Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Η΄: Χριστός Πάσχων

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Χριστὸς Πάσχων

Έμμετρη απόδοση Θρασύβουλου Σταύρου

Παρότι για πρώτη φορά ο τίτλος εμφανίζεται στην πρώτη έκδοση του έργου (1542), σε όλα τα χειρόγραφα που μας παραδόθηκε, ο Χριστός πάσχων μνημονεύεται ως δημιούργημα του Γρηγόριου Ναζιανζηνού. Κι ενώ σχεδόν ομόφωνα ομονοούν πως δεν προέρχεται από την γραφίδα του Ναζιανζηνού, οι μελετητές συζητούν ακόμη τον χρόνο της δημιουργίας του, με τους περισσότερους πλέον να τοποθετούν τη συγγραφή του κατά τον ενδέκατο-δωδέκατο αιώνα κι ελάχιστους να επιμένουν σε μια προγενέστερη εποχή από τον έκτο αιώνα και εντεύθεν. Παραταύτα, η συζήτηση δεν έχει λήξει ακόμη μα κι ούτε έχει ειπωθεί και η τελευταία λέξη, όχι μόνο για τον χρόνο συγγραφής μα ούτε και για το πρόσωπο του συγγραφέα· εξακολουθούν να προσφέρονται διάφορες εικασίες και υποθέσεις. Ιδιόμορφο και άτεχνο για θεατρικό έργο (προσφέρεται μάλλον περισσότερο για ανάγνωση), ο Χριστός πάσχων παραμένει γνωστός ως η μόνη σχεδόν βυζαντινή τραγωδία, γραμμένη σε ιαμβικά τρίμετρα. Το ένα τρίτο του κειμένου προέρχεται από επτά τραγωδίες του Ευριπίδη (ιδιαίτερα τη Μήδεια και τις Βάκχες), τον Αισχύλο και την Αλεξάνδρα του Λυκόφρονα. [Την ευριπίδεια εμπνοή και προθετικότητά του ο συγγραφέας την δηλώνει ανοιχτά ήδη από τους προλογικούς στίχους του έργου.] Παράλληλα παρουσιάζει και πολλά δάνεια από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και από Απόκρυφα Ευαγγέλια, όπως του Νικοδήμου και το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Η δράση ξεκινά με τη σύλληψη του Ιησού και τελειώνει με την αναστάσιμη εμφάνιση του Χριστού στους μαθητές και την Παναγία στο σπίτι όπου ήταν συγκεντρωμένοι. Παρά το γεγονός πως το έργο μιλά για τα Πάθη του Ιησού, κύριο τραγικό πρόσωπο δεν είναι ο πάσχων Χριστός αλλά η πάσχουσα Μητέρα του, και δια μέσου του θρήνου και των δραματικών διαλόγων της με τα άλλα πρόσωπα, όπως ένας χορός παρθένων, ο Μαντατοφόρος, ο Ιωάννης ο Θεολόγος, η Μαγδαληνή, ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος μεταξύ άλλων εκτυλίσσεται η υπόθεση. Ο Αλέξης Σολομός βλέποντας σε αυτό το έργο «το απαραίτητο γεφύρι ανάμεσα στην αρχαία τραγωδία και στη σύγχρονη δραματική αρχιτεκτονική», αποφαίνεται: «ο Χριστός Πάσχων είναι, σ’ εσωτερική διάθεση, η πρώτη πεντάπρακτη ευρωπαϊκή τραγωδία».

Από τους συνολικά 2610 (συν επιπλέον 30 στίχους του προλόγου), επιλέξαμε ορισμένους που εκφράζουν πιο έντονα και ζωηρά τον θρήνο της Παναγίας για το Πάθος του Χριστού, και σε ορισμένα σημεία μάλιστα απηχούν μια ορισμένη εκφραστική/γλωσσική οικειότητα/ομοιότητα με τους ψαλλόμενους μέχρι σήμερα εκκλησιαστικούς ύμνους και τα Εγκώμια του Επιταφίου. Η έμμετρη μετάφραση (δεκατρισύλλαβοι ίαμβοι) του Θρασύβουλου Σταύρου έγινε για την πρώτη σύγχρονη θεατρική παράσταση του έργου από το –τότε Βασιλικό- Εθνικό Θέατρο, στις 23 Απρίλη του 1964, και εκδόθηκε από την Εταιρεία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη. Οι φωτογραφίες της παράστασης, που συνοδεύουν την παρούσα ανάρτηση, προέρχονται από το Αρχείο του Θεάτρου.

~·~

*

*

Τα Πάθη του Χριστού
Χριστός Πάσχων

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Σωπάστε και χαθήκαμε· σωπάστε, φίλες.
Μη βγάλετε μιλιά· το γιο μου θα ρωτήσω,
γιατί πολύ κοντά στο θάνατο τον βλέπω.
Φώναζε δυνατά μια λέξη, ναι, μια λέξη,
κι έγειρε το κεφάλι του το τιμημένο.
Τι βλέπω, αλί! Νεκρό το σώμα σου, παιδί μου!
Είναι για ν’ απορεί κανείς· πριν από λίγο
με βροντερή φωνή κάλεσε τον Πατέρα,
τόσο, που η γη ταράχτηκε βαθιά ως τα σπλάχνα,
και φοβερά αντιλάλησε πέρα για πέρα
και να βαστάξουν δεν μπορούσανε τα μάτια
τη θέα τη φοβερή· να, τώρα δα το βλέμμα
ύψωσα προς αυτόν, κι ώρα πολλή δεν είναι
που το λαμπρό της μέρας φως κοιτούσε κι ο ίδιος.
Και τώρα, γιε μου, τι έπαθες; Πώς χάνεσαι έτσι;
Ω μίλησε, απ’ το στόμα σου θέλω να μάθω·
γιατί η καρδιά, που όλα ποθεί να τα μαθαίνει,
ως και στις συμφορές τον πόθο δεν αφήνει.
Αχ αχ!
Να συμφωνούν αυτά μ’ όσα είχαν προφητέψει;
Αχ τι να κάμω; Δεν αντέχει πια η καρδιά μου.
Χαρούμενη δεν είναι του παιδιού μου η όψη,
το χρώμα του έχει αλλάξει, η ομορφιά του σβήνει.
Φοβούμαι να τον δω, και πώς να τον αγγίξεις,
σα βλέπεις πως απλώθηκε στη γη σκοτάδι,
πως σείστηκε όλη η γη και ράγισαν οι βράχοι;
Αχ πάμε, δεν μπορώ τα βλέμματα να υψώσω
και να τον δω· πονώ, κι ο πόνος με λυγίζει.
Το ξέρω πως θα φτάσουνε γοργά σε τέρμα,
μα ο πόνος ξεπερνά και σταθερές ελπίδες.
Πώς πας στον Άδη, ω γιε του βασιλιά των όλων,
από έγνοια στους πρωτόπλαστους και στο χαμό τους;
Άφησες την ψυχή σου αυτόθελα, το πνεύμα
στον Πατέρα παράδωσες, και πήγες στα ύψη·
ο θάνατος, αλλιώς, ποτέ δε σε νικούσε.
Τα λόγια που είπες στον Πατέρα τα ’χω ακούσει.
Αλλ’ απ’ τη γη γιατί σε παίρνει; Για ποιο λόγο
θέλησε να ’βρεις θάνατο έτσι ντροπιασμένο;
Τη μάνα που σε γέννησε πώς την αφήνεις
έρημη; Να ’τανε, αχ, να πέθαινα μαζί σου!
Ποια πολιτεία θα με δεχτεί τώρα που φεύγεις;
Ασφαλισμένη στέγη και άσυλο ποιος ξένος
σε ξένη χώρα δίνοντάς μου θα με σώσει;
Κανείς. Λοιπόν θα σε προσμένω λίγο, μήπως
την τρίτη, τη λαμπρόφεγγη αντικρίσω μέρα,
σαν που είπες προμηνώντας την ανάστασή σου
και πιστεύω κι εγώ. Ω, αυτή με ζει η ελπίδα,
όσο κι αν τώρα, βλέποντάς σε σταυρωμένο,
θρηνώ, και πιο πολύ για μένα, που δε σ’ έχω,
παρά για σένα· πιο νεκρή είμ’ εγώ από σένα.
Αχ, κάλλιο εγώ να πέθαινα, παιδί μου, αλήθεια·
γλύκα για με η ζωή δεν έχει, είμαι χαμένη.
Η νύχτα κιόλα απλώνεται στα βλέφαρά μου·
Χάθηκα, στων νεκρών ποθώ να πάω τη χώρα·
τώρα τη νύχτα λαχταρώ του Κάτω Κόσμου·
εκεί ποθώ να μένω, αφού πια δε σε βλέπω.
Τα σωθικά ένας πόνος μου ’σφαξε· το στόμα
δεν μπορεί να τον πει, η καρδιά να τον βαστάξει.
Από χείλια κλειστά κι από σβησμένα μάτια
πώς να ’βρω εγώ παρηγοριά, η θλιμμένη μάνα;
Του κάκου εγώ λοιπόν σ’ ανάθρεφα, παιδί μου,
εσέ, που την τροφή πλούσια μοιράζεις σε όλους;
Του κάκου βασανίστηκα, για να ξεφύγω
τα χέρια εκείνων που ήθελαν να σε σκοτώσουν
απ’ τη στιγμή που εγώ σε γέννησα με θαύμα;
Δεν το πιστεύω, κι ας θρηνώ κι ας χύνω δάκρυα.
Σε γέννησα και πώς σε γέννησα το ξέρω·
γι’ αυτό μεγάλες είχα η δόλια ελπίδες ότι
θα με γεροκομούσες, πως τα δυο σου χέρια
θα με νεκροστολίζανε στο θάνατό μου,
που να με μακαρίζουν όλοι· και δε χάνω,
κι ας πέθανες, εκείνη τη χρυσή μου ελπίδα.
Γλυκιά λαλιά, που ολόγλυκη χαρά μού δίνεις,
πρόσωπο λατρευτό, ομορφιά λαχταρισμένη,
ανείπωτη ομορφιά μοναδική στον κόσμο,
αχάραγη, μορφής αχάραγης, εικόνα,
πώς σκοτεινιάζεις τώρα; Πώς να σε κοιτάξω;
Γιατί έτσι σιωπηλό κι έτσι κλειστό το στόμα;
Παιδί μου, μίλησέ μου, παρηγόρησέ με,
μια λέξη σου ζητάει η δύστυχή σου μάνα.
Εσύ ’σαι ο γιος μου κι ο Θεός μου, κι ας σε βρήκε
θάνατος θλιβερός· αυτός χαρίζει σε όλους
αθανασία, και δόξα αθάνατη αυτός φέρνει
κι απέραντη χαρά στο γένος των ανθρώπων.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Υπομονή κι ας σε τραβά η ορμή του θρήνου,
κυρά των όλων, γιατί αυτόθελα πεθαίνει.
Έτσι το δαμαστή του ανθρώπου θα δαμάσει
και τιμωρός, ο Δυνατός, και πάλι θα ’ρθει.
Το σώμα βράζοντάς μου σε χρυσό λεβέτι,
σε νέα ζωή ―ω σοφία και θαύμα!― θα με φέρει·
με τέχνη απάνωθέ μου ξύνοντας τη φλούδα
παλιάς κακής αρρώστιας φθαρτικής του ανθρώπου
τη λάμψη νεανικής ακμής θα μου χαρίσει.
Τώρα όλους γερατειά πανάθλια τους παιδεύουν,
η συμφορά η βαριά που για πηγή της έχει
το σφάλμα της παλιάς ξεγελασμένης μάνας.
Μα απ’ το κακό θα μας λυτρώσει ―το ’πε ο ίδιος―
και πίσω στην αρχαία κοιτίδα θα οδηγήσει,
στη χώρα, στη γωνιά που η Εύα είχε προδώσει,
απ’ την ανόσια του φιδιού βουλή σπρωγμένη,
κι ήρθε στη γη, κοιλάδα στεναγμών και θρήνων,
μαζί της κι ο άντρας που τον είχε αυτή αψηφήσει.
Οι συμφορές την έκαμαν να νιώσει πόσο
βαρύ ν’ αφήνεις πλούσια, ευλογημένη χώρα.
Γι’ αυτά όλα εκείνος δέχτηκε να πάθει τόσα
και να πεθάνει ακόμα, σαν που το ’πε ο ίδιος·
αλλά είπε πως θ’ αναστηθεί την τρίτη μέρα,
στους μαθητές του φέρνοντας χαρά μεγάλη.
Ναι, τα ’ξερε από πριν και ξάστερα όλα τα είπε.
Και τώρα φτάνουν όλα πια στο τέλος· λίγο
ακόμα, κι η χαρούμενη θα λάμψει μέρα·
αυτή θα περιμένουμε· και, το είπε, θα ’ρθει.
Αυτός που έτσι σωστά προμάντεψε τις πίκρες,
θα δείξει τη λαμπρή χαρά της τρίτης μέρας.
Κι απ’ όλους πιο καλά το τέρμα εσύ το ξέρεις·
κι αν σήμερα πικραίνεσαι και κλαις, μεγάλες
σε γη και σε ουρανό τιμές θα σου ετοιμάσει,
στον κόσμο την ορθή σοφία θα διαλαλήσει
και οι άνθρωποι ιερά θα χτίσουνε για σένα.
Αντίς για τον ανόσιον αυτόν, τον άθεο φόνο,
στη χώρα τούτη μια σεμνή γιορτή θα ιδρύσει,
τόπο άγιο και ιερό τα Σόλυμα θα κάμει.
Γι’ αυτό δεν πρέπει να θρηνείς υπέρμετρα έτσι·
οι αβάσταχτοι να λείψουνε, κυρά μου, θρήνοι.
Όλο σκυφτή γιατί; Γιατί στη γη καρφώνεις
τα βλέμματα κι αστέρευτα τα δάκρυα τρέχουν;
Ως πότε το κεφάλι σου θα γέρνεις έτσι,
το χώμα ως πότε με τα δάκρυα θα ποτίζεις,
αφού το τιμωρό του παντεπόπτη βλέμμα,
το ξέρεις πως χαρά μεγάλη θα σου φέρει;
Μόνο σ’ αυτόν τα μάτια σου να υψώνεις πρέπει.
Ύστερ’ απ’ τα πικρά προοίμια τούτα, θα ’ρθει
μέρα λαμπρή, χαρούμενη, καλά το ξέρεις.
Μόνο την αυριανή να περιμένεις πρέπει,
να ’ρθει ως την άκρη η έγνοια που κι εμένα τρώει.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Δεύτερος γιος μου εσύ ’σαι τώρα παλικάρι·
εκείνος μου ο μονάκριβος μου το ’χει ορίσει.
Κι όλα τα ξέρεις· ποια η ανάγκη να τα λέω;
Ανώδυνη ήταν κι άσπορη δική μου γέννα·
δεν ένιωσα όπως άλλες τους σκληρούς της πόνους·
γιος του Θεού πως θα ήταν, ο άγγελος μου το είπε·
κι όσα έπραξε, Θεός μόνο μπορεί να κάμει.
Και πώς να το βαστάξω τώρα να τον βλέπω
επάνω στο σταυρό γυμνό και πεθαμένον,
αυτόν που έχει τη γη μες στα νερά κρεμάσει,
που του ήλιου έχει για κείνον σκοτεινιάσει η λάμψη,
που σβήστηκε το φως του φεγγαριού για κείνον,
κι οι βράχοι, τρομαγμένοι, ράγισαν, κι οι τάφοι
άνοιξαν για να δείξουνε τη δύναμή του,
του πλάστη, που υποφέρει τώρα για τον κόσμο;

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Μητέρα εσύ του Λόγου, δέσποινα των πάντων,
κι εγώ είμαι ταραγμένος· δεν μπορώ να βλέπω
το θέαμα το φριχτό, τον Κύριο πεθαμένον,
αυτόν που δίνει τη ζωή με την πνοή του·
πύρινα δάκρυα χύνω κι όλο αναστενάζω·
μα κάνω υπομονή κι η ελπίδα μ’ ανασταίνει,
γιατί βαθιά πιστεύω στου Κυρίου τα λόγια.
Η τρίτη μέρα, που όλη λάμψη θ’ ανατείλει,
σε αληθινή θα φέρει την ελπίδα μου άκρη·
αλλ’ αν δεν έρθει, τότε, πιο καλά, ας πεθάνω.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Τ’ ακούω, το ξέρω, η τρίτη μέρα πάλι επάνω
πάναγνο από φθορά θα φέρει το κορμί του,
μα σήμερα πικρό για με το φως της μέρας·
η ευτυχισμένη εγώ, στη συμφορά βουλιάζω.
Όλα τ’ ανθρώπινα μια σκιά θαρρώ πως είναι,
κι όσοι για ερευνητές και για σοφοί περνούνε,
αδίσταχτα το λέω, χειρότερα παθαίνουν.
Κανείς θνητός καλότυχος δεν είναι, αλήθεια.
Ανώτερη αποχτά φήμη ένας απ’ τους άλλους,
πλούτη αν μαζέψει, αλλά καλότυχος δεν είναι.

ΠΡΩΤΟ ΗΜΙΧΟΡΙΟ
Απ’ όσα πλάσματα έχουνε ψυχή και γνώμη
πιο δύστυχο δε βρίσκεται άλλο από μαι μάνα,
μια μάνα που είδε πεθαμένο το παιδί της.
Και τρεις ζωές αν έχω, κάλλιο αυτές να χάσω
παρά παιδί των σπλάχνων μου που ’χω αναθρέψει.
Μα εσύ κι εγώ δεν είμαστε, ως προς τούτο, το ίδιο,
παρθένα παμμακάριστη, κυρά σεβάσμια.
Η θέση σου είναι χωριστή σ’ αυτό τον κόσμο.
Εγώ του αντρός έχω γνωρίσει την αγάπη,
ήπια την ηδονή, θα πιω και το φαρμάκι,
και κάνω υπομονή, γιατί θνητού είμαι μάνα·
ανάγκη είν’ οι θνητοί στις συμφορές ν’ αντέχουν.
Μα εσύ την κλίνη αντρός δε γνώρισες, παρθένα,
και στόμα αγγέλου σου είπε Θεό πως θα γεννούσες·
πώς το βαστάς νεκρό μπροστά σου να τον βλέπεις;

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Αχ, αχ!
θρήνους αξίζουνε πολλούς τα βάσανά μου.
Ω πένθος που δε βλέπεται, που δε μετριέται!
Α, χέρια ανόσια εσείς, που κάματε το φόνο·
τη νίκη τη λαμπρή, την ένδοξη, σε θρήνους
και δάκρυα την αλλάξατε. Τι ωραίος αγώνας
να δείχνεις χέρια που να στάζουν αίμα, ναι, αίμα!
Αν αισθανθείτε τι είν’ αυτό που ’χετε κάμει,
θα ’ναι πολύ βαθύς ο πόνος σας· αν πάλι
στη θέση αυτή που βρίσκεστε μείνετε πάντα,
χωρίς και τότε βέβαια να ’στε ευτυχισμένοι,
η επίγνωση από σας της δυστυχίας θα λείπει.
Αλλ’ ατιμώρητα όλ’ αυτά δε θ’ απομείνουν.
Ποιο το καλό σ’ αυτά; Παντού, παντού η ασέβεια.
Ανόσιοι, μισητοί φονιάδες, να χαθείτε!
Σκοτώσατε Θεό, και δε σας μέλει διόλου.
Όλη την πλάση βλέπετε να τρέμει· κι όμως
εσείς με το φριχτό σας καμαρώνετε έργο.

ΧΟΡΟΣ
Όλα εγκληματικά· σ’ αυτό ποιος αντιλέει;
Κι η ανθρώπινη ζωή μια θλίψη πέρα ως πέρα,
αλλά και μες στα βάσανα την αγαπούμε.
Μα άλλος του κόσμου ο πόνος και άλλος ο δικός σου,
κι αν στο χαμό παιδιού δεν είσαι βέβαια μόνη.
Γιατί κι η γέννα σου είναι αλλιώτικη απ’ τις άλλες·
μα πρέπει με γερή καρδιά να το βαστήξεις
κι εμπιστοσύνη ακλόνητη να δείξεις τώρα.

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Παιδί μου, αγαπημένε μου, κι ω θείο κεφάλι,
όλοι, ως κι αυτοί που φίλοι σου δεν ήταν, τώρα
στη συμφορά σου βρήκανε πηγή δακρύων·
τις αμαρτίες του κόσμου το αίμα σου ξεπλένει
κι οι εχθροί τρομάζουν βλέποντας τα θαύματά σου
και δυνατά γιο του Θεού κι αυτοί σε κράζουν·
κι όσα δεν έχουν νου, κι αυτά σε τρέμουν, κι όμως
οι ομόφυλοι σε σκότωσαν με άλογο φθόνο.
Είχανε χρέος αυτοί στεφάνι να σου βάλουν,
όχι όμως σαν το ακάνθινο της ειρωνείας.
Κι ούτε που τώρα γνοιάζονται για την ταφή σου.
Πώς να σε κατεβάσω εγώ απ’ το ξύλο τώρα;
Και το κορμί σου σε τι τάφο να το βάλω;
Και με τι πέπλα να σκεπάσω το νεκρό σου;
Και πώς του τόπου να σου πω τα μοιρολόγια;
Ποια χέρια, γιε μου, θα σου κάμουν την κηδεία;
Αχ τι να κάμω, η δύστυχη, και τι θα γίνω;
Αλλά γιατί απορώ; Στα λόγια σου πιστεύω,
όπως στα έργα που έκαμες, για μαρτυρία
πως ό,τι θέλεις είναι βολετό να γίνει.
Ο Θεός ορίζει πάμπολλα που ανέλπιστα είναι,
κάνει ο Θεός πολλά που δεν τα περιμένεις
και σε ό,τι εσύ περίμενες δε δίνει τέλος·
μα τρόπο βρες μου εσύ και σε ό,τι ανέλπιστο είναι.

[…]

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Κυρά, άνοιξε τα χέρια σου. Κι εσείς, κοπέλες.
Εκείνον που ζωή και στους νεκρούς χαρίζει
δεχτείτε τον νεκρό. Κι εγώ θα σας βοηθήσω.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Φτωχό μου χέρι, το άψυχο κορμί του πιάσε.
Τι βλέπω, συμφορά μου; Τι κρατώ στα χέρια;
Ποιος είν’ αυτός που είναι νεκρός στην αγκαλιά μου;
Πώς πρέπει, ευλαβική μητέρα, να τον πάρω
στο στήθος μου, και πώς να τον μοιρολογήσω;
Δώσ’ μου τον τρόπο εσύ να σου μιλήσω, γιε μου,
και να φιλήσω το άψυχο τώρα κορμί σου.
Σε βλέπω για στερνή φορά· σε χαιρετάω,
παιδί μου, για στερνή φορά· η φτωχή σου μάνα
γραφτό ήταν να σε δει νεκρό απ’ ανόμων χέρια.
Αχ, δώσ’ μου να φιλήσω το δεξί σου χέρι.
Χεράκι λατρευτό! Πώς σε σφιχτοκρατούσα,
έτσι όπως ο κισσός τυλίγει το πρινάρι!
Ω στόμα αγαπητό και μάτια λατρεμένα,
Ω ευγενικιά θωριά και πρόσωπο του γιου μου·
Χείλια γλυκά, πνοή απαλή, κι ω σώμα θείο!
Ω μύρα αναπνοής! Χαϊδεύετε τη μνήμη
και μες στη συμφορά, κι αλάφρωσε η καρδιά μου.
Τόσο κακό πώς δέχτηκες να λάβεις τέλος;
Τη μάνα που σε γέννησε πώς την αφήνεις
έρημη; Να ’τανε, αχ, να πέθαινα μαζί σου!
Κάλλιο νεκρή, παρά νεκρό να βλέπω εσένα.
Από χείλια κλειστά κι από σβησμένα μάτια
πώς να ’βρω εγώ παρηγοριά; Πώς να βαστάξω;
Κορμί γλυκόπνοο! Αχ, ανώφελα, παιδί μου,
σου ’δινα εγώ το γάλα μου, στα σπάργανά σου;
Του κάκου ήταν οι κόποι μου κι οι τόσες έγνοιες
από την πρώτη αρχή που σ’ έφερα στον κόσμο;
Φαρμάκια ήπια πολλά, γιε του Θεού, για σένα,
σαν ήσουν στη ζωή και τώρα στη θανή σου!
Από την πρώτη αρχή θα πιάσω να τα λέω.
Της πρώτης μάνας των ανθρώπων η αμαρτία
και του πρώτου πατέρα, που έσπειρε το γένος
το ανθρώπινο και θέρισε τον πλούσιο θέρο,
ήταν η αιτία που, γιο τρισένδοξο, με τρόπο
σ’ έκαμα θαυμαστό· βουλή ήταν του Πατρός σου,
πριν γεννηθώ κι εγώ, πριν πλάσει όλο τον κόσμο.
Μικρή όταν ήμουν, δε με κράτησαν στο σπίτι
να μ’ αναθρέψουν οι γονιοί μου ― βέβαια θα ’ταν
κι αυτό βουλή Θεού― με ανάθρεψαν αγγέλου
χέρια μες στο ναό, όπου με είχαν παραδώσει.
Και σ’ ένα φρόνιμο άνθρωπο, κατά το νόμο,
μ’ έδωσε η γερουσία να με κηδεμονεύει
―όχι κι αυτό χωρίς τη θέληση του Υψίστου―
να ’χω κι εγώ ένα φύλακα, μα και το γιο μου
να δασκαλεύει, όταν με θαύμα θα γεννιόταν.
Σε γέννησα, και αγνή παρθένα πάλι μένω·
Το ξέρω, όπως κι εσύ, παιδί μου, ο παντογνώστης.
Πατέρας σου ο Θεός. Κι όμως πολλοί για μένα
λόγια είπανε κακά, λόγια άπρεπα, πως τάχα
από πατέρα σ’ έκανα θνητό. Τι ψέμα!
Δε μου ’φταναν αυτές οι προσβολές― σε χώρα
έφυγα μακρινή, στην Αίγυπτο, για σένα,
και τράβηξα πολλά και βάσανα και κόπους.
Αλλά είδα τα έξοχα έργα σου, τα θαύματά σου,
Και με το νου ζυγιάζοντάς τα δε φοβόμουν
πως θα πεθάνεις· έλεγα «θνητός δεν είναι».
Μα η δέσμευση προς τον Αβραάμ, κι οι μύριες άλλες
δεήσεις και ικεσίες των προεστών, και ο όρκος
που ’δωσες πως του ανθρώπου εσύ ο σωτήρας θα ήσουν,
να τον βοηθήσεις σ’ έπεισαν και να πεθάνεις.
Γι’ αυτό και η ενανθρώπηση κι ο θάνατός σου.
Κι εγώ, για ανταμοιβή των τόσων μου βασάνων,
παιδί μου, σε κρατώ νεκρό στην αγκαλιά μου,
και κλαίω, πικρά θρηνώ, και μαύρα δάκρυα χύνω.
Θρήνοι τον πόνο λένε κι όχι μάταια λόγια.
Έτοιμος ο Ιωσήφ να σε νεκροστολίσει,
έτσι όπως πρέπει, και τον τάφο σου να φτιάξει
και μύρια πλούσια αρώματα να σου σκορπίσει,
που τα ’φερε ο Νικόδημος με προθυμία,
σε αγαπητό νεκρό μικρό ένα δώρο αγάπης·
γιατί τα μύρα τι ωφελούν τους πεθαμένους;
Στη χώρα των νεκρών θα σε γνοιαστεί ο γονιός σου·
σ’ άραχλη φυλακή, φριχτή, σκοτεινιασμένη,
ο Άδης εκεί κρατά τους δόλιους πεθαμένους,
που εσύ στο φως σα λάφυρα θα φέρεις τώρα.
Μυστήρια φοβερά! Τα φώτισε ο πατέρας
που δέχτηκε να σφάξει το μονάκριβό του.
Τα κήρυξε κι ο μαθητής και συγγενής σου
που είπες πως είναι ο πιο τρανός απ’ τους προφήτες,
αυτός που για σφαγή παράδωσαν οι Εβραίοι·
ήταν σεμνός και σεβαστός· η αγνότητά του
μοναδική· γυμνός, λιτός, μακριά απ’ τον κόσμο,
με καθαρή αψεγάδιαστη τροφή τρεφόταν,
με ρούχο φτωχικό ντυνότανε, που μόνο
μες στη χλιδή όσοι ζουν για σιχαμένο το είχαν·
λιπόσαρκος, ζωή πολύ τραχιά περνούσε,
με μόνη συντροφιά την ερημιά, όπου ρέουν
τα γάργαρα νερά του ποταμού Ιορδάνη.
Μα κι ο προφήτης που έμεινε τρεις μέρες μέσα
στη θάλασσα προσήμανε το θάψιμό σου.
Τα ξέρω, και γι’ αυτό μεγάλη είν’ η χαρά μου,
γιατί και της ταφής το τέλος πια προσμένω.
Το θάνατο έτσι δέχτηκες λοιπόν, παιδί μου,
κι αυτές οι αιτίες των τωρινών παθών σου και έργων·
για των ανθρώπων πέθανες τη σωτηρία.
Μα ο Ιούδας κι ο Πιλάτος ο άθλιος δε γλιτώνουν
την τιμωρία· κι αυτούς τους δυο, κι όλη την πόλη,
και των μιαρών φονια΄δων το στρατό, το μάτι
το τιμωρό του Θεού βαριά θα τους παιδέψει.
Ναι, Πόντιε, φταίχτης είσαι· μη θαρρείς πως τάχα
του παντεπόπτη εσύ το βλέμμα έχεις ξεφύγει,
κι ας έπλυνες τα χέρια σου σα να ’σαι αθώος.
Κι αν του αίματος το χρήμα πέταξε ο προδότης,
μαχαίρι πρέπει αυτός να μπήξει στο λαιμό του,
ή μέσα σε θηλιά να κρεμαστεί, ή ακόμα
μέσα στα γαλανά τα κύματα να πέσει,
να δώσει για τροφή στα ψάρια το κορμί του.
Αν έναν όποιον άνθρωπο πουλούσες, άθλιε
(σ’ εσένα την αιχμή του λόγου τώρα στρέφω),
αν άλλονε παράδινες να τον σκοτώσουν,
θα όριζε την ποινή σου ο νόμος των ανθρώπων.
Μα τώρα πούλησες αυτόν που χίλιες χάρες
σου ’καμε, εκείνον που έστειλε ο Θεός στον κόσμο,
για να τον σώσει· αυτόν προδίνεις από φθόνο.
Σαν ποια ποινή λοιπόν, προδότη, δε σου αξίζει;

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ

[…]

Υπάρχει δυνατός Θεός, Θεός μεγάλος,
και πρόνοια του Θεού και κρίση υπάρχει· ούτ’ ένας
άσεβος δεν μπορεί αγαπητός να του είναι.
Σηκώστε τον και φέρτε τον στο νέο το μνήμα,
μες στον ευλογημένο του βάλτε τον τάφο.
Όλο το νεκροστόλισμα που πρέπει το έχει,
μικρή παρηγοριά γι’ αυτούς που πια δε ζούνε.
Λίγο τους γνοιάζει τους νεκρούς, νομίζω, αν πλούσια
θα τους προσφέρνουν δώρα· μάταιες όλα τούτα
είναι, αν δε σφάλλω, ξιπασιές των ζωντανών.
Σκεπάστε του το πρόσωπο μ’ αυτά τα πέπλα
και πάρτε τον στα χέρια· βάλτε πια στο μνήμα
το βασιλιά που θανατώσαν οι Ιουδαίοι·
πάρτε τον σηκωτά, σιγά σιγά, στα χέρια.
Ω παντεργάτη γιε του δημιουργού των πάντων!
Χωρίς εσέ οι θνητοί σαν τι μπορούν να κάμουν,
κι απ’ όλα τα όντα ποιο του Θεού δεν είναι πλάσμα;
Αχ!
Βασιλιά, βασιλιά, πώς για σε να θρηνήσω;
Πώς να πω τ’ όνομά σου, Θεέ μου, Θεέ μου;
Ποιο να πει μοιρολόι η καρδιά που αγαπάει;
Κάποτε σε σπαργάνωναν τα δυο μου χέρια
Και τώρα μες στα σάβανα σ’ έχουν τυλίξει.

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Γέροντα προσοχή! Του τρισμακαρισμένου
την κεφαλή, απαλά! Και κοίταξε, το σώμα
να τοποθετηθεί καλά στο φέρετρό του.

ΙΩΣΗΦ
Ω νεανική θωριά κι εσύ όψη αγαπημένη!
Την κεφαλή μ’ αυτό το πέπλο σου σκεπάζω·
καινούρια καθαρά σεντόνια ρίχνω απάνω
στο ματωμένο σου κορμί, το σπαραγμένο,
απάνω στο πλευρό που το ’χουνε πληγώσει.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ναι, ναι, βοηθήστε· μην αργείτε και βραδιάζει·
σε λίγο το σκοτάδι της θ’ απλώσει η νύχτα.
Λιγάκι πιο ψηλά ακουμπήστε το κεφάλι·
Μια δούλεψη μικρή προς τον αγαπητό μας.
Πηγαίνετέ τον. Πάω κι εγώ, να δω πού θα ’ναι
του γιου μου ο τάφος· και θα μείνω εκεί θρηνώντας,
ώσπου η γλυκιά για με να λάμψει η τρίτη μέρα.
Τι πένθος είν’ αυτό που απλώθηκε, παιδί μου!
Η θλίψη είναι πολύ βαριά για όλο τον κόσμο.
Ω ναι, αναπάντεχα έπεσε μια θλίψη σε όλους.
Έτσι η χαρά μου και χαρά του κόσμου ας γίνει.

Μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου

*

*

~•~

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ θεολόγου
ὑπόθεσις δραματικὴ κατ’ Εὐριπίδην περιέχουσα
τὴν δι’ ἡμᾶς γενομένην σάρκωσιν τοῦ σωτῆρος ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐν αὐτῷ κοσμοσωτήριον πάθος.

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Σιγήσατ’, ὦ γυναῖκες, ἐξειργάσμεθα·
ἐπίσχετ’ αὐδήν· Παῖδ’ ἐρωτῆσαι θέλω·
ὁρῶ γὰρ ἤδη τόνδε πλησίον μόρου.
Ναὶ ναὶ βλέπω κλίναντα πάντιμον κάραν,
μικρὰν λιπόντα ῥᾳδίως ὁμιλίαν.
Ἔα, τί λεύσσω; σὸν δέμας νεκρόν, Τέκνον,
ἀθρῶ, μεγίστου θαύματος τόδ’ ἄξιον·
ὃς ἀρτίως κέκραγε πρὸς τὸν Πατέρα
φωνῇ κραταιᾷ γεῖσσα γῆς ταραξάσῃ,
οὗ πᾶσα μὲν χθὼν φθέγματος πληρουμένη
φρικῶδες ἀντεφθέγξατ’· εἰσορῶσι δὲ
θέαμα κρεῖσσον ὀμμάτων ἐφαίνετο·
ὃν ἀρτίως ἔδρακον, ὃς φάος τόδε
οὔπω χρόνον παλαιὸν εἰσεδέρκετο.
Τί χρῆμα πάσχεις; τῷ τρόπῳ διόλλυσαι,
Τέκνον; πυθέσθαι βούλομαι σέθεν πάρα.
Ἡ γὰρ ποθοῦσα καρδία πάντ’ εἰδέναι
κἀν τοῖς κακοῖσι λίχνος οὖσ’ ἁλίσκεται.
Ἒ ἒ ἒ ἔ·
Τάδε ξυνῳδὰ τοῖς προηγορευμένοις.
Αἲ αἴ, τί δράσω; καρδία γὰρ οἴχεται.
Γυναῖκες, ὄψιν οὐχ ὁρῶ φαιδρὰν Τέκνου·
χροιὰν γὰρ ἠλλάξατο καὶ κάλλος ξένον,
δεινὸν θέαμα· καὶ φόβος νεκροῦ θιγεῖν.
Διδάσκαλον φέρω γὰρ ἀστέρων πάθος,
γῆς γεῖσσα σαλευθέντα, ῥαγείσας πέτρας.
Χωρεῖτε χωρεῖτ’, οὐκέτ’ εἰμὶ προσβλέπειν
οἵα πρὸς αὐτόν, ἀλλὰ νικῶμαι πόνοις.
Καὶ ξυνιῶ μὲν οἷα ταῦτ’ ἔσται τάχει·
λύπη δὲ κρείσσων καὶ βεβαίας ἐλπίδος.
Παῖ Παντάνακτος, πῶς ἐς ᾅδου νῦν δόμους
οἴχῃ μόρων ἕκητι τῶν πρωτοσπόρων;
αἴφνης δ’ ἀπέπτης, ὡς μεθεὶς ἑκουσίως
ψυχήν· μόρος γὰρ οὔποτ’ ἦν ὑπέρτερος,
εἰ μὴ μεθῆκας Πατρὶ πνεῦμ’ ἑκουσίως.
Ἤκουσ’ ἔκλυον σὴν ὄπα πρὸς Πατέρα.
Τίνος δ’ ἕκατι γῆς σ’ ἀποστέλλει Πατήρ;
τί σ’ ὧδ’ ἀτίμως ἠθέλησε τεθνάναι;
τί τὴν τεκοῦσαν μητέρ’ ὀρφανὴν σέθεν
τέθεικας; Οἴμοι, συνθάνοιμί σοι, Τέκνον•
Ἰδοὺ τέθνηκας, τίς με δέξεται πόλις;
τίς γῆν ἄσυλον καὶ δόμους ἐχεγγύους
ξένος παρασχὼν ῥύσεται δέμας τόδε;
Οὐκ ἔστι. Μείνω σ’ οὖν ἔτι σμικρὸν χρόνον,
ἢν τριττὸν ἦμαρ λαμπροφεγγὲς εἰσίδω,
ὡς αὐτὸς εἶπας νεκρέγερσιν μηνύων,
κἀγὼ πέποιθα καὶ στέγω ταῖς ἐλπίσι.
Κἂν νῦν νέκυν βλέπουσ’ ἀπῃωρημένον,
στένω ’μὲ μᾶλλον, ἢ σέ, τῆς ἀπουσίας·
ἀπώλεσας γὰρ μᾶλλον ἢ κατέφθισο.
Εἰ γὰρ γενοίμην, Τέκνον, ἀντὶ σοῦ νεκρός·
ὄλωλα, Τέκνον, οὐδέ μοι χάρις βίου.
Αἲ αἴ, κατ’ ὄσσων κιχάνει μ’ ἤδη σκότος·
ὄλωλα καὶ δὴ νερτέρων ποθῶ δόμους·
τὸ κατὰ γᾶς θέλω, τὸ κατὰ γᾶς κνέφας
τανῦν μετοικεῖν, σῆς θέας στερουμένη.
Δύστηνος, οἷον ἔσχον ἄρτ’ ἄλγημ’ ἐγώ,
οὐ τλητὸν οὐδὲ ῥητόν. Ἀλλ’ ἀπωλόμην.
Πῶς δ’ ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος
ἕξω παρηγόρημα, μήτηρ παντλάμων;
Ἄλλως σ’ ἄρ’ αὐτή, Τέκνον, ἐξεθρεψάμην,
ὃς τὴν τροφὴν ἅπασι δαψιλῶς νέμεις;
μάτην τ’ ἐμόχθουν καὶ κατεξάνθην πόνοις,
φεύγουσα χεῖρας τῶν φονώντων σοί, Τέκνον,
ἀρχῆς ἀπ’ ἄκρης σῶν ξένων γενεθλίων;
Ἀλλ’ οὐκ ἐγᾦμαι, κἂν στένω κἂν δακρύω.
Ἐγώ σ’ ἔτικτον, οἶδα δ’ ὥς σ’ ἐγεινάμην·
ὅθεν ποθ’ ἡ δύστηνος εἶχον ἐλπίδας
ἐν σοὶ μεγίστας γηροβοσκήσειν τ’ ἐμὲ
καὶ κατθανοῦσαν χερσὶν εὖ περιστελεῖν,
ζηλωτὸν ἀνθρώποισιν. Οὐδ’ ὄλωλέ μοι
ἐλπὶς γλυκεῖα, σοῦ, Τέκνον, τεθνηκότος.
Ὦ φθέγμα γλυκύ, γλυκὺ χάρμα μοι φέρον,
ὦ φιλτάτη πρόσοψις, ὦ ποθουμένη
ὡραιότης ἄρρητος ὑπὲρ πᾶν γένος,
εἰκὼν ἄγραφος ἀγράφου μορφώματος,
πῶς νῦν στυγνάζεις; οὐ φέρω βλέπουσά σε.
Πῶς πῶς σιγᾷς νῦν, οὐδ’ ὑπανοίγεις στόμα;
Δὸς φθέγμα μοι, δός, δὸς παρηγόρημά μοι·
φθέγξαι τι μικρὸν μητρὶ δυστήνῳ, Τέκνον.
Ναὶ Τέκνον οἶδα καὶ Θεόν μου, κἂν φέρῃς
θάνατον οἰκτρὸν ἀθανατίζοντά με,
θάνατον ἀθάνατον ἄγοντα κλέος
καὶ χάρμα παντὶ τῷ βροτῶν γένει μέγα.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Τέτλαθι, παγκοίρανε, μαιμῶσα κλάειν·
ἑκὼν γὰρ ἔτλη πότμον, οὔκουν ἀέκων,
ὡς παμφάγον νῦν καββαλὼν οἶτον γένους
ἔκδικος ἔλθῃ, Δεσπότης παντεργάτης,
λέβητι χρυσέῳ δ’ ἐφέψων μοι δέμας,
σοφῇ προμηθείᾳ με καινίσῃ ξένως.
Λυγρὸν γὰρ ἀπὸ γῆρας εὐφυῶς ξύσας
ἀνθρωπολοιγοῦ παμπαλαιᾶς μοι λύμης,
κοῦρον φίλον θήσειεν ἡβώωντά με·
ὡς νῦν κάκιστον γῆρας ἅπαντας τρύχει,
ναὶ ναὶ τρύχει γῆράς με πημάτων βάρει
λώβης παλαιᾶς μητρὸς ἠπατημένης·
ἀλλ’ αὐτὸς ἀλύξαι με πημάτων ἔφη,
αὐτὴν πρὸς αὐτὸν μητέρα στρέψαι τ’ ἐμὴν
καὶ γαῖαν οἶκόν θ’ ὃν προδοῦσ’ ἀφίκετο
βουλαῖς ἀνάγνοις θηρὸς ἠγριωμένου
ἐς τήνδε γαῖαν, μητέρα στεναγμάτων,
μετ’ ἀνδρός, ὃν πρὶν ἥδ’ ἀτιμάσασ’ ἔγνω.
Ἔγνω γὰρ ἡ τάλαινα συμφορῶν ὕπο,
οἷον τὸ λιπεῖν οὖθαρ ἀρούρης πάρος·
καὶ τοῦδ’ ἕκητι πάνθ’ ὑποστῆναι θέλειν
αὐτὸς προεῖπε καὶ θέλων ἔτλη μόρον,
ἤματι τριτάτῳ δ’ ἀνέγρεσθαι τάφου,
μύσταις φίλοις φέροντα χάρμα καὶ μέγα.
Εἰδώς τε ταῦτα πάντα πρίν, σαφῶς ἔφη.
Ἤδη δ’ ἔχει ξύμπαντα ταῦτα νῦν τέλος·
λείπει δὲ γηθόσυνον ἦμαρ καὶ μόνον,
καὶ τοῦτο νῦν μενοῦμεν, ἔσται δ’ ὡς ἔφη.
Ὁ γὰρ τὰ λυπρὰ νητρεκῆ νῦν γνωρίσας,
καὶ χάρμα δείξει λαμπρὸν ἤματι τρίτῳ.
Οἶδάς τε σὺ μάλιστα τέρμα δρωμένων·
θήσει δὲ λύπης ἀντὶ τῆσδε καὶ γόων
τιμὰς μεγίστας ἀνὰ γῆν σοι καὶ πόλον
πλήσει τε πᾶσαν γαῖαν εὐδόξων λόγων,
ναούς τε σοι τεύξουσι τὸ βροτῶν φύλον.
Θᾶττον γὰρ ἀντὶ τοῦδε δυσσεβοῦς φόνου
σεμνὴν ἑορτὴν τῇδε γῇ προσάψεται,
καὶ γῆν Σολύμων ἱερὸν τεύξει πέδον·
ὧν εἵνεκα χρὴ μὴ μέτρου θρηνεῖν πέρα.
Μὴ δῆτα γοῦν, δέσποιν’, ἀφέρτατα στένε,
οὔτ’ ὄμμ’ ἐπαίρουσ’ οὔτ’ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον, οὐ βλέφαρα δακρύων ῥοῆς.
Ἕως πότε στρέψεις δὲ κάτω τὴν δέρην,
ῥοαῖς καταρδεύουσα τὴν γῆν δακρύων;
ἔκδικον ὄμμα παντεπόπτου Δεσπότου
εἰδυῖα θᾶττον χάρμα σοι φέρειν μέγα,
πρὸς ὅν σε τείνειν ὄμμα καὶ μόνον δέον.
Οἶδας γάρ, οἶδας· ἕψεται τοῖς φροιμίοις
καὶ τέρμα φαιδρόν, γηθόσυνος ἡμέρα·
μίαν μόνην μεῖναί σε δεῖ τὴν αὔριον,
ὡς ξυμπερανθῇ φροντίς, ἣ κἀμὲ τρύχει.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Υἱὸς σύ μοι πέφηνας ἄλλος, παρθένε·
αὐτὸς γὰρ εἶπεν Υἱός, ὅς μοι καὶ μόνος.
Οἶδάς τε πάντως πάντα, τίς χρειὼ λέγειν;
ὡς ἀσπόρως ἔτικτον, ὠδίνων ἄτερ,
στερράς τ’ ἔφυγον τῶν τόκων ἀλγηδόνας,
Θεοῦ τε Παῖδα τοῦτον ἀγγείλας ἔφη,
καὶ πόλλ’ ἔδρασεν, οἷα καὶ μόνου Θεοῦ.
Καὶ πῶς τανῦν οἴσαιμι γυμνὸν καὶ νέκυν
ἐν ἰκρίῳ βλέπουσ’ ἀπῃωρημένον,
ὃς γαῖαν ᾐώρησεν ὑδάτων ὕπερ,
δι’ ὃν τὸ φάος ἡλίου συνεστάλη,
καὶ τῆς σελήνης τ’ ἐσκότασε πᾶν σέλας
καὶ ῥῆξιν ἀνέτλησαν αἱ πέτραι φόβῳ,
μνημεῖά τ’ ἠνοίγησαν εἰς δεῖγμα κράτους,
αὐτοῦ παθόντος ὑπὲρ αὐτῶν Αἰτίου.

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Δέσποινα παγκοίρανε, μῆτερ τοῦ Λόγου,
αὐτὸς κἀγὼ τέθηπα, μὴ φέρων βλέπειν
φρικτὸν θέαμα, Δεσπότην τεθνηκότα,
ζωὴν τὸν ἐμπνέοντα τοῖς ζῶσι πνοῇ,
στένω τε πυκνὰ καὶ χέω θερμὸν δάκρυ.
Ἐλπὶς δ’ ὅμως τρέφει με καὶ θρηνῶν φέρω·
οὐ γὰρ ἀπιστῶ τοῖς λόγοις τοῦ Δεσπότου.
Ἡ καλλιφεγγὴς ἡμέρα δὲ τριτάτη
τὸ τέρμα δείξει τῆς τρεφούσης ἐλπίδος·
ἣ μὴ παρέλθοι, καὶ θανεῖν με συμφέρει.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Τριτάταν ἁμέραν μὲν εἰδυῖα κλύω
αὖθις φθορᾶς πάναγνον ἀνίσχειν δέμας·
νῦν δ’ ἐχθρὸν ἦμαρ, ἐχθρὸν εἰσορῶ φάος
καὶ δυστάλαιναν τὴν πάλαι μακαρίαν.
Ὅθεν τὰ θνητῶν μᾶλλον ἡγοῦμαι σκιάν,
κοὐδ’ ἂν τρέσασ’ εἴποιμι τοὺς σοφοὺς βροτῶν
δοκοῦντας εἶναι καὶ μεριμνητὰς λόγων,
τούτους μεγίστην ζημίαν ὀφλισκάνειν.
Θνητῶν γὰρ οὐδείς ἐστιν ὄλβιος φύσει·
ὄλβου δ’ ἐπιρρυέντος, εὐκλεέστερος
ἄλλου γένοιτ’ ἂν ἄλλος, ὄλβιος δ’ ἂν οὔ.

ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ
Πάντων ὅσ’ ἔστ’ ἔμψυχα καὶ γνώμην ἔχει,
γυναῖκές ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν,
ὅσαι τεκοῦσαι καὶ θανόντ’ εἶδον τέκνα·
ὡς τρὶς θανεῖν θέλοιμ’ ἂν ἢ τεκεῖν ἅπαξ
καὶ πότμον ἰδεῖν ἐντραφέντος μοι τέκνου.
Ἀλλ’ οὐ γὰρ αὑτὸς πρὸς σὲ κἄμ’ ἥκει λόγος,
ὦ παγκοίρανε πότνα, παρθέν’ ὀλβία.
Ἦ πολλὰ παντὸς εἶ διάφορος γένους·
ἐγὼ γὰρ ἀνδρὸς τέρψιν εἰσδεξαμένη,
ἀνθ’ ἡδονῆς ὠδῖνας ἐν λύπαις τρέφω,
καὶ θνητὸν ὡς ἔτικτον, εἰδυῖα στέγω·
κούφως φέρειν γὰρ συμφορὰς θνητοὺς δέον.
Σὺ δ’ ἀνδρὸς οὐκ ἔγνωκας εὐνήν, παρθένε,
Θεὸν τεκεῖν τ’ ἔκλυες ἀγγέλου, λέγεις·
καὶ νεκρὸν αὐτὸν νῦν ὁρῶσα πῶς φέρεις;
(στ. 848-1033)

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Αἲ αἴ·
Ἔτλην μεγάλων ἄξια θρήνων ἐγώ.
Ὦ μέγεθος οὐ μετρητὸν οὐδ’ οἷόν τ’ ἰδεῖν.
Φόνον ταλαίναις χερσὶν ἐξειργασμένοι,
τὸν καλλίνικον κλεινὸν ἐξεπράξατε
εἰς θρῆνον, εἰς δάκρυα· παγκαλὴς ἀγών,
ἐν αἵμασι στάζουσαν εἰσφέρειν χέρα.
Φεῦ φεῦ, φρονήσαντες μὲν οἷ’ ἐδράσατε,
ἀλγήσετ’ ἄλγος δεινόν· εἰ δ’ ἕως τέλους
ἐν τῷδ’ ἀεὶ μενεῖτ’, ἐν ᾧ καθέστατε,
οὐκ εὐτυχοῦντες δόξετ’ οὐχὶ δυστυχεῖν·
ἀλλ’ οὐκ, ἐγᾦμαι, ταῦτ’ ἀνατὶ παρίῃ.
Τί γὰρ καλόν; τί δ’ ἀσεβῶς τῶνδ’ οὐκ ἔχει;
Ὄλοισθ’ ὄλοισθε, στυγεροὶ μιαιφόνοι,
οἳ Δεσπότην κτανόντες οὐ φροντίζετε,
πᾶσαν τρέμουσαν εἰσορῶντες τὴν κτίσιν·
ἀλλ’ ἐστὲ θήρᾳ τοῦ φόνου γαυρούμενοι.

ΧΟΡΟΣ
Κακῶς πέπρακται πανταχοῦ, τίς ἀντερεῖ;
Ἅπας δ’ ἀληθῶς ὁ βροτῶν λυπρὸς βίος·
στέργουσι δ’ αὐτὸν συμφοραῖς νικώμενοι.
Σοὶ δ’ οὐχ ὅμοιον ἄλγος ἀνθρώποις, κόρη,
κἂν οὐ μόνη σὺ σοῦ δ’ ἀπεζύγης Τέκνου.
Οὐ γὰρ ὅμοιος σὸς τόκος καὶ τοῦ γένους·
ὅμως δὲ πάντα τλησικαρδίως φέρειν
τανῦν προσήκει κάρτα τ’ αὖ πεποιθέναι.
(στ. 1046-1070)

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ὦ τέκνον, ὦ φίλτατον, ὦ θεῖον κάρα,
οὕτως ἐφάνης πᾶσι, καὶ τοῖς μὴ φίλοις·
σφόδρα ποθεινὴ δακρύοισι συμφορά·
κενοῖς τὸ καθάρσιον αἷμα τοῦ γένους
καὶ δυσμενεῖς φρίττουσιν, ἀθροῦντες ξένα,
Θεοῦ τε κεκράγασι τρανῶς σ’ Υἱέα·
πάντα τρέμουσιν, ἅτε μὴ γνώμην ἔχει·
οἱ δ’ ἐγγενεῖς σ’ ἔκτειναν ἀλόγῳ φθόνῳ,
ἐξ ὧν σ’ ἐχρῆν στέφανον ἐς κάραν λαβεῖν,
οὐχ οἷον ἐμπαίζοντες ἔστεψάν σέ πως·
οἵδ’ οὐδὲ φροντίζουσί σ’ ἐνθεῖναι τάφῳ.
Πῶς οὖν ἐγώ σε τοῦ ξύλου καταγάγω;
ποίῳ δὲ τύμβῳ καταθείμην σὸν δέμας;
οἵοις τε πέπλοις κατακαλύψω νέκυν;
πῶς καὶ τἀπιχώρια μέλψω σοι μέλη;
τίνος σε κηδεύσουσιν, ὦ Τέκνον, χέρες;
Οἴμοι, τί δράσω; τίς γένωμαι παντλάμων;
Τί ταῦτ’ ἀλύω; πειστέον τοῖς σοῖς λόγοις
ἔργοις θ’, ὅσ’ ὑπέδειξας εἰς μαρτυρίαν,
ὡς ἔστιν ἅπαν σοι θελητὸν δυνατόν.
Πολλῶν ταμίας ἐστὶν ἀέλπτων Θεός,
πολλά τ’ ἀέλπτως πολλάκις κραίνει Θεός,
τὰ δ’ αὖ δοκηθέντ’ οὐκ ἐφεῦρε καὶ τέλος·
σὺ δ’ ἀδοκήτων αὐτὸς εὕροις μοι πόρον.
(στ. 1110-1133)

[…]

ΘΕΟΛΟΓΟΣ
Ἔκτειν’, ἄνασσα, χεῖρας, αἵ τ’ ἄλλαι κόραι,
δέχνυσθε νεκρόν, ὃς νεκροῖς ζωὴν διδοῖ,
κἀγὼ δ’, ὅσον δύναμις, ὑποδέξομαι.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ἄγ’, ὦ τάλαινα χεὶρ ἐμή, νεκρὸν λάβε.
Φεῦ φεῦ, τί λεύσσω; ταῖν χεροῖν τί νῦν φέρω;
τίς ἐστιν οὗτος, ὃν νέκυν χεροῖν ἔχω;
πῶς καί νιν ἡ δύστηνος εὐλαβουμένη
πρὸς στέρνα θῶμαι; τίνα θρηνήσω τρόπον;
αὐτὸς δὲ δοίης καὶ προσειπεῖν σ’ ὡς νέκυν
καὶ πᾶν κατασπάσαι με σὸν μέλος, Τέκνον.
Χαῖρ’, ὕστατόν σ’ ὁρῶσα νῦν προσφθέγγομαι,
ὃν μήποτ’ αὐτὴ φύσασ’ ὤφελον νέκυν
τανῦν ἰδέσθαι φθίμενόν σ’ ὑπ’ ἀνόμων.
Δὸς ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα.
Ὦ φιλτάτη χείρ, ἧς ἐγὼ πόλλ’ εἰχόμην
προσειχόμην θ’ ὡς κισσὸς ἔρνεσι δρυός.
Ὦ φίλον ὄμμα, φίλτατον δέ μοι στόμα
καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς Τέκνου·
ὦ γλυκυτάτη προσβολὴ τῶν χειλέων·
ὦ θέσκελος χρώς, πνεῦμά θ’ ἥδιστον Τέκνου·
ὦ θεῖον ὀδμῆς ἆσθμα· καὶ γὰρ ἐν κακοῖς
οὖσ’ ᾐσθόμην σου κἀνεκουφίσθην κέαρ.
Τί σ’ ὧδ’ ἀτίμως ἠθέλησας τεθνάναι;
τί τὴν τεκοῦσαν μητέρ’ ὀρφανὴν σέθεν
τέθεικας; Οἴμοι, συνθάνοιμί σοι, Τέκνον.
Θανεῖν με κρεῖττον ἢ θανόντα σε βλέπειν.
Πῶς ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος
ἕξω παρηγόρημα; πῶς δ’ οἴσω μένειν;
Ὦ χρωτὸς ἡδὺ πνεῦμα· μάτην ἄρα σε
ἔθρεψε, Τέκνον, μαζὸς οὑμὸς σπαργάνοις;
μάτην δ’ ἐμόχθουν καὶ κατεξάνθην πόνοις
ἀρχῆς ἀπ’ ἄκρης σῶν ξένων γενεθλίων;
Ἦ πολλὰ μὲν ζῶν, πολλὰ δ’ εἰς ᾅδου μολών,
Παγκράτορος Παῖ, τῆς ἐμῆς ἥψω φρενός.
Ἐκ τῶνδε πρώτων πρῶτον ἄρξομαι λέγειν.
Ὕβρις μέν, ἥγ’ ἔσφηλε πάντων μητέρα
καὶ πατέρα πρώτιστον, ὃς βροτῶν γένος
ἔσπειρε κἀξήμησε κάλλιστον θέρος,
τεκεῖν μ’ ἔθηκε παραδόξως σ’, ὦ Τέκνον,
εὔδοξον, ὡς ἔδοξε σῷ Γεννήτορι,
πρὶν ἢ γενέσθαι κἀμὲ καὶ πᾶσαν κτίσιν.
Κἀπεὶ δ’ ἐτέχθην, Πατρός, οἶμαι, σοῦ κρίσει
τρέφειν με πατὴρ οὐ βροτείαν ἐσχάραν
μήτηρ τ’ ἔδωκεν ἱεροὺς ἀμφὶ δόμους·
ἔνθ’ ἐκτραφεῖσαν χειρὸς ἀγγέλου ξένως
εἰς καιρὸν ἀνδρὶ σώφρον’ ἐκδέδωκέ με
γερουσία ξύμπασα, τηρεῖν ἐννόμως,
οὐκ ἀθεεὶ καὶ τοῦτο, θείᾳ δὲ κρίσει,
ὡς εὐλόγως ἔλεγχον εἰς καιρὸν φέρω
καὶ παιδαγωγὸν Παιδός, οὗ γονῆς ξένος.
Μένω γὰρ αὖθις παρθένος τεκοῦσά σε
αὐτή θ’ ἑαυτὴν οἶδ’ ὅπως ἁγνὴ μένω,
σύ τ’ αὐτὸς οἶδας, ὡς τὰ πάντ’ εἰδὼς σαφῶς.
Σοῦ δ’ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος, ἐκ Πατρὸς Θεοῦ,
οὐκ εὐπρεπεῖς ἔθεντο πολλοί μοι λόγους,
ψευδῶς τεκεῖν βάζοντες ἔκ τινος βροτῶν.
Κοὐκ ἤρκεσάν μοι ταῦθ’ ὑβρισθῆναι μόνον,
ἀλλ’ ἔδραμον φεύγουσα κεἰς Αἰγυπτίαν
ἔτλην τε πολλὰ καὶ κατεξάνθην πόνοις.
Ἀλλ’ εἶδον ἐξαίσια σοὶ πεπραγμένα,
καὶ πάντα συμβάλλουσα καὶ θαμβουμένη,
οὐ θνητὸν ᾤμην σ’ οὐδ’ ἐδείμαινον θανεῖν·
ἀλλά σε πατρὸς Ἀβραὰμ σύνθημά τι
πρέσβευμά θ’ αἵ τε μυρίαι γερουσίαι
ὅρκος θ’, ὃν ὤμοκας πρὶν εἰς σωτηρίαν,
θανεῖν ἔπεισαν κἀπικουρῆσαι γένει.
Ἐντεῦθεν ἔτλης καὶ τόκον τε καὶ πότμον·
κἀγὼ δὲ μισθὸν τῶν ἀφερτάτων πόνων
ἐν ἀγκάλαις κρατοῦσα νεκρόν σ’, ὦ Τέκνον,
θρηνῶ γε πικρῶς καὶ στένω καὶ δακρύω·
θρηνῶ, σοφιστὴν δ’ ἄλλον οὐκ ἐπάξομαι.
Πέπλοις δ’ Ἰωσὴφ εὐπρεπῶς σ’ ἀμφιάσαι
ἕτοιμός ἐστι, πρὸς δὲ καὶ τεῦξαι τάφον
καὶ ξυγκενῶσαι μυρίων μύρων χλιδήν,
ἣν Νικόδημος ἦλθεν εὐψύχως φέρων,
βαιὸν φιλοφρόνημα νεκροῖσιν φίλοις·
τί γὰρ τὸ κέρδος ἐκ μύρων τεθνηκόσι;
Τὰ δ’ ἐν νεκροῖσι φροντιεῖ Πατὴρ σέθεν,
οὓς πάντας αὐτός, ὡς σκυλεύματ’ ἐξάγοις
ἄϊδος οὓς καθεῖρξεν, οὓς συνήρπασε,
κἄδδησεν ἐν δεσμοῖσι πανζόφου στέγης.
Μυστηρίων δὲ τῶνδ’ ἀπορρήτων φανὰς
ἔδειξε πατήρ, παῖδ’ ἀποσφάξας μόνον·
ἔφη τε μύστης αὐτανέψιος σέθεν,
μείζων ἁπάντων, ὡς ἔφης, θεηγόρων,
ὃν δῆμος ἐκδέδωκεν Ἑβραίων σφαγῇ,
σεμνὸν πολίτην, κἀπὶ πλείστων ἄνδρ’ ἕνα
φανέντα φοῖβον, γυμνόν, ἄσιτον, μόνον·
τροφῇ δ’ ἀμεμφεῖ πᾶσιν ἦν κεχρημένος,
ἐσθῆτα προστρόπαιον ἐγχλαινούμενος,
μόνοις δ’ ἀποτρόπαιον οἷς πέμφιξ χλιδή,
αὐχμῶν, πινώδης, λυπρὸν ἀμπρεύων βίον,
ᾗχι ξυνοικεῖ δαψιλὴς ἐρημία,
ῥείθροισιν ὠκὺς ἔνθ’ Ἰορδάνης ῥέει.
Ὡς τῆς ταφῆς ἔδειξε φανὰς αἰσίας
τρισημερεύσας ἐν βυθῷ θεοπρόπος.
Καὶ ταῦτα μανθάνουσα, τέρψιν ἐμφέρω,
καραδοκοῦσα καὶ ταφῆς ἰδεῖν τέλος.
Οὕτως ἄρ’ ἔτλης, Τέκνον, ἤδη τὸν μόρον,
κἀκεῖνα τῶν νῦν δραμάτων αἴτιά σοι,
σπεύσαντι θανεῖν κἀπικουρῆσαι βροτοῖς.
Ἀλλ’ οὐκ Ἰούδας, οὐδ’ ὁ τάλας Πιλάτος
διπλῆν δίκην φύγωσιν, ἀλλὰ σφᾶς τίσει
ἔκδικον ὄμμα Πατρὸς ἀμυντήριον,
πόλιν τε πᾶσαν καὶ στρατὸν μιαιφόνον.
Ἔδρας, ἔδρασας, μὴ δόκει λεληθέναι,
Πόντιε, δίκης ὄμμα πανδερκέστατον,
κἂν χεῖρας ἀπένιζες, ὡς ἔξω φόνου·
ὡς χὠ προδοὺς ἔρριψε μισθὸν τοῦ φόνου,
ᾧπερ δέον μὲν ἐν δέρῃ θεῖναι ξίφος,
δέον δὲ λυγρὸν αὐχέν’ ἐνθεῖναι βρόχοις,
ἢ κύμασι γλαυκοῖς ἀφανίσαι δέμας,
ῥίψαντι πρὸς θάλασσαν ἰχθύσιν βοράν.
Εἰ μὲν γὰρ ἁπλῶς ἄνδρ’ ἐπώλησας, τάλαν
(στρέφω γὰρ εἰς σὲ τὸ πρόσωπον τοῦ λόγου),
εἰ μέν τιν’ ἐξέδωκας ἄλλον εἰς φόνον,
νόμῳ πολιτῶν συμφορὰν ὑπέσχες ἄν·
νῦν δ’, ὅς σε πολλῶν ἠξίωσε χαρίτων,
ῥύστης τε παντὸς ἧκε Πατρόθεν γένους,
πέπρακας, ἐκδέδωκας εἰς φόνον φθόνῳ·
καὶ τίσιν οἵαν σ’ οὐχ ὑποστῆναι θέμις;
(στ. 1306-1426)

[…]

ΘΕΟΤΟΚΟΣ

[…]

Ἔστιν Θεός τις, ἔστιν ἄλκιμος, μέγας·
ἔστιν δὲ καὶ Πρόνοια καὶ κρίσις Θεοῦ.
Ἀπέπτυσ’· οὐδεὶς ἀσεβὴς Θεῷ φίλος.
Ἀπέπτυσ’· οὐδεὶς ἀσεβὴς Θεῷ φίλος.
Λάζυσθ’ ἄγοντες εἰς καινὸν λοιπὸν τάφον,
χωρεῖτε, θάπτετ’ ὀλβίῳ τύμβῳ νεκρόν.
Ἔχει γὰρ οἷα δεῖ γε νερτέρων πέπλα,
βαιὸν παρηγόρημα τοῖς τεθνηκόσι.
Δοκῶ δὲ τοῖς θανοῦσι διαφέρειν βραχύ,
εἰ πλουσίων τις τεύξεται κτερισμάτων·
κενὸς δὲ κόμπος ἐστὶ τῶν ζώντων τάδε.
Κρύψατε γοῦν πρόσωπον ὡς τάχος πέπλοις·
ψαύσατε χερσί, θάψατ’ ἐν τάχει νέκυν,
τὸν κατθανόντ’ Ἄνακτ’ Ἰουδαίων ὕπο·
αἴρειν φοράδην τὸν νεόδμητον χρεών.
Ὦ Παῖ παναιτίου Θεοῦ παντεργάτα,
τί γὰρ τελεῖται τοῖς βροτοῖς ἄνευ σέθεν;
τί δ’ οὐ θεόκραντόν γε τῶνδ’ ἐστίν; Ἰώ·
ἰὼ ἰώ·
Βασιλεῦ, Βασιλεῦ, πῶς σε δακρύσω;
Θεέ μου, Θεέ μου, πῶς σε καλέσω;
φρενὸς ἐκ φιλίας τί ποτ’ ἄρ’ ᾄσω;
κεῖσαι γὰρ ὑφάσμασι τοῖσδ’ εἰλιγμένος
ὁ σπαργάνοις πρὶν ἐντεταργανωμένος.

ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Φέρ’, ὦ γεραιέ, κρᾶτα τοῦ τρισολβίου
ὀρθῶς προσαρμόσωμεν, εὔτονον δὲ πᾶν
σῶμ’ ἐξακριβώσωμεν εἰς ὅσον πάρα.

ΙΩΣΗΦ
Ὦ φίλτατον πρόσωπον, ὦ νέα γένυς,
ἰδοὺ καλύπτρᾳ τῇδε σὴν κρύπτω κάραν·
τὰ δ’ αἱμόφυρτα καὶ κατηλοκισμένα
μέλη σὰ καὶ μέρη πέπλοις καινοῖς σκέπω,
πλευρὰν νυγεῖσαν πᾶσαν ᾑματωμένην.

ΘΕΟΤΟΚΟΣ
Ναὶ πρὸς Θεοῦ, συνέρξατ’· ἐν δέοντι γάρ,
ὡς ἐγγύς ἐστι νυκτὸς ἤδη καὶ κνέφας.
Ὀρθώσατ’ ἐκτείνοντες ὀλβίαν δέρην·
μικρὸν τόδ’ οἰκούρημα φίλῳ Δεσπότῃ.
Κομίζετ’ αὐτόν, ὡς ἰδοῦσ’ ἐν ὄμμασιν
ποῦ κείσεται Παῖς, κεῖσε θρηνοῦσα μενῶ,
ἕως τρίτον λάμψειεν ἦμαρ γλυκύ μοι.
Ὢ πένθος οἷον οἷον ἐκράνθη, Τέκνον·
κοινὸν τόδ’ ἄχος πᾶσιν ἡγοῦμαι βροτοῖς·
κοινὸν τόδ’ ἄχος πάντας ἀέλπτως φθάνει·
φθάσοι δὲ καὶ πάγκοινον εἴθε χάρμα μοι.
(στ. 1443-1484)

A. Tuilier, Grégoire de Nazianze. La passion du Christ, Sources chrétiennes 149, Éditions du Cerf, Paris, 1969.

~•~

*

*

~.~ 

 

Το γενικό εισαγωγικό σημείωμα της Ανθολογίας

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ, 17.3.2021

~.~

 

Advertisement