Απ’ τις πλαγιές του Πάικου στου Αξιού τις όχθες

*
Απ’ τις πλαγιές του Πάικου στου Αξιού τις όχθες

Μόλις πιάσει να φυσάει ο βοριάς
και συρθεί στα χώματα της Ειδομένης,
γίνεται βαρδάρης

αντάρτης απ’ την χιονισμένη Τζένα
που ’κοψε δρόμο
για τις πετράρες του Καρασινάν

μικρός βοσκός της Τσέρνα-Ρέκα
που δρασκελάει απ’ τις πλαγιές του Πάικου
στου Αξιού τις όχθες

μπαρούτι και πάταγος,
αντίλαλος του Σκρα
στ’ αμπέλια της Γουμένισσας

τρελοβαρδάρης γίνεται
που φέρνει βόλτα
στης Τσιγγάνας τα στενά.

~.~

Σαλπιγκτής του 1918

Κι εσύ, στρατιώτη από τη Ρούμελη,
βρήκες μνήμα στα υψώματα του Σκρα,
κολασμένος στη ζωή και στον θάνατο.

Η μάνα κι ο δάσκαλος στο χωριό
να περιμένουν γράμμα σου
κι εσύ στον ουρανό
–να παρελαύνεις στον ουλαμό
των λασπωμένων ηρώων–
δίχως χέρι, δίχως τη σάλπιγγά σου.

~.~

Επίστρατοι

Όταν μοιράζανε τα όπλα,
εκείνος συζητούσε φωναχτά
με τους επίστρατους.
Έλεγε πως είχε κουραστεί
από τον μικροαστισμό,
πως ήθελε να φτάσει γρήγορα στο μέτωπο,
να ζωντανέψει,
κι ας πέθαινε για την πατρίδα.

Στο συνταγματάρχη άλλα έλεγε·
πως τα γερά στομάχια της πολιτικής
έπρεπε να επιζήσουν,
πως περιμένει τηλέφωνο από το υπουργείο,
πως θα ’ταν κρίμα να χαθεί στη μάχη
και να στερηθεί την ευφυΐα του η πατρίδα.

ΘΟΔΩΡΗΣ ΒΟΡΙΑΣ

~.~

*