Month: Μαΐου 2024

Ελεύθερος Μουνοσπάστης

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Οι κάτοικοι του Αγίου Πέτρου ξύπνησαν την Κυριακή για να πάνε στην εκκλησία. Η απόσταση από τα σπίτια τους έως τον οίκο του Θεού, όμως, μετετράπη εις οδόν της απωλείας, καθότι παραμόνευε στο διάβα τους ο ίδιος ο εξαποδώ, καρφιτσωμένος στους υαλοκαθαριστήρες των αυτοκινήτων τους υπό την μορφήν βδελυράς δακτυλογραφημένης φυλλάδος.

Και μόνον τον τίτλο να διάβαζε κανείς, έπρεπε να κλείσει από τώρα καζάνι στην κόλαση: «Ελεύθερος Μουνοσπάστης» έγραφε πάνω-πάνω.

Κι ευθύς αμέσως το σύντομο σημείωμα του εκδότου:

«Αγαπητοί ΧΩΡΙΑΤΕΣ του Αγίου Πέτρου, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να σας αναγγείλουμε ότι μετά από συλλογή υλικού δύο ετών, η εφημερίδα μας δύναται να γράφει τα τοπικά νέα του χωριού. Ας αρχίσουμε λοιπόν…»

Από εκεί και κάτω κυλούσε ο βόρβορος της αμαρτίας ορμητικός κι αφρισμένος και παράσερνε του παπά τα γένια και της μαϊμούς τον κώλο: (περισσότερα…)

Τελειώνει ποτέ ένα κείμενο;

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Τελειώνει ποτέ ένα κείμενο; Όταν το παραδίδεις στον εκδότη, άψογο όπως νομίζεις, έχεις για λίγο την ψευδαίσθηση ότι ξεμπέρδεψες μαζί του. Φτάνουν όμως οι πρώτες διορθώσεις και συνέρχεσαι. Ακολουθεί πάλη κανονική με τις λέξεις, τα μολύβια βγαίνουν από το συρτάρι, οι κόκκινες πένες πιάνουν δουλειἀ, πρώτο και δεύτερο και τρίτο πέρασμα, μέχρι το τυπωθήτω. Ο διορθωτής και ο επιμελητής (τι φιλάνθρωπα επαγγέλματα – έπρεπε να έρθει το ίντερνετ για να το κατανοήσουμε πλήρως!), οι τροχονόμοι της γραφής λοιπόν σου ανοίγουν τα μάτια: το άψογο δεν είναι τόσο άψογο όσο το νόμιζες, υπάρχουν ακόμη ασάφειες, ανακολουθίες, σημεία θολά.

Αλλά και μετά το τύπωμα, οι φορές που πέφτεις πάνω σ’ ένα λάθος, σ’ ένα στίχο, σ’ ένα χωρίο προβληματικό είναι κάμποσες. Και τότε λυπάσαι που δεν πρόλαβες να το τσιμπήσεις όταν έπρεπε. Και ευελπιστείς ότι, σε μια ξανακοιταγμένη ανατύπωση ή εντελώς νέα έκδοση, θα σου δοθεί κάποτε η ευκαιρία να επανορθώσεις. Και όταν φτάνει επιτέλους αυτή η ευκαιρία (όχι τόσο συχνά όσο θα το ήθελες…), ώ του θαύματος, όλα ξεκινούν και πάλι απ’ την αρχή. Και πάλι διορθώσεις, πρώτο και δεύτερο και τρίτο πέρασμα. Και πάλι ανακολουθίες. Και πάλι λάθη και ασάφειες και σημεία θολά! Μα πού κρύβονταν τόσο καιρό, αναρωτιέσαι. Πώς δεν τα είδα, πώς δεν τα είχαμε δει;

Τελειώνουν λοιπόν ποτέ όλα αυτά; «Τα ποιήματα δεν τελειώνουν – εγκαταλείπονται», απαντά βαρύθυμα από τον αιώνα του ο Πωλ Βαλερύ. (περισσότερα…)

Αυτό δεν είναι ποίημα

*

Ο ήλιος λαμπυρίζει πίσω απ’ τον καπνό
κάτω από τα δέντρα ο θάνατος γυρίζει
στρέφει το κεφάλι, στα μάτια με κοιτά
στα χέρια του βαστά σωρούς τα θεία δώρα.

Οι μίσχοι σαν απλώνουν –θέαμα τερπνό!–
φωνές των μυρμηγκιών δείχνουν να κυκλώνουν
το σπίτι του φονιά και να το προσπερνούν
για πού μετά κινούν κανείς δεν ξέρει τώρα.

Τι σ’ ενδιαφέρει σήμερα ποιητή
σε ποιο του κόσμου θαύμα η πένα θα σε φέρει;
Στους λύκους που διψάνε, στα ελάφια που πεινούν,
στις πέτρες που πετούν οι κιόλας τους θαμμένοι;

Τι ’ναι αυτό που φτάνει στ’ αμόλυντο χαρτί –
υπόσχεση πώς δίνει τον χρόνο να γλυκάνει;
Στου αίματος τη ζάλη, στη δίνη του καιρού
τα άνθη του Μαγιού νεκρό θε να προσμένει.

Postscriptum

(Στο δίλημμα το «Σάττι διαλέγεις ή Σατί;»
για μένα τον φτωχό πάντα θα λείπει κάτι –
κι από τη σιωπή του κάθε στοχαστή
καλλιά ’χω ν’ ακουστεί ότι χασμουριέμαι).

ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΛΑΦΡΟΣ

*

*

*

 

 

Λόγος περί της θλίψης

*

ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΑ | 29.v.24
Κείμενα – Φωτογραφίες ΗΛΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΣ

*

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ

Όπως η χλόη φύεται στις χαρακιές των βράχων
Όπως πυκνώνει στα κενά και ανυψώνεται
Ανάμεσα από ξύλα πέτρες και νερά η περικοκλάδα
Έτσι κι η θλίψη μου θεριεύει χόρτο πρόθυμο
Καταλαμβάνοντας κενά της αμεριμνησίας
Και βάζοντας φωτιά σε γλυκασμούς

Χορταριάζω ολόκληρος από μελαγχολία
Και δεν φταίει γι᾽ αυτό ο καιρός κι η εποχή
Παρά μόνον ο κρύος άνεμος
Που μέσα μου φυσάει
Κι έχει σκοπό να με παγώσει
Και να με σπάσει σαν το κρύσταλλο

* (περισσότερα…)

«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [3/3]

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Συνέχεια από το πρώτo και δεύτερο μέρος ]

~.~

Την επόμενη ημέρα, ο συντάκτης του άρθρου περί της τραγωδίας των ποιητών –ο τίτλος συνεχίζει να διατηρεί την κεφαλαία γραμματοσειρά–, επανέρχεται με περισσότερες λεπτομέρειες για τις κινήσεις των πρωταγωνιστών αλλά και την εξέλιξη της εξαφάνισης του έρμου του Μιράνα, βάζοντας ως υπότιτλο κάποιους στίχους από μιαν επιγραφή που βρέθηκε στην Πομπηία στην πύλη της έπαυλης του Ιοκκούντου, αφού κατά την άποψή του ταιριάζει περίφημα στην περίσταση των ερωτευμένων και δηλώνει πως ο Βαφόπουλος και η Ανθούλα θα ήταν πραγματικά ευτυχισμένοι αν δεν έδιναν βάση στα λόγια των συκοφαντών:

«Όποιος γνωρίζει ν’ αγαπά, ας είν’ ευτυχισμένος. Όποιος δεν ξεύρει ν’ αγαπά ας πάη να χαθή! Μα όποιος σ’ εμποδίζει ν’ αγαπάς , στο διάβολο ας πάη!»

~.~

Εφημερίς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Δευτέρα, 15 Φεβρουαρίου 1932

ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΖΕΥΓΟΥΣ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΕΚ ΤΟΥ ΧΘΕΣΙΝΟΥ

Ο ποιητής δεν ήξευρε φαίνεται τους στίχους του Κάτουλου: Ας αγαπιούμαστε φίλτατη Λεσβία χωρίς να δίνουμε προσοχή στα λόγια του κόσμου. Αν δεν αφίσουμε την καρδιά μας ελεύθερη τι έχουμε να κερδίσουμε σ’ αυτόν τον κόσμο; Μια νύχτα μαύρη θα μας σκεπάση και θα πάη άδικα η μικρή ζωή μας. (περισσότερα…)

Ἐξωτικὸ κάλεσμα

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Εἶν’ ἕνα «βιβλίο τσέπης» τῶν πενήντα σέντς. Σχῆμα 16ο. Σελίδες, κείμενο μαζὶ μὲ τὶς εἰκόνες, ὄχι παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα.[1] Μιὰ ἀπὸ τὶς ἀναρίθμητες ἐκλαϊκευτικὲς ἐκδόσεις Tέχνης ποὺ γεμίζουνε τὰ βιβλιοπωλεῖα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τῆς Εὐρώπης.

Ὅμως, μέσα σὲ τοῦτο τὸ βιβλιαράκι εἶναι κλεισμένη μιὰ μαυλιστικὴ φωνή, ἕνα τραγούδι σειρήνας. Περιμένει νὰ τ’ ἀνοίξεις, ἐσύ, ὁ φυλακισμένος ἀπὸ τὸ χειμώνα καὶ τὴ δουλειά σου, ὁ δεμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ δειλὸ κι ἀναποφάσιστο ἑαυτό σου μὲ τοὺς δρόμους καὶ τὰ σπίτια καὶ τὰ καφενεῖα καὶ τοὺς κινηματογράφους μιᾶς ἐπαρχιώτικης πολιτείας, γιὰ νὰ σοῦ ψιθυρίσει στ’ αὐτὶ τὸ γοητευτικὸ κάλεσμά του.[2]

Εἴκοσι χρωματιστὲς φωτογραφίες πινάκων τοῦ Πὼλ Γκωγκὲν[3] ξετυλίγουνε μπροστὰ στὰ θαμπωμένα μάτια σου ἰσάριθμες ἀπόψεις ἑνὸς πρωτόγονου τροπικοῦ παράδεισου. Εἶν’ ἡ Ταϊτὴ κι ἡ Χίβα-Ὄα,[4] ἀπίθανα, ὀνειρικὰ νησιὰ τοῦ Εἰρηνικοῦ, ὅπως τὰ κράτησε στὸ μουσαμά του, αἰχμάλωτα τῆς αἰωνιότητας, ὁ «καταραμένος» ἐκεῖνος ζωγράφος. Ἕνας τόπος παντοτεινοῦ καλοκαιριοῦ καὶ παράξενης, ἐξωτικῆς ὀμορφιᾶς. Ἕνας κόσμος φωτεινός, λαμπερός, ὁλοκαίνουργιος, λὲς καὶ βγῆκε μόλις ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.

Χρώματα ζεστὰ χτυπητά, βάρβαρα, δεμένα ὅλα μαζὶ σ’ ἕνα ὀργιαστικὸ ἀγκάλιασμα χυμοῦνε καὶ γεμίζουνε τὰ μάτια σου. Τὸ πράσινο τῆς τροπικῆς βλάστησης εἶναι τόσο δυνατὸ ποὺ βάφει μὲ τὸ ἴδιο χρῶμα τ’ ἄσπρο ἄλογο καθὼς πίνει νερὸ ἀπὸ τὸν ποταμὸ καὶ δίνει ἀκόμη καὶ στ’ ἀνθρώπινα πρόσωπα κάποτε μιὰ πρασινωπὴ ἀπόχρωση. Τὰ κόκκινα χαμολούλουδα μοιάζουνε μὲ φλόγες ποὺ χυθήκανε νὰ κάψουνε τὴ γή. Ἄλλα λουλούδια μενεξελιά, κίτρινα ἢ γαλάζια φαντάζουνε σὰ μεγάλα πανιὰ  ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο τὰ βουτήξανε στὴ μπογιὰ καὶ τά ’χουν ἁπλώσει κατάχαμα νὰ στεγνώξουνε. Τὸ ἴδιο μενεξελὶ χρῶμα ἔχουνε συχνὰ κι οἱ κορμοὶ τῶν δέντρων, ἀκόμη καὶ τὰ φυλλώματά τους. Τὰ νερὰ τῶν ποταμῶν ἢ τῶν πηγῶν χρωματίζουνται βαθυγάλανα ἢ κοκκινωπὰ ἀπὸ μυστηριώδικες, ἄγνωστες αἰτίες. (περισσότερα…)

Ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο κύριος Ευγενίδης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Ο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΚΑΙ Ο κ. ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ

Ο Ευγένιος Ευγενίδης (1882-1954), εφοπλιστής και εθνικός ευεργέτης, μου έφερε στον νου την περίφημη σύνδεσή του με την ποίηση, μέσα από την Έρημη χώρα του Έλιοτ. Θυμίζω τους στίχους από το τρίτο μέρος της συλλογής «Το κήρυγμα της φωτιάς»:

Ανύπαρκτη πολιτεία.
Κάτω από τη φαιά ομίχλη ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο κύριος Ευγενίδης, έμπορος εκ Σμύρνης
Αξύριστος, με τις τσέπες γεμάτες σταφίδες
Κατευθείαν για Λονδίνο: φορτωτικές πληρωτέες άμα τη εμφανίσει,

Με κάλεσε με τα άξεστα γαλλικά του
Για γεύμα στο Κάνον Στρητ Οτέλ
Και μετά για ένα σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.

Το ποίημα εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1922 αλλά γραφόταν επί αρκετά χρόνια και είχε ολοκληρωθεί πριν την Καταστροφή του Αυγούστου του 1922. Η αναφορά σε έναν Σμυρναίο έμπορο δεν είναι παράδοξη καθώς το ανατολικό ζήτημα απασχολεί έντονα τη βρετανική ζωή εκείνα τα χρόνια. Όμως έχει και μία πραγματική αφορμή. Ο Έλιοτ γνώρισε τον Ευγενίδη τον καιρό που εργαζόταν στο Σίτυ ως τραπεζικός υπάλληλος, στην Lloyds Bank όπου προσλήφθηκε το 1917 και παρέμεινε ως το 1925. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Ευγενίδη (που δεν ήταν Σμυρναίος, γεννήθηκε το 1882 στο Διδυμότειχο, αλλά δραστηριοποιείτο στο εμπόριο με την Σμύρνη) αναδείχθηκε πολύ νωρίς στην οργάνωση των μεταφορών και το διεθνές εμπόριο. Ήδη από το 1902 εργαζόταν σε μια βρετανική ναυτιλιακή εταιρία, στην Doro’s Brothers και τέσσερα χρόνια αργότερα προσλήφθηκε ως γενικός διευθυντής στο ναυτιλιακό πρακτορείο Reppen. Υπήρξε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σκανδιναβικής ξυλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ανέλαβε την πρακτόρευση της σουηδικής ναυτιλιακής εταιρείας Svenska Orient Linien. Ως προς τις μεθόδους πλουτισμού δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο στίχος για πρόσκληση σε γεύματα και weekend προς έναν τραπεζικό υπάλληλο είναι προφανής, αρκεί για τα περαιτέρω. Το πρωτεύον μοτίβο που αντηχεί σε όλο το ποίημα ωστόσο, είναι άλλο. Είναι το μοτίβο ενός προφήτη, ενός οραματιστή. Ο Έλιοτ βλέπει τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο, αισθάνεται (και είναι) ένας από τους λίγους που μπορούσαν να δουν και να κατανοήσουν τη διεφθαρμένη και έρημη προοπτική του μοντέρνου κόσμου γύρω του. (περισσότερα…)

Ο χρόνος

*

ΠΕΡΙΔΙΝΗΣΗ

Κι αν μας ευλόγησαν οι καιροί με ανακωχές
ή αν μας καταράστηκαν με μάχες
μη γελιέσαι·
δεν είναι που το αξίζαμε, μήτε τό ’να, μήτε τ’ άλλο.
Καβαλάρηδες βρεθήκαμε μονάχα
σε μια σπείρα του τρυπανιού της ιστορίας,
που στρέφεται και προχωρεί
σε μιαν αέναη διάτρηση του χρόνου.
Κι είναι η μόνη που μας μένει επιλογή
να λικνιστούμε στον ρυθμό της περιδίνησης.

~.~

Ο ΧΡΟΝΟΣ

Ανακωχή ζητώ η τρελή
στου χρόνου τ’ άτιμο σκυλί,
μα εκείνο, δε φιλιώνει·
είναι διώκτης μου γοργός
ο χρόνος ο σιδηρουργός·
με πελεκάει στ’ αμόνι.

Ο χρόνος ντύνεται γιατρός·
και σύμμαχος· και κηπουρός·
φυτεύει στην αυλή μου
του παραδείσου τη μηλιά,
βάτους, βοτάνια, περγουλιά,
και ρόδο της ερήμου.

Ο χρόνος είναι συνοδός·
μ’ έχει αγκαζέ του συνεχώς·
τις τσέπες μου γεμίζει
μ’ ορμήνιες σε παλιόχαρτα,
στου κόσμου την εξώπορτα
ως με ξεπροβοδίζει.

ΑΝΝΑ ΣΠΥΡΑΤΟΥ

*

*

*

25 Μαΐου 2011 – Δεκατρία χρόνια χαμένος

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ, 1955-2011
( έργο του Παναγιώτη Μητσομπόνου )

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

*

25 Μαΐου 2011 – Δεκατρία χρόνια χαμένος

Με τον ποιητή Γιάννη Βαρβέρη υπήρξαμε φίλοι, συνάδελφοι στην κριτική του θεάτρου και συμπαίκτες στη ρουλέτα. Ο Βαρβέρης γαλουχήθηκε στα χαρτοπαικτικά ήθη από μικρός, πέρασε ατέλειωτα βράδια στην ήπια παρακμή μισοξεχασμένων ελληνικών λουτροπόλεων, παρέα με χήρες στρατιωτικών και συζύγους μεσοαστών συμβολαιογράφων. Σύντομα έγινε μαιτρ σε όλων των ειδών τα παίγνια— απότοκο μάλιστα αυτής της ειδημοσύνης υπήρξε ο μικρός οδηγός χαρτοπαικτικής συμπεριφοράς με το εύγλωττο όνομα: Κόψε. Φιλάσθενος από πολύ ενωρίς και τα τελευταία χρόνια καταβασανισμένος από την επιδείνωση της υγείας του, δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις απολαύσεις και (μεταξύ των κρίσεων που τον καθήλωναν στο σπίτι ή στο νοσοκομείο) έβγαινε για να τις αναζητήσει. Πάντοτε κομψός μα χωρίς ποτέ να ξεπέφτει στην επιτήδευση, λεπταίσθητος και οπλισμένος με το άσβεστο βιτριολικό του χιούμορ, νωχελής και αργοβάδιστος, παλαιότερα από ιδιοσυγκρασία και εσχάτως εξ ανάγκης. Και ήταν όντως χάρμα οφθαλμών να τον παρατηρείς να καταπλέει σάμπως σε δύσκολο λιμάνι, με ελιγμούς περίτεχνους, λεπτό προϋπολογισμό των εμποδίων και επιφύλαξη κινητική που φανέρωνε ιδιαίτερη σπουδή. Ορισμένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά των σωματικών του αντιδράσεων μετέφεραν αυτούσιο το στίγμα τους και στην όλη συγκρότηση του Βαρβέρη, στη ζωή και στο παιχνίδι: μιλώ για τους στοχαστικούς ανάγυρους, την ακρίβεια και τη διαισθητική πρόνοια που τον διέκρινε στις εκτιμήσεις του. Στο καζίνο έπαιζε Black Jack και ρουλέτα με εξαιρετικές επιδόσεις — γιατί ήταν παίκτης ολκής ο Βαρβέρης. Προλάβαμε μαζί τις παλιές, αργοκύλιστες γαλλικές ρουλέτες (τότε που ανάμεσα στο Faites vos jeux και στο Rien ne va plus υπήρχε αρκετός χρόνος για την αποτίμηση της ροής των αποτελεσμάτων και τον σχεδιασμό της επόμενης κίνησης) και είχα πολλές ευκαιρίες να παρατηρήσω τη συμπεριφορά του στο τραπέζι του περιστροφικού ιλίγγου. Ως μεθοδικός παίκτης έδινε μεγάλη σημασία στην διαχείριση κεφαλαίου και επέλεγε στοιχηματικούς τύπους ισχυρών πιθανοτήτων. Η σκευή του η πολεμική, αμυντική εκ φύσεως, διέθετε και εντελώς αντίθετα όπλα: αιχμές αντί καμπυλών, ασωτία διαθέσεων έναντι σφιχτής λογιστικής τάξεως και αστραπιαίες αντεπιθέσεις με μεγάλη αίσθηση του ρίσκου. Ήταν προικισμένος δηλαδή με τον σπάνιο συνδυασμό σύνεσης υπολογιστικής και τόλμης αλματικής. Πλεονεκτήματα που άστραφταν και με τα οποία ο Γιάννης κέρδισε πολλές αναμετρήσεις που φαίνονταν χαμένες. Μα το παιχνίδι, κάθε παιχνίδι στη ζωή, κάποτε δυσκολεύει, παίζεις με μια τύχη απλή, η μπίλια πέφτει στο zero και χάνεις. (περισσότερα…)

Τζακαράντες

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Ο Γιώργος Σεφέρης φαίνεται πως έκθαμβος πρωταντίκρισε σε πλήρη ανθοφορία τις τζακαράντες τον Οκτώβριο του 1941, στην Πρετόρια της Νότιας Αφρικής. Γράφει στο ημερολόγιό του (Μέρες Δ΄) την Τρίτη [14] Οκτώβρη 1941: «Η τζακαράντα, το δέντρο με τα μενεξεδένια μάτια, που κρατά καστανιέτες». Και συμπληρώνει δέκα μέρες σχεδόν μετά (Σάββατο, 25 Οκτώβρη):

«Οι τζακαράντες αρχίζουν τώρα να πρασινίζουν. Σε λίγο η μενεξεδένια χάρη τους θα έχει χαθεί. Μοιάζουν σαν τα όμορφα παιδιά που ασκημίζουν μεγαλώνοντας».

Το μενεξεδένιο χρώμα της κι οι καρποί της που μοιάζουν στις ισπανικές καστανιέτες υποβάλλουν ακαριαία στον ποιητή την αίσθηση της χορευτικής κίνησης. Κι έτσι χορεύοντας τις παρουσιάζει στο ποίημα που γράφει πάλι εκεί στην Πρετόρια, μάλλον προς το τέλος του ίδιου μήνα, όπως φανερώνει κι η αναφορά στον Ευπλόκαμο Νυχθήμερο, που απάντησε στον Ζωολογικό κήπο (26 Οκτώβρη. Την ίδια αυτή χειρόγραφη ένδειξη του ποιητή φέρει εξάλλου κι ο φάκελος που περιέχει το αυτόγραφο, στο Αρχείο του: «Της Μαρώς KERK STR. OOST 1941 τ’ άη Δημήτρη»).

KERK STR. OOST, PRETORIA, TRANSVAAL

Οι τζακαράντες παίζοντας καστανιέτες και χορεύοντας
ρίχναν γύρω στα πόδια τους ένα μενεξεδένιο χιόνι.
Αδιάφορα όλα τ’ άλλα, κι αυτό
το Βένουσμπεργκ της γραφειοκρατίας με τους διπλούς
του πύργους και τα διπλά του επίχρυσα ρολόγια
ναρκωμένο βαθιά σαν ιπποπόταμος μες στο γαλάζιο.
Και τρέχαν τ’ αυτοκίνητα δείχνοντας
γυαλιστερές πλάτες όπως τα δελφίνια.
Στο τέλος του δρόμου μάς περίμενε
δρασκελώντας αργόσχολα μες στο κλουβί του
ο ασημένιος φασιανός της Κίνας
ο Ευπλόκαμος Νυχθήμερος, όπως τον λένε. (περισσότερα…)

Ωδή στο Café Degenhardt

*

Ωδή στο Café Degenhardt

Κοινωνία της διασκέδασης, της καλοπέρασης
Σ’ αυτήν ανήκω εγώ
Κι ολόκληρη η γενιά μου
Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι
Τις μέρες μας έχουμε ζήσει σε τέτοια καφέ
Με μοντέρνα διακόσμηση
Που κρατάνε στοιχεία από τα παλιά
Δεκαετίας ’70 σαν εκείνα
Που ήξερα στη Φωκίωνος Νέγρη
Στην πατρίδα μου Αθήνα
Τα ζαχαροπλαστεία της Πλατείας Βικτωρίας
Ή του Κολωνακίου
Το Café Degenhardt δεν είναι
από τ’ αγαπημένα μου εδώ
στην πόλη που με φιλοξένησε καιρό
Δεν είναι αξιοπρόσεκτο σαν το Maldaner
Το ιστορικό κι αριστοκρατικό
Δεν είναι πρώτο στην καρδιά μου σαν το Blum
Αλλά έχω αφήσει ωραίες στιγμές
Στο Café Degenhardt
Στα καθίσματά του, στα τραπέζια του
Στα πιάτα και τα φλυτζάνια του (περισσότερα…)

«Το τραγικόν ειδύλλιον δύο ποιητών» [2/3]

*

Γράφει η ΕΙΡΗΝΗ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

[ Συνέχεια από το πρώτο μέρος ]

~.~

Εφημερίς ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Σάββατον, 13 Φεβρουαρίου 1932

ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΟΝ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ ΔΥΟ ΠΟΙΗΤΩΝ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΡΩΤΟΣ

Ούτε και χθες υπήρχε καμμιά πληροφορία σχετικώς με τον εξαφανισθεντα ποιητήν κ. Βαφόπουλον. Η δ)νίς Ανθούλα Σταθοπούλου προσήλθε μόνον εις τα γραφεία μας και με σπαραγμόν ψυχής μας είπε τα εξής:

— Τίποτε ακόμη και από πουθενά καμμιά πληροφορία. Ίσως να πήγε στο Άγιον Όρος. Το πιθανότερο είναι αυτό! Ήταν ένας άνανδρος… Φέρθηκε ελεεινά. Αγαπιούμασταν με έναν ξεχωριστό τρόπο. Δεν ήταν έρωτας αυτός. Ήταν μια σωστή φρενοπάθεια. Έσκυβε να μου φιλήση το χέρι και κατέληγε σε δάγκωμα. Ξεύρω πως μ’ αγαπά και πως μια μέρα θα γυρίση. Αχ… αν γυρίση.

Είχεν ένα σφύριγμα στην φωνή της. Τα παράξενα γαλανά μάτια της, απ’ τα οποία ξαφνικά ανέβλυζαν δάκρυα και ξέφευγαν αστραπές, έδειχναν όλη την τρικυμίαν της ψυχής της, την καταιγίδα που είναι έτοιμη να ξεσπάση.

— Ας είναι, συνεχίζει, η ιστορία αυτή δεν θάχη φοβερό τέλος γι’ αυτόν. Εγώ θα πεθάνω, να ιδήτε. Όλα έχουν κάποιο τέλος. Και η δική μου περιπέτεια ασφαλώς θα τελειώση, ασφαλώς αλλά μ’ έναν τρόπο… θα ιδήτε… α! μια στιγμή! Κάποια εφημερίδα έγραψε πως ντύθηκα στα μαύρα μια και τον έχασα. Όχι. Πενθώ το χαμό της αδελφής μου που έγινε τώρα και δυο-τρεις μήνες. Και τι δεν έχω να πενθήσω εγώ; Το σπίτι μου σαρώθηκε. Δέκα χρόνια τώρα όλο και γκρεμίζονταν. Πέθανε η μαμά, ο αδελφός, η αδελφή μου. Το σπίτι μας ρήμαξεν. Όλο πτώματα γύρω και ρημάδια. Τάφοι και μαύρα ρούχα. Κάπου, κάπου μια ώρα χαράς και ύστερα μέρες, μήνες, χρόνια θλίψης. Ζω μέσα σε μια βαθύτατη οδύνη!

Έφυγε. Αργά. Με βήμα σταθερό. Τα μάτια της ήταν στεγνά. Τα χείλη σφιγμένα.

— Αχ, αν γύριζε!

Κι είχεν έναν τόσο παράξενον τόνο στη φωνή της, τόσο παράξενο…

*

* (περισσότερα…)