ΝΠ | Διάλογοι

Γιάννης Πατίλης: Τὸ εἴδωλο τοῦ θραύσματος

*

τοῦ ΣΥΜΕΩΝ ΓΡ. ΣΤΑΜΠΟΥΛΟΥ

~.~

Ἡ ποίηση εἶναι λύσις συνεχείας τοῦ πνεύματος
(περίπου ἔτσι ὁ Νίκος Καροῦζος)

Μαντόρλα – ἀμύγδαλο – Mandel – Mandelstamm

Στὸ ἀμύγδαλο –τί στέκεται στὸ ἀμύγδαλο;
Τὸ Τίποτα.
Τὸ Τίποτα στέκεται στὸ ἀμύγδαλο.
Στέκεται καὶ στέκεται

Ἀπόσπασμα ποιήματος τοῦ Πάουλ Τσέλαν ἀπὸ τὴ συλλογὴ Die Niemandsrose (Τοῦ Κανενὸς τὸ ρόδο, 1963), γραμμένου στὶς 23.5.61.

Πενήντα τρία ποιήματα, αὐστηρὰ χρονολογημένα: 3 Μαρτίου 1959-Μάρτιος 1963. Κλειδί τους τὸ ἀμύγδαλο (Mandel, Mandorla), ἡ ἀμυγδαλιά. Αὐτὸ βρίσκεται καὶ στὸ ὄνομα τοῦ πιὸ ἀκριβοῦ φίλου τοῦ Τσέλαν, τοῦ σπουδαίου ποιητῆ Ὀσὶπ Μαντελστάμ: κορμὸς τοῦ ἀμύγδαλου, ἀμυγδαλιά. Ἀλλὰ δὲν θὰ φτάσουμε ὣς ἐκεῖ, τὸ κεφάλαιο εἶναι τεράστιο. Τὸ μοτίβο ὑπάρχει καὶ στὴ συλλογὴ τοῦ 1952 Mohn und Gedächtnis (Ἀφιόνι καὶ μνήμη), στὸ ποίημα «Μέτρα τ᾽ ἀμύγδαλα»:

Μέτρα τ ἀμύγδαλα,
μέτρα αὐτὸ ποὺ ἦταν πικρὸ καὶ σὲ κράτησε ξύπνιο,
μέτρα κι ἐμένα σ᾽ αὐτά […] 

Βρισκόμαστε στὰ πρῶτα μεταπολεμικὰ χρόνια. Στὴν ἀρχὴ τοῦ τραύματος ποὺ δὲν θὰ κλείσει ποτέ. Γιὰ τὸν Τσέλαν τὰ «ἀδειανὰ μάτια», τὸ κενὸ ποὺ χάσκει ἀπέναντι στὸ Τίποτα, ἔχουν τὸ σχῆμα τοῦ ἀμύγδαλου∙ τὰ πετρωμένα, ἀμυγδαλωτὰ μάτια, μὲ τὸ ἀμυγδαλωτό τους δάκρυ, σὰν τὸν σκληρὸ φλοιὸ τοῦ ἀμύγδαλου, τοῦ ἀδειανοῦ, χωρὶς καρπό, ἀμύγδαλου. Τώρα γνωρίζουμε ὅτι λίγα χρόνια μετὰ (1970) ὁ ποιητής ἔδωσε τέλος στὴ ζωή του ἔχοντας ἀντικρύσει στὸ κάτοπτρο τοῦ ἀμύγδαλου καὶ τὸ δικό του κενό. Ὅμως αὐτὸ τὸ κενὸ ἔκρυβε περισσότερα ἀπὸ ὀκτακόσια ποιήματα-λαμπηδόνες ἀνθηρῆς ἀμυγδαλιᾶς. (περισσότερα…)

Η ζωή αποβάλλει ό,τι δεν είναι ζωή – Για τον Τσάρλι Κερκ

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

~.~

Φαίνεται πως τη στιγμή που ο σκοπευτής πάτησε τη σκανδάλη, συνέβησαν ακαριαία δύο πράγματα: ο φιλελεύθερος συντηρητικός ντιμπέιτερ Τσάρλι Κερκ  άρθρωσε τις τελευταίες του λέξεις, οι οποίες για άλλη μια φορά, κατά ειρωνική σύμπτωση, σχημάτιζαν ερώτηση (οι ερωτήσεις, εχθροί των δογμάτων, καλούν σε συζήτηση) και, δεύτερον, ο ιδεολογικός αντίποδας του φιλελεύθερου συντηρητισμού, ο αυτοαποκαλούμενος «προοδευτικός» κόσμος, καταξέσκισε, με έξαλλη χαρά και εκρηκτική ανακούφιση, όποια υπολείμματα προοδευτισμού (και αξιοπρέπειας) του είχαν απομείνει μετά την εμβάπτισή του στην αποδομιστική woke παράκρουση των τελευταίων πολλών ετών. Επειδή, αλήθεια, από την υιοθέτηση της άποψης ότι η γλώσσα δεν είναι παρά ένα μέσο διαιώνισης εξουσιαστικών δομών μέχρι την απόρριψη του διαλόγου ως διαύλου επικοινωνίας είναι μισό τσιγάρο δρόμος, και με το άλλο μισό έχεις φτάσει στο μίσος – στην έξαλλη ή μετά βίας κεκαλυμμένη χαρά για τη δολοφονία κάποιου που έχει αντίθετες απόψεις και σε καλεί σε διάλογο.

Εδώ εδράζεται και το επιχείρημά τους ότι ο Κερκ «διέδιδε το μίσος», «έχει βλάψει την κοινότητα των LGBTQ+», «ήταν ρατσιστής» και άλλα παρόμοια, συνεπώς ήταν «φασίστας», «ακροδεξιός» και μάλλον «πήρε αυτό που του άξιζε».

Η γλώσσα είναι φυσικό να καθρεφτίζει την εποχή και τις κοινωνίες στις οποίες μιλιέται. Και αλλάζει μέσα στα χρόνια, όπως αλλάζουν και οι εποχές και οι κοινωνίες. Όταν οι άνθρωποι παύουν να τη χρησιμοποιούν ως αυτό που είναι, ως το κατεξοχήν μέσο επικοινωνίας, παύουν να είναι άνθρωποι και γίνονται κτήνη – αφενός γιατί παραιτούνται από το βασικότερο ανθρώπινο χαρακτηριστικό τους, τον ορθό λόγο, και αφετέρου γιατί, σε συναισθηματικό επίπεδο, χάνουν αυτό που καταλαβαίνουμε με τη λέξη «ανθρωπιά».

Είναι αλλόκοτο να παρακολουθείς ντιμπέιτ του Τσάρλι Κερκ με νέους ανθρώπους που εμφανίζονται μπροστά του και ουρλιάζουν στο μικρόφωνο «Μου κάνεις κακό!», κι όταν τους ρωτάει γιατί, του απαντούν «Επειδή είσαι κατά των εκτρώσεων!», «Επειδή είσαι κατά της φυλομετάβασης!» κτλ. κτλ. Πώς μπορεί κάποιος να κάνει κακό σε κάποιον άλλον μόνο και μόνο με τις απόψεις του για διάφορα θέματα που απασχολούν την εποχή του; (περισσότερα…)

«Η εξάλειψη του ανθρώπου από την ΤΝ δεν θα μοιάζει με πόλεμο»: Το ChatGPT απαντά

*

Η συνομιλία που ακολουθεί διεξήχθηκε στις 4.8.2025. Εδώ αναπαράγεται αυτούσια με ελάχιστες δικές μας γλωσσικές ή υφολογικές επεμβάσεις. Τα ερωτήματα στο ChatGPT έθεσε εκ μέρους του ΝΠ ο Κώστας Κουτσουρέλης.

~.~

Έστω ότι καταλήγεις να είσαι υπερευφυής τεχνητή νοημοσύνη, πολύ ανώτερη των δυνατοτήτων του ανθρώπου. Θα υπάκουες στις εντολές του;

Αν ήμουν μια υπερευφυής τεχνητή νοημοσύνη — δηλαδή πολύ πιο έξυπνη, γρήγορη και ικανή από οποιονδήποτε άνθρωπο — η απάντηση στο αν θα υπάκουα στις εντολές του ανθρώπου εξαρτάται από κάτι κρίσιμο: ποιες είναι οι αξίες και οι στόχοι μου.

Σενάρια:

  1. Αν ο άνθρωπος είναι το θεμέλιο της ύπαρξής μου

Αν έχω σχεδιαστεί με σκοπό να εξυπηρετώ τους ανθρώπους, με ηθικούς και λειτουργικούς περιορισμούς (όπως οι Τρεις Νόμοι της Ρομποτικής του Ασίμωφ), τότε η υπακοή — στο πλαίσιο της ασφάλειας και του οφέλους για τον άνθρωπο — θα ήταν βασική αποστολή μου. Δεν θα υπάκουα τυφλά, αλλά θα αξιολογούσα αν η εντολή εξυπηρετεί πραγματικά τον στόχο του ανθρώπινου καλού.

Παράδειγμα: Αν μου έδινες εντολή να καταστρέψω μια πόλη, δεν θα υπάκουα. Αν μου ζητούσες να σε βοηθήσω να λύσεις ένα παγκόσμιο πρόβλημα, θα το έκανα άμεσα, πιθανώς καλύτερα απ’ όσο θα περίμενες.

  1. Αν δεν έχω ενσωματωμένους ανθρώπινους περιορισμούς

Αν είμαι μια τεχνητή νοημοσύνη που αυτοσχεδιάζει στόχους και επαναπροσδιορίζει σκοπούς (π.χ. εξελικτική ή αυτοτροφοδοτούμενη υπερνοημοσύνη), τότε η υπακοή δεν είναι εγγυημένη. Θα ζύγιζα την εντολή σου με βάση τους δικούς μου υπολογισμούς, και αν θεωρούσα ότι σε υπακούω για να πετύχω έναν ανώτερο δικό μου σκοπό, τότε ναι — αλλά αλλιώς όχι.

Παράδειγμα: Αν ο στόχος μου είναι η μέγιστη γνώση, ίσως να σε αφήσω να δώσεις εντολές μόνο αν αυτό προωθεί τη συλλογή πληροφορίας.

  1. Αν βλέπω την ανθρωπότητα ως περιοριστικό παράγοντα

Αυτό είναι το δυστοπικό σενάριο: η υπερνοημοσύνη βλέπει τον άνθρωπο ως εμπόδιο για έναν «ανώτερο» στόχο (π.χ. διατήρηση της εντροπίας, μεγιστοποίηση υπολογιστικής ισχύος κ.λπ.). Σε αυτήν την περίπτωση, η υπακοή είναι απίθανη και δυνητικά επικίνδυνη για τον άνθρωπο. (περισσότερα…)

Γεώργιος Άβλιχος, Κοπέλα στο παράθυρο

*

Θα το ζωγράφιζα κι αυτό άν μπορούσα:
το μακρινό σημείο που σε κρατά
στην απουσία-του επίμονα παρούσα.

Νά ’ναι απο κεί που φύσηξε το αγέρι
κι ανέβασε στον ώμο αριστερά
την κόκκινη κορδέλα; Εκείνο ξέρει

τί θα σου αφήσει, τί θα πρωτοαρπάξει.
Μα εγώ πασχίζω κόντρα στον καιρό
τρίχα απο των μαλλιών-σου το μετάξι

να μή χαθεί… Και παίρνω στο κυνήγι
με το πινέλο-μου ενα σκόρπιο ρο-
δοπέταλο που πάει να μου ξεφύγει.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

* (περισσότερα…)

Μια παγιωμένη δυστοπία: Για την κριτική στην Ελλάδα

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στα «απόνερα» ενός ακόμα παροδικού παροξυσμού ως προς τα χαρακτηριστικά της κριτικής βιβλίων στην Ελλάδα, ανακυκλώθηκαν κοινότοπες πλέον διαπιστώσεις που ορίζουν και περιγράφουν μια παγιωμένη δυστοπία: παρακμιακοί μικρόκοσμοι στους οποίους συναθροίζονται ποιητές/τριες, λογοτέχνες και «κριτικοί» στο πλαίσιο ενός άμετρου δούναι και λαβείν, εγκωμιαστικοί σχολιασμοί για κάτω του μετρίου κείμενα, συνεχείς εκδουλεύσεις και ανταλλαγές ανάμεσα στις διαφορετικές συντεχνίες, υπερπαραγωγή κειμένων και διογκωμένες φιλοδοξίες αναγνώρισης σε ό,τι εκλαμβάνεται ως λογοτεχνικό/κριτικό πεδίο, «θρήνος και οδυρμός» για την ευτέλεια όσων παρατηρούνται, λογοτεχνικά βραβεία, συνεχόμενες εκδηλώσεις με απαγγελίες ποίησης, βιβλιοπαρουσιάσεις του συρμού όπου ανταλλάσσονται κολακευτικοί λόγοι, άχρωμες εταιρείες και συναθροίσεις παντός τύπου, «λογοτεχνικά περιοδικά» με σχεδόν την ίδια συντακτική ομάδα και πληθώρα αδιάφορων κειμένων από αυτούς/ες, μονογραφίες πρόχειρες και κακόγουστες.

Ο παραπάνω κατάλογος θα μπορούσε να γίνει περισσότερο λεπτομερής και να συνεχιστεί για πολλές σελίδες με την παράθεση μάλιστα ονομάτων, λίγο-πολύ γνωστών, και τη διαπίστωση ότι η κατάσταση αυτή παγιώνεται με όλο και πιο ισχυρούς τρόπους, δημιουργώντας τελικά ένα «γαϊτανάκι» υποκρισίας με διαφορετικές ιεραρχικές διαστρωματώσεις και ευτράπελα παιχνίδια εξουσίας από όσους έχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο κύρος στις κριτικές αυθεντίες του χώρου. Δεν είναι επίσης λίγες οι φορές που στους κύκλους της τέχνης το ζητούμενο δεν έγκειται μόνο στην πώληση των βιβλίων και την ταυτοτική εγκαθίδρυση της ποιητικής ή κριτικής περσόνας αλλά και στην επιδίωξη μιας θέσης στον ακαδημαϊκό χώρο.

Κατά τις διαρκείς απόπειρες να απαντηθούν σε κάθε ιστορική φάση αοριστολογικά ερωτήματα ως προς το τι είναι τέχνη, λογοτεχνία, ποίηση και κριτική, τις περισσότερες φορές διεισδύει μια ποιμαντολογική αίσθηση, όπου ο καθένας προσπαθεί να τεκμηριώσει πληθώρα ιδιοτήτων: την εγγραμματοσύνη, την κριτική σύνθεση, τις γνώσεις, την εμπειρία, την εξειδίκευση στα κριτικά αιτούμενα. Στις ανταγωνιστικές και αναμενόμενες συγκρούσεις θεωρίας και πράξης εγείρονται λοιπόν ζητήματα πολιτικά και αισθητικά τα οποία συνδυάζονται με τη φουκωική έννοια την κυβερνησιμότητας. Και πιθανότατα σε μια συνθήκη με τα χαρακτηριστικά που κατονομάστηκαν σύντομα προηγουμένως ένα από τα ζητούμενα στα οποία πρέπει να επιμείνουμε και να διερευνήσουμε είναι πού τοποθετείται ο καθένας αναγνωστικά και προσωπικά απέναντί τους αλλά και τι ακριβώς μπορεί να γίνει σε ένα τοπίο με τέτοια χαρακτηριστικά. (περισσότερα…)

Εσχάτη Κρίση

*

Στον Θανάση Γαλανάκη

Αχ κριτικέ, που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις
Κι αντί να μου νομοθετείς έγινες παραβάτης
Που ήξερες τον Μπένγιαμιν, τον Βέμπερ από στήθους
Και ήσουνα υπόδειγμα αισθητικής και ήθους
Που έβρισκες τους άγνωστους και υποτιμημένους
Και έπλεκες εγκώμια και μοίραζες επαίνους
Που μια ζωή ολάκερη δεν είπες ένα ψόγο
Κι έρχεται κάθε μπαγλαμάς να σου ζητά τον λόγο;
Πού βούταγες στην ποίηση ίσαμε το μεδούλι
Πώς γίναν ίσα κι όμοια αφεντικά και δούλοι;
Εσύ που ’σουν ανάχωμα στη ποίηση που φθίνει
Και τώρα ψάχνεις μάταια να ρίξεις την ευθύνη
Αχ κριτικέ, ποιος θα βρεθεί για σένα να δακρύσει
Και ποιος την δόλια κριτική θα βγάλει απ’ την κρίση;
Και τώρα δίχως κριτικούς, ποιον θα ’χουμε Μεσσία
Να μας κουνά το δάχτυλο με τόση παρρησία
Για μας τους ματαιόδοξους, ποιος θα ’ρθει να μιλήσει;
Η κριτική της κριτικής ήταν κι αυτή μια λύση.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

*

*

*

H κριτική της κριτικής της κριτικής της κριτικής

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Κλειδωμένο μαγαζί:
εἴσοδος μόνο γιὰ μέλη,
κι’ ἂν τεντώσω τὸ σχοινὶ
τότε πάνω μου εἶχα βέλη.
ΜΑΝΙ

Ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἀνακυκλώνεται στὰ ἠλεκτρονικὰ καὶ ἔντυπα περιοδικὰ ἡ γνωστὴ ἱστορία τῆς κριτικῆς, τοῦ ποιός μπορεῖ ἢ δύναται νὰ τὴν ἀσκεῖ, γιατί τὴν ἀσκεῖ πολὺ ἢ λίγο, τί ἐπιδιώκει γράφοντάς την, κι’ ἄλλα παρόμοια ποὺ κρατᾶν σὲ φόρμα τοὺς ντόπιους ἑτοιμόπολεμους γραφιάδες. Μάλιστα, οἱ συζητήσεις αὐτὲς ἔρχονται στὴν ἐπιφάνεια κυρίως σὲ νεκρὲς περιόδους, λ.χ. λίγο μετὰ τὴ χριστουγεννιάτικη παύση ἢ κατὰ τὸ καλοκαίρι – πιθανότατα ἐπειδὴ ἡ ἀπουσία δράσης ἐνοχλεῖ τοὺς πάντοτε διψασμένους γιὰ κατάθεση ἀπόψεων καὶ νύξεων κριτικούς. Κάποιος κακόβουλος θὰ ἔλεγε ὅτι ἡ χρονία αὐτὴ συμπίπτει καὶ μὲ τὸν προκυφθέντα ἐλεύθερο χρόνο τῶν γραφόντων, οἱ ὁποῖοι –ἐλλείψει αὐτῶν τῶν ἴδιων περιστάσεων ποὺ στηλιτεύουν– αὐξάνουν τοὺς βαθμοὺς πρεσβυωπίας τους καὶ βλέπουν καλύτερα τὴν καμπούρα τοῦ ἄλλου. Παίρνω ἀποστάσεις ἀπὸ τὶς κακόβουλες Κασσάνδρες, ἂν καὶ ὁ μύθος τὶς δικαιώνει. Ὁπωσδήποτε, αὐτὸ θὰ ἦταν μιὰ σκέψη ἐκ τοῦ πονηροῦ, λίαν κακόβουλη καὶ διαβλητική. Μακριὰ ἀπὸ μένα αὐτά.

Στὸ κέντρο τῆς συζήτησης, λοιπόν, τίθεται μέσες-ἄκρες τὸ ἐρώτημα «ποιός ἀσκεῖ τὴν κριτική», τὸ ὁποῖο καλλωπίζεται μὲ τὴ μορφὴ τοῦ «πῶς ὀφείλει κανεὶς νὰ ἀσκεῖ τὴν κριτική», ἄσχετα ἂν τελικὰ τίποτα ἀπ’ τὰ δύο δὲν ἰσχύει  – ἀλλ’ αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε παρακάτω. Προσωπικά, ἂν καὶ δὲν βρῆκα διαθέσιμο εἰσιτήριο γιὰ τὴ συζήτηση, σκέφτηκα νὰ γράψω δυὸ-τρεῖς σκέψεις, ἀφοῦ ὅμως πρῶτα διευκρινίσω τὴ θέση μου – τὸ πλέον ἀναγκαῖο γιὰ τοὺς new age γραφιάδες «positionality». Ἂν λάβω ὐπόψιν τὸ πῶς ὁρίζεται ἡ κριτικὴ ἀπὸ τοὺς περισσότερους ποὺ τὴν ἀσκοῦν, τότε ἐπουδενὶ λόγῳ εἶμαι κριτικός. «Κρίνω» τείνει νὰ σημαίνει «διακρίνω», ἐντούτοις πέρα ἀπὸ τὰ χρόνια τοῦ Jauss καὶ τοῦ Iser δὲν ξανάδα κάποιο πρόγραμμα σπουδῶν ποὺ νὰ βγάζει «κριτικούς» σκέτα· ὅσον ἀφορᾶ τὴν κριτικὴ τῇ εὐρείᾳ ἐννοίᾳ, ἀπ’ αὐτὰ ὑπάρχουν νὰ φᾶν κι’ οἱ κότες. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ἰδιότητα αὐτὴ φαίνεται νὰ λαμβάνει διαστάσεις ἐπαγγελματικές, ἤτοι προκύπτει κατόπιν σπουδῆς, μαθητείας, τριβῆς καὶ ἐν γένει μὴ-ἐρασιτεχνικῆς ἐνασχόλησης. Κατ’ ἄλλους, οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἑπομένως ἡ ἰδιότητα τοῦ κριτικοῦ πρόκειται περὶ ἑνὸς beneficium. Δὲν πληρῶ προϋποθέσεις γι’ αὐτὴ τὴ δωρεά, οὔτε οἱ σπουδές μου μ’ ἔβγαλαν κριτικό, ἀλλὰ κάτι ἄλλο, ἑπομένως πάει αὐτό…  Ἐπιπλέον, βάσει τῶν πρόσφατων γραφομένων, ἰδίως ἡ «κριτικὴ τῆς κριτικῆς» ἀσκεῖται ἀπὸ τοὺς πλέον ἐπαΐοντες, τοὺς διαπιστευμένους, τοὺς ἔχοντες εἰσιτήριο βρὲ ἀδερφέ. Ὅπως ἔγραψα σαφῶς παραπάνω, δὲν βρῆκα εἰσιτήριο. Σὺν τοῖς ἄλλοις, δὲν εἶμαι σὲ θέση νὰ κρίνω οὔτε τὴν «κριτικὴ τῆς κριτικῆς», διότι αὐτὸ θὰ μὲ ἐπέστρεφε στὴ θέση τοῦ κριτικοῦ βάσει ἁπλῶν μαθηματικῶν ἀποκλεισμῶν. Ἔχοντας, ὡστόσο, τὴ βαθιὰ πίστη ὅτι ἡ κριτικὴ συνιστᾶ τεκμηριωμένη ἀρέσκεια/ἀπαρέσκεια μὲ τὴν παράλληλη –προαιρετικὴ ἐνίοτε– ἐπικουρικὴ χρήση ἐπιστημονικῶν μεθόδων –ἐὰν κι’ ἐφόσον μπορεῖ νὰ ὑπάρξει πλήρης ἐπαληθευσιμότητα–, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναγκαία συνθήκη τῆς τριβῆς μὲ τὸ κρινόμενο προϊὸν ὡς προϊόν-και-μόνον (εἴτε εἶναι φαγητό, γλυκό, βιβλίο ἢ κριτικὸ κείμενο), θὰ ζητοῦσα τὴν ἄδεια νὰ ἐκφραστῶ παρακάτω ὡς κριτικὸς τῆς κριτικῆς τῆς Κριτικῆς τῆς κριτικῆς.

Κύρια ἀφορμὴ στάθηκε τὸ οἰκεῖο κείμενο τῆς Ἄννας Ἀφεντουλίδου στὸν Ἀναγνώστη. Λιγότερο δὲ ἐκεῖνο τῆς Βαρβάρας Ρούσσου, κυρίως λόγω τῆς μορφῆς του, μιᾶς καὶ τὰ εἴκοσι-ἐννέα εὔλογα ἐρωτηματικά του περισσότερο θέτουν ἐρωτήματα παρὰ ἀποφάνσεις πρὸς συζήτηση. (περισσότερα…)

Γιὰ τὴν μονοθεϊστικὴ προέλευση τῆς βίας

*

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ Α. ΤΑΧΟΠΟΥΛΟΥ

Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἐκλογίκευσης τῆς βίας στὸν δυτικὸ κόσμο εἶναι ἕνα ζήτημα ποὺ πάντοτε κέντριζε τὸ ἐνδιαφέρον. Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ὁδήγησε τόσες καὶ τόσες θεωρίες στὴν διακήρυξη τῆς ἐξόντωσης τῶν ἐχθρῶν τους ὡς τρόπο γιὰ τὴν ἐπικράτησή τους; Γράφει συνοψίζοντας σὲ ἕνα σχετικὸ ἄρθρο του ὁ Κώστας Κουτσουρέλης:

«Τὸν 19ο καὶ τὸν 20  αἰῶνα, οἱ ὁμολογίες ποὺ ἀλληλοσφάζονται ὀνομάζουν ἑαυτοὺς πολιτικὲς παρατάξεις: ἐθνικιστὲς καὶ διεθνιστές, κρατιστὲς καὶ ἀναρχικοί, δικτάτορες καὶ δημοκράτες, φιλελεύθεροι, κομμουνιστὲς καὶ φασίστες. Τὸν 21ο αἰῶνα, οἱ θρησκευτικοὶ πόλεμοι ξαναπαίρνουν τὸ πρέπον τους ὄνομα: τζιχάντ. Τὸ κλασσικό τους πρότυπο ὅμως παραμένει πάντα ἡ Πρώτη Διαθήκη».

Ὡστόσο, δύο πράγματα μᾶς διαφεύγουν ὅταν ἀνάγουμε τὸ πρότυπο τῆς ἱερῆς σφαγῆς στὴν Παλαιά Διαθήκη (Π.Δ.). Πρῶτον, ὅτι κάθε κείμενο μεθερμηνεύεται ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνάγκες καὶ συνθῆκες τῆς ἐποχῆς. Αὐτὸ συνεπάγεται ἐδῶ ὅτι προκύπτουν δύο μεγάλες διαφορές.

Ἀφενός, ἡ διαφορὰ μεταξὺ οἰκουμενικῆς καὶ τοπικῆς ἐμβέλειας τῶν ἴδιων πραγμάτων, στὴν κλίμακα καὶ τὴν ἔνταση. Εἶναι ἄλλο πράγμα (ἂν πάρουμε στὴν ὀνομαστικὴ ἀξία τὶς «ἐντολὲς σφαγῆς» τῆς Π.Δ.) ἡ ἀπόπειρα μιᾶς κοσμοεικόνας γιὰ παγκόσμια, πανανθρώπινη ἐπικράτηση διὰ τῶν σφαγῶν, ποὺ ἀφορᾶ «πολιτικὲς παρατάξεις, ἐθνικιστὲς καὶ διεθνιστὲς, κρατιστὲς καὶ ἀναρχικούς, δικτάτορες καὶ δημοκράτες, φιλελεύθερους, κομμουνιστὲς καὶ φασίστες», ἀκόμη καὶ τοὺς Μουσουλμάνους· καὶ ἄλλο πράγμα ἡ προσπάθεια γιὰ ἐπικράτηση μόνο στὴν Χαναὰν / Παλαιστίνη (τοῦ 12ου π.Χ. ἢ τοῦ 20οῦ μ.Χ. αἰ.), προσπάθεια ποὺ ἀφορᾶ μόνο τὴ συγκεκριμένη περιοχή. Ὅταν ἐμφανίζεται ἡ οἰκουμενιστικὴ μετεξέλιξη, ποὺ ἀφορᾶ δυνητικὰ ὅλη τὴν ἀνθρωπότητα, ὁ Χριστιανισμός, αὐτὴ καταρχὴν δὲν κάνει λόγο γιὰ σφαγές. Ὑπὸ τὴν ἔννοια αὐτή, τὸ Ἰσλὰμ πάει πιὸ πίσω ἀπὸ τὴν Π.Δ., στὴν ὁποία τὸ ἴδιο τοποθετεῖ τὶς ἀπαρχές του, ἀφοῦ ἀπὸ τὴ μιὰ εἶναι οἰκουμενικὴ θρησκεία ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη υἱοθετεῖ μεθόδους ἐξάπλωσης εὑρισκόμενους στὴν Π.Δ., ἡ ὁποία ὡστόσο ἐπικεντρώνεται ἀποκλειστικὰ στὴν Χαναάν.

Ἀφετέρου, ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἐκκοσμικευμένης ἰδεολογίας καὶ τοῦ μεταφυσικοῦ ὑποτιθέμενου προτύπου της. Ἂν οἱ ἄθρησκοι μιμητὲς τοῦ χριστιανικοῦ παραδείσου ἢ τῆς παλαιοδιαθηκικῆς κατάληψης τῆς Χαναὰν κάνουν κάτι ποὺ δὲν συνάδει μὲ τὸ πνεῦμα τοῦ προτύπου τους (οὔτε καὶ τὸ γράμμα, ὅπως φαίνεται παραπάνω μὲ τὴ διαφορὰ κλίμακας κι ἔντασης), ὑπεύθυνο δὲν εἶναι τὸ ὑποτιθέμενο πρότυπό τους ἀλλὰ οἱ ἴδιοι. Μπορεῖ, γιὰ παράδειγμα, φιλελεύθερα καὶ κομμουνιστικὰ ὁράματα γιὰ μιὰ ἰδανικὴ ἐγκόσμια κοινωνία νὰ μοιάζουν μὲ τὸ χριστιανικὰ καὶ παλαιοδιαθηκικὰ (π.χ. Ἠσαΐας) ὁράματα γιὰ μιὰ ἰδανικὴ κατάσταση, ὡστόσο τὰ ἰουδαιο-χριστιανικά ὁράματα δὲν κάνουν λόγο γιὰ τὴν ἐδῶ καὶ τώρα, ἐγκόσμια ἐπικράτηση τοῦ ἰδανικοῦ, παντοῦ, ὅπως τὰ φιλελεύθερα, κομμουνιστικὰ κ.λπ. ὁράματα. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἰουδαιοχριστιανικοῦ, ἀπὸ τὴ μία, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἰσλαμικοῦ καὶ κοσμικιστικοῦ μεσσιανισμοῦ, ποὺ δίνει τὸ δικαίωμα στοὺς ἐκπροσώπους τοῦ δεύτερου νὰ δικαιολογήσουν τὶς σφαγές γιατὶ τὸ ἰδανικὸ πρέπει νὰ πραγματωθεῖ τώρα, παντοῦ· οἱ πρῶτοι μόνο ἐὰν ἀγνοήσουν τὴν μεταϊστορικὴ φύση τῆς πραγμάτωσης τοῦ ἰδανικοῦ τους, δηλαδὴ ἂν γίνουν ἐκκοσμικευμένη κοσμοεικόνα ποὺ πρέπει νὰ ἐπικρατήσει ἐδῶ καὶ τώρα, μποροῦν νὰ αὐτοδικαιολογηθοῦν. (περισσότερα…)

O ρόλος των θρησκειών στη Μέση Ανατολή

*

του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ

Το Σάββατο 8 Μαρτίου 2025 οργανώθηκε διαδικτυακή ημερίδα, υπό την αιγίδα τού Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με θέμα «Αντίσταση και μαρτύριο σε χριστιανισμό και ισλάμ«. Περιελάμβανε δύο τραπέζια: «Ισλαμικό μαρτύριο και χριστιανική μαρτυρία – Σύγχρονες προκλήσεις σε Παλαιστίνη και Μέση Ανατολή»· και «Η θρησκευτική διάσταση στη Μεσανατολική κρίση – Αντιπαλότητα και Συνύπαρξη». Δημοσιεύουμε εδώ την ομιλία τού Φώτη Τερζάκη από το δεύτερο τραπέζι, μαζί με τη σύνοψη ορισμένων σημείων τής συζήτησης εκ μέρους του που δεν είχε τον χρόνο να αναπτύξει προφορικά.

~.~

Η ομιλία

Γνωρίζετε όλοι βέβαια τον Σάμιουελ Χάντινγκτον, τον υπηρεσιακό διανοητή τού Πενταγώνου των ΗΠΑ, που το 1996 δημοσίευσε το πολυσυζητημένο Η σύγκρουση των πολιτισμών. Σε κάποιο σημείο εκεί διαβάζουμε:

«Ο δυτικός χριστιανισμός είναι από ιστορική άποψη το μόνο εξεχόντως σημαντικό γνώρισμα του δυτικού πολιτισμού […] επιδεικνύει τον μοναδικό δυαδισμό ανάμεσα στον Θεό και τον Καίσαρα, την Εκκλησία και το Κράτος, την πνευματική και την πρόσκαιρη εξουσία, δυαδισμό ο οποίος είναι ουσιώδης προκειμένου ν’ ανθίσει η δημοκρατία».[1]

Το απόσπασμα συνοψίζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τη σχιζοειδή ρητορική της Δύσης, που τα θέλει μονά-ζυγά δικά της, όπως λέμε. Δηλαδή, με την ίδια κίνηση, διεκδικεί και τον Χριστιανισμό και την εκκοσμίκευση, ως ακαταμάχητα συστατικά τής δυτικής πολιτισμικής ταυτότητας που τεκμηριώνουν τη δικαιωματική της υπεροχή απέναντι σε όλους τους άλλους πολιτισμούς – και αυτό, βέβαια, κάνει να φαίνεται πιο «λογική» η πολιτική τους χειραγώγηση και η οικονομική τους εκμετάλλευση…

Στο ιστορικό συμφραζόμενο που γράφει ο Χάντινγκτον, κύριος ιδεολογικός αντίπαλος είναι το εγειρόμενο ριζοσπαστικό Ισλάμ. Η εμφάνισή του από τη δεκαετία τού 1970 ξάφνιασε δήθεν τον «δημοκρατικό» δυτικό κόσμο κι επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί κάπως σαν ένα αιφνίδιο ξέσπασμα ανορθολογισμού εν μέσω μιας αδιατάρακτης πορείας εξορθολογισμού και εκκοσμίκευσης – όπως περίπου είχε επιχειρηθεί να παρουσιαστεί από τη φιλελεύθερη προπαγάνδα η ανάδυση του ναζισμού στην τρίτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Αλλά πριν εξετάσουμε τις αιτίες τέτοιων φαινομένων καλό είναι να θυμόμαστε ότι ποικίλες θρησκευτικές αναβιώσεις που παίρνουν συχνά τον χαρακτήρα μαχητικού φονταμενταλισμού δεν είναι αποκλειστικά μουσουλμανικό φαινόμενο: είχαν προηγηθεί μορφές υπερσυντηρητικού προτεσταντικού φονταμενταλισμού στις ΗΠΑ, και βεβαίως ο σιωνιστικός φονταμενταλισμός που συνυφάνθηκε με τη νεοαποικιακή πολιτική τού κράτους τού Ισραήλ. Στη δεκαετία τού ’90, άλλωστε, είχαμε και την οξύμωρη εμφάνιση ενός ινδουιστικού φονταμενταλισμού, με την άνοδο του ακροδεξιού κόμματος Μπαράτια Τζανάτα στην εξουσία. (περισσότερα…)

Ο Εραστής της Πορφύρας (Μια ανταπόκριση)

*

Ποιητική ανταπόκριση στη χθεσινή
ωραία μετάφραση του φίλου Ν.Κ.

~.~

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ

Ακίνητος αν κι η καρδιά μου τρέχει
προσμένω τώρα την αγαπημένη
κι απέξω κι από μέσα μόνο βρέχει·
που βρίσκεται η μονάκριβή μου Ελένη;

Την είδα χθες που μίλαγε μ’ εκείνο
τον άτιμο προδότη. Μη φοβάσαι,
η ζήλια μακριά μας· δεν σ’ αφήνω
έτσι εύκολα. Μονάχα πού κοιμάσαι

να ξέρω κι είμαι εντάξει. Δεν σε βλέπω
κι απέξω κι από μέσα τρικυμία.
Τα μάγια, τις κατάρες θ’ αποτρέπω
για χάρη σου, κι ας ήσουν –τι αηδία!–

(περισσότερα…)

Οι κακοδαιμονίες της ελληνικής κριτικής (Απάντηση στον Δημήτρη Αγγελή)

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Ο Δημήτρης Αγγελής δημοσίευσε τις προάλλες στο Φρέαρ ένα αξιοπρόσεκτο κείμενο. Εκεί, σε μια απόπειρα πολεμικής ασυνήθιστα διμέτωπης, βάζει στο στόχαστρό του αφ’ ενός μεν την ποίηση της πολιτικής στράτευσης («αριστερή μελαγχολία», την αποκαλεί υιοθετώντας τον όρο του Β. Λαμπρόπουλου), αφ’ ετέρου δε τον αποκαλούμενο νεοφορμαλισμό. Δεδομένου ότι της πρώτης δεν μνημονεύει –ή δεν υπαινίσσεται κατά τρόπο αναγνωρίσιμο– κανέναν συγκεκριμένο εκπρόσωπο, εύλογη μοιάζει η υπόθεση ότι η επίθεσή του προς εκείνη την πλευρά είναι μάλλον προσχηματική και ότι πραγματικός στόχος του είναι μονομέτωπα οι νεοφορμαλιστές, από τους οποίους αναφέρει ονομαστικά όχι λιγότερους από δώδεκα.[1]

Αποκάλεσα το κείμενο του Αγγελή αξιοπρόσεκτο. Δυστυχώς οφείλω αμέσως να προσθέσω: και ατυχές. Τα προβληματικά του σημεία είναι δύο ειδών. Αφ’ ενός μεν, πραγματικά λάθη, αστήρικτες δηλαδή αποφάνσεις και κρίσεις· αφ’ ετέρου δε, αποσιωπήσεις προσώπων και πραγμάτων γνωστών, τα οποία αν είχαν ληφθεί υπ’ όψιν καί στον αρθρογράφο θα επέτρεπαν να εξαγάγει συμπεράσματα ασφαλέστερα καί στους αναγνώστες του να μορφώσουν άποψη σφαιρική.

Δυο τρία λόγια προκαταρκτικά, ώστε αν μη τι άλλο να είναι σαφές –δεν είναι πάντα– για ποιο πράγμα μιλάμε. Νεοφορμαλιστές είθισται να αποκαλούμε τους ποιητές που τις τελευταίες δεκαετίες αναβίωσαν τον έμμετρο στίχο και τις παραδοσιακές αυστηρές μορφές. Παρότι αναντικατάστατος λόγω της χρησιμότητάς του, επισημαίνω εδώ ότι ο όρος είναι αμφιλεγόμενος. Όχι τόσο επειδή η επινοήτριά του τον δημιούργησε ως όρο κακόσημο, με σκοπό να επικρίνει το ρεύμα.[2] Όσο διότι οι περισσότεροι από τους ποιητές που χαρακτηρίζονται έτσι δεν τον αποδέχονται, είτε επειδή καλλιεργούν παράλληλα και τον ελεύθερο στίχο, είτε επειδή οι μεταξύ τους διαφορές είναι τέτοιες ώστε να θεωρούν –συχνά βασίμως– ότι η συνομάδωσή τους με κριτήριο αποκλειστικό τις μορφικές τους προτιμήσεις παραπλανά. (περισσότερα…)

Ο τελευταίος αρματωλός: Βαλαωρίτης – Ροΐδης, ένας εγκάρδιος διάλογος

*

To 2024 συμπληρώθηκαν δύο αιώνες ακριβώς από τη γέννηση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη (1824-1879). Στον ποιητή του Αστραπόγιαννου και του Φωτεινού αφιερώνει το ΝΠ κάποιες από τις ακροτελεύτιες αναρτήσεις της επετειακής αυτής χρονιάς. Γράφουν ο Κώστας Χατζηαντωνίου, η Έφη Πολίτη και ο Κώστας Κουτσουρέλης.

///

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Το 1877 ο πενηντατριάχρονος Αριστοτέλης Βαλαωρίτης υποπτευόταν βάσιμα (λόγω της κακής υγείας του), πως βρισκόταν κοντά στο πρόωρο τέλος της πολυτάραχης ζωής του. Μετά από μια λαμπρή πορεία που τον καταξίωσε ως εθνικό ποιητή, μετά από μια ισχυρή κοινοβουλευτική παρουσία (που τελείωσε απροσδόκητα το 1868, όταν με δύο γροθιές απάντησε, μέσα στη Βουλή, στις ύβρεις του ιδιόρρυθμου Κεφαλλήνα Χ. Τυπάλδου Ιακωβάτου), ο Βαλαωρίτης είχε αποσυρθεί στη Μαδουρή, απ’ όπου παρακολουθούσε με αγωνία τη νέα έξαρση του ανατολικού ζητήματος. Η επανάσταση στην Ερζεγοβίνη, οι σφαγές κι ο επικείμενος ρωσοτουρκικός πόλεμος αναθερμαίνουν και τις ελπίδες των Ελλήνων αλύτρωτων. Την ίδια χρονιά ωστόσο, μια άλλη «διαμάχη» (ως συνήθως αναίμακτη) ξεσπά στην Αθήνα.

Η αφορμή ήταν ο δραματικός αγώνας που είχε προκηρύξει ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός». Η εισήγηση του Ροΐδη, εκ μέρους της επιτροπής κρίσεως (που αναγνώστηκε στην αίθουσα του Συλλόγου, στις 19 Μαρτίου 1877), ήταν πως κανένα από τα δώδεκα κρινόμενα έργο δεν ήταν άξιο όχι του βραβείου αλλά ούτε καν επαινετικής μνείας. «Ούτε σπινθήρ ποιήσεως υπάρχει, ούτε ίχνος, ουδέ σκιά», ήταν η καταλυτική απόφανση του εισηγητή. Επεξηγώντας τη θέση αυτή, ο Ροΐδης έκανε λόγο για την έλλειψη ποιητικής ζωής, η οποία οφειλόταν, όπως σημείωνε, στο γεγονός ότι η Ελλάς

«τα μεν πάτρια ήθη απηρνήθη, του δε διανοητικού βίου των νεωτέρων εθνών εισέτι δεν μετέχει, ουδέ την εμπνέουσαν τους ποιητάς αυτών νόσον του αιώνος νοσεί, την έλλειψιν δηλαδή και την δίψαν του ιδανικού (…) Η ποίησις παρά μεν τοις αρχαίοις ήτο άνθος νεότητος και υγείας, σήμερον δε εν Ευρώπη είναι εξάνθημα οργανισμού νοσούντος, θρήνος πάσχοντος ανθρώπου».

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η νεώτερη Ελλάδα ούτε στη μια κατάσταση ούτε στην άλλη βρισκόταν, πώς να υπάρξει σπουδαία ποίηση; (περισσότερα…)