημιούργησε περισσότερα προβλήματα ακόμη και στον ρητορικό ριζοσπαστισμό του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διασωζόταν χάρις στην αντιμνημονιακή ρητορεία. (περισσότερα…)

Εκφάνσεις του Μεταμοντέρνου: Η πολυπολιτισμικότητα

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

1.

Είναι περίεργο αλλά τα τελευταία χρόνια τα οποία είναι ταυτισμένα στη συνείδηση των πολιτών του πλανήτη με θέματα που αφορούν στην παγκοσμιοποίηση, στην ανταγωνιστικότητα, στο ελεύθερο εμπόριο, στην κατάρρευση των ανατολικών «σοσιαλιστικών» καθεστώτων και στην εξάπλωση της «δημοκρατίας» με τους γνωστούς αμερικάνικους τρόπους, μια ακόμα υπόθεση κυριαρχεί ως έμμονη ιδέα, κυρίως στις αναπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου, αυτή της πολυπολιτισμικότητας.

Πολύ λίγες υποθέσεις έχουν σκορπίσει τόσο ενθουσιασμό όσο η πολυπολιτισμικότητα. Εκπρόσωποι πολιτικών κομμάτων, κυβερνητικοί αξιωματούχοι, στελέχη επιχειρήσεων, εκπαιδευτικοί, αναλυτές όλων των φασμάτων της κοινωνικής ζωής, αρχηγοί κρατών, για να ονομάσουμε λίγους από αυτούς, κηρύσσουν την αφοσίωση τους στην πολυπολιτισμικότητα. Σε όλα τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν σε διεθνή επίπεδο τα τελευταία χρόνια η έννοια της πολυπολιτισμικότητας ήταν παρούσα στην πρώτη γραμμή της επιχειρηματολογίας. Πρωταγωνιστές και σ’ αυτήν την υπόθεση οι κλασικοί φιλελεύθεροι και οι λεγόμενοι αριστεροί δημοκράτες πάσης φύσεως οι οποίοι για τους λόγους που θα ειπωθούν στη συνέχεια, έχουν καταστήσει τον πλουραλισμό και την πολυπολιτισμικότητα ένα άκρατο ιδεολόγημα σε μια εποχή «χωρίς ιδεολογία».

Θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι για μας δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με την πολυπολιτισμικότητα και με τη διαφορετικότητα. Εξάλλου στη φύση, στον υλικό και πολιτισμικό υπάρχει η ποικιλία και η διαφορετικότητα. Όμως μια συζήτηση για την πολυπολιτισμικότητα δεν προϋποθέτει απαραιτήτως, για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τι εννοεί ο καθένας, μια πρώτη συζήτηση για το δεύτερο και βασικότερο συνθετικό της λέξεως, δηλαδή την έννοια του πολιτισμού; Διαφορετικά κινδυνεύουμε όλες οι συζητήσεις να είναι κενές νοήματος και περιεχομένου. Επίσης ακόμα χειρότερα υπάρχει κίνδυνος υποκατάστασης άλλων εννοιών, π.χ. της πολιτικής από την έννοια της πολυπολιτισμικότητας. Δηλαδή τι να σημαίνει άραγε η πολιτική που ασχολείται αποκλειστικά με την πολυπολιτισμικότητα; Ή ποια είναι η σχέση μεταξύ πολιτικής και πολυπολιτισμικότητας; Είναι κατανοητό ότι δεν προτιθέμεθα στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να προβούμε στην προσέγγιση του όρου πολιτισμός. Οι λόγοι είναι προφανείς. Όμως μπορούμε διαπιστωτικά και όχι μόνο να προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις που μπορούν να περιγράψουν το πρόβλημα και να κινητοποιήσουν τη σκέψη και τον στοχασμό. (περισσότερα…)

Η έννοια του κέντρου

*

του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ

Λίγες εβδομάδες μετά τη νίκη Μακρόν στις γαλλικές εκλογές, έχει ενδιαφέρον να προσδιοριστεί ξανά η έννοια του κέντρου (έννοια σχεδόν άγνωστη μια δεκαετία πριν) και η σημασία που αυτή επιφέρει σε όλο το πολιτικό σκηνικό. Συνήθως οι αναλύσεις για το νέο πολιτικό σκηνικό εξαντλούνται σε έναν νέο διπολισμό, μεταξύ τεχνοκρατικών ελίτ και λαού ή μεταξύ λογικής και λαϊκισμού ή μεταξύ κεφαλαίου και εργαζομένων (δηλαδή αριστεράς και δεξιάς) που, όπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, παίρνουν σχήμα ανάλογα στην ομάδα που ο καθένας ανήκει. Επιμένω στο ότι το τριπολικό πολιτικό σκηνικό που εμφανίστηκε για δεύτερη συνεχόμενη φορά στις γαλλικές εκλογές δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας, και ότι σε άλλες χώρες (π.χ. ΗΠΑ, Η.Β. ή Ελλάδα) που αυτό μετατρέπεται σε διπολικό ο λόγος είναι τα εκλογικά συστήματα και τίποτα άλλο. Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω κάποιες σκέψεις για τα τρία στρατόπεδα, κατά το δυνατόν από την πλευρά που το καθένα βλέπει την κατάσταση, στη συνέχεια θα συζητήσω περιπτώσεις δυτικών χωρών και τέλος θα σημειώσω γιατί κατά τη γνώμη μου η νέα έννοια του κέντρου πριμοδοτεί περισσότερο ένα τριπολικό σύστημα παρά ένα διπολικό. (περισσότερα…)

Η αυτοακύρωση ως ηγεμονία: Η αριστερά μετά την πανδημία

*

του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ

Ο κυρίαρχος λόγος στην Ελλάδα και άλλες δυτικές χώρες έχει πια επιβάλει ως πολιτική διαιρετική τομή της πανδημικής κρίσης την «επιστήμη εναντίον του ανορθολογισμού», σε αυτήν την διατύπωση ή με παραλλαγές. Έχουμε ουσιαστικά δηλαδή μια αναδιατύπωση του κυρίαρχου σχήματος «λαϊκισμός/αντι-λαϊκισμός» της προηγούμενης δεκαετίας, όπου η πολιτική διαμάχη παρουσιάζεται ως σύγκρουση δυο ασυμβίβαστων στρατοπέδων: ορθολογισμός, μετριοπάθεια, επιστήμη από την μια, εξαλλοσύνη, συνωμοσιολογία και «ψεκασμοί» από την άλλη. Η κρίση της πανδημίας επομένως επιταχύνει την αποδόμηση των παραδοσιακών πολιτικών ταυτίσεων και τοποθετήσεων, ιδιαίτερα κατά μήκος του παραδοσιακού ιδεολογικού άξονα αριστερά-δεξιά.

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της αριστεράς, της οποίας η περιθωριοποίηση συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία δυο χρόνια, ακυρώνοντας οριστικά τις ελπίδες που είχαν γεννηθεί για αυτήν με την οικονομική κρίση του 2008. Στην Ευρώπη, η μάχη με την λιτότητα έληξε με την απόλυτη επικράτηση του ευρωκατεστημένου. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, η επικράτηση Κόρμπυν στο Εργατικό Κόμμα το 2015 και η υποψηφιότητα Σάντερς στους Δημοκρατικούς το 2016 απέφεραν τελικά πενιχρά αποτελέσματα. Μετά και την πανδημία, το αποτέλεσμα είναι ότι, ακόμα και εκεί όπου υπήρξε πρόσφατα κάποια εκλογική στροφή προς πιο προοδευτική κατεύθυνση, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, τα κέρδη τα καρπώθηκαν εκφραστές του σοσιαλφιλελεύθερου κέντρου.

Και όμως, η αποτυχία της αριστεράς να αρθρώσει αν όχι πειστικό, τουλάχιστον στοιχειωδώς συνεκτικό λόγο στην πανδημία δεν θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη. Ίσα ίσα, είναι παράδοξο ότι η αριστερά δεν έχει κάτι να πει για μια κρίση που έχει βυθίσει εκατομμύρια ανθρώπους στην οικονομική ανασφάλεια, ανέδειξε τις συνέπειες δεκαετιών λιτότητας για τα δημόσια συστήματα υγείας, και επιταχύνει την συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας τεχνοοικονομικής ολιγαρχίας. Το ερώτημα είναι αν η αποτυχία της αριστεράς να αρθρώσει την αντίθεσή της είναι ένδειξη συγκυριακών ελλειμμάτων (ηγεσίας, οράματος κλπ.), ή μιας βαθύτερης αλλαγής που κάνει τις ιδέες και τις προτεραιότητές της θεμελιωδώς ασύμβατες με τα νέα αιτήματα που έχει δημιουργήσει η πανδημία.

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε ένα ζήτημα το οποίο σπάνια χρησιμοποιείται στην ανάλυση των πολιτικών ιδεολογιών: την σχέση τους με την κρατική εξουσία. Η πανδημία έχει θέσει με έντονο τρόπο τα όρια και τις αρμοδιότητες της κρατικής εξουσίας ως το μεγάλο ζήτημα της εποχής μας. Από την επιβολή των λοκντάουν σε μέτρα όπως μάσκες και έλεγχοι εισόδου σε δημόσιους χώρους στην υποχρεωτικότητα των εμβολίων, το κράτος έχει αναλάβει εξουσίες πρωτοφανείς σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνο απέναντι σε αυτό το μεγάλο ερώτημα μπορεί να μετρηθεί σήμερα μια ιδεολογία. (περισσότερα…)

Γιάννης Καλιόρης, Διαβάζοντας τὶς Ἀναμνήσεις τοῦ Ἄγι Στίνα

 

 

 

Ἀπὸ τὸ πρόσφατο βιβλίο τοῦ Γιάννη Καλιόρη, Ἐκ τοῦ συστάδην: Ἰδεολογίες καὶ ἰδεοληψίες, Ἐκδόσεις Ἁρμός, 2020, εὐρεία συναγωγή δοκιμίων καὶ ἄρθρων ἀντιπροσωπευτικῶν τοῦ πολυεπίπεδου καὶ πολυπρισματικοῦ ἔργου τοῦ στοχαστῆ, ἀναδημοσιεύουμε τὸ (ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς ἐπίκαιρο) μελέτημα «Διαβάζοντας τὸν Ἄγι Στίνα: Μιὰ τυπικὴ περίπτωση ἱδεολογικῆς συνείδησης». Πρώτη δημοσίευση: περ. Σημειώσεις 67, Ἰούνιος 2008.

 

(περισσότερα…)