Χρήστος Μαρκίδης

 

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τη ζωγραφική του Μαρκίδη την είπαν ανθρωποκεντρική. Ο χαρακτηρισμός είναι σωστός, θέλει όμως διευκρίνιση. Τι λογής κέντρο είναι αυτό που διεκδικεί στην τέχνη του ο άνθρωπος και με ποιον τρόπο; Στο κάτω της γραφής, ώς χθες ακόμη, σε κάθε ερώτημά μας, το ξέρουμε από τους καιρούς του Οιδίποδα, η απάντηση ήταν: ο άνθρωπος. Όμως, ποιος είναι ο άνθρωπος της εποχής μας γενικά, και ειδικά του Μαρκίδη;

Ανθρωποκεντρική, ανθρωπιστική, ουμανιστική, πείτε την όπως θέλετε, είναι κατ’ εξοχήν η τέχνη της αρχαιότητας. Εδώ ο Άνθρωπος είναι αυτονόητος, απτός, ορατός. Είναι κομμάτι οργανικό του σύμπαντος κόσμου, της πανωραίας δηλαδή αρμονίας του παντός: κόσμος θα πει στολίδι. Στα έργα του Φειδία και του Πραξιτέλη συναντούμε τον ιδεώδη του τύπο, με άλλα λόγια συναντούμε το ιδεώδες του ανθρώπου. Ναι, αυτός ο ιδεώδης άνθρωπος είναι θνητός, είναι τρωτός, είναι άθυρμα στα χέρια των θεών και της τραγικής Μοίρας. Την ίδια στιγμή όμως είναι και ο αγαπημένος των Μουσών, ο εραστής της Μνημοσύνης, είναι ο απομνημειωμένος και ο μνημονευόμενος, είναι περατός και όμως εις τους αιώνας αξεπέραστος. Ακόμη και η φρίκη του είναι στοιχείο αναπόσπαστο της κοσμικής ευμορφίας. Απόδειξη: οι αθάνατοι, με όλα τα κουσούρια τους, τού μοιάζουν.

Με την έλευση του Χριστού έχουμε το πρώτο ρήγμα. Ο άνθρωπος παραμερίζεται, εξορίζεται στον προθάλαμο του ιδεώδους. Η αθανασία παύει να είναι μνημοτεχνία, θύμηση των προγεγενημένων, αλλά γίνεται μελλοντικό πρόγραμμα μεταφυσικό. Πλέον δεν μοιάζουν οι θεοί στον άνθρωπο, εκείνος έχει πλαστεί κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του Κυρίου. Και οφείλει να αρθεί ώς Εκείνον, θανάτω θάνατω πατήσας. Ο άνθρωπος αυτός δεν είναι απλώς ευάλωτος, όπως στην Αρχαιότητα. Είναι ατελής, αμαρτωλός, ανάπηρος. Γι’ αυτό και η τέχνη του Πανσέληνου ή του Θεοφάνη ας πούμε, τον αποτραβά από τους οφθαλμούς μας, ο άνθρωπος ο απτός, ο ατομικός παύει να υπάρχει. Και στη θέση του, προβαθμίδα θεώσεως, τίθεται ένα άλλο υπερβατικό πλέον ιδεώδες – ο Άγγελος ή ο Άγιος. Ωστόσο κι εδώ, το ανθρώπινο σχήμα, η ανθρώπινη μορφή, παραμένει οδηγός. Ο Άγιος παραμένει άνθρωπος, έστω εξαϋλωμένος και αναφής. Ο ίδιος ο θεός πρέπει να γίνει θεάνθρωπος, Υιός του Ανθρώπου, για να φανερωθεί.

Η Αναγέννηση και οι αιώνες που ακολούθησαν, σε αδρές γραμμές από τον Μποτιτσέλλι ώς τον Ντελακρούα, θ’ αντισταθεί σ’ αυτήν την πρώτη θεολογική απανθρώπηση του ανθρώπου. Θα προσπαθήσει να τον επανεγκαταστήσει στο χοϊκό του ενδιαίτημα, τη Φύση. Σήμερα ωστόσο το ξέρουμε. Χωρίς μόνιμη επιτυχία. Ο σκώληξ του Παραδείσου, με άλλα λόγια ο πειρασμός της Ουτοπίας, που με τόση σοφία είχαν αποφύγει οι Έλληνες, είχε τρυπώσει πια για τα καλά στο μήλο, στο ασυνείδητο του Δυτικού κόσμου. Η Φλωρεντία και η Βαϊμάρη μπορεί να λατρεύουν την Αθήνα, η ήπειρος που τις γέννησε ωστόσο εξακολουθεί να προσκυνά την Ιερουσαλήμ. Στο τέλος ο Γολγοθάς θα πάρει εκδίκηση απ’ τον Όλυμπο. Το αίτημα της υπέρβασης του ανθρώπου, που σήμαινε βέβαια την Πτώση της παρούσας του μορφής σε μια οντολογικά παρακατιανή βαθμίδα, εκείνη του αμαρτωλού προσταδίου, θα υιοθετηθεί επισήμως από τον Διαφωτισμό και τα συνοδά του ιδεολογήματα, πολιτικά και μη. Εκκοσμικευμένη, η Ανάσταση θα βαπτιστεί Επανάσταση. Και η ιστορία σύμπασα, η ζωή μας όλη, από τα χείλη του Καντ θα καταγγελθεί ως «ανωριμότης αυθυπαίτια».

 

 

Πλέον ο άνθρωπος είναι απλώς και μόνο το πρώτο σκαλί μιας πελώριας κλίμακας που οδηγεί αλλού: αν θέλουμε να φτάσουμε στο κεφαλόσκαλό της (τα Φώτα, την Πρόοδο, την Αυτοπραγμάτωση, την Libertas, το Χιλιόχρονο Ράιχ, την Σοσιαλιστική Πατρίδα κ.ο.κ.), αυτό το πρώτο σκαλοπάτι της κλίμακας οφείλουμε να το αφήσουμε όσο γίνεται νωρίτερα πίσω μας. Ο άνθρωπος είναι απλώς τράνζιτ, ένα σημείο μεταβατικό: προς τον Υπεράνθρωπο, προς τον Μετάνθρωπο, προς τον υβριδικό Άνθρωπο, προς τη μη πλέον ανθρώπινη Ανθρωπομηχανή.

Τι είδους τέχνη μπορούσε να γεννήσει μια τέτοια στάση; Το ξέρουμε: από τα παραμορφωμένα σώματα του Σίλε ώς τις φιγούρες-κόμπους του Μπέηκον, από τις κυβοκεφαλές του Πικάσσο ώς τις αναθρώσκουσες σκιές του Τζακομέττι, ο άνθρωπος στην τέχνη του 20ού αιώνα παύει να είναι μορφή, και γίνεται γρίφος, γίνεται αίνιγμα, γίνεται σκάνδαλο, γίνεται πληγή. Με την ανθρώπινη μορφή, γενικά, η σύγχρονη τέχνη βρίσκεται από τις καταβολές της σε ένταση. Όταν καν την ανέχεται στον καμβά ή στις πλαστικές ύλες της, πρώτα την κομματιάζει, την σχηματοποιεί, την ισχναίνει μέσα από μια διεργασία διαρκούς αφαίρεσης. Ή κάνει το αντίθετο, την συμβολοποιεί στο έπακρο, που κι αυτό αφαίρεση είναι άλλης λογής. Τις περισσότερες φορές την απο-προσωπεί, της αφαιρεί την μοναδιαία αναφορά, την αγκύρωση στην όψη ενός υπαρκτού υποκειμένου. Κάποιοι από τους μοντέρνους θα κάνουν ένα βήμα παραπάνω: θα εξαφανίσουν εντελώς από το κάδρο τον άνθρωπο· τα γεωμετρικά σχήματα, οι χρωματογραφίες, οι άμορφες ρεύσεις του φαντασιακού θα πάρουν τη θέση του.

Η μοντέρνα τέχνη κατά βάθος, χωρίς να το συνειδητοποιεί, είναι η συνέχιση της εικονομαχίας. Επειδή τείνει να αποθεώνει τον άνθρωπο ως Αποστολή, δείτε τα μανιφέστα της, καταλήγει να τον απαξιώνει ως ιστορική, σαρκική οντότητα. Και οι μεν κλασσικοί του μοντερνισμού βίωναν ακόμη τη διάσταση αυτή του ιδεώδους από το πραγματικό ως τραύμα, εξού και αρίστευσαν στην απεικόνιση του πόνου. Σήμερα, για το mainstream της μεταμοντερνίζουσας art business των ημερών μας, για τις διάφορες Μπιενάλλε και τις Ντοκουμέντα λ.χ., ο άνθρωπος είναι συνήθως το πρόσχημα, μια γελοιογραφία ή ένα σλόγκαν.

Τι μπορεί να μας ρωτήσει ένας ζωγράφος της εποχής μας όταν πια η απάντηση δεν είναι εκείνη του Οιδίποδα: ο άνθρωπος; Ο Μαρκίδης, κι αυτή είναι η συνταρακτική ευθύτητα της τέχνης του, όλα αυτά τα κατακλυσμιαία κύματα που περισφίγγουν τον κόσμο μας τα είδε εξαρχής. Και ούτε στιγμή δεν σκέφτηκε να προσχωρήσει στο ανέμελο πανηγύρι της ματαιότητας, που εορτάζουν τόσοι και τόσοι ομότεχνοί του κατ’ όνομα. Τον βλέπουμε λοιπόν από νωρίς να αναμετριέται όχι πλέον με την παρουσία, αλλά με την απουσία του ανθρώπου. Και επειδή η απουσία μάς καθιστά περισσότερο αισθητή την ουσία των πραγμάτων, αφού μας αποκαλύπτει για πρώτη φορά πλήρως το μέγεθος της αξίας τους, οι ανθρώπινες φιγούρες που φτιάχνει είναι τέτοιες: ουσιοκεντρικές.

 

 

Πάρτε μια όποια φωτογραφία ενός ανθρώπου, λέει κάπου ο Παπαγιώργης, και σβήστε του τα μάτια. Ο άνθρωπος εμπρός σας θα χαθεί μαζί τους. Στα πορτραίτα του τα εμπνευσμένα από τις νεκρογραφίες του Φαγιούμ, ο Μαρκίδης κάνει ακριβώς το αντίθετο. Σβήνει, θολαίνει το περίγραμμα του προσώπου και το ανθρώπινο σώμα, και αφήνει να προβάλλει καθαρά μόνο η ουσία του: τα δυο του μάτια.

Στα έργα αυτά του Μαρκίδη το βλέμμα, η ματιά πρωταγωνιστεί με τον τρόπο που πρωταγωνιστεί ο ερμηνευτής ενός μονοπρόσωπου δράματος. Μονοπωλεί την σκηνή και τη δράση. Τα πάντα βρίσκονται εκεί: φόβοι και πόθοι, όνειρα και εφιάλτες. Λες και ο κόσμος όλος έχει αναστραφεί, κι από παρατηρούμενη έκταση έχει απορροφηθεί και γίνει παρατηρητήριος νους. Κάθε εξωτερικότητα έχει εσωτερικευθεί. Καθώς προμήνυε ο Νοβάλις διακόσια και περισσότερα χρόνια πριν, ο μόνος δρόμος εδώ οδηγεί nach innen, προς τα έσω.

Δεν θα σταθώ στα προφανή, στην ψυχική συγγένεια που συνδέει αυτά τα ανείδωτα πορτραίτα του Μαρκίδη με μεγάλους σταθμούς της τέχνης μας, από την όψιμη Αρχαιότητα ώς τον Δομήνικο. Θα επαναλάβω όμως τους στίχους της Ζωής Καρέλλη, που περίπου αυτόματα μου έρχονται στον νου όταν τα ατενίζω (ή μήπως θα έπρεπε να πω όταν με ατενίζουν εκείνα;)

Tα μάτια στις βυζαντινές εικόνες,
αγίων και μαρτύρων, τα εκστατικά,
είναι διαφορετικά απ’ των αρχαίων αγαλμάτων. […]
 
Oι άγιοι μονάχο δε σ’ αφήνουνε,
το στρογγυλό τους μάτι ολάνοιχτο,
κι’ ωσάν έκπληκτο, σε παρακολουθεί
σε μυστικήν, ενδόμυχη ατένιση σε οδηγεί
για να πιστέψεις στο δικό τους όραμα
με πάσαν την υποταγή. 

Ένας ζωγράφος λιγότερο ικανός θα μπορούσε ίσως να αρκεστεί στο επίτευγμα αυτό. Ο Μαρκίδης όμως δεν είναι μονότροπος. Έτσι τον βλέπουμε αλλού, σε άλλα του έργα, να παίρνει τον αντίθετο δρόμο. Να στρέφεται από το πρόσωπο και τη ματιά προς το σώμα και τα μέλη, από τη βλεμματογραφία, για να την πω έτσι, προς το σωματογράφημα. Ιδού λοιπόν τα έργα του τα πιο πρόσφατα, που περιμένουν ακόμη να εκτεθούν καταπώς τους αξίζει: Μια σειρά από κορμιά πεσμένα, συστρεμμένα, αναδιπλωμένα, κουλουριασμένα, σφαδάζοντα. Κλειδωμένα. Αδιαπέραστα. Καμιά από τις μορφές αυτές δεν μας κοιτάζει. Κάποιων δεν διακρίνουμε καν το πρόσωπο, μόνο το κουβάριασμα του κορμιού, μια άνευ χειρός χειρονομία γεμάτη κίνηση και νεύρο, πάθος και απόγνωση. Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε μια θεματολογία αναιρετική, ένα αναποδογύρισμα καταργητικό της πρώτης. Όμως αυτό δεν ισχύει. Διότι και εδώ, με έναν τρόπο που εμπρός του δεν μπορώ παρά να αποκαλυφθώ, ο Μαρκίδης και πάλι έχει ριχτεί στην αναζήτηση του βλέμματος. Το βλέμμα φέρνει και πάλι στο επίκεντρο των ζητήσεών του. Αποκρύπτοντάς το είναι σαν να το τονίζει, αποσύροντάς το από εμπρός μας είναι σαν να το αναγγέλλει.

 

 

Θυμηθείτε το μεγαλειώδες σονέτο του Ρίλκε για τον ακέφαλο εκείνο κορμό του Απόλλωνος, που είναι αφιερωμένο στον Αύγουστο Ροντέν. Το άγαλμα είναι αόμματο, όμως μας βλέπει.
 
Ποτέ δεν τό ’δαμε το ανήκουστο κεφάλι
όπου μεστώναν των ματιών του οι βολβοί.
Όμως το στήθος του φλογίζει σαν κερί
κι εκεί το βλέμμα του, ριζώνοντας σε μι’ άλλη
 
θέση πια, ζει και διαρκεί. Το στέρνο, αλλιώς,
δεν θα σε τύφλωνε, κι απ’ την καμπή του ισχίου
δεν θα κυλούσε ενός γέλιου ο μορφασμός
ώς το σημείο που ήταν πρώτα του μορίου.
 
Αλλιώς, η πέτρα θα ’στεκε ανάπηρη, μισή
κάτω απ’ τους ώμους που ερειπώθηκαν στην πτώση
και δεν θα σπίθιζε όπως άγρια λεοντή
 
ούτε σαν έκρηξη άστρου από παντού με τόση
λάμψη : γιατί το κάθε τι από δώ σε βλέπει,
η κάθε μια γωνιά. Ζωή ν’ αλλάξεις πρέπει.   

Τα σώματα του Μαρκίδη, σαν έμβρυα στο εσωτερικό της μήτρας, έχουν τα μάτια τους κλειστά. Όμως μας αισθάνονται και μας νιώθουν όπως ο κομματιασμένος αόμματος θεός του ποιητή. Το κάθε τι πάνω τους εμάς εκθέτει, εμάς κρίνει, εμάς παρατηρεί. Τα νώτα τους μας κοιτούν. Η οδυνηρή τους εσωστρέφεια είναι η δική μας. Για μας μιλούν. Και μας καλούν κι αυτά να αναλογιστούμε τη ζωή μας.

 

 

Θα μπορούσα πολλά να προσθέσω ακόμη για τα άλλα έργα του Μαρκίδη. Για τα εξαίσια σχέδιά του, τα άλλοτε πυρετικά και παθιασμένα και άλλοτε γαληνά και κλασσικότροπα, για τις έκπαγλου κάλλους μινιατούρες του, για τις «νεκρές φύσεις» του (αυτός ο άθλιος όρος πρέπει επιτέλους κάποτε να εξοριστεί από τα βιβλία της τέχνης, φύση νεκρή είναι πράγμα οξύμωρο, contadictio in terminis, και ο Μαρκίδης μας δείχνει σαφώς το γιατί), για το χρωματικό του κλαβιέ. Δεν θα το κάνω εδώ. Θέλω μόνο να πω δυο λόγια για το συγγραφικό, ιδίως το ποιητικό του έργο. Δεδομένων των αρετών του, που αμιλλώνται στα ίσια την αξία των εικαστικών του έργων, θα ήταν παράλειψη μεγάλη αν δεν το έκανα.

Ακούστε:

Ανυπεράσπιστο παιδί ή παιδαριογέρων;
ρώτησε ο σοφός το νήπιο.
Όφις καημένε και νερό
νερόφιδο του απάντησε με στόμφο εκείνο

Ακούστε:
 
Ύστερα ήρθαν οι ίσκιοι
φέρνοντας άλλους ίσκιους
εκείνους που ταράζουν το κορμί
κι εκείνους που αλώνουν τα όνειρα
σημαδεμένος είσαι μου είπαν
ο ένας σ’ έκοψε στα δυο
ο άλλος το μυστήριο σου χάρισε
ο τρίτος ο φαρμακερός σε βάφτισε στο πυρ

Ακούστε:

Ξύπνησα με βροχή
κρατούσα λέει στα χέρια μου
ένα μεγάλο αίνιγμα φαιό ακίνητο
ωσάν τον ουρανό που αντίκρισα
ανοίγοντας με κρότο τα παραθυρόφυλλα.

Η ποίηση του Μαρκίδη, με αποκορύφωσή της προσώρας το Έρεβος, είναι καρπός μέγιστης ψυχικής έντασης, φτάνει κάποτε να ασκεί βία στις λέξεις, αλλά ακόμη κι όταν σκοτεινιάζει και γίνεται σιβυλλική δεν χάνει τον στόχο της. Ο τόνος είναι βαθύλαλος και στιβαρός. Ο Μαρκίδης στις κορυφαίες του στιγμές γράφει ελέγους, με το νόημα που έδωσε στην λέξη αυτή κάποτε ο Σίλλερ, γράφει με τη γενναιότητα του ανθρώπου δηλαδή που αποκτά επιτέλους επίγνωση της απόστασης που χωρίζει το όραμα από την πραγματικότητα και συνειδητοποιεί οδυνηρά ότι αυτά τα δυο δεν πρόκειται πια να συμπέσουν. Ακούστε ξανά:

Μα τα φαινόμενα ως είθισται απατούν
μέχρι το ποίημα να τραφεί
ήλιος ανέτειλε χλωμός, δεν συμφωνεί η φύσις.
 
Η βούληση από το συμβάν έτη φωτός απέχει.

Η πατρογονική του γραμμή του Ερέβους είναι η ελεγειογραφία του Ελύτη και του Σεφέρη, του Ρίλκε και του Χαίλντερλιν. Και για να κάνω τον αναμενόμενο ίσως συσχετισμό με τη ζωγραφική του, θα πω, και θα κλείσω μ’ αυτό, ότι στην ποίηση του Μαρκίδη οι συστρεμμένες, συσπειρωμένες φιγούρες του, που μας κρύβουν το πρόσωπό τους, εδώ μιλούν. Ορθότερα: εδώ τραγουδούν. Κατόρθωμα κι αυτό σωστό, κι όχι από τα μικρότερά του.

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
18.6.2021

 

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΑΡΚΙΔΗΣ γεννήθηκε στη Δράμα το 1954. Σπούδασε Ζωγραφική, Νωπογραφία, Ιστορία Τέχνης, Ρυθμολογία και Παιδαγωγική Ψυχολογία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1974-1979). Στη συνέχεια έζησε και εργάστηκε για ένα διάστημα στο Παρίσι. Την περίοδο 1985-1988 ήταν υπότροφος του Ι.Κ.Υ. για την εκπόνηση συγκεκριμένου καλλιτεχνικού έργου στην Ελλάδα. Παρουσίασε ως τώρα τη δουλειά του σε δεκατρείς ατομικές εκθέσεις (Γκαλερί Νέες Μορφές, Αθήνα 1984, 1987, 1990, Γκαλερί Ζαλοκώστα 7, Αθήνα 1987, Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι, Αθήνα 1992, Αίθουσα Τέχνης Αθηνών 1995, 2001, Χώρος Τέχνης 24, Αθήνα 1995, Ζ. Αθανασιάδου Art Gallery, Θεσσαλονίκη 1996, Πολύεδρο, Πάτρα 1997, Γκαλερί Titanium, Αθήνα 1997, Αίθουσα Τέχνης Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002, Thanassis Frissiras Gallery, Αθήνα 2007), ενώ συμμετείχε σε περισσότερες από εβδομήντα ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Φιλοτέχνησε χαλκογραφίες στο Κέντρο Χαρακτικής Αθηνών, λιθογραφίες στο ΠεριΤεχνών και την Artigraf, εξώφυλλα, προμετωπίδες και corpus βιβλίων, CD, εξώφυλλα περιοδικών, θεατρικά προγράμματα, διακριτικά σήματα εταιρειών, ετικέτες οίνων.

Από το 1992, κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Οδός Πανός, «Βιβλιοθήκη» της Ελευθεροτυπίας, Αντί, Ιστός, Χορός, Σύναξη, Βιβλιοαμφιάστηs, Νέο Επίπεδο, Τεχνοπαίγνιον, Highlights, (δε)κατα, Νέο Πλανόδιον. Παράλληλα έχουν κυκλοφορήσει τα ποιητικά του βιβλία Μονόζυγο. Τέσσερα Σχεδιάσματα, Διάττων 1999 (εκτός εμπορίου), Έως, Διάττων 2001 (εκτός εμπορίου), Άτια στο σκοτεινό νερό, Εκδόσεις του Φοίνικα 2003 (εκτός εμπορίου), Αμώεν, Εριφύλη 2004 (εκτός εμπορίου), Κιννάβαρι, Άγρα 2009, Δράκων κατήλθες, Τυπωθήτω-Λάλον Ύδωρ 2013, Έρεβος ή το άλλο φως, Εκδόσεις του Φοίνικα 2020 και τα δοκίμιά του Επτά κείμενα περί Τέχνης, Εκδόσεις του Φοίνικα 2002, Κατάματα, Γαβριηλίδης 2005, 2014.

Έργα του υπάρχουν σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές.