Ο Τ. Σ. Έλιοτ και ο κύριος Ευγενίδης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Ο Τ. Σ. ΕΛΙΟΤ ΚΑΙ Ο κ. ΕΥΓΕΝΙΔΗΣ

Ο Ευγένιος Ευγενίδης (1882-1954), εφοπλιστής και εθνικός ευεργέτης, μου έφερε στον νου την περίφημη σύνδεσή του με την ποίηση, μέσα από την Έρημη χώρα του Έλιοτ. Θυμίζω τους στίχους από το τρίτο μέρος της συλλογής «Το κήρυγμα της φωτιάς»:

Ανύπαρκτη πολιτεία.
Κάτω από τη φαιά ομίχλη ενός χειμωνιάτικου μεσημεριού
Ο κύριος Ευγενίδης, έμπορος εκ Σμύρνης
Αξύριστος, με τις τσέπες γεμάτες σταφίδες
Κατευθείαν για Λονδίνο: φορτωτικές πληρωτέες άμα τη εμφανίσει,

Με κάλεσε με τα άξεστα γαλλικά του
Για γεύμα στο Κάνον Στρητ Οτέλ
Και μετά για ένα σαββατοκύριακο στο Μετροπόλ.

Το ποίημα εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 1922 αλλά γραφόταν επί αρκετά χρόνια και είχε ολοκληρωθεί πριν την Καταστροφή του Αυγούστου του 1922. Η αναφορά σε έναν Σμυρναίο έμπορο δεν είναι παράδοξη καθώς το ανατολικό ζήτημα απασχολεί έντονα τη βρετανική ζωή εκείνα τα χρόνια. Όμως έχει και μία πραγματική αφορμή. Ο Έλιοτ γνώρισε τον Ευγενίδη τον καιρό που εργαζόταν στο Σίτυ ως τραπεζικός υπάλληλος, στην Lloyds Bank όπου προσλήφθηκε το 1917 και παρέμεινε ως το 1925. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο του Ευγενίδη (που δεν ήταν Σμυρναίος, γεννήθηκε το 1882 στο Διδυμότειχο, αλλά δραστηριοποιείτο στο εμπόριο με την Σμύρνη) αναδείχθηκε πολύ νωρίς στην οργάνωση των μεταφορών και το διεθνές εμπόριο. Ήδη από το 1902 εργαζόταν σε μια βρετανική ναυτιλιακή εταιρία, στην Doro’s Brothers και τέσσερα χρόνια αργότερα προσλήφθηκε ως γενικός διευθυντής στο ναυτιλιακό πρακτορείο Reppen. Υπήρξε ο μεγαλύτερος εισαγωγέας σκανδιναβικής ξυλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ανέλαβε την πρακτόρευση της σουηδικής ναυτιλιακής εταιρείας Svenska Orient Linien. Ως προς τις μεθόδους πλουτισμού δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ο στίχος για πρόσκληση σε γεύματα και weekend προς έναν τραπεζικό υπάλληλο είναι προφανής, αρκεί για τα περαιτέρω. Το πρωτεύον μοτίβο που αντηχεί σε όλο το ποίημα ωστόσο, είναι άλλο. Είναι το μοτίβο ενός προφήτη, ενός οραματιστή. Ο Έλιοτ βλέπει τον εαυτό του σε αυτόν τον ρόλο, αισθάνεται (και είναι) ένας από τους λίγους που μπορούσαν να δουν και να κατανοήσουν τη διεφθαρμένη και έρημη προοπτική του μοντέρνου κόσμου γύρω του.

Αν ο Ευγενίδης επέζησε της Καταστροφής (έφτασε μάλιστα, πλοιοκτήτης πλέον ο ίδιος, να διευθύνει όλες τις σουηδικές ναυτιλιακές γραμμές στη Μεσόγειο αλλά και να έχει τον έλεγχο σημαντικών γραμμών από και προς την Ελλάδα – δικό του πλοίο ήταν το περίφημο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» ενώ στο πλαίσιο της ευεργεσίας τού χρωστούμε μεταξύ άλλων το Ευγενίδειο), διόλου δεν αναιρείται το προφητικό ποιητικό σχήμα του Έλιοτ. Διότι στην Έρημη χώρα δεν απασχολεί τον ποιητή η προσωπική μοίρα του Ευγενίδη αλλά η μοίρα της Δύσης και του κόσμου γενικότερα. Δεν μπορούμε βέβαια να μη σχολιάσουμε και τη μοίρα του ελληνικού εμπορικού κόσμου της Σμύρνης, η επιβεβαίωση του Έλιοτ είχε έρθει πριν καν δημοσιευθεί το ποίημα. Χιλιάδες Ευγενίδηδες χάθηκαν στην Ανατολή και με τα κλεμμένα γεννήθηκε η τουρκική αστική τάξη (να τα θυμόμαστε αυτά όταν, π.χ., κάνουμε μια βόλτα στην Οδό του Πέραν ή στους εμπορικούς δρόμους της Σμύρνης).

Η προφητική διάσταση κάθε μεγάλου ποιητή είναι γνωστή, στην Έρημη χώρα μάλιστα προαναγγέλλεται ρητά: το ποίημα ξεκινά με κεντρικό μότο-αναφορά στην αρχαία μάντιδα Σίβυλλα. Μια σύγχρονη Σίβυλλα είναι και η αναφερόμενη φημισμένη χαρτορίχτρα Μαντάμ Σώσωστρις (η παραπομπή στον Αιγύπτιο Φαραώ Σέσωστρι προφανής) που αναφέρεται στο πρώτο μέρος του ποιήματος και ρίχνει τις κάρτες Ταρώ.

Αν ο στίχος «C.i.f. London» παραπέμπει στο ναυτιλιακό αρκτικόλεξο cost, insurance and freight (δηλαδή αξία, ασφάλεια και ναύλος που συμπεριλαμβάνονται στην τιμή μιας φορτωτικής η οποία παραδίδεται στον αγοραστή μετά την πληρωμή της επιταγής όψεως), το μέλλον προμηνύεται σκοτεινό για κάθε αξία, κάθε ασφάλεια, κάθε ναύλο. Σκοτεινό όχι μόνο για τον μονόφθαλμο σταφιδέμπορο καθώς σβήνει, στο επόμενο μέρος του ποιήματος, μέσα στον Φληβά τον Φοίνικα που πεθαίνει στο νερό και λησμονεί πια κέρδη και ζημίες. Όσο για τον ποιητή, αυτός ως Τειρεσίας πλέον, δεν προαναγγέλλει απλώς την καταστροφή του Έλληνα εμπόρου ή της Σμύρνης (τη χρονιά που δημοσίευσε το ποίημα) αλλά την καταστροφή ενός ολόκληρου κόσμου και την μετατροπή του σε μια άγονη γη, σε μια έρημη χώρα, με ή χωρίς ευεργέτες…

~.~

Ο GEORGES BERNANOS ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΑΤΕΩΝΕΣ

Ο Ζωρζ Μπερνανός (1888-1948) είναι ένας μεγάλος συγγραφέας, καίριος για να αντιληφθεί κανείς τι είναι ο σύγχρονος αστικός πολιτισμός που ζει «Sous le soleil de Satan» και διαλύει τις πολιτείες

προς όφελος των δυνάμεων της Βιομηχανίας και των Τραπεζών, αυτής της θριαμβευτικής έλευσης του χρήματος, που ανατρέπει την τάξη των ανθρώπινων αξιών και θέτει σε κίνδυνο όλα τα απαραίτητα για τον πολιτισμό μας.

Θέλω να αναφερθώ ειδικά σε ένα βιβλίο του, στον Απατεώνα (L’ Imposture), βιβλίο που θίγει μια ιδιαίτερη όψη αυτής της διάλυσης: αυτήν ενός οπορτουνιστικού και χλιαρού ψευδοχριστιανισμού (που γνωρίζουμε πλέον κι εμείς), με μία «προοδευτική θεολογία», η οποία νομίζει πως κρύβει πίσω από διανοητικές ακροβασίες την απώλεια της πίστης. «Απατεώνας» εδώ είναι ο πατήρ Cénabre. Ένας διάσημος ιερέας και φιλελεύθερος συγγραφέας, που συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει την πίστη του, αλλά αποφασίζει να συνεχίσει να ζει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Δεν είναι διατεθειμένος να ρισκάρει με τίποτα την κοινωνική άνοδο και την καριέρα που με κόπο έχτισε. Δέσμιος του θαυμασμού των μετρίων, γνωρίζει καλά το κοινό του (που κι αυτό δεν πιστεύει σε τίποτα κατά βάθος) και το οποίο ενδόμυχα περιφρονεί. Σε αυτήν την εξαπάτηση οφείλει τις καλύτερες σελίδες του. Η αληθινή του φιλοδοξία, η υλική και πνευματική άνεση, υπερκαλύπτει τη μετριότητά του με φινέτσα και στυλ.

Ο Cénabre συχνάζει στα λογοτεχνικά σαλόνια των καθολικών και προοδευτικών διανοουμένων, όπου του έχουν πολύ μεγάλη εκτίμηση. Τα μέλη του κύκλου στον οποίο κινείται, είναι όλα ενσαρκώσεις κακίας, μετριότητας και ματαιοδοξίας που καλύπτονται κάτω από τη δεδηλωμένη επιθυμία για ατομική, πολιτική και κοινωνική πρόοδο. Αυτή η παρέα έχει δύο πόλους: ο πρώτος στρέφεται γύρω από τον κοσμικό και «ανθρωπιστή» ιεράρχη, Mgr Espelette, την ίδια φιγούρα του χλιαρού χριστιανού που πιστεύει ότι είναι «σύγχρονος». Ο δεύτερος γύρω από τον διανοούμενο Guérou, έναν τερατώδη δημιουργό λογοτεχνικών «βασιλιάδων».

Προφανείς οι διαχρονικές αναλογίες με εκδότες και συγγραφείς που αντλούν, όπως ο Cénabre, την επιτυχία τους από μια απρόσιτη ψυχρότητα που τους προστατεύει, ενισχύοντας το κύρος τους μεταξύ των θαυμαστών τους οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν πόσο τους απεχθάνονται οι ταγοί τους. Απανθρωποποιημένοι οι λογής Cénabre, κρίνουν τους άλλους με βάση το αποκλειστικό μέτρο της δικής τους ευφυΐας, στην πραγματικότητα της δικής τους επιτυχίας σε αυτόν τον κόσμο, όπου η υποκρισία συνδυάζεται με την ανελέητη υπερηφάνεια. Αλλά αυτή η αυταρχικότητα τούς προστατεύει μόνο εν μέρει, όταν γίνονται αντικείμενο παρακλήσεων αδύναμων ψυχών, όπως ο αξιολύπητος δημοσιογράφος Pernichon, που μπερδεύοντας το αγέρωχο ύφος τους και την ξηρότητά τους με πνευματικό ανάστημα, οδηγείται στην αυτοκαταστροφή.

Όλα εν τέλει στον διαφωτισμένο κόσμο του «Απατεώνα» υπηρετούν τον Εωσφόρο, που βρίσκεται στη διασταύρωση μεταξύ της απαίτησης για χωρίς όρια ελευθερία και ενός ντετερμινισμού που δημιουργεί ο διανοούμενος μόνος του, χωρίς να το συνειδητοποιεί και που τον κλείνει στα δόντια μιας παγίδας, εκεί που νομίζει ότι έχει πετύχει τον σκοπό του. Η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι όλα έγιναν ένα ταξίδι προς το τίποτα, δεν αντιπροσωπεύει τόσο μια αποτυχία ή μια τιμωρία, όσο μια λογική, αναπόφευκτη συνάντηση με τον αληθινό εαυτό ενός όντος παραμορφωμένου από υπερηφάνεια, υποκρισία και απουσία αληθινής φιλανθρωπίας. Διότι φιλανθρωπία είναι η λύτρωση από τα πάθη κι όχι η παράδοση σε αυτά.

Στο μυθιστόρημα, ο μόνος που κατάλαβε την τραγωδία του Cénabre είναι ένας άλλος ιερέας, ο πατέρας Chevance, πλήρως εμποτισμένος με την αγάπη του Θεού, μια φωτεινή και αγνή ψυχή που αφιερωμένη στην πίστη του, «κέρδισε» την περιφρόνηση συναδέλφων και συλλειτουργών του που χλεύαζαν την αδεξιότητα και την ταπεινοφροσύνη του ονομάζοντάς τον «ο εξομολογητής των υπηρετριών». Ο Chevance θα αντισταθεί στον πειρασμό της υπερηφάνειας, εντελώς ξένος σε υλικά ζητήματα και προικισμένος με διόραση που του επιτρέπει να κατανοήσει την πνευματική κόλαση στην οποία είναι εγκλωβισμένος ο Cénabre, στον οποίο λέει αυτό που θα μπορούσε να πει και προς τους διάφορους Cénabre (που πλήθυναν εσχάτως και στον ορθόδοξο χώρο), αλλά και προς όλους μας, όταν καταπιανόμαστε με τέτοια ζητήματα:

—Δεν μπορώ πια να σε ακούω έξω από το μυστήριο της Μετάνοιας.

~.~

“ΚΑΙ ΣΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΖΑΡΙΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΠΑΙΖΟΥΝ ΟΙ ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΟΙ”.

Ο Μάνος Ελευθερίου το είχε γράψει, το θυμάστε. Μια πόλη, ένας πολιτισμός δεν μπορεί να ξεφύγει από την μοίρα του, δηλαδή από την ελευθερία των κουρασμένων ανθρώπων να παραδοθούν. Δεν είναι ένα αιώνιο και ανώλεθρο Είναι μια Πόλη. Πλήθος τα παραδείγματα: Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Αθήνα. Μια πόλη είναι οι μούσες της, δηλαδή η μουσική της. Είναι ο τρόπος που θέλει να συστήνεται προς τους άλλους. Σαν Ακρόπολη. Ή σαν ένα τουριστικό υβρίδιο, κάτι μεταξύ Πρίστινας, Λαχόρης και Χαρτούμ υπό ευρωπαϊκή διοίκηση. Δεν είναι ένα αιώνιο και ανώλεθρο Είναι μια Πόλη. Αλλά το μέλλον δεν ήρθε τελικά εξαίφνης, θείε Πλάτωνα. Εμείς το φτιάξαμε. Εμείς το ρίξαμε το ζάρι.

~.~

ΕΠΙΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΚΕΝΟ
γράφει ο Κώστας Χατζηαντωνίου

*

*

*