Για την ποιητική σύνθεση

*

Στον πυρήνα της ποιητικής σύνθεσης κοιμάται μια κοινοτοπία: να λες κάτι, που πάει να πει, να ονομάζεις. Ένα από τα στοιχεία που διακρίνουν τον πεζό από τον ποιητικό λόγο είναι η τροπικότητα αυτού που λες, με άλλα λόγια, το πώς. Ακούγεται συχνά (ή υπονοείται) σε σχέση με την ποίηση ότι δεν έχει σημασία το τι λες, αλλά το πώς το λες, μια συνέπεια που, ενώ την κυοφορούσε ο Ρομαντισμός ήδη από τη γέννησή του, θα την αποδίδαμε κυρίως στον Μοντερνισμό, ο οποίος δημιούργησε περισσότερες φυλακές παρά ελευθερίες. Τι σημαίνει όμως να ονομάζεις κάτι; Θα λέγαμε ότι η ονοματοδοσία συνεπάγεται μια εγκατάλειψη, ή καλύτερα ότι είναι αυτή η εγκατάλειψη: είναι παράδοξο, αλλά τελικά ονομάζω σημαίνει σωπαίνω οριστικά· ακόμη περισσότερο σημαίνει γίνομαι ένας άλλος. Φυσικά στο πλαίσιο της συγγραφής αυτό εφαρμόζεται στην κλίμακα της σχετικότητας: η εγκατάλειψη των ονομάτων προκαλεί την προσκόλληση σε αυτά, καθώς μας κρύβουν το επόμενο όνομα, που στην έκταση του απόλυτου θα ήταν το όνομα του θεού. Άραγε όμως κάθε ποίημα δεν είναι μια προσπάθεια να ονομάσουμε τον θεό, να κλείσουμε μέσα σε μία λέξη (το ποίημα) ολόκληρο τον κόσμο; Και αν ονομάζω σημαίνει εγκαταλείπω, δεν είναι άραγε στόχος καθενός η οριστική ρήξη με τον κόσμο, η πλήρης απουσία του, η οποία θα σήμαινε ότι το υποκείμενο της εγκατάλειψης έχει γίνει ο κόσμος απών; Μια απόλυτη μόνωση που περιλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο: το βρέφος.

Επανερχόμαστε στην τροπικότητα: μολονότι αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο οι αισθήσεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε το ποιητικό σύμπαν, είναι άχρηστη δίχως το σύμπαν. Το να λες κάτι δεν είναι κοινοτοπία σε μια εποχή που περιλαμβάνει οτιδήποτε εκτός από το περιεχόμενο. Είναι δυστυχώς μια επανάσταση. Δεν είναι ότι αυτές οι εξάρσεις τεχνικής δεν μας συγκινούν: αντιθέτως, πάσχουμε από νευρικό χασμουρητό. Ο Τσέχωφ κάπου έλεγε ότι αντλούσε τα θέματά του κυριολεκτικά από κάθε τι: ακόμη και μια καρέκλα. Θα έπρεπε όμως να είναι η δική του καρέκλα, όχι με πραγματικά υλικούς όρους, αλλά η καρέκλα αυτή που την είχε επενδύσει με ολόκληρο το είναι του, που την είχε φάει και την κυοφορούσε. Η υλική διάσταση όπως την εννοούμε εδώ, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, είναι το μέγιστο στην τέχνη, γιατί αυτή είναι σάρκα. Μπορεί ο Ρεμπώ να έγραψε για τη θάλασσα δίχως να την είχε δει, προηγουμένως όμως ταξίδεψε σε αυτήν όπως ακριβώς το μεθυσμένο καράβι του. Και αυτό δεν είναι μόνο φαντασία, η οποία άλλωστε πλησιάζει περισσότερο την ύλη όπως εννοείται συνήθως, όπως και το πνεύμα. Θα πιστέψετε ότι παραδοξολογούμε, αλλά σας βεβαιώνουμε πως το πνεύμα είναι περισσότερο ύλη από τη σάρκα. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η σάρκα είναι, ενώ το πνεύμα το καταφέρνει αυτό μόνο μέσω της μίμησης, που είναι ύλη. Η σάρκα όχι φυσικά ως κρέας που περιβάλλει κόκαλα, αλλά ως πράξη, ως παρουσία, κάτι που κατά τη γνώμη μας λείπει κυρίως από τον Μοντερνισμό και μετά. Γιατί σε αυτό το διάστημα η ποίηση στις καλύτερές της στιγμές είναι πνεύμα, δηλαδή παριστάνει τη σάρκα. Στις κακές της στιγμές δεν είναι τίποτα από τα δύο. Μας ενδιαφέρουν όμως οι καλές, κυρίως γιατί μέσα σε αυτές έχουμε φυλακιστεί. Επειδή είναι σημαντική και η πρακτική πλευρά του προβλήματος, πιστεύουμε ότι πρέπει να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, δηλαδή τον Ρομαντισμό.

Αν κάποτε αυτός επαναστάτησε εναντίον του Νεοκλασικισμού, εμείς πρέπει να βρούμε διέξοδο από τον Ρομαντισμό, ο οποίος ακόμα ηγεμονεύει μέσω των απογόνων του (και των αποκλίσεών του), αλλά ως κακέκτυπο αυτού που κάποτε υπήρξε. Όχι αφορίζοντας, αλλά ως κληρονόμοι και συνεχιστές. Αν μας επιτρέπετε: θα πρέπει να γίνουμε πιο ρομαντικοί από τους ρομαντικούς.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*

Advertisement