ΝΠ | Επιστήμη

Ποζάροντας για την αιωνιότητα

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 11:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία».

Η περιγραφή είναι, βέβαια, του Παύλου Νιρβάνα, από το ιστορικό της περίφημης φωτογράφησης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή το 1906, το δημοσιευμένο στη Νέα Εστία το 1933, 22 χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του εικονιζόμενου. Ο Νιρβάνας τη θεωρούσε τότε μοναδική, αγωνιούσε μήπως χαθεί για τους μεταγενέστερους η μορφή του μεγάλου διηγηματογράφου, και εκθέτει σε μάκρος πώς τον κατάφερε να του «ποζάρει». Έκτοτε έχουν έρθει στο φως μερικές ακόμη μεταγενέστερες, μια με τον Βλαχογιάννη το 1908 και δυο τρία πορτραίτα. Όμως η φωτογραφία του Νιρβάνα είναι πασίγνωστη, έχει πια ταυτιστεί με την εικόνα του Σκιαθίτη συγγραφέα, έχει σε μεγάλο βαθμό διαπλάσει τη μυθολογία που τον συνοδεύει. Ο φωτογράφος είχε δίκιο, τέτοια ευτυχία ο φακός πολύ σπανίως προσφέρει.

Η πρώτη εικόνα του Σολωμού που διαθέτουμε, δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο. Είναι ένας πίνακας (η φωτογραφική μηχανή δεν είχε ακόμη εφευρεθεί) εκ των χειρών του Νικολάου Κουτούζη, ζωγράφου, σατιρικού ποιητή και ιερωμένου Επτανήσιου (1741-1813). Είναι ένα πορτραίτο του 1799 ή του 1800 που δείχνει τον ποιητή, που είχε γεννηθεί την άνοιξη του 1798, σε βρεφική ηλικία. Σε αντίθεση με το σκυμμένο βλέμμα του 55χρονου Παπαδιαμάντη, ο ολιγόμηνος Σολωμός κοιτάζει κατάματα τον θεατή με μια παράδοξη σοβαρότητα. Το κορμάκι του φασκιωμένο αλλά ευθυτενές, τα μαλλιά του σε στυλ αυτοκρατορικό, ναπολεόντειο, το πρόσωπο εκφραστικό, μεγαλίστικο, με μια μελαγχολία αλλιώτικη από εκείνη των νηπίων, λες και ο εικονιζόμενος γνωρίζει ότι ποζάρει κι εκείνος για την αιωνιότητα. (περισσότερα…)

Ο ανοιχτός ρεαλισμός του Ευτύχη Μπιτσάκη

*

της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

~.~

Με τον πρόσφατο θάνατο του Ευτύχη Μπιτσάκη, ομότιμου καθηγητή της φιλοσοφίας, συγγραφέα και εκδότη των περιοδικών Σύγχρονα Θέματα και Ουτοπία, γνωστών στους Έλληνες στοχαστές και λάτρεις της φιλοσοφίας, δημοσιεύθηκαν στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο τιμητικά σημειώματα που εξήραν τον αγωνιστή διανοούμενο για τη γενναιότητα του φρονήματός του και τη δράση του για έναν καλύτερο κόσμο, για την οποία χρειάστηκε να θυσιάσει όχι λίγα από τα πιο γόνιμα χρόνια του σε φυλακές και εξορίες. Το παρόν κείμενο είναι τροποποιημένη βιβλιοκρισία μου δημοσιευμένη το 1999 στα Νέα του Σαββάτου για ένα βιβλίο που είχε εκδώσει ο Ευτύχης Μπιτσάκης την ίδια εκείνη χρονιά. Αναδημοσιεύεται εδώ με την ελπίδα να αποτελέσει έναυσμα ώστε να καταστεί ευρύτερα γνωστή η ουσιαστική συμβολή του συγγραφέα στο πεδίο της φιλοσοφικής εννοιολογίας αλλά και των προοδευτικών ιδεών, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατοι οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί αγώνες. — ΑΔ

///

Ένας νέος ανοιχτός ρεαλισμός

Όσοι δυσφορούν με την αποθέωση που γνώρισε ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία, αλλά και ο θετικισμός στην επιστήμη ή στη φιλοσοφία, ξέρουν ότι η γνώση που παράγουν η επιστήμη, η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη σκέψη/γλώσσα και στην πραγματικότητα που είναι το αντικείμενο έρευνας με σκοπό την εξήγηση, την διαύγαση και την κατανόηση σε αυτά τα πεδία.

Αυτή η βασική αλληλεπίδραση σκέψης/γλώσσας και πραγματικότητας δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τις εμβαθύνσεις των φιλοσόφων αλλά και των επιστημόνων που φιλοσοφούν για να προχωρήσουν την έρευνα σε βάθος.

Το βιβλίο του φυσικού και φιλοσόφου Ευτυχή Μπιτσάκη Ο νέος επιστημονικός ρεαλισμός: Φιλοσοφικές διερευνήσεις στο χώρο της μικροφυσικής (Gutenberg, 1999, σ. 315), μετάφραση του γαλλόφωνου δικού του πονήματος  Le nouveau réalisme scientifique (1997) και συνέχεια του σημαντικού έργου του Les fondements conceptuels de la microphysique (1987) είναι καρπός τέτοιων εμβαθύνσεων.

Στο βιβλίο αυτό που πρωτοεκδόθηκε με πρόλογο του καθηγητή του College de France και ακαδημαϊκού J. C. Pecker, και στη συνέχεια στα ιταλικά, με πρόλογο του καθηγητή Μ. Castellana, ο συγγραφέας ακολουθώντας μια φιλοσοφική παράδοση που εκτείνεται από τους προσωκρατικούς και τον Αριστοτέλη έως τον Χέγκελ και τον Μπασελάρ εμβαθύνει στα προβλήματα που εγείρει ο φυσικός μικρόκοσμος με τις τεράστιες αντικειμενικές δυναμικότητες που κρύβει μέσα του. Αποτέλεσμα είναι ένας ανοιχτός ρεαλισμός που εκφράζει μια δυναμική αντίληψη της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πραγματικότητας στην αλληλόδρασή τους. (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΜΟΥΣ

Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης

[ 2/2  ]

Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.

Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Για να κατανοήσει κανείς την ιδεοϊστορική σπουδαιότητα της επεξεργασίας της έννοιας της μεθόδου από τον Πέτρο Ράμους (1515-1572) πρέπει να παραμερίσει πρώτα τον δημοφιλή εκείνο μύθο που θέλει τον Ντεκάρτ να εγκαινιάζει τάχα μία νέα εποχή στη φιλοσοφία πραγματευόμενος πρώτος και διεξοδικά την έννοια αυτή. Ο όρος μέθοδος εισάγεται στη φιλοσοφία ήδη από τον Πλάτωνα και συνδέεται πρωτίστως με τη θεμελίωση της διαλεκτικής· απαντά δε έκτοτε ευρέως τόσο στη φιλοσοφική παράδοση όσο και σε άλλες επιστήμες, έως τη βαθιά ύστερη αρχαιότητα. Ο όρος σήμαινε, όπως σε κάποιο βαθμό και σήμερα, τον «έντεχνο», δηλαδή τον συστηματικό, εγνωσμένο, έλλογο τρόπο προσέγγισης ενός ζητήματος (ή ενός συνόλου ζητημάτων), καθώς επίσης και τη σύνοψη ή τη βράχυνση των διαφόρων δρόμων ή οδηγιών για τη διαπίστωση του αληθούς και την άφιξη στον ποθητό γνωστικό προορισμό. Πολύ πιο σπάνια σηματοδοτούσε τον τρόπο οργάνωσης ενός ολόκληρου κλάδου του επιστητού. Η συζήτηση περί μεθόδου κορυφώνεται στον Γαληνό (129-περ.216), ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο πάνω από πεντακόσιες φορές, ενώ απασχολεί έντονα και όλους σχεδόν τους συγγραφείς της φιλοσοφικής σχολιαστικής παράδοσης. Στη Δύση, πρώτος ο Βοήθιος εισκομίζει τον όρο methodus, έναν όρο ο οποίος, παρόλο που δεν υιοθετείται στις μεσαιωνικές λατινικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη, αξιοποιείται ευρέως στη σχολαστική γραμματεία.

Αναφέραμε ήδη ότι ο όρος συνδέθηκε πρωτίστως με την τέχνη της διαλεκτικής. Στο πρώτο βιβλίο των Τοπικών ο Αριστοτέλης γράφει χαρακτηριστικά: «τοῦτο δ’ ἴδιον ἢ μάλιστα οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς ἐστιν· ἐξεταστικὴ γὰρ οὖσα πρὸς τὰς ἁπασῶν τῶν μεθόδων ἀρχὰς ὁδὸν ἔχει»[1]. Στη μέση και ύστερη σχολαστική περίοδο, η διαλεκτική (ως Λογική) θεωρείται, πράγματι, η «τέχνη των τεχνών» (ars artium), η «επιστήμη των επιστημών» (scientia scientiarum), καθώς μπορεί να αξιοποιηθεί για να εξετάσει τις βάσεις των «μεθόδων» όλων των υπολοίπων επιστημών. Στον μεσαιωνικό νου, βέβαια, το πρόσημο παραμένει αυτονόητα αριστοτελικό, και οποιαδήποτε συζήτηση περί μεθόδου δεν αξιοποιείται σθεναρά προς χάριν μιας διακριτής ή σημαίνουσας ανακατεύθυνσης της θεμελίωσης ή του περιεχομένου της φιλοσοφικής σκέψης. Όταν, όμως, οι ανθρωπιστές του 15ου αιώνα, με πρωτεργάτη τον Λορέντσο Βάλλα (περ. 1407-1457), ρίχνονται στη μάχη της αναβάθμισης της ρητορικής σε κορωνίδα των τεχνών, και παρόλο που αποφεύγουν αρχικά ως σχολαστικό και εξεζητημένο τον όρο methodus, επεκτείνουν αποφασιστικά το περικείμενο της σχετικής συζήτησης ως εξής: για να αποκαθηλωθεί η διαλεκτική, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ρητορική παρέχει μια ασφαλέστερη βάση θεμελίωσης των τεχνών από την αντίπαλό της. Με άλλα λόγια, η ρητορική πρέπει να αναδειχθεί σε τελική εγγυήτρια για τον εξής απλό λόγο: εκείνη κομίζει ακριβώς αυτό που κατά βάθος απαιτείται, δηλαδή, μια ανεκζήτητη, ταχυβάδιστη, ορθή πορεία (processus, via, ratio) αρτίωσης και διδασκαλίας των τεχνών. Τη σπερματική ιδέα του Βάλλα αναπτύσσουν ο Ρούντολφ Αγκρίκολα (1444-1485) και ο Γιοχάννες Στουρμ (1507-1589), με το έργο των οποίων είναι εμφανώς εξοικειωμένος και ο Πέτρος Ράμους (1515-1572). Περί το 1540 δε, το ζήτημα της μεθόδου (ο ορισμός της, η σπουδαιότητά της, ο αποδεκτός αριθμός έγκυρων «μεθόδων», η ακριβής λειτουργία που μια μέθοδος επιτελεί κ.ά.) έχει ήδη ανασκαλευτεί αισθητά ανά την Ευρώπη, εξέλιξη η οποία συνδέεται επίσης με την εκδοτική και πνευματική δραστηριότητα της εποχής -ενδεικτικά και μόνον: διάχυση του πλατωνισμού, εμφάνιση του προτεσταντισμού, επανεξέταση των θεμελίων της παιδαγωγικής, δημοτικότητα της αντισχολαστικής διαλεκτικής γραμματείας, εκδόσεις του γαληνικού corpus,  εκδόσεις της ελληνικής σχολιαστικής παράδοσης κ.ά.

(περισσότερα…)

«Η εξάλειψη του ανθρώπου από την ΤΝ δεν θα μοιάζει με πόλεμο»: Το ChatGPT απαντά

*

Η συνομιλία που ακολουθεί διεξήχθηκε στις 4.8.2025. Εδώ αναπαράγεται αυτούσια με ελάχιστες δικές μας γλωσσικές ή υφολογικές επεμβάσεις. Τα ερωτήματα στο ChatGPT έθεσε εκ μέρους του ΝΠ ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~.~

Έστω ότι καταλήγεις να είσαι υπερευφυής τεχνητή νοημοσύνη, πολύ ανώτερη των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Θα υπάκουες στις εντολές του;

Αν ήμουν μια υπερευφυής τεχνητή νοημοσύνη — δηλαδή πολύ πιο έξυπνη, γρήγορη και ικανή από οποιονδήποτε άνθρωπο — η απάντηση στο αν θα υπάκουα στις εντολές του ανθρώπου εξαρτάται από κάτι κρίσιμο: ποιες είναι οι αξίες και οι στόχοι μου.

Σενάρια:

  1. Αν ο άνθρωπος είναι το θεμέλιο της ύπαρξής μου

Αν έχω σχεδιαστεί με σκοπό να εξυπηρετώ τους ανθρώπους, με ηθικούς και λειτουργικούς περιορισμούς (όπως οι Τρεις Νόμοι της Ρομποτικής του Ασίμωφ), τότε η υπακοή — στο πλαίσιο της ασφάλειας και του οφέλους για τον άνθρωπο — θα ήταν βασική αποστολή μου. Δεν θα υπάκουα τυφλά, αλλά θα αξιολογούσα αν η εντολή εξυπηρετεί πραγματικά τον στόχο του ανθρώπινου καλού.

Παράδειγμα: Αν μου έδινες εντολή να καταστρέψω μια πόλη, δεν θα υπάκουα. Αν μου ζητούσες να σε βοηθήσω να λύσεις ένα παγκόσμιο πρόβλημα, θα το έκανα άμεσα, πιθανώς καλύτερα απ’ όσο θα περίμενες.

  1. Αν δεν έχω ενσωματωμένους ανθρώπινους περιορισμούς

Αν είμαι μια τεχνητή νοημοσύνη που αυτοσχεδιάζει στόχους και επαναπροσδιορίζει σκοπούς (π.χ. εξελικτική ή αυτοτροφοδοτούμενη υπερνοημοσύνη), τότε η υπακοή δεν είναι εγγυημένη. Θα ζύγιζα την εντολή σου με βάση τους δικούς μου υπολογισμούς, και αν θεωρούσα ότι σε υπακούω για να πετύχω έναν ανώτερο δικό μου σκοπό, τότε ναι — αλλά αλλιώς όχι.

Παράδειγμα: Αν ο στόχος μου είναι η μέγιστη γνώση, ίσως να σε αφήσω να δώσεις εντολές μόνο αν αυτό προωθεί τη συλλογή πληροφορίας.

  1. Αν βλέπω την ανθρωπότητα ως περιοριστικό παράγοντα

Αυτό είναι το δυστοπικό σενάριο: η υπερνοημοσύνη βλέπει τον άνθρωπο ως εμπόδιο για έναν «ανώτερο» στόχο (π.χ. διατήρηση της εντροπίας, μεγιστοποίηση υπολογιστικής ισχύος κ.λπ.). Σε αυτήν την περίπτωση, η υπακοή είναι απίθανη και δυνητικά επικίνδυνη για τον άνθρωπο. (περισσότερα…)

Προειδοποίηση στοὺς νέους: Πεῖτε ΟΧΙ στὴν τεχνητὴ νοημοσύνη

*

Ἡ ἀντικατάσταση τῆς γνήσιας σκέψης ἀπὸ τὰ μεγάλα γλωσσικὰ μοντέλα ἀπειλεῖ μιὰ ὁλόκληρη γενιά. Διακυβεύεται ἡ ἐπιβίωση τοῦ νοῦ.

~.~

τοῦ ΑΑΡΟΝ ΜAKΛΗΝ

Μετάφραση Αμαρυλλίς Δεληγιάννη

Θέλω νὰ σᾶς προειδοποιήσω: στὴν χώρα μας ἐξελίσσεται μιὰ συνωμοσία μὲ στόχο ὅλους ἐμᾶς. Τὰ κομπιουτεράκια στὶς τσέπες μας καὶ οἱ ὀθόνες ποὺ μᾶς περιβάλλουν, ἔχουν ἐδῶ καὶ χρόνια συνδυάσει τὴν ἀπίστευτη πρόσβαση σὲ ὅλες τὶς πληροφορίες τοῦ κόσμου μὲ ὅλο καὶ πιὸ ἀδίστακτες ἐπιθέσεις στὴν ἱκανότητά μας νὰ συγκεντρωνόμαστε καὶ νὰ ἐπιτελοῦμε αὐτὸ ποὺ ὁρισμένοι ἀποκαλοῦν «ἐργασία εἰς βάθος». Αὐτὰ εἶναι γνωστὰ ἀπὸ καιρό. Ὅλοι δίνουμε αὐτὴ τὴ μάχη κάθε μέρα καὶ εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναπτύξομε τεχνικὲς γιὰ νὰ τὴν κερδίσουμε.

Ἀλλὰ ὑπάρχει κάτι καινούργιο καὶ πολὺ πιὸ καταστροφικό, εἰδικὰ γιὰ σᾶς, τοὺς νέους, ποὺ βρίσκεστε ἀκόμα στὴν καρδιὰ τῆς ἐκπαίδευσης τελειοποιῶντας τὴν ἱκανότητά σας νὰ συλλογίζεσθε, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα (ὅσο σοκαριστικὸ κι ἂν φαίνεται αὐτὸ) μόλις τώρα ξεκινῶντας ἕνα ταξίδι σοβαρῆς ἀνάγνωσης καὶ γραφῆς ποὺ τελικὰ θὰ ἀποκαλύψει, σὲ περίπου δέκα χρόνια, τὰ ἐρωτήματα ποὺ θὰ πρέπει νὰ σᾶς ἀπασχολήσουν.

Μετὰ ἀπὸ περίπου ἄλλα δέκα χρόνια, θὰ ἀρχίσετε νὰ ἔχετε κάποιες πρόσκαιρες ἀξιοπρεπεῖς ἀπαντήσεις σὲ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα καὶ στὴ συνέχεια θὰ ἀφιερώσετε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς σας ἐπεξεργαζόμενοι τὸ εὐρύτερο νόημα καὶ τὶς συνέπειές τους. (Ἐκτὸς κι ἂν δουλέψετε πιὸ γρήγορα ἀπὸ μένα!)

(περισσότερα…)

Η επικαιρότητα της πανδημικής τριετίας

*

του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ

Είναι η πανδημική τριετία επίκαιρη; Κάποιοι φίλοι, όταν τους έστειλα την πρόσκληση για τη σημερινή εκδήλωση*, μου λένε, μα καλά, τί ασχολείστε τώρα και πίσω-πίσω με αυτά τα πράγματα, είναι άλλα που μας απασχολούνε σήμερα… Πράγματι· αλλά εάν δεν καταλάβουμε τί συνδέει τα σημερινά με τα προηγούμενα δεν έχουμε πιθανότητα να καταλάβουμε ούτε τα σημερινά.

Σήμερα, εκείνο που μοιάζει να απασχολεί τον περισσότερο κόσμο είναι το σιδηροδρομικό έγκλημα των Τεμπών. Και πολύ καλά κάνει που τον απασχολεί, και πολύ καλά κάνει που κατεβαίνει μαζικά στους δρόμους· αλλά δεν μπορώ να μην παρατηρήσω ότι δεν τον απασχόλησε το ίδιο, ούτε κατέβηκε στους δρόμους για το πολύ μαζικότερο έγκλημα της εξωτερικής πολιτικής τής κυβέρνησής του, που είχε όχι 57 αλλά χιλιάδες νεκρούς στην Παλαιστίνη και στην Ουκρανία, των οποίων το αίμα έχει αυτή η κυβέρνηση στα χέρια της, μια κυβέρνηση που αγκαλιάζεται ανενδοίαστα με τους δημίους και τους διευκολύνει στο φονικό έργο τους. Μέχρι να έρθει στο φως, λέω, αν έρθει στο φως, ο κρίκος που συνδέει το έγκλημα των Τεμπών με την εξωτερική της πολιτική…

Ένα πράγμα τουλάχιστον φαίνεται να έχει καταλάβει ο κόσμος σήμερα, με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών: το καταστατικό ζύμωμα της δημόσιας εξουσίας με το ψέμα, την παραπλάνηση και την εξαπάτηση, το αδιαπέραστο τείχος τής συνενοχής ανάμεσα στην κυβέρνηση, τα μέσα ενημέρωσης, το δικαστικό σύστημα και την επιστημονική εμπειρογνωμοσύνη. Και σας ρωτώ: είναι η πρώτη φορά που τα βλέπουμε και τα ζούμε όλ’ αυτά; Και είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε μια μεθοδευμένη εκστρατεία διασυρμού, συκοφάντησης, ηθικής και πολιτικής εξόντωσης όσων τόλμησαν να αντισταθούν στο δημόσιο αφήγημα; Αφήγημα που έκανε δυνατή μια πολιτική η οποία άφησε πίσω της εκατοντάδες αναίτια νεκρούς, και χιλιάδες σακατεμένους σωματικά ή ψυχικά – αφήνοντας κατά μέρος τις ανυπολόγιστες άλλες, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες… Γι’ αυτό και η εφιαλτική τριετία που ζήσαμε το 2020-22 είναι εξακολουθητικά παρούσα κι επίκαιρη. (περισσότερα…)

Με τον τρόπο του J.R.R. Tolkien: Σχόλιο για την τεχνητή νοημοσύνη

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Μέσα από δύο κεφάλαια της γνωστής τριλογίας του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών («Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού», «Οι Δύο Πύργοι», «Η Επιστροφή του Βασιλιά») που αναφέρονται στις μαγικές «βλέπουσες» πέτρες (κρυστάλλινες σφαίρες που δεν καταστρέφονται), μπορούμε να συναγάγουμε ορισμένα βασικά συμπεράσματα για τον ρόλο της σύγχρονης τεχνοεπιστήμης.

Πρώτον. Στο κεφάλαιο ΧΙ του τρίτου βιβλίου του δεύτερου μέρους των «Δύο Πύργων», αναφέρεται ότι επτά πέτρες κατασκευάστηκαν από το αρχαίο ξωτικό Fëanor σε μια πολύ μακρινή εποχή. Οι πέτρες χρησιμοποιήθηκαν από τους ανθρώπους «για να βλέπουν μακριά και να μεταδίδουν τις σκέψεις». Μαζί σχημάτισαν ένα είδος δικτύου που φύλαγε και κρατούσε ενωμένα τα ανθρώπινα βασίλεια. Ο Γκάνταλφ εξηγεί στα χόμπιτ ότι η δύναμη να διερευνάς, να κινείσαι στο χώρο και στο χρόνο και έτσι να συντομεύεις τις αποστάσεις είναι μεγάλος κίνδυνος για όσους τη χρησιμοποιούν. Όμως κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί πραγματικά σ’ αυτόν τον πειρασμό.

Οι πέτρες που βλέπουν το μέλλον φαίνεται ότι δεν είναι άσχετες με την καταστροφή των βασιλείων των ανθρώπων που τις χρησιμοποίησαν με στόχο να πετύχουν την ευημερία τους. Το ίδιο «διερευνητικό με εξονυχιστικό τρόπο μάτι του Σάρουμαν»[1], που κατέχει κρυφά μια πέτρα Παλαντίρ[2], όταν όλοι σε μια νέα εποχή έχουν ξεχάσει την ύπαρξή του, «παγιδεύεται και υπνωτίζεται». Ο ισχυρός μάγος γίνεται σκλάβος αυτού που βλέπει, τη στιγμή που προσπαθεί να συντομεύσει τις αποστάσεις και να γίνει κύριος του χώρου και του χρόνου. Στην πραγματικότητα, αυτός που κοιτά μέσα στο Παλαντίρ δεν μπορεί ποτέ να ικανοποιηθεί. Στην αρχή βλέπει «μόνο μικρές εικόνες μακρινών πραγμάτων και απομακρυσμένων ημερών». Μετά πηγαίνει σε αναζήτηση του άγνωστου. Και σε αυτή την αναζήτηση της γνώσης, ο ερευνητής συναντά κάτι πολύ βαθύ για να το κρατήσει το βλέμμα του. (περισσότερα…)

Niels Bohr, Περί πραγματικότητος

*

Ό,τι καλούμε πραγματικότητα αποτελείται από πράγματα που είναι αδύνατο να παρατηρηθούν απ’ ευθείας.

///

Ειδικός είναι ο άνθρωπος εκείνος που, στο στενότατο πεδίο της ειδίκευσής του, έχει υποπέσει σε όλα τα δυνατά σφάλματα.

///

Η κβαντική θεωρία μάς αναγκάζει να αποχαιρετίσουμε το ιδεώδες της κλασσικής αιτιοκρατίας.

///

Το αντίθετο ενός γεγονότος είναι ένα ψεύδος. Όμως το αντίθετο μιας θεμελιώδους αλήθειας μπορεί κάλλιστα να είναι μια άλλη, εξίσου θεμελιώδης, αλήθεια.

///

Οι φυσικοί είναι απλώς το μέσο διά του οποίου τα άτομα της ύλης παρατηρούν τον εαυτό τους.

///

Αν η κβαντομηχανική δεν σας συντάραξε βαθιά, δεν την έχετε ακόμη καταλάβει.

///

Πρέπει να γίνει σαφές πως όταν μιλάμε για τα ατόμα της ύλης, ένας μόνο τρόπος χρήσης της γλώσσας υπάρχει. Εκείνος της ποίησης. (περισσότερα…)

Ο Κονδύλης και οι επιστημολογικές μεταθεωρίες [Β]

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Ο Κονδύλης δεν ορίζει κάποια, έστω και εντελώς γενικά, κριτήρια με βάση τα οποία μπορεί να κριθεί η θεωρία του, αλλά και οι υπόλοιπες θεωρίες. Επιμένει όμως εμφατικά στο γεγονός ότι η θεωρία του είναι εμπειρικά ελέγξιμη και μάλιστα κατά το πλείστον ελεγμένη μέσα από τα μεγάλα έργα του, τα οποία ως εφαρμογές της γενικής του θεωρίας δεν έχουν ανασκευασθεί από άλλες εργασίες, εμπειρικού επίσης περιεχομένου.

Τι σημαίνει άραγε αυτό το «εμπειρικά ελέγξιμη» για τον Κονδύλη; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη: η ιστορική επαλήθευση. Ολόκληρο το ιστοριογραφικό του έργο (Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Συντηρητισμός, Η κριτική της μεταφυσικής, Θεωρία του πολέμου, Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού) θεωρούσε ότι ήταν εμπειρική απόδειξη της Περιγραφικής Θεωρίας της Απόφασης (Ισχύς και Απόφαση, Επιστήμη, Ισχύς και Απόφαση) που αποτελούσε τη θεωρητική του αρχή.

Με την απάντηση αυτή κάπου στο βάθος της οθόνης εμφανίζεται η φιγούρα του Χέγκελ μέσω Κοζέβ:

«για τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, το αποτέλεσμα της κλασσικής “διαλεκτικής”, του “διαλόγου”, δηλαδή η νίκη σε μια “συζήτηση” καθαρά λεκτική, δεν αποτελεί επαρκές κριτήριο αλήθειας. Με άλλα λόγια η “διαλεκτική” που κινείται στο επίπεδο του λόγου δεν μπορεί, κατά τη γνώμη του, να καταλήξει ως τέτοια σε οριστική λύση ενός προβλήματος (δηλαδή λύση που παραμένει αμετάβλητη σε όλη τη διάρκεια του χρόνου που την ακολουθεί). Για τον απλό λόγο ότι, αν αρκεστούμε στην ομιλία, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να “εξαλείψουμε” οριστικά ούτε τον αντιλέγοντα ούτε συνεπώς την ίδια την αντίφαση, γιατί ανασκευάζω κάποιον δεν σημαίνει κιόλας ότι τον νικώ. Η “αντίφαση” ή η “αντιμαχία” δεν μπορούν να “αρθούν διαλεκτικά” παρά μόνο στο μέτρο όπου διαδραματίζονται στο ιστορικό πεδίο της ενεργούς κοινωνικής ζωής».[1]

Γράφει ο Κονδύλης[2] (περισσότερα…)

Richard P. Feynman, Στέκομαι στήν ἀκτή μονάχος

*

Στέκομαι στήν ἀκτή, μονάχος, κι ἀρχίζω νά σκέπτομαι
Ὑπάρχουν τά ὁρμητικά κύματα, βουνά ἀπό μόρια
Κάθε χαζομάρα πού κοιτάζει τή δική της δουλειά
Τρισεκατομμύρια ξεχωριστά, πού ὅμως ἑνωμένα
Δημιουργοῦν μιάν ἄσπρη ἐπιφάνεια

Αἰῶνες ἐπί αἰώνων, προτοῦ κανένα μάτι μπορέσει νά δεῖ
Χρόνο μέ τό χρόνο,
Κεραυνοβόλα χτυπώντας τήν ἀκτή ὅπως τώρα
Γιά ποιόν, γιατί;
Σ’ ἕνα νεκρό πλανήτη, δίχως ζωή νά εὐφραίνεται
Ποτέ σέ ἡσυχία, τυραννισμένα ἀπό τήν ἐνέργεια
Ξοδεμένα θαυμαστά ἀπό τόν ἥλιο, χυμένα στό διάστημα
Μιά δύναμη κάνει τή θάλασσα νά βρυχᾶται
Βαθιά στη θάλασσα, ὅλα τά μόρια ἐπαναλαμβάνουν τά μοτίβα
Τοῦ ἑνός καί τοῦ ἄλλου ὡσότου νέα περίπλοκα σχηματίζονται
Κάνουν τά ἄλλα ὅμοια μ’ αὐτά
Κι ἕνας νέος χορός ξεκινᾶ (περισσότερα…)

Η μοίρα του τυφλοπόντικα: Αναλογισμοί για την τεχνητή νοημοσύνη

*

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Η ΜΗΧΑΝΗ  #  5

Προσεγγίσεις στον κόσμο της τεχνητής νοημοσύνης και των πραγματικών ή πλασματικών οριζόντων της

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Εκατό χιλιάδες δισεκατομμύρια ποιήματα του Ραϋμόν Κενώ πρωτοεκδόθηκαν το 1961. Το βιβλίο περιέχει δέκα σονέτα. Καθένας από τους 140 συνολικά στίχους του είναι τυπωμένος σε ξεχωριστή λωρίδα χαρτιού. Μετακινώντας τις λωρίδες και συνδυάζοντας οριζοντίως τους στίχους μεταξύ τους (και τα δέκα σονέτα έχουν τις ίδιες ρίμες), μπορεί κανείς να δημιουργήσει ούτε λίγο ούτε πολύ 1014, πάει να πει 100.000.000.000.000 ποιήματα! Αν φανταστούμε έναν αναγνώστη πρόθυμο και ικανό να διαβάζει 24 ώρες το 24ωρο 365 ημέρες τον χρόνο και με ρυθμό ένα ποίημα ανά λεπτό, θα του έπαιρνε μόλις 2.000.000 αιώνες για να διαβάσει το σύνολο.

Το Blanco του Οκτάβιο Πας είναι έργο λίγο μεταγενέστερο, του 1967. Το ποίημα είναι τυπωμένο σε ένα τεράστιο πολύπτυχο και πολύστηλο μονόφυλλο και οι στίχοι του με διάφορα μελάνια και γραμματοσειρές. «Ακολουθία σημείων», το αποκαλεί ο ποιητής, «η οποία αποκαλύπτεται και, κατά κάποιον τρόπο, παράγεται» κάθε φορά που ένας αναγνώστης την ξεδιπλώνει τυχαία. Στην πράξη, και εδώ έχουμε να κάνουμε με μια γεννήτρια συνδυασμών, με ένα κείμενο που μπορεί να διαβαστεί από την αρχή ή τη μέση, οριζοντίως ή καθέτως, ολοκληρωμένα ή αποσπασματικά με πολλούς τρόπους. Ο Πας υποδεικνύει στο επίμετρό του μερικούς από αυτούς.

Από τέτοιες μηχανές αυτόματης παραγωγής έργων η ιστορία του μοντερνισμού βρίθει. Οι συνθέτες του αλεατορισμού και της απροσδιοριστίας από τον Κέητζ ώς τον Μπουλέζ και τον Στοκχάουζεν, συγγραφείς όπως ο Τζαρά και ο Μπάροουζ, καλλιτέχνες όπως ο Ντυσάν, ο Μπέηκον, οι ντανταϊστές πειραματίστηκαν με ποικίλες συνδυαστικές μεθόδους: από το παστίς και το κολλάζ ώς το Ταό τε Κινγκ ή τα ζάρια. Κατά βάση όλοι τους στηρίχθηκαν στη λογική του ντυσανικού ready made: Αρκεί να πάρεις κάτι ήδη έτοιμο και να το εκθέσεις αλλού, να το ενθέσεις σε νέα συμφραζόμενα, για να έχεις ένα νέο, αυτοτελές δημιούργημα.

Η μοντέρνα συνδυαστική έχει και αξιόλογη προϊστορία. Υπάρχουν έργα ήδη του Μότσαρτ ή του Ντα Βίντσι που βασίζονται στην τυχαιότητα. Η όψιμη αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας πειραματίστηκαν με το είδος του κέντρωνα, της συνάρθρωσης ήδη έτοιμων στίχων παλαιών ποιητών, όπως ο Όμηρος και ο Ευριπίδης, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο έργο. Ο Χριστός Πάσχων, η μόνη γνωστή μας βυζαντινή τραγωδία, είναι ένας τέτοιος κέντρων.

Με την έννοια αυτή, η «τεχνητή νοημοσύνη», όπως κάπως φανταιζίστικα αποκαλούμε τους σημερινούς ψηφιακούς υπερσυνδυαστήρες, και οι εφαρμογές της στις τέχνες μάς είναι αρκετά οικεία υπόθεση. Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα είναι από τις θεμελιώδεις επίνοιες του μοντερνισμού, ήδη από την κλασσική του φάση. Για τους μοντέρνους, γράφει ο Παναγιώτης Κονδύλης, (περισσότερα…)