Σκυτάλες | Προσωπογραφίες (από τον Κώστα Κουτσουρέλη)

Δοκιμιακές προσεγγίσεις σε νεώτερους και παλαιότερους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, στοχαστές και καλλιτέχνες.

Ο δικός μου Σαββόπουλος

 *

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Με τον Διονύση Σαββόπουλο τον πρώιμο, εκείνον του Φορτηγού ή του Μπάλλου, σχέση βαθιά ποτέ δεν απόκτησα. Έφηβος δεν τον άκουσα ώστε να με συνδέουν μ’ εκείνον βιώματα σχετικά. Και φοιτητής μετά το 1985 ήμουν απέναντί του κουμπωμένος, σ’ αντίθεση με άλλους που άκουγα τριγύρω μου να τον υμνούν. Τραγούδια σαν κι εκείνα για την ΕΦΕΕ και τις συγκεντρώσεις της ή το Βιετνάμ και το πυρπολημένο του ρύζι ή για τα «κορίτσια τα καημένα» που πληρώνουν «την ασχήμια των γονιών τους» ακούγονταν στ’ αυτιά μου, ήδη τότε, «πολύ ζαχαρωμένα».

Στίχοι σαν το, πρεβερικό την καταγωγή, «μέρα μ’ ήλιο σαν αυτόν / να την τρώει τ’ αφεντικό» ή το συναφές «σ’ ευχαριστώ, ω εταιρεία!» τα αντιμετώπιζα με θυμηδία για την ασπρόμαυρη εικονογραφία τους. Αλλά και άλλα δικά του, όπως το πολυθρύλητο “Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο”, μ’ όλη την αναντίρρητη μουσική τους αξία, μου ακούγονταν παράτονα – κάτι σαν εγκωμιασμός εγκλήματος κατ’ άρθρ. 185 ΠΚ, απ’ αυτούς για τους οποίους διαβάζαμε στα εγχειρίδια του Ποινικού στη Σχολή. Αυτή η μανία μας στην Ελλάδα, σκεφτόμουν, να βλέπουμε τον ήρωα ακόμη και στον κοινό μαχαιροβγάλτη, φτάνει να απειθήσει κατά της Αρχής… Ιδίως το περίφημο «στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευθεί» μου προκαλούσε ευθυμία κάθε φορά που το άκουγα στις παρέες. Όχι γιατί ο Σαββόπουλος είχε άδικο για τους καρεκλοκένταυρους των κομμάτων. Αλλά γιατί ανακάλυπτε έναν «αγνό ενθουσιασμό» στους νεαρούς οπαδούς τους, που φοιτητής όντας, προσωπικά αδυνατούσα να εντοπίσω στο περιβάλλον μου. Προφανώς, οι καιροί είχαν αλλάξει…

Τον δικό  μου Σαββόπουλο έμελλε να τον γνωρίσω το 1989, με το Κούρεμα. Κι έζησα το παράδοξο να με συγκλονίσει ένας ποιητής την ώρα ακριβώς που όλοι γύρω μου τον εγκατέλειπαν. Γιατί βέβαια οι κραυγές εναντίον του είχαν αρχίσει ήδη από τα Τραπεζάκια έξω. Εκείνο το «Εθνική Ελλάδος, γεια σου», η δοξαστική επίκληση των αρχαιοτήτων και της ορθοδοξίας, είχαν ενοχλήσει πολλούς. H μεταστροφή πολλών εναντίον του, σ’ εκείνα τα τραγούδια έχει τις ρίζες του. Στιχουργικά ωστόσο, δεν πήγαιναν πολύ παραπέρα από τη γνωστή ποπουλίστικη σχάση: από τη μια μεριά η Βουλή και οι εκπρόσωποι «έρημοι κι απρόσωποι», κι από την άλλη ο καθαγιασμένος και άμωμος Έλλην, που (περισσότερα…)

«στον σπασμό του το απόλυτο το αστέρι…»

*

Στις 2 του Δεκέμβρη 1944 «γεννήθηκε στη Σαλονίκη» ο Διονύσης Σαββόπουλος. Μνεία τιμητική στην επέτειο, ένα απόσπασμα για τον ποιητή από παλιότερο δοκίμιο του Κ. Κουτσουρέλη.

~.~

Ο Διονύσης Σαββόπουλος επηρέασε την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού όσο κανείς άλλος τις τελευταίες δεκαετίες. Για να μην παρεξηγηθώ: δημιουργούς πληρέστερους, πλατύτερους, καθολικότερους εκείνου, η μουσική μας προφανώς διαθέτει. Και μόνο το όνομα του Μίκη εδώ θ’ αρκούσε. Όμως ο Σαββόπουλος δεν είναι ένας απλώς από τους πρωταγωνιστές του ελληνικού τραγουδιού μισόν αιώνα τώρα. Όπως έχει ειπωθεί, είναι ο άνθρωπος που φέρνει στην Ελλάδα τον τύπο του βάρδου της ροκ, που με τη σειρά του αναβιώνει τον παμπάλαιο τύπο του ραψωδού ή του τροβαδούρου. Συνενώνοντας στο πρόσωπό του και τις τρεις ιδιότητες που συνδιαμορφώνουν το τραγούδι, και τη σύνθεση και τη στιχουργική και την ερμηνεία, ο Σαββόπουλος επηρεάζει τους νεώτερούς του τραγουδοποιούς σε βαθμό ανώτερο από κάθε άλλον ομότεχνό του.

Για τους στίχους του Σαββόπουλου μπορεί να μιλάει κανείς για ώρες. Μπορεί να σταθεί στην πολιτική, την κριτική τους πλευρά, λ.χ. αυτήν που σαρκάζει τη δομική ανισορροπία της σύγχρονης ζωής:

σ’ ευχαριστώ ω εταιρία
εν αφθονία μου παρέχεις
στέγη τροφή και προστασία
σ’ ευχαριστώ ω εταιρία

Ή που διεκτραγωδεί τα εθνικά μας πάθη, όπως στο τραγούδι του 1974 για την Κύπρο:

Σ’ αυτό το σχήμα που ξεβάφει αίμα και δάκρυ
δεν έχεις τίποτ’ ακριβό να παραδώσεις
μόν’ τη φλογίτσα που τσιρίζει στις κλειδώσεις
και κάνα φράγκο στο κουτί που ’ναι στην άκρη. […]

Κι αν λέω ψέματα κι αν λέω παραμύθια
κι η ζητιανιά τα δυο χεράκια μου στραβώνει
μη με μαλώνεις, μόνο δώσε μια βοήθεια
το άδειο μας πρόσωπο η Κύπρος το πληρώνει.

Ή μπορεί πάλι να σταθεί στην ερωτική του πλευρά, στον ποιητή που υμνεί τη γυναικεία μορφή όταν παραδίδεται, θροΐζοντας στην κυριολεξία μέσα από τις αλεπάλληλες συνηχήσεις του θήτα και του ρο, στο αμίμητο λίκνισμα ενός ταγκό: (περισσότερα…)

Οκτώ παράγραφοι για τον Γιώργη Παυλόπουλο

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Συμπληρώθηκαν εφέτος 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιώργη Παυλόπουλου (1924-2008). Η ομιλία που ακολουθεί εκφωνήθηκε στην εκδήλωση που έγινε για τον ποιητή με την ευκαιρία της έκδοσης των απάντων του (Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη 2017) στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος την 20ή Μαΐου 2018.

~.~

I

Με την εξαίρεση των πρώτων πρώτων δημοσιευμάτων του στον περιοδικό τύπο, Γιώργη Παυλόπουλο ποιητή νεαρό δεν γνωρίσαμε. Το Κατώγι βγαίνει όταν ο Παυλόπουλος ζυγώνει τα πενήντα – δεν ξέρω άλλον ονομαστό ποιητή μας που να βγαίνει στα φόρα τόσο αργά. Όμως και στον τόνο της, η ατμόσφαιρα του πρωτόλειου βιβλίου του είναι υπερώριμη, για να μην πω γεροντική. Οι στίχοι του, αργόσυρτοι και βαρύθυμοι, γέμουν από σύμβολα, εικόνες και ρυθμούς δάνειους – από τα βάθη τους αντηχεί η φωνή του Γιώργου Σεφέρη. Λ.χ.:

Πιο χαμηλά το πέλαγο θρυμματισμένο
φύλλα χρυσά σκοτεινιάζοντας στο κατέβασμα του αγέρα

ή

Κοντά σε τούτες τις πέτρες
μαύρες μέσα στο φως

ή

Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή.
Στο πλευρό μας η θάλασσα
λαμπερή σα γιαταγάνι
κόβοντας ίσκιους από πεύκα

ή ακόμη

Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της
ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως
μαύρο σαν ένα μελίσσι
που μου έτρωγε τα μάτια

κ.ο.κ., κ.ο.κ. Η αλληλογραφία Σεφέρη-Παυλόπουλου είναι σε πολλά αποκαλυπτική για τη σχέση του δασκάλου με τον υπερήμερο ήδη μαθητή. Ο πρεσβύτης ποιητής θα φροντίσει για την έκδοση της συλλογής του ομοτέχνου του, θα αναλάβει ακόμη και το παρεδώσε με τον εκδότη, θα του κάνει παρατηρήσεις πάνω σε συγκεκριμένους στίχους. «Και το νερό ρόδινο γύρω στα λαγόνια της» γράφει αρχικά ο Παυλόπουλος στο ποίημα «Αλφειός». Νερό ρόδινο, δυο ρο απανωτά, κακοφωνία, του υποδεικνύει ο Σεφέρης, κάν’ το καλύτερα «το ρόδινο νερό». Και ο Παυλόπουλος πράγματι τον ακούει.

ΙΙ

Με βήμα γερό ενδιάμεσο το Σακί του 1981, τον απογαλακτισμό ο Παυλόπουλος τον επιτυγχάνει πλήρως μόλις στα 65 του χρόνια, το 1988-1989, όταν δημοσιεύει τα Αντικλείδια. Στο μεταξύ έχει πεθάνει και ο ποιητής της Στροφής και ο στενός φίλος και συντοπίτης του Παυλόπουλου, Τάκης Σινόπουλος, συμμαθητής του παιδιόθεν στα θρανία της ποίησης, και ιδίως αυτά του Σεφέρη. Όσοι αρέσκονται στους ψυχαναλυτισμούς, θα βρουν στη σύμπτωση τη χρονική πολλά να σχολιάσουν. Το Κατώγι βγαίνει στα 1971, χρονιά που εκδημεί ο Σεφέρης, και το ομότιτλο ποίημά της του είναι αφιερωμένο. Η δεύτερη συλλογή του Παυλόπουλου, το Σακί, κυκλοφορεί δέκα χρόνια αργότερα, το 1981, τη χρονιά που πεθαίνει ο Σινόπουλος, και περιέχει κι εκείνη ένα ποίημα αφιερωμένο στον επί δεκαετίες πολλές συνοδοιπόρο (κάποια από τα πρώτα ποιήματα του Σινόπουλου, θυμίζω, είναι γραμμένα από κοινού με τον Παυλόπουλο). Φέρει τον βιογραφικό, προφανώς, τίτλο «Ιβήρων 14, 1949». (περισσότερα…)

Τρίπτυχο για τον Μιχάλη Γκανά

*

Γεννημένος στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας το 1944, ο Μιχάλης Γκανάς, ποιητική φωνή κορυφαία της γλώσσας μας, γιορτάζει εφέτος τα 80 του χρόνια. Με αφορμή την επέτειο, αναδημοσιεύουμε εδώ τρία παλιότερα κείμενα του Κώστα Κουτσουρέλη αφιερωμένα στο έργο του, πρωτότυπο και μεταφραστικό.

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ι. Τα ποίηματα 1978-2012

Τους σημερινούς ποιητές, και δικαίως, το ευρύ κοινό τους έχει πάρει από στραβό μάτι. Τους θεωρεί στριφνούς, δύσκολους, ακατάδεκτους. Δύσκολα τους πιάνει στο χέρι του. Αλλά και οι ποιητές από τη μεριά τους, δεν σκοτίζονται και πολύ για αναγνώστες κι απήχηση, μόνη ευγενική φιλοδοξία που τρέφουν είναι να εκφράσουν το ακατάβλητό τους εγώ. Τόσο που και όταν ακόμη, μία στις τόσες, κάποιος από τη συντεχνία κατορθώνει να σπάσει τον κλοιό, να γίνει γνωστός, οι συνάδελφοί του δεν του το συγχωρούν.

Τη δημοτικότητα της Κικής Δημουλά, λ.χ., πολλοί ομότεχνοί της τη θεωρούν ύποπτη, δεν είναι λίγοι όσοι της κουνούν το δάχτυλο δημόσια ότι στα τελευταία της βιβλία έχει βάλει νερό στο κρασί της, ότι επαναλαμβάνεται, ότι αυτοπροβάλλεται υπέρμετρα κ.ο.κ., κ.ο.κ… Από την άλλη, υπάρχουν ποιητές που στους κύκλους των μυημένων θεωρούνται σπουδαίοι, αλλά το όνομά τους κυκλοφορεί λίγο πολύ σαν έγγραφο διαβαθμισμένο, απρόσιτο στους πολλούς. Ο Βύρων Λεοντάρης είναι, αλίμονο, η πιο εξέχουσα τέτοια περίπτωση.

Ο Μιχάλης Γκανάς δεν ανήκει ούτε στη μια ούτε στην άλλη κατηγορία. Το αργότερο από την Παραλογή (1993), αν όχι ήδη από τα Γυάλινα Γιάννενα (1989), έδωσε βιβλία που και διαβάστηκαν και θαυμάστηκαν πολύ, από αναγνώστες κάθε λογής, επαΐοντες και κοινούς. Του απονεμήθηκαν βραβεία και έπαθλα αλλά τραγουδήθηκε κι από χιλιάδες. Κατόρθωσε να γίνει περίοπτος τόσο εντός όσο και εκτός του κλειστού λογοτεχνικού περιβόλου. Ποιος από τους νεώτερους, τους συνηλικιώτες του έστω, μπορεί να ισχυριστεί κάτι αντίστοιχο; (περισσότερα…)

Κωστής Παπαγιώργης (1947-2014), δέκα χρόνια από τον θάνατό του

*

Στις 21 Μαρτίου συμπληρώνονται δέκα χρόνια από την εκδημία του Κωστή Παπαγιώργη (1947-2014). To Νέο Πλανόδιον του είχε αφιερώσει το πρώτο τεύχος του (χειμώνας 2013-2014), τον δε Μάιο του 2016 είχε διοργανώσει μια μεγάλη εκδήλωση όπου φίλοι και συνοδοιπόροι του Κωστή είχαν διαβάσει χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το έργο του. Από το έντυπο αφιέρωμα αναδημοσιεύουμε στη μνήμη του το κείμενο του Κώστα Κουτσουρέλη που ακολουθεί.

~.~

Ἕ­νας δο­κι­μι­ο­γρά­φος

Ὁ Κί­μων Νη­σι­ώ­της δὲν ἔ­γρα­ψε πολ­λά. Καμ­μι­ὰ εἰ­κο­σι­πεν­τα­ρι­ὰ ση­μει­ώ­μα­τα ὅ­λα κι ὅ­λα, κι αὐ­τὰ βρα­χύ­σω­μα, τῆς μιᾶς ἢ τῶν δύ­ο σε­λί­δων, κά­πο­τε καὶ μο­νό­στη­λα ἢ ἀ­κό­μη πι­ὸ σύν­το­μα, μοι­ρα­σμέ­να στὰ τρί­α τεύ­χη ἑ­νὸς πε­ρι­ο­δι­κοῦ ποὺ εἶ­χε ὅ­λα τὰ φόν­τα νὰ γί­νει θρυ­λι­κό – καὶ μὲ τὸν τρό­πο του τὰ κα­τά­φε­ρε. Ἐ­πὶ ἔ­ξι μῆ­νες, ἀ­πὸ τὸν Δε­κέμ­βρη τοῦ 1984 ὣς τὸν Ἰ­ού­νι­ο τοῦ 1985, ἀ­φοῦ τό­σο ἄν­τε­ξε ἐ­κεῖ­νο τὸ ἔν­τυ­πο ποὺ ὑ­πά­κου­ε προ­γραμ­μα­τι­κὰ στὸν τί­τλο Κρι­τι­κὴ καὶ κεί­με­να καὶ δι­ευ­θυ­νό­ταν ἀ­πὸ τε­τρά­δα νε­α­ρῶν τό­τε συγ­γρα­φέ­ων καὶ μου­σι­κῶν, ὁ Νη­σι­ώ­της ἀ­πο­τι­μᾶ τὴν ἐκ­δο­τι­κὴ κί­νη­ση, βι­βλί­α πε­ζο­γρα­φί­ας καὶ στο­χα­σμοῦ, μὲ μιὰ αἰχ­μη­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­να­ζη­τᾶ τὸ ὅ­μοι­ό της κι ἕ­να ὕ­φος πού, ὅ­πως ὁ ἴ­διος θὰ ἔ­γρα­φε, «ἔ­χει τὸ χά­ρι­σμα νὰ μὴ ζεῖ τὴν κοι­νο­το­πί­α».

Καὶ τί δὲν ἀ­να­σύ­ρει ὁ ἀ­να­γνώ­στης ἀ­πὸ ἐ­κεῖ­νες τὶς σπά­νι­ες σε­λί­δες; Κο­φτά, προ­κλη­τι­κὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα, με­γα­λό­φω­να ἐγ­κώ­μι­α, σκω­πτι­κὲς ἀ­πο­φάν­σεις, βα­ρει­ὲς κα­τα­δί­κες. Ἀ­πὸ τὸν φα­κὸ τοῦ Νη­σι­ώ­τη περ­νοῦν τραν­τα­χτὰ ὀ­νό­μα­τα τῆς ἐ­πο­χῆς καὶ κάμ­πο­σα ἄλ­λα ποὺ ἔ­μελ­λε νὰ συ­ζη­τη­θοῦν πο­λὺ τὰ ἑ­πό­με­να χρό­νι­α. Ὁ Στέ­λιος Ράμ­φος λ.χ.:

«Κω­μω­δὸς καὶ μάρ­τυ­ρας –ἀ­βρό­χοις πο­σί–, ὁ Ράμ­φος κα­τά­φε­ρε καὶ μὲ τὴ συγ­γρα­φι­κὴ πα­ρα­γω­γή του νὰ ἀ­πο­βεῖ κά­τι σὰν Πα­σκὰλ τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἀ­ρι­στε­ρᾶς. Κρά­μα εὐ­φυ­ΐ­ας καὶ ἀ­γο­ραί­ου πνεύ­μα­τος, ἡ σκέ­ψη του χρει­ά­στη­κε νὰ πε­ρά­σει ἀ­πὸ τὸν Μὰρξ στὸν Χρι­στὸ καὶ ἀ­πὸ τὸ Κόμ­μα στὴν Ἐκ­κλη­σία γιὰ νὰ ἐ­πα­λη­θεύ­σει τὸ ἀ­σί­γα­στο πά­θος της γιὰ τὸν δογ­μα­τι­σμὸ καὶ τὴν τυ­ραν­νι­κὴ λα­τρεί­α τοῦ αὐ­το­νό­η­του».

Ὁ Πα­να­γι­ώ­της Κον­δύ­λης:

«ἱ­στο­ρι­κὸς τῆς φι­λο­σο­φί­ας μὲ τὴν καλ­λί­στη ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου. Γνώ­στης τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κῶν γλωσ­σῶν –ζω­σῶν καὶ τε­θνε­ω­σῶν–, γνώ­στης ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ δυ­τι­κοῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ ἀρ­χεί­ου, με­λε­τη­τὴς ἀ­πὸ πρό­γραμ­μα καὶ στο­χα­στὴς ἀ­πὸ φύ­ση».

Ὁ Κώ­στας Ζου­ρά­ρις:

«τέ­τοιο ἀ­να­κά­τω­μα ἀ­γο­ραί­ας ρη­το­ρεί­ας, λο­γι­ο­πα­θοῦς λε­ξι­μαρ­γί­ας καὶ θε­ω­ρη­τι­κῆς ἀ­συ­ναρ­τη­σί­ας εἶ­ναι δύ­σκο­λο νὰ συ­ναν­τή­σει κα­νείς». (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Πώς τον υποδέχθηκαν στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Κάθε φορά που κάνουμε λόγο για την υποδοχή του έργου του Παναγιώτη Κονδύλη στη χώρα όπου γεννήθηκε, ψηλαφούμε ένα πρόβλημα. Υποδοχή θα πει σχετισμός, συνάντηση. Αυτή η συνάντηση του Κονδύλη και των βιβλίων του με τους Έλληνες μελετητές του, απλούς αναγνώστες και σχολιαστές, υπήρξε εξ αρχής προβληματική, και παραμένει τέτοια ώς σήμερα, δέκα χρόνια από τον πρόωρο θάνατό του.

Λέγοντας προβληματική, δεν εννοώ ότι η σκέψη του Κονδύλη δεν δημιούργησε σχολή, ότι δεν επηρέασε κατά το μέτρο που η βαθύτητα και το βεληνεκές της θα μας επέτρεπαν να αναμένουμε. Αυτό ισχύει, αν και εν μέρει, υπάρχουν τομείς όπως οι Διεθνείς Σπουδές όπου η επίδραση του Κονδύλη είναι κάτι παραπάνω από αξιοσημείωτη. Αλλά και εκεί όπου τα πράγματα δεν έχουν έτσι, στους κόλπους της πανεπιστημιακής φιλοσοφίας λ.χ., το φαινόμενο είναι εύλογο. Εξηγείται από την ίδια την υφή και το περιεχόμενο αυτής της σκέψης, που όπως ο δημιουργός της προέβλεπε, στις απώτατες συνέπειές της μπορεί να γίνει παραδεκτή μόνο από «επαΐοντες του περιθωρίου», και συνεπώς ούτε τώρα ούτε στο προβλεπτό μέλλον είναι πιθανό να αποκτήσει εντυπωσιακό αριθμό θιασωτών.

Εξίσου λίγο έχω κατά νου τις επικρίσεις ή τις έριδες που το έργο του Κονδύλη προκάλεσε και προκαλεί. Για έναν συγγραφέα που δηλώνει ότι ξαφνιάζεται όταν συμφωνούν μαζί του, αυτού του είδους η αρνητική ενασχόληση με τις θέσεις του είναι ακριβώς η απόδειξη της δραστικότητάς τους, η μεγαλύτερη αναγνώριση την οποία μπορεί να προσδοκά. Ας μη λησμονούμε ότι ο Κονδύλης περιφρονούσε τον «διάλογο» με τη μετανεωτερική, χυδαία έννοιά του, που νερώνει τις πεποιθήσεις και υποβιβάζει τις βαθιές υπαρξιακές συγκρούσεις σε σχολαστικές θεωρητικές αψιμαχίες. Στα μάτια του οι ιδέες σήμαιναν πρωτίστως αντιπαράθεση, πολεμική, έριδα. Με την έννοια αυτή, το έργο του υπήρξε πράγματι αμφιλεγόμενο, όμως και κανείς άλλος Έλληνας φιλόσοφος δεν σχολιάστηκε και δεν συζητήθηκε τόσο τις τελευταίες δεκαετίες.

Το πιο αποθαρρυντικό στην περίπτωσή του, είναι ότι και αυτά τα επικριτικά σχόλια, οι διενέξεις που τα βιβλία του πυροδότησαν, υπήρξαν συχνά χαμηλής ποιότητας, κάποτε και εντελώς ανάξια λόγου. Οι απόψεις του όχι μόνο υπεραπλουστεύτηκαν και σχηματοποιήθηκαν για τις ανάγκες της πολεμικής –αυτό, όπως κι ο ίδιος παραδεχόταν, ήταν αναπόδραστο–, αλλά στην κυριολεξία απογυμνώθηκαν συστηματικά από ό,τι ακριβώς συνιστά την ιδιαιτερότητά τους. Το αποτέλεσμα ήταν ότι συχνά κατέληξαν αγνώριστες ή και μετέπεσαν στο διαμετρικά αντίθετό τους. Θα μνημονεύσω εν τάχει τρία τέτοια παραδείγματα.

Το πρώτο είναι η περιβόητη έννοια της αξιολογικής ουδετερότητας και η συναφής με αυτήν κονδύλεια περιγραφική θεωρία της απόφασης. Είναι γνωστό πόσο μελάνι έρευσε για τα ζητήματα αυτά. Δεν είναι παράδοξο ότι οι επικριτές του Κονδύλη πίστεψαν πως εντόπισαν εδώ ένα σημείο τρωτό και εξέθεσαν τους ενδοιασμούς τους κομίζοντας επιχειρήματα από τη διεθνή συζήτηση σχετικά. Από τον καιρό των πρώτων κοινωνικών επαναστατών το αργότερο, που διακήρυτταν σ’ όλους τους τόνους ότι σκοπός τους δεν είναι να κατανοήσουν τον κόσμο αλλά να τον αλλάξουν, ώς την περίφημη έριδα για τον θετικισμό (Positivismusstreit), πρωταγωνιστές της οποίας στάθηκαν ο Χανς Άλμπερτ και o Γιούργκεν Χάμπερμας τη δεκαετία του 1960, και από τότε ώς τις μέρες μας, το ερώτημα αν είναι δυνατή μια προσέγγιση των πραγμάτων αμιγώς περιγραφική και απαλλαγμένη από δεοντολογικές βλέψεις, δεν έχει πάψει να επανέρχεται περιοδικά στο προσκήνιο. (περισσότερα…)

Παναγιώτης Κονδύλης, Ένας κλασσικός

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

I.

Απ’ τους καιρούς του Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμαν τουλάχιστον, τα χαρακτηριστικά του κλασσικού μοιάζει να έχουν μια για πάντα δοθεί. Στάση ενατενιστική, λόγος διαυγής και απροσωπόληπτος, σαφής διάκριση δημόσιου και ιδιωτικού, νηφαλιότητα, και μια διάθεση που ρέπει προς το λογικό μάλλον παρά προς το θυμικό των πραγμάτων. Αυτή τη στάση κι αυτή τη διάθεση, που ανατρέχει απ’ ευθείας στην ελληνορρωμαϊκή αρχαιότητα και εμπνέεται από εκείνην, ο Παναγιώτης Κονδύλης την ενστερνίστηκε από νωρίς. Σ’ ένα από τα τελευταία του κείμενα αναγνώρισε expressis verbis την οφειλή:

Θεωρώ την εντρύφησή μου στα κλασσικά γράμματα ως ένα από τα μεγάλα ευτυχήματα και τα αναντικατάστατα ερείσματα της πνευματικής μου συγκρότησης. (…) Γλώσσες [όπως οι κλασσικές], όπου τα περιγράμματα των λέξεων και των φράσεων δεν τα θολώνουν τα -γόνιμα ή άγονα, αδιάφορο- νεφελώματα του νεώτερου υποκειμενισμού, μοιάζουν με κυκλώπεια τείχη χτισμένα με ξερολιθιά, με οφθαλμοφανείς τις αρμοδεσιές και χειροπιαστά τα ερείσματα, με αδρές τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, στο πελέκημα του λόγου και στη λάξευση του στοχασμού. Η σαφήνεια και η απλότητα δεν είναι εδώ αιτήματα προβαλλόμενα εκ των έξω, αλλά απόρροια και κριτήριο εσωτερικού βάθους. (Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης, 1998, σ. 64-65)

Ωστόσο εκτός απ’ αυτήν την κλασσικότητα του έργου, την «ευγενή απλότητα και το γαληνό μεγαλείο» της, υπάρχει και μια άλλη εκδοχή του κλασσικού, η οποία θυμίζει περισσότερο την περίπτωση ενός Γκαίτε παρά εκείνην ενός Σοφοκλή: η κλασσικότητα του βίου ως συνειδητή επιλογή και υπαρξιακή απόφαση. Όπως εύστοχα ειπώθηκε, κάθε ζωή βιωμένη σύμφωνα μ’ ένα συνεκτικό, περιεκτικό και αδρό περίγραμμα είναι ζωή κλασσική. Τέτοιες βιογραφίες μοιάζουν κάπως με τους ήρωες των Bildungsromane: τείνουν προς ένα τέλος, προς έναν σκοπό. Και μ’ αυτήν επίσης την έννοια οι προτιμήσεις του Κονδύλη στάθηκαν κλασσικές. Ιδωμένη εκ των υστέρων η πνευματική του εξέλιξη μοιάζει με τα κύματα που προκάλεσε στο νερό το ρίξιμο μιας πέτρας: αλλεπάλληλοι, όλο και ευρύτεροι κύκλοι γύρω από ένα νοητό και απόλυτο κέντρο. Τίποτα δεν στάθηκε ικανό να κλονίσει αυτή την εξωτερικά τόσο γεωμετρημένη vita contemplativa. Με μιαν αυστηρότητα που φτάνει στα όρια του ασκητισμού και μια μεθοδικότητα που φαντάζει ενίοτε σαν εμμονή, οι κύκλοι πληθαίνουν και πλαταίνουν ολοένα, όμως το κέντρο παραμένει απαρασάλευτο. Συνθέσεις που για ανθρώπους λιγότερο φιλόδοξους θα αποτελούσαν καύχημα ζωής, για τον Κονδύλη δεν ήταν παρά σταθμοί προς τον απώτερο στόχο. Και από τούτη τη βιοπορία τίποτα δεν στάθηκε ικανό να τον εκτρέψει. Ούτε η αλλαγή γλώσσας και περιβάλλοντος, ούτε η απορριπτική στάση των ακαδημαϊκών θεσμών απέναντί του, ούτε η κατάδηλη ασυμμετρία των θεμάτων και των ενδιαφερόντων του προς τα κρατούντα της εποχής. (περισσότερα…)

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ιστορητής και βάρδος

*

Προδημοσίευση από τον τόμο Ιστορητής και βάρδος. Ο ποιητής Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1979), Εισαγωγή-Ανθολόγηση Κώστας Κουτσουρέλης, που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα από το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος στη σειρά «Δύο Αιώνες Ελληνικής Ποίησης».

«Ο Βαλαωρίτης δεν είναι λυρικός», προειδοποιεί τον αναγνώστη ο Κωστής Παλαμάς – ίσως για να τον προφυλάξει από την διαδεδομένη ήδη στον καιρό του παρεξήγηση ότι η ποίηση ταυτίζεται με το λυρικό της γένος. Ωστόσο δεν έχει εντελώς δίκιο. Το μέγιστο μέρος του έργου του Βαλαωρίτη το αποτελούν ασφαλώς τα αφηγηματικά του ποιήματα. Όμως ο Βαλαωρίτης είναι κάτι παραπάνω από ιστορητής, από εικονογράφος των μακραίωνων εθνικών παθών, για να θυμίσω μια από τις σημασίες της λέξης. Είναι βάρδος με το πλατύ περιεχόμενο που προσέδιδε στον όρο ο 19ος αιώνας, ποιητής δηλαδή που συνδέει οργανικά και αναπόσπαστα τον επικό με τον λυρικό και τον ελεγειακό τόνο. Παρότι ποιοτικά σημαντική, ποσοτικά αυτή του η πλευρά είναι αφανέστερη. Οι λυρικές στιγμές του συχνά είναι κρυμμένες σε εκτενέστερα έργα του, λειτουργούν ως πρελούδια ή ιντερμέδια τα οποία παρενείρονται στην αφήγηση και ρυθμίζουν τη ροή της. Στην Κυρά Φροσύνη, για παράδειγμα, βλέπουμε τον ποιητή να περιγράφει λυρικότατα την Λίμνη των Ιωαννίνων.

Κρυφά το γλυκοχάραμα προβαίνει από τον Πίνδο
ραντίζοντας με τη δροσιά το κάθε πάτημά του.
Κοιμάται η λίμνη ατάραχη, και στου γιαλού την άκρη
ακούεται γλυκά γλυκά λίγος αφρός να παίζει,
σαν ήσυχος ανασασμός μικρού παιδιού στον ύπνο.

Κύριο γνώρισμά του βαλαωριτικού λυρισμού είναι η βαθιά τρυφερότητα:

Στον κόσμο σ’ είδα μιαν αυγή, στον ουρανό μου αστέρι,
στον έρημό μου το γιαλό μονάκριβη αρμυρήθρα,
βυζασταρούδι γαλανό, δροσάτο σαν τη φτέρη,
ξανθό σαν την κερήθρα.

(περισσότερα…)

Το μέλημα της μορφής: Ο Ρ. Μ. Ρίλκε και η ελεγειακή παράδοση

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Για τον Ρίλκε, για τη γερμανική ποίηση, για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία εν γένει, το 1922 υπήρξε έτος σημαδιακό, ένα απ’ αυτά που εκ των υστέρων τα ονομάζουμε σταθμούς. Είναι η χρονιά που ο Πραγινός ολοκληρώνει τις Ελεγείες του Ντουίνο, κύκλο δέκα εκτενών ποιημάτων των οποίων τη σύνθεση είχε πρωτοξεκινήσει μια δεκαετία νωρίτερα στο ομώνυμο επίνειο της Τεργέστης, φιλοξενούμενος στα πυργοδώματα της πριγκίπισσας Μαρίας φον Τουρμ ουντ Τάξις. Η τελική εκδοχή θα δει το φως της δημοσιότητας μερικούς μήνες μετά, στις αρχές του 1923.

Το 1922, μας θυμίζουν συχνά οι γραμματολογίες, είναι επίσης η χρονιά της Έρημης χώρας του Έλιοτ, κι ακόμη του τζοϋσιανού Οδυσσέα. Οι Ελεγείες, για κάποιους, συμπληρώνουν από κοινού με τα δύο αυτά έργα μια άτυπη τριάδα αριστουργημάτων, τη λαμπρή κορύφωση του πρώιμου μοντερνισμού.

Δεν είμαι βέβαιος αν η συμπαράθεση είναι διαφωτιστική. Το ποίημα του Έλιοτ, το μυθιστόρημα του Τζόυς εξέφρασαν όσο κανένα άλλο έργο της εποχής τους το πολλαπλό αδιέξοδο που διαδέχτηκε τον Μεγάλο Πόλεμο. Ήταν η περίοδος όπου ο ραγδαίος μετασχηματισμός των σύγχρονων κοινωνιών, προχωρώντας πια σε στάδιο αναντίστρεπτο, κλόνιζε βίαια τα βάθρα της παλαιάς αστικής βιοτροπίας. Μαζί με τα πολιτικά θέσμια, ο άνεμος της νέας εποχής, ο άνεμος του εκσυγχρονισμού και της λατρείας της προόδου, ήταν επόμενο να συμπαρασύρει και την πνευματική τάξη. Ο αριστοκρατικός ουμανισμός των προηγούμενων αιώνων, απώτερη κληρονομιά της Αρχαιότητας, θ’ απαρχαιωθεί τάχιστα. Η χριστιανική συνιστώσα του, ομοίως. Τη θέση τους θα πάρει σταδιακά ένας νέος λειτουργισμός που στις μορφές και τις ιδέες, οντότητες θεωρούμενες ώς τότε πάγιες και διαρκείς, θα δει μόνο σχήματα ρευστά και χρηστικά, χωρίς άλλο, βαθύτερο νόημα. (περισσότερα…)

Αντώνης Ζέρβας, In memoriam

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο ποιητής Αντώνης Ζέρβας γεννήθηκε στον Πειραιά τον Δεκέμβρη του 1953. Πέθανε χθες, 3 Ιουνίου 2022, σε νοσοκομείο της Αθήνας· όπως το είχε προβλέψει, από καρκίνο των πνευμόνων. Η αδημοσίευτη ομιλία που ακολουθεί, εκφωνήθηκε στην αίθουσα της Ελληνικής Εταιρείας στην Πλάκα, την 3η Νοεμβρίου 2010, σε εκδήλωση για τον πρόσφατο τότε συγκεντρωτικό τόμο του έργου του.

~.~

 

Αντώνης Ζέρβας: Οδηγίες χρήσεως

Βάλανε τη σιωπή να με πνίξει
Κι αυτή μ’ αγάπησε
Κάθεται στα πόδια μου κι απαριθμεί
Με πόσους και πόσους πλάγιασε
Κι ακούω τα ονόματα
Που ανέκαθεν τιμούσα και σεβόμουν
Α.Ζ., «Η ΣΙΩΠΗ»
Όχι κύριε δεν μ’ αρέσουν τα τραγούδια σας
κι ας πουλάνε σαν πραλίνες Βρυξελλών.
Προτιμώ τις ψαλμωδίες μιας παλιάς θρησκείας
που σε κάνουν να λυγίζεις γόνατα και ράχη,
έστω κι αν η πίστη έχει ξεραθεί μέσα στα οστά σου.
Α.Ζ., «ΜΕΣ ΣΤΑ ΠΟΛΛΑ ΝΑΙ»

Για τους πολλούς, η φήμη αξίζει όσο τα ίδια τα πράγματα. Ακόμη χειρότερα: η φήμη είναι τα πράγματα, το τι ακούγεται, το τι διαδίδεται για κάποιον μετράει παραπάνω από το ίδιο του το έργο. Και η φήμη είναι σκληροτράχηλη. Όταν εμπεδωθεί γερά, δύσκολα την κουνάς από τη θέση της. Πας να την παρακάμψεις, να επιστρέψεις ξανά στο προκείμενο, κι αυτή εννοεί να ξεπετιέται εμπρός σου, να σου κόψει τον δρόμο. Κάποτε η φήμη αυτή είναι ένα συν, καλλωπίζει, εξωραΐζει τα πράγματα. Άλλοτε πάλι αφαιρεί, τα δυσφημεί, τα θαμπώνει. Σε όλες όμως τις περιπτώσεις, τους στερεί την εντελώς δική τους αλήθεια, τα αλλοιώνει.

Επέτρεψα στον εαυτό μου αυτόν τον γριφώδη πρόλογο, γιατί η κατάσταση με τον Ζέρβα είναι κάπως περίεργη. Κατά έναν τρόπο ο Ζέρβας είναι η πλέον άσημη διασημότης των γραμμάτων μας, ένας περίοπτος άγνωστος που ταράζει τον αναγνωστικό μας βίο των τελευταίων δεκαετιών. Oι επιφυλλίδες και οι συνεντεύξεις του γέμουν, ενίοτε ολοσέλιδες, τον κυριακάτικο Τύπο· τα βιβλία του –ποιήματα, δοκίμια, μεταφράσεις– διαδέχονται με ραγδαίο ρυθμό το ένα το άλλο (μετράω πάνω από είκοσι πρώτες και δεύτερες εκδόσεις δικές του από το 1983 και μετά, ένα σχεδόν βιβλίο τον χρόνο…)· το ίχνος από το πέρασμά του είναι ευδιάκριτο κάποτε και σε κείμενα άλλων, φτάνει κανείς να έχει μάτια πρόθυμα να το δουν.

Την ίδια στιγμή, ο δημόσιος λόγος για το έργο αυτό, τα σχόλια, η κριτική είναι, για να το πω κομψά, φειδωλή. Όταν γίνεται συζήτηση συνολική για την ελληνική λογοτεχνία του καιρού μας, το όνομά του απουσιάζει. Και ενώ και οι πιο δύσκολοι αναγνώστες μεταξύ τους τ’ ομολογούν ότι πρόκειται για έργο πολυστρώματο, βαθιά προσωπικό, ιδιαίτερο, προς τα έξω αμηχανούν, όταν δεν σιωπούν αιδημόνως. (περισσότερα…)

Χρήστος Μαρκίδης

 

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τη ζωγραφική του Μαρκίδη την είπαν ανθρωποκεντρική. Ο χαρακτηρισμός είναι σωστός, θέλει όμως διευκρίνιση. Τι λογής κέντρο είναι αυτό που διεκδικεί στην τέχνη του ο άνθρωπος και με ποιον τρόπο; Στο κάτω της γραφής, ώς χθες ακόμη, σε κάθε ερώτημά μας, το ξέρουμε από τους καιρούς του Οιδίποδα, η απάντηση ήταν: ο άνθρωπος. Όμως, ποιος είναι ο άνθρωπος της εποχής μας γενικά, και ειδικά του Μαρκίδη;

Ανθρωποκεντρική, ανθρωπιστική, ουμανιστική, πείτε την όπως θέλετε, είναι κατ’ εξοχήν η τέχνη της αρχαιότητας. Εδώ ο Άνθρωπος είναι αυτονόητος, απτός, ορατός. Είναι κομμάτι οργανικό του σύμπαντος κόσμου, της πανωραίας δηλαδή αρμονίας του παντός: κόσμος θα πει στολίδι. Στα έργα του Φειδία και του Πραξιτέλη συναντούμε τον ιδεώδη του τύπο, με άλλα λόγια συναντούμε το ιδεώδες του ανθρώπου. Ναι, αυτός ο ιδεώδης άνθρωπος είναι θνητός, είναι τρωτός, είναι άθυρμα στα χέρια των θεών και της τραγικής Μοίρας. Την ίδια στιγμή όμως είναι και ο αγαπημένος των Μουσών, ο εραστής της Μνημοσύνης, είναι ο απομνημειωμένος και ο μνημονευόμενος, είναι περατός και όμως εις τους αιώνας αξεπέραστος. Ακόμη και η φρίκη του είναι στοιχείο αναπόσπαστο της κοσμικής ευμορφίας. Απόδειξη: οι αθάνατοι, με όλα τα κουσούρια τους, τού μοιάζουν.

Με την έλευση του Χριστού έχουμε το πρώτο ρήγμα. Ο άνθρωπος παραμερίζεται, εξορίζεται στον προθάλαμο του ιδεώδους. Η αθανασία παύει να είναι μνημοτεχνία, θύμηση των προγεγενημένων, αλλά γίνεται μελλοντικό πρόγραμμα μεταφυσικό. Πλέον δεν μοιάζουν οι θεοί στον άνθρωπο, εκείνος έχει πλαστεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του Κυρίου. Και οφείλει να αρθεί ώς Εκείνον, θανάτω θάνατω πατήσας. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι απλώς ευάλωτος, όπως στην Αρχαιότητα. Είναι ατελής, αμαρτωλός, ανάπηρος. Γι’ αυτό και η τέχνη του Πανσέληνου ή του Θεοφάνη ας πούμε, τον αποτραβά από τους οφθαλμούς μας, ο άνθρωπος ο απτός, ο ατομικός παύει να υπάρχει. Και στη θέση του, προβαθμίδα θεώσεως, τίθεται ένα άλλο υπερβατικό πλέον ιδεώδες – ο Άγγελος ή ο Άγιος. Ωστόσο κι εδώ, το ανθρώπινο σχήμα, η ανθρώπινη μορφή, παραμένει οδηγός. Ο Άγιος παραμένει άνθρωπος, έστω εξαϋλωμένος και αναφής. Ο ίδιος ο θεός πρέπει να γίνει θεάνθρωπος, Υιός του Ανθρώπου, για να φανερωθεί.

Η Αναγέννηση και οι αιώνες που ακολούθησαν, σε αδρές γραμμές από τον Μποτιτσέλλι ώς τον Ντελακρούα, θ’ αντισταθεί σ’ αυτήν την πρώτη θεολογική απανθρώπηση του ανθρώπου. Θα προσπαθήσει να τον επανεγκαταστήσει στο χοϊκό του ενδιαίτημα, τη Φύση. Σήμερα ωστόσο το ξέρουμε. Χωρίς μόνιμη επιτυχία. Ο σκώληξ του Παραδείσου, με άλλα λόγια ο πειρασμός της Ουτοπίας, που με τόση σοφία είχαν αποφύγει οι Έλληνες, είχε τρυπώσει πια για τα καλά στο μήλο, στο ασυνείδητο του Δυτικού κόσμου. Η Φλωρεντία και η Βαϊμάρη μπορεί να λατρεύουν την Αθήνα, η ήπειρος που τις γέννησε ωστόσο εξακολουθεί να προσκυνά την Ιερουσαλήμ. Στο τέλος ο Γολγοθάς θα πάρει εκδίκηση απ’ τον Όλυμπο. Το αίτημα της υπέρβασης του ανθρώπου, που σήμαινε βέβαια την Πτώση της παρούσας του μορφής σε μια οντολογικά παρακατιανή βαθμίδα, εκείνη του αμαρτωλού προσταδίου, θα υιοθετηθεί επισήμως από τον Διαφωτισμό και τα συνοδά του ιδεολογήματα, πολιτικά και μη. Εκκοσμικευμένη, η Ανάσταση θα βαπτιστεί Επανάσταση. Και η ιστορία σύμπασα, η ζωή μας όλη, από τα χείλη του Καντ θα καταγγελθεί ως «ανωριμότης αυθυπαίτια». (περισσότερα…)

Ηλίας Λάμβδα (5. 7. 1958 – 5. 10. 2005)

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Για τον φιλαναγνώστη, η συγκεντρωτική έκδοση του έργου ενός ποιητή αντιπροσωπεύει πάντοτε μια ιδιαίτερη στιγμή, τη στιγμή της μετατόπισης του βλέμματος. Από τα καθέκαστα και τις λεπτομέρειες που πρώτα προείχαν, όταν κανείς είχε εμπρός του μόνο σκόρπια δημοσιεύματα, η εντύπωση γίνεται τώρα γενική, ο παρατηρητής κάνει ένα βήμα προς τα πίσω και βλέπει τα ξεχωριστά κομμάτια να παραχωρούν τη θέση τους σ’ ένα όλον, ένα πανόραμα που ώς τότε ήταν ακόμη δυσδιάκριτο, μισοκρυμμένο.

Τις πιο πολλές φορές αυτό το όλον, η γενική εικόνα, σαφηνίζει εκ των υστέρων και τα επιμέρους. Τυχόν απορίες ή τυφλά σημεία στην κατανόηση παραμερίζονται, το ένα ποίημα έρχεται να φωτίσει το άλλο, η μία συλλογή την επόμενη, οι κενές ψηφίδες του παζλ παίρνουν την οριστική τους θέση.

Συνήθως.

Στην περίπτωση των Ποιημάτων του Ηλία Λάγιου, αυτού του πολύτιμου τόμου που μας δώρισε ο Ίκαρος και η άοκνη φροντίδα της Άννας Περιστέρη, αυτό το συνήθως, φοβάμαι, προσώρας τουλάχιστον, δεν βρίσκει εφαρμογή. Είναι τέτοιο το ογκώδες περιεχόμενο αυτών των κοντά οχτακοσίων σελίδων, είναι τέτοια η δαιδαλική πολυμορφία της ποιητικής ύλης που μας προσφέρεται, πολυμορφία τεχνοτροπική, υφολογική, θεματική, γλωσσική ακόμη, ώστε το πρώτο ξεφύλλισμα του βιβλίου προκαλεί, ακόμη και στον πολύπειρο, τον περπατημένο αναγνώστη μιαν αίσθηση ανασφάλειας, σχεδόν ιλίγγου. Όσοι γνώριζαν από τον Λάγιο ώς τώρα κάποια μόνο, ας είναι και τα περισσότερα, βιβλία του, και τέτοιοι είμαστε εικάζω οι περισσότεροι εδώ, θα βρέθηκαν περιδιαβάζοντας αυτόν τον τόμο όχι λίγες φορές προ εκπλήξεως. (περισσότερα…)