Month: Απρίλιος 2025

«Η γλώσσα μου εις ουδεμίαν τάξιν ανήκει»: Ο ποιητής Ηλίας Κατσόγιαννης (1887-1970)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Ας αποθέσουμε σε μια άκρη τη σοδειά
του πόνου, της πνιγμένης οιμωγής,
κι οι δυο μας γέροι,
κι έλα και πάλι, μόνοι μας, καρδιά
να πάρουμε το δρόμο της φυγής
χέρι με χέρι

Παράξενες γεωγραφίες κάνει το μυαλό σαν βγαίνεις από φαρμακείο, και ο ήλιος χάνεται κάπως σήμερα κι ίσως βρέξει, και αυτό το ίσως φέρνει μιαν εικόνα από παλιά, το φαρμακείο-εντευκτήριο του ποιητή Ηλία Κατσόγιαννη (στο τετράγωνο Βενιζέλου και Ρογκότη, δίπλα από το επίσης ιστορικό βιβλιοπωλείο “Μόλχο”), πρυτανείο λογοτεχνικών μαζώξεων, αντίστοιχο μ’ εκείνο του Πεντζίκη. Ένα φαρμακείο-πρακτορείο διακίνησης πνευματικού υλικού, αφού στο συγκεκριμένο έστελναν βιβλία οι λογοτέχνες από όλη την Ελλάδα για να τα παραλάβουν οι Θεσσαλονικείς. Εκεί επίσης στεγαζόταν άτυπα και τα γραφεία του παραρτήματος του Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών, κι από το εν λόγω φαρμακείο του Κατσόγιαννη ξεκίνησε και το περιοδικό Μορφές που έβγαζε ο Βασίλης Δεδούσης ‒ το φαρμακείο του Μπαρμπαλιά όπως τον αποκαλούσαν, που αν και Πελοποννήσιος, συνταγογραφήθηκε Σαλονικιός.

Ο Ηλίας Κατσόγιαννης γεννήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου του 1887 στα Λαγκάδια της Γορτυνίας και ήταν γιος του ιεροδιδάσκαλου Πανάγου και της Ασπασίας Οικονομοπούλου. Τελείωσε το γυμνάσιο της Δημητσάνας και το 1911 αποφοίτησε από την Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια των σπουδών του συμμετείχε σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς με το ψευδώνυμο Ηλίας Θερινός, στους οποίους κέρδιζε με τη μορφή του δημοψηφίσματος δίχως τη μεσολάβηση κριτικών επιτροπών. Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους και απολύθηκε το 1922 με τον βαθμό του Λοχαγού. Το πρώτο του φαρμακείο το άνοιξε στον Πύργο Ηλείας, κατόπιν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ενώ από το 1920 έζησε και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην Θεσσαλονίκη, αρχικά επί της οδού Βουλγαροκτόνου κοντά στην πλατεία Ελευθερίας. Ως φαρμακοποιός έγινε γνωστός όταν ανακάλυψε το φάρμακο αιθερμόλη, το οποίο και παρείχε δωρεάν σε όσους θερίζονταν από την ελονοσία. (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλη Τρίτη

*

Και με σβηστή λαμπάδα στον νυμφώνα,
και μ’ άδεια χέρια θά ’μπαινες, σεμνή.
Φαγώθηκες να βάλεις στο σταμνί
νυχτιάτικα απ’ το λάδι που σταγόνα

σταγόνα παζαρέψαν ήδη χθές
της βασιλείας οι πρώτες κληρονόμες,
οι φρόνιμες, οι πλούσιες, οι οικονόμες,
της παρθενιάς-σου οι στείρες αδελφές.

Αφού ούτε αυτές δέν έμειναν απόξω
τί ’χες εσύ να φοβηθείς; Μακριά
της τύψης το μαστίγιο σε κρατά,
μα η πόρτα είναι ανοιχτή. Δέ θα σε διώξω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

***

*

Μια μελέτη σταθμός στις μοντικές σπουδές

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Η πρόσφατη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, αλλά και στέρεα μελέτη του Παντελή Βουτουρή με τίτλο Κάπου στην Κύπρο, στον νομό Πρεβέζης. Εισαγωγή στην ποιητική του Κώστα Μόντη (εκδ. Ερατώ 2024) –ο τίτλος αποτελεί στίχο από το ποίημα του Μόντη «Προς Ζωή»– αποτελεί σημαντικό φιλολογικό και επιστημονικό γεγονός στην Κύπρο και στην Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα το ανά χείρας καλαίσθητο εκδοτικά βιβλίο δεν είναι μόνο μια αποκαλυπτική και τεκμηριωμένη φιλολογικά και επιστημονικά εισαγωγή στο έργο του σημαντικότερου ίσως ποιητή της Κύπρου, αλλά αποτελεί, κατά την άποψή μου, σταθμό για τις μοντικές σπουδές. Κι αυτό γιατί, εκατόν δέκα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή και είκοσι από τον θάνατό του, έχουμε για πρώτη φορά μια συστηματική εισαγωγή-μονογραφία στο σύνολο του λογοτεχνικού έργου του Μόντη (ποιητικό και πεζογραφικό) η οποία φωτίζει επαρκώς αφενός την εξέλιξη της ποιητικής του Μόντη σε σχέση πάντα με το οικογενειακό, ιστορικό και πνευματικό του πλαίσιο και αφετέρου σημαίνουσες θεματικές περιοχές, διακειμενικές σχέσεις και μορφολογικά στοιχεία της ποίησής του. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Οι μοντικές σπουδές προϋποθέτουν, βεβαίως, μέχρι σήμερα μερικά αφιερώματα σε περιοδικά,[1] αλλά και σημαντικές φιλολογικές μελέτες για το έργο του ποιητή (Α. Χριστοφίδης, Μ. Πιερής, Γ. Κεχαγιόγλου, Γ. Π. Σαββίδης, Α. Παστελλάς, Π. Βουτουρής, Λ. Γαλάζης, Α. Αθανασοπούλου, Γ. Γεωργής, Δημήτρης Αγγελάτος κ.ά.). Η σημαντικότερη, επομένως, συνεισφορά της ανά χείρας μελέτης στην ανάδειξη του εκδοτικά χαοτικού και δύσχρηστου εκδομένου έργου του ποιητή αποτελεί, βεβαίως, το διαυγές και λειτουργικό σχήμα της ποιητικής εξέλιξης του Κ. Μόντη, το οποίο τίθεται εμβληματικά στην «Εισαγωγή» του βιβλίου και αναπτύσσεται στη συνέχεια σε τρία μέρη-κεφάλαια: «Μέρος Πρώτο: Ποιητικά πρωτόλεια και προσωπικά αδιέξοδα», «Μέρος Δεύτερο: Ο πολιτικός Μόντης και τα συλλογικά αδιέξοδα. Η διάσπαση στα χρόνια του Αγώνα», «Μέρος Τρίτο: Τα Γράμματα στη μητέρα». Σύμφωνα, λοιπόν, με το πιο πάνω τριμερές σχήμα το οποίο προτείνει ο Βουτουρής, η εξέλιξη της ποιητικής του Κώστα Μόντη αντιστοιχεί σε «τρεις αλληλένδετες και επικαλυπτόμενες ισοτοπίες (προσωπική, συλλογική, οικουμενική)» (σ. 15), αλλά ταυτόχρονα προϋποθέτει μια μεγάλη ποιητική τομή που διαχωρίζει αφενός την πρώιμη, ιδιωτική ποιητική περιοχή με το συλλογικό και οικουμενικό πέλαγος του ώριμου Μόντη και αφετέρου την παραδοσιακή τεχνουργική που δεσπόζει στις πρώτες συλλογές του ποιητή με τη μοντέρνα τεχνοτροπία που κυριαρχεί στην ωριμότητά του. (περισσότερα…)

Στίχοι για τη Μεγάλη Εβδομάδα: Μεγάλη Δευτέρα

*

Σάν όνειρο μας γέλασες.
Ιωσήφ, την ώρα πού ’κλαιγε
τα νιάτα-σου ο πατέρας-μας
πού νά ’ξερε ο κακόμοιρος
πως ζούσες και βασίλευες
πέρα στην Αίγυπτο. Όλοι-μας
για πεθαμένο σ’ είχαμε.
Το ματωμένο ρούχο-σου
το κάναμε σημαία-μας
και το τεράστιο ψέμα-μας
στο τέλος το πιστέψαμε
κι εμείς. Τί κατρακύλημα…

Μα κι όταν μετανιώσαμε
πάλι δέν καταλάβαμε
πως ήσουν κιόλας δίπλα-μας,
έτοιμος για συχώρεση!

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

*

**

Νικαίας εγκώμιον

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Οι θεολογικές εκδηλώσεις, προφανώς, θα είναι αρκετές. Στο σημείωμα αυτό ας θυμηθούμε την κάποτε λαμπρή ελληνική πόλη της Βιθυνίας, που γνώρισε κι αυτή τις συνέπειες της κατάκτησης και του εξανδραποδισμού, μέσα από το εγκώμιο που έγραψε ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, τον καιρό που η πόλη ήταν έδρα του εξόριστου βυζαντινού κράτους (μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, την 13η Απριλίου 1204) και το οποίο σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση παραθέσαμε στο βιβλίο Το στέμμα των αυγών (Καστανιώτης, 2020). Το 1331, μετά από τριετή πολιορκία, η Νίκαια έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Έκτοτε παρήκμασε και το 1920, πριν εισέλθει σε αυτήν ο ελληνικός στρατός, για μια τελευταία ελπίδα ελευθερίας, γνώρισε τη δήωση από τους τσέτες του Κεμάλ, τη σφαγή των κατοίκων της και την καταστροφή του ιστορικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (φωτογραφία). Ο άλλος ιστορικός της ναός, η Αγία Σοφία, που μετατράπηκε σε μουσείο, σήμερα λειτουργεί και πάλι ως τζαμί. Το κείμενο που ακολουθεί, ενός λαμπρού διανοούμενου βασιλέα που πέθανε δυστυχώς νεότατος, αφήνοντας όμως έργο στιβαρό, φιλοσοφικό, θεολογικό αλλά και υμνογραφικό (δικός του ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας), ας είναι ένα πενιχρό μνημόσυνο των χιλιάδων αφανών μαρτύρων της Νικαίας, θυμάτων της φρίκης που οι άνθρωποι ονομάζουν Ιστορία.

~.~

Νικαίας εγκώμιον

«Νου θεϊκό θα πω αυτή την πόλη και τους πολίτες της αγαθούς διότι πράξη και θεωρία ευγενικά ενώνουν, τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας του λόγου με βήμα σταθερό, και από τη δύναμη της λογικής κοσμούμενοι, τον οικείο τους νου περιτειχίζουν· την πολιτεία τους, για να την κάνουν πιο περίβλεπτη κι από τον μηδικό τον πλούτο κι απ’ τη χρυσή ομηρική αλυσίδα που κρέμεται απ’ τον ουρανό. Έτσι έγινε αυτή η βασιλική πόλη ανώτερη κάθε άλλης, τους κατοίκους της περιβάλλοντας με τον πιο ωραίο ήχο, το πλέον εξέχον άκουσμα. Και σεμνυνομένη σεμνύνεται και στηριζομένη στηρίζει κι αν υπάρχει ακόμη κάποια ενάντια πολιτεία, αυτή με την ευστάθειά της είναι λιμάνι που από κείνη τους κατοίκους της προστατεύει. Διότι το σώμα τότε δεν παρεκκλίνει μόνον, όταν υπάρχει ευρυθμία ανάμεσα στα μέλη, τα μέρη και τα όργανά του…».

Μέρα λαμπρή, σε ώρα μελιχρότατη ο λαός της Νικαίας άκουγε το εγκώμιό του και ήταν χυμένο ολόγυρα κάτι πιο χαϊδευτικό κι από το αεράκι της Προποντίδας, πιο δροσερό από το βάλσαμο των ολοπράσινων πευκώνων του Ολύμπου που ντύνανε τη γιορτή της επιστροφής του βασιλέα, μουσική υπόκρουση στα λόγια του διαδόχου για την πόλη που είναι κέντρο των γραμμάτων του καιρού μας, Αθήνα του αιώνα μας. Μα ο ρήτορας ήξερε και πώς μια πόλη στην παρακμή ξεπέφτει – δεν εγκωμίαζε μόνο: (περισσότερα…)

Κατάπαυση πυρός ή πλήρης παράδοση;

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

1.

Η αναστολή των δασμών άνω του 10% για όλες τις χώρες εκτός της Κίνας –όπου αντιθέτως οι δασμοί αυξήθηκαν σε 125% προκαλώντας μειδιάματα για το chicken game που παίζεται μεταξύ των δύο χωρών– προκάλεσε μια πρόσκαιρη ευφορία στις χρηματιστηριακές και χρηματοπιστωτικές αγορές. Το αρνητικό κλίμα επανήλθε μετά από δύο μέρες λόγω του φόβου για ύφεση στην οικονομία των ΗΠΑ. Βέβαια είχε προηγηθεί η «απώλεια» κεφαλαιοποίησης πάνω από 6 τρισ. δολλαρίων τέσσερις μόλις μέρες μετά την, κατά τον Τραμπ, «Ημέρα της Απελευθέρωσης». Παράλληλα, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αυξήθηκαν τουλάχιστον κατά 60 σημεία βάσης σε λιγότερο από δύο μέρες, καθώς οι επενδυτές τα εγκατέλειψαν μη θεωρώντας τα πλέον ασφαλή, και η αγοραστική δύναμη του δολαρίου μειώθηκε (τουλάχιστον 8% απώλεσε το δολλάριο σε σχέση με το ευρώ από την ημέρα που ανέλαβε πρόεδρος ο Τραμπ) καθώς οι ξένοι απέσυραν έξω από τις ΗΠΑ μεγάλο μέρος των τοποθετήσεών τους εκεί.

Αφού δήλωσε επανειλημμένα ότι δεν θα υπάρξουν εξαιρέσεις ή οπισθοδρόμηση, ο Τραμπ αντέκρουσε τον εαυτό του και έκανε πίσω. Η ξαφνική αλλαγή κατεύθυνσης ήταν αξιοσημείωτη ακόμη και για έναν πρόεδρο που έχει κάνει το απρόβλεπτο χαρακτηριστικό του: ο μεγιστάνας, στην πραγματικότητα, είχε ισχυριστεί ότι ήθελε να «απελευθερώσει» τους Αμερικανούς από ένα παγκόσμιο εμπορικό σύστημα που θεωρείται άδικο και το οποίο, όπως είπε, θα αναδιοργανώσει. Τότε όμως τι τον έκανε να αλλάξει γνώμη; Τουλάχιστον εν μέρει, σύμφωνα με πολλούς παρατηρητές, ήταν η κοινή πίεση που μπόρεσαν να ασκήσουν στον μεγιστάνα επενδυτές, νομοθέτες και δωρητές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Οι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου προσπάθησαν να παρουσιάσουν αυτή τη στροφή ως εξαρχής μέρος ενός έξυπνου σχεδίου, για να τρομάξουν οι πάντες και στη συνέχεια να υποχρεωθούν να διαπραγματευτούν. Όμως, σύμφωνα με τους Financial Times, με το κραχ του χρηματιστηρίου και την αύξηση της πίεσης, ο υπουργός Οικονομικών Σκόττ Μπέσσεντ –που θεωρείται στη Ουώλ Στρηττ ο πιο αξιόπιστος από τους σημερινούς συμβούλους του Λευκού Οίκου– κατάφερε να πείσει τον Τραμπ να αναστείλει την αύξηση των δασμών σε χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν ιστορικά καλές σχέσεις και να επικεντρωθεί αποκλειστικά, ή σχεδόν αποκλειστικά, στην Κίνα. (περισσότερα…)

Το Κλήμα Λάζαρος

*

Το διήγημα «Το Κλήμα Λάζαρος» του Δ. Ε. Σολδάτου παρουσιάζεται θεατροποιημένο αυτό το Σάββατο 12.4.2025 –ανήμερα του Λαζάρου– από τον ηθοποιό Δημήτρη Βερύκιο (κιθάρα, μαντολίνο, τραγούδι: Αρετή Κοκκίνου) στον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων στου Ψυρρή. Ώρα έναρξης 19:15.

~.~

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Μόνο εκεί που υπάρχουν τάφοι υπάρχει ανάσταση.
FRIEDRICH NIETZSCHE

Δίπλ’ απ’ το πατρικό μου στο χωριό –εκεί που τώρα βρίσκεται το Silenus Bill’s Bar– υπήρχε παλιά ένα ελαιοτριβείο. Η ευωδιά του φρεσκοστυμμένου λαδιού φλόμωνε τα ρουθούνια μας. Απ’ τ’ άγρια χαράματα βοούσε το μελισσομάνι των λιτρουβιαραίων. Βογκούσαν τα τρακτέρ στην ανηφόρα, φορτωμένα σακιά τίγκα στον ελαιόκαρπο. Βουνό το λιοκόκκι. Άχνιζαν τα τσόλια στον φράχτη σαν γδαρμένα τομάρια. Κι εμείς –λιμασμένα παιδιά της γειτονιάς– κλωθογυρίζαμε εκεί γύρω, ώσπου κάποιος γνωστός να μας φωνάξει να ιδούμε τις μυλόπετρες που αλέθουν και να μας τρατάρει μια πρωμάδα: ψωμί πυρωμένο στην φωτιά, αλειμμένο με ζεστό φρέσκο λάδι. «Όταν μεγαλώσω», έλεγα, «θα γίνω λιτρουβιάρης! Θα πίνω ούζο 12 και θα καπνίζω άφιλτρα τσιγάρα Καρέλια».

Πριν προλάβω να μεγαλώσω, το λιτρουβιό έκλεισε. Το παραπάνω χωριό από το δικό μας ερήμωσε. Κι έτσι, το Δημοτικό Σχολείο μεταφέρθηκε στο εγκαταλελειμμένο ελαιοτριβείο, που το μισό διαμορφώθηκε σε διδακτικό χώρο και το άλλο μισό παρέμεινε κλειδωμένο, με σκουριασμένα καζάνια κι αραχνιασμένες μυλόπετρες. Καμιά φορά, κατά την διάρκεια του μαθήματος, ακούγαμε το «κριτς-κριτς» των ποντικών από δίπλα.

Κάποτε και το δικό μας χωριό άδειασε. Ο κόσμος πήγαινε στις μεγάλες πόλεις να βρει δουλειά. Το σχολείο έκλεισε. Μετακόμισε στον παρακάτω οικισμό. Και το παλαιό ελαιοτριβείο του Καμαρίλα νοικιάστηκε σε μια εξηντάχρονη Εγγλέζα μετρίου αναστήματος, με βαμμένο ξανθό μαλλί και αέρα φλεγματικής λαίδης. Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Μόνον πως την έλεγαν Τζόυ, που στην γλώσσα της θα πει Χαρά, μα οι χωριάτες το εκλάμβαναν ως Ζωή. Αμάξι δεν είχε. Έρχονταν και την έπαιρναν οι φίλοι της με τα δικά τους αυτοκίνητα και τα χαράματα την ξανάφερναν.

Ήταν γλεντζού!

Κυκλοφόρησαν πολλές φήμες για λόγου της, πως έτρεχε το χρήμα απ’ τα μπατζάκια της, πως είχε ιδιωτικό νησί στην πατρίδα της, αλλά βαρέθηκε την ζωή που έκανε και διάλεξε το μέρος μας για να περάσει τα τελευταία της χρόνια, αφήνοντας πίσω τις πολυτέλειες και τις ομίχλες της Αγγλίας και κάνοντας μια καινούργια αρχή κάτω απ’ τον λαμπρό ήλιο της Ελλάδας.

Με τον καιρό η Τζόυ άρχισε ν’ αλλάζει…

Οι φίλοι της αραίωσαν. Αν ήθελε κάπου να πάει, έπαιρνε ταξί ή πήγαινε με τα πόδια. (περισσότερα…)

Mary Oliver, Λάμπες

*

Στίς ὀκτώ, ὄχι ἀργότερα
Ἀνάβεις τίς λάμπες,

Τή μεγάλη πλάι στό φαρδύ παράθυρο,
Τή μικρή πάνω στό γραφεῖο σου.

Δέν προορίζονται γιά νά βλέπεις περνώντας –
Ἔξω πλανιέται τό λυκόφως πάνω ἀπό τήν ἄμμο,

Τίς χαμηλές βελανιδιές καί τά κούμαρα.
Ἀκόμη καί τά μικρόπουλα δέν ἔχουν καταλαγιάσει

Πέφτοντας γιά ὕπνο, ἀνέγγιχτα (περισσότερα…)

Σεβαστή ὁμήγυρις!

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 2

Σεβαστή ὁμήγυρις!

Ἄς θυμηθοῦμε πώς «στήν πολιτεία τοῦ 1850 κεντρικό πρόσωπο εἶναι ὄντως ὁ ποιητής»[1] καί ἄς ἐπανέλθουμε στούς κριτές καί στούς κρινόμενους, στούς διαγωνισμούς καί στούς ἀγωνοθέτες. Τόν θεμέλιον λίθον ἔθεσαν οἱ πανεπιστημιακοί ἀθηναϊκοί διαγωνισμοί. Μέ αὐτούς ἔγινε ἡ πρωταρχή. Ὅλοι σχεδόν οἱ κριτές ὑπῆρξαν καί κρινόμενοι. Κουμανούδης, Παπαρρηγόπουλος, Ραγκαβῆς, Ὀρφανίδης, Βερναρδάκης κ.ἄ. «Ἕνας ἔμπορος τῆς Τεργέστης, ὁ Ἀμβρόσιος Ράλλης, ἀναθέτει στό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τή διεξαγωγή ποιητικῶν διαγωνισμῶν».[2] Τό ἀριστεῖο τοῦ διαγωνισμοῦ θά συνοδεύεται ἀπό χρηματικό ἔπαθλο 1.000 δραχμῶν. Ὑπό τήν προϋπόθεση, βεβαίως, πώς ὁ συντάξας «ἄξιον τί λόγου ποίημα» θά ἐπωμίζεται ὑπόθεση «μή ἀπαδούσης πρός τήν θρησκείαν καί ἐν γένει πρός τήν ἠθικήν».[3] Καί ὅσον ἀφορᾶ τή γλῶσσα, αὐτή πρέπει νά εἶναι «πάντοτε κοσμία καί εὐφραδής».[4] Τουτέστιν, ὁ ποιητής θά μεταχειρίζεται γιά τήν ὑπόθεσίν του ἀποκλειστικά τήν καθαρεύουσα γλῶσσα. Ἡ τελετή τοῦ διαγωνισμοῦ θά λαμβάνει χώρα «τήν 25ην Μαρτίου μηνός, ἡμέραν τῆς Ἑλληνικῆς ἀναστάσεως».[5]

Αὐτοί εἶναι οἱ σημαντικότεροι ἀπό τούς ἑπτά ὄρους πού ὑπαγόρευσε ὁ Ράλλης. Τοιουτοτρόπως, ἡ ποίηση «καθιερώνεται μέ τούς διαγωνισμούς ὡς ἐπίσημος καί ἐθνωφελής θεσμός».[6] Ἐντός τοῦ θεσμοῦ καταλαμβάνουν θέση οἱ πανεπιστημιακοί, δηλαδή οἱ κριτές καί οἱ εἰσηγητές, ὑποστηρίζοντας συνήθως τήν ἀρχαΐζουσα γλῶσσα καί διορθώνοντας τά ὑποβαλλόμενα ποιήματα «ὅπως διορθώνουν τά ἀνορθόγραφα γραπτά τῶν φοιτητῶν τους».[7] Εἰς κάποιαν ἀπόστασιν διατρίβουν οἱ δεκάδες νεαροί ὑποψήφιοι ποιητές ἀνεμίζοντες «προκλητικά τή σημαία τοῦ βυρωνισμού».[8] Ἡ προβαλλόμενη ἀρχικά ἀντίρρηση τοῦ Σπ. Πήλληκα στίς ἀρχαϊστικές γλωσσικές πεποιθήσεις τοῦ ἀγωνοθέτη γρήγορα παίρνει τέλος, ὁ ἴδιος συμβιβάζεται, καί στόν πρυτανικό του λόγο στίς 28/2/1852 ἀνακοινώνει τήν ἐπιστολή τοῦ Ράλλη:

«Ἡ καθαρεύουσα [ἀποκρίνεται ὁ Ράλλης στόν Πήλληκα] δέν εἶναι αὐθαίρετον τί καί νεκρόν ἰδίωμα […] τοῦτο λαλοῦσιν ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν ἅπαντες οἱ ὁπωσοῦν παιδεύσεως μετέχοντες».[9]

Πολλές οἱ ἐξαρτήσεις τῶν πανεπιστημιακῶν μέ τούς ἀγωνοθέτες. Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ Ράλλειου εἶναι: 1851-1860. Ὁ ἀγωνοθέτης Βουτσινάς, ἀπό τήν Ὀδησσό, ἦταν 27 χρονῶν ὅταν ἀντικατέστησε τόν Ράλλη στούς διαγωνισμούς. «Il avait le mècènat dans le sang».[10] Ἡ χρονική διάρκεια τοῦ Βουτσιναίου ἦταν: 1862-1877. Ἄν θυμᾶμαι καλά, ἀπό τό 1859 προστέθηκαν κι ἄλλοι τρεῖς διαγωνισμοί: τοῦ Τσόκανου, τοῦ Μελά καί τοῦ Ροδοκανάκη. (περισσότερα…)

Καβαφικόν

*

«Με ποιόνα να μιλήσω
κάταμονος μέσα στο σπίτι αυτό;»
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Απ’ τες Εννιά
Στον Ααρών Μνησιβιάδη

Τι κούφια λόγια ήτανε αυτές οι βασιλείες
Τι πνεύματα αδιάφορα. Τι χαρακτήρες κρύοι
Σαλόνια φιλολογικά – σχεδόν λυκοφιλίες
Οι φαύλοι που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη».

Τι θίασος εξαίσιος! Σαν Τρώες μπρος στην πτώση
Παλιά πετσιά που τριγυρνούν σε αμφικτυονίες
Ρήματα της καυχήσεως, εν πάση περιπτώσει
Τα άλλα ήσαν όνειρα και ματαιοπονίες.

Την Μούσα δεν την κυνηγάς. Έρχεται και σε βρίσκει
Για μια στιγμή. Δεν κάθεται εκεί να την αρμέγεις
Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκει
Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσω και αν την λέγεις.

Ζήτα κι εσύ να μπαλωθείς, σαν βγεις για την Ιθάκη
Πες στωικά: Ας φρόντιζαν. Κι ας μην σε πολυνοιάζει
Σχεδόν απαρηγόρητος πες το παραμυθάκι
Πως καταντά η τέχνη μας σαν τέχνη να μη μοιάζει.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ

*

*

*

Linguaphone αλά γαλλοκορεατικά

*

του BΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Mια Γαλλίδα, κατά τα φαινόμενα αλλά και κατά λεγόμενα, έχει απομείνει στη Σεούλ της Νότιας Κορέας. Το πρόβλημά της είναι ότι έχει ξεμείνει από χρήματα, χωρίς να ξέρουμε πώς και γιατί ακριβώς, και έτσι, αρχίζει μια σειρά από συναντήσεις με ντόπιους με σκοπό να τους διδάξει γαλλικά. Δεν έχει καμιά διδακτική πείρα, και δεν έχει πρόβλημα να το δηλώσει. Δεν εφαρμόζει κάποια πεπατημένη μέθοδο εκμάθησης· εντελώς εμπειρικά και διαισθητικά υιοθετεί μια δική της βιωματική και καταστασιακή προσέγγιση που θέλει να συνδέσει τη γλωσσική έκφραση με τη συναισθηματική εμπειρία ως μιαν ασφαλή βάση για την εκμάθηση της ξένης γλώσσας. Διαισθητικά καταλαβαίνει ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο μια στεγνή εγκεφαλική λειτουργία αλλά σχετίζεται με το σώμα, με τη θέση και τη στάση του μέσα στον κόσμο, μέσα στην κοινωνία, καθώς συνδυάζεται πάντα με τις συναισθηματικές ροές που το διαπερνούν. Χρησιμοποιεί μιαν αυτοσχέδια, εμπειροτεχνική μέθοδο που δεν στηρίζεται σε κάποιες θεωρητικές προδιαγραφές. Δεν χρησιμοποιεί καν κάποιο διδακτικό εγχειρίδιο με μικροκειμενικές κοινοτοπίες του στυλ «θα ήθελα, παρακαλώ, ένα εισιτήριο», που μπορούν αβίαστα να καταλήξουν στο ιονεσκικό «το ταβάνι είναι πάνω από το πάτωμα», στον παραλογισμό της κοινοτοπίας δηλαδή που κρύβει η καθημερινή συμβατική επικοινωνία.

Είναι μια επιλογή που, στην Ταξιδιώτισσα του Χονγκ Σανγκ-σου, την ταινία στην οποία αναφερόμαστε, γίνεται συνειδητά ή γίνεται από οκνηρία και ερασιτεχνισμό; Δεν θα το μάθουμε, όπως δεν θα μάθουμε πολλά για το υπόβαθρο της συγκεκριμένης Γαλλίδας. Όπως δεν θα μάθουμε εξάλλου για την επιτυχία ή την αποτυχία της μεθόδου της. Μπορεί οι πρώτες κρούσεις κατά τη διάρκεια των μαθημάτων της να είναι ενθαρρυντικές και να προμηνύουν μια αίσια έκβαση αυτών των διδακτικών επαφών, στηρίζονται όμως κυρίως στην καλή προαίρεση της πρώτης συνάντησης, στην προσήνεια που επιβάλλει η προσέγγιση μεταξύ αγνώστων, μεταξύ ξένων, αλλά και επιπλέον μεταξύ πολιτισμικά αλλοδαπών. Η ταινία θα τελειώσει χωρίς να μας δώσει κάποια πληροφορία για τη συνέχεια των μαθημάτων, για την τύχη τής εν λόγω διδακτικής μεθόδου. Το «άνοιγμα» της πρώτης επικοινωνίας θα μείνει εκκρεμές, θέτοντας τα ζητήματά του, αλλά χωρίς να συνεχίζει ή να επιλύει κανένα.

Δύο πολιτισμοί, δύο νοοτροπίες συμπλησιάζουν χωρίς όμως να προκαλείται η σπίθα της δραματικής σύγκρουσης· οι αντιθέσεις διαφαίνονται κάτω από την επιφάνειά τους όπως οι ύφαλοι κάτω από το νερό. Δεν επιβάλλουν καμιά καθοριστική παρουσία, ακόμη και όταν οι ενήλικοι κορεάτες μαθητές της Γαλλίδας καθηγήτριας, της Ιρίς (Ιζαμπέλ Υπέρ) εκφράζουν απορίες και δισταγμούς για τη μέθοδο της δασκάλας τους, και εμμέσως για τη διδακτική της πείρα και επάρκεια. Εκείνο που κάνει το εμπόδιο αυτό να ξεπεραστεί είναι η αυθεντική ιθαγένεια της ομιλήτριας, που χρησιμοποιεί τη μητρική της γλώσσα, και άρα την κατέχει στο καταδηλωτικό και στο συνδηλωτικό επίπεδο, και επιπλέον ότι είναι φορέας μιας φυσικής και αβίαστης γλωσσικής ταυτότητας που μέσω της ξενότητάς της εγγυάται την αυθεντικότητα της γλωσσικής μάθησης. (περισσότερα…)

Τα Στορίσματα του Χριστοδούλου εν Βόλω

*

Αυτά τα επικλινή κεραμίδια της εκκλησίας σαν πρωινή ομιλία φέγγουν στον ήλιο. Την καταυγάζει σιγά σιγά ολόκληρη.

Και ολοένα απλώνεται η ζωή. Είναι πράσινα δέντρα, είναι δρόμοι, είναι σοκάκια, είναι οι μεγάλες πλατείες, είναι της θάλασσας το αγνάντεμα, είναι η πόλη του Βόλου, μια λεπτή αύρα που φυσάει. Κάπου εδώ είναι ένας ζεστός ηλικιωμένος άνθρωπος που πέρασε τη ζωή του μεταφράζοντας ένα σπουδαίο έργο κι έπιασε μετά ώρες ατέλειωτες, μερόνυχτα να φαντάζεται όλα όσα μετέφρασε, να τα σκιτσάρει, να τα χρωματίζει, να τα συνθέτει και μαζί με το σχέδιο να παρατάσσει μια πλακέτα κειμένου, μια εικόνα απ’ τη ζωή στο φαλαινοθηρικό, μια ζωγραφιά άφατης λεπτότητας και λεπτομέρειας: εδώ ο κανίβαλος, εκεί η φάλαινα, εδώ τα κουπιά, πιο πέρα το καμάκι, αυτός που το κρατά τρυπάει τον αέρα, στέκει σε δεινή ισορροπία μέσα στη βάρκα, ο καπετάνιος τού δίνει εντολές, δεν τον αφήνει σε ησυχία, δεν τον αφήνει να βάλει όλη του τη δύναμη στο καμάκι, να το τινάξει με σφοδρότητα, να σημαδέψει καλά, να πετύχει το λευκό θηρίο, την ψύχωση του Αχαάβ.

Έτσι όπως παρατάσσονται τα σχέδια, εδώ ένα σύννεφο, πιο πέρα η θάλασσα, φαντάσματα-μορφές, εσωτερική εικόνα εγκεφάλου, κρανία γυμνά, δίνες, στρόβιλοι, κύματα θεόρατα που τα σκεπάζουν όλα, ανθρώπινες ψυχές που δεν φαίνονται αλλά γράφεται στο χαρτί η παρουσία τους συμβολικά και μυστηριακά, ένα πλήθος σχήματα που χωρίς να εκφράζουν αμεσότητα, σου μεταδίδουν μια αίσθηση του μυστηρίου της ζωής.

Αυτά είναι τα Στορίσματα του Α. Κ. Χριστοδούλου, αποτυπωμένα με βάση το μυθιστόρημα του Χέρμαν Μελβίλ Μόμπυ-Ντικ ή Η φάλαινα, καθώς τα εκθέτει στο Κέντρο Τέχνης του Βόλου «Ντε Κίρικο».

ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ

*

*

*