*
του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ
Το βιβλίο αυτό αποτελέστηκε αρχικά από σπαράγματα στίχων που γράφτηκαν, καταπώς το συνήθιζε ο Βρεττάκος, πάνω σε πακέτα από τα τσιγάρα. Τα παρέδωσε ο ίδιος στον φίλο του λογοτέχνη Κούλη Ζαμπαθά που με τη σειρά του τα εμπιστεύτηκε στην κόρη του λέγοντάς της: «Αυτά είναι του Νικηφόρου μας, να τα φυλάξεις σαν τα μάτια σου». Η Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου τα έδειξε με κάποια αφορμή στον ποιητή και αργότερα τα παρέδωσε στο γιό του Κώστα Βρεττάκο για να τα εκδώσει. Η έκδοση απαίτησε μεγάλη προσπάθεια ανάγνωσης αν όχι αποκρυπτογράφησης από τον γιό του, γιατί το χειρόγραφο διαβαζόταν πολύ δύσκολα εξ ου και κάποια κενά όπου δεν ήταν δυνατόν να αποσαφηνιστεί η γραφή. Πρώτη δημοσίευση έγινε το 1959. Ακολούθησαν επανειλημμένες και αναθεωρημένες εκδόσεις (1955, 1964, 1971, 1981).
Στις πρώτες σελίδες της θαυμάσιας νεώτερης έκδοσης του έργου (Έξοδος με το άλογο, Ποταμός, 2008), υπάρχει κάτι σαν μότο ή ειδοποίηση του ποιητή όπου διαβάζουμε:
Χωρίς χρόνο
Χωρίς ησυχία
Τρέχοντας, πάντοτε τρέχοντας
ΕΓΡΑΦΑ
(5 Φεβρουαρίου-5 Μαΐου 1950)
Ούτε χρόνο, λοιπόν, είχε ο Βρεττάκος, ούτε ησυχία. Αλλά επιπλέον: ΕΓΡΑΦΕ πάντα τρέχοντας.
*
*
Στη σύνθεση αυτή επιβεβαιώνεται η ειδοποίηση του ποιητή για τον χρόνο, την ησυχία και το τρεχαλητό. Αλλά ακόμη και προπαντός επιβεβαιώνεται και κάτι άλλο: ο διονυσιασμός του, η αστείρευτη έμπνευσή του, ο καλπασμός της ψυχής που αποτυπώνεται σε στίχους. Αυτός ο διονυσιασμός δεν μας πάει πίσω στους αρχαίους, θα μπορούσε να ειπωθεί εκχριστιανισμένος αλλά θα μπορούσε ακόμη να ειπωθεί, όπως στην παρένθεση του τίτλου «ύμνος στη χαρά», μα έμμεσα και ύμνος στην αγάπη. Αυτό θα το εξηγήσω αργότερα. Τώρα ας πιάσουμε το αρχίνισμα, όπου χτυπούν καμπάνες. Ο ποιητής μιλάει για το τέλος της νύχτας και το φανέρωμα της ημέρας. Υπάρχει ένας ερωτηματικός στίχος:
Ακόμη να σ’ το ειπούνε τα δάκρυά σου;
Το ξημέρωμα αυτό, που είναι ξημέρωμα ζωής, πέρασμα σε άλλο επίπεδο (όπως και η νύχτα, προηγουμένως, μάλλον σημαίνει νύχτωμα ψυχής, σκοτεινιά, πόνο, βασανισμό) καταγράφεται σαν είδος πυρκαγιάς σαν να πιάνει φωτιά το σπίτι. Και το φως που «χτυπιέται από παντού πάνω στο σπίτι» τι κάνει;
Ζητά να πέσει κάπου και να γίνει
Αίμα, χορός νυφιάτικος κι’ αγέρας
Από φωνές του Θεού!
Δεν πρόκειται για όργιο αγριότητας, αλλά για μια μέθη, έναν χορό όπου μέσ’ στον αγέρα ακούς «φωνές του Θεού» ή ακόμη καλύτερα αυτός ο αγέρας ΕΙΝΑΙ θείες φωνές.
Ακολουθεί ο σημαδιακός στίχος:
Το σπίτι σου είναι περικυκλωμένο
Παντού από τη χαρά!
Μαζί με τη χαρά ή μάλλον η ίδια η χαρά παρουσιάζεται με το άλογό της που θα τον πάρει να τον σεργιανίσει. Μέσα σ’ αυτό το χαλασμό πέφτει στίχος με τη μάννα του:
Βάλε. Τη φορεσιά σου! Βάλε τ’ άνθη
Που σου μάζωξε η μάνα σου! Τα δάκρυα
Που τα πήρε το φως κι’ έγιναν κόμποι
Λεμονιάς.
Δεν φύτρωσαν έτσι τυχαία «τα άνθη». Μέσα από δάκρυα βγήκαν. Κάθε τόσο ο Βρεττάκος παρά την ποιητική του ευωχία όλο και κάποιο δάκρυ βάζει να μιλήσει ή να ηχήσει. «Ήρθε η μοίρα σου», λέει. Και στο τέλος της πρώτης αυτής πεζοποιητικής γραφής, ως ρεφραίν ή επωδός γράφει:
Δώστε τα χέρια!
Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη!
Όλες τις διαδοχικές καταγραφές-ποιήματα (αριθμούνται από το 1 έως το 24) τις σφραγίζει αυτή η επωδός, αυτό το κάλεσμα.
Στο δεύτερο δισέλιδο ποίημα, ο ποιητής παρουσιάζεται μεταμορφωμένος, λουσμένος μέσα στο αυγινό φως, πλυμένο θαρρείς απ’ όλα όσα μαυρίζουν την ψυχή των ανθρώπων. Είναι ανεβασμένος πάνω στο άλογο. Ακόμη και το άλογο «σπιθοβολάει», σκορπίζονται οι σπίθες παντού, λάμπουν στον αέρα:
Τ’ άλογο χορεύει
Δυο ρόδα στα καπούλια του.
Λούζεται μέσ’ στη χαρά, έχει σηκωθεί όρθιο:
Παίζουνε τα ποδάρια του στον αέρα
Σα να σκάφτουν το φως, σα να χτυπάνε
Τις πόρτες τ’ ουρανού.
Κι ακολουθεί κάτι απρόσμενο. Ο ποιητής καλεί τους νεκρούς, τους απευθύνεται:
Γυρίστε πίσω!
Νεκροί! Νεκροί! Νεκροί! Γυρίστε πίσω!
Μας χωρούσε η γης! Γυρίστε πίσω!…
Να χτίσουμε στη πέτρα
Τα σπίτια μας!… Χαρά!
Και βέβαια η προειπωθείσα επωδός.
Υπάρχουν τρεις εικόνες, τρία «μόρια» του λόγου, θα ’λεγα, που κάθε τόσο παρουσιάζονται ανάμεσα στους στίχους και προδίδουν ξεχωριστή σημασία στον διονυσιασμό του: το ένα είναι ο ήλιος το άλλο είναι το δάκρυ, το τρίτο η μάνα. Ο Νικηφόρος στοιχειώνεται από αυτά τα τρία. Το πρώτο απλώνεται βεντάλια φωτεινή που καταυγάζει τον κόσμο, τον κρατάει άγρυπνο και σε εγρήγορση. Το δεύτερο συμπυκνώνει ολάκερη την πραγματικότητα του πόνου και των βασάνων που πέρασε ο ίδιος –για χρόνια καταδιωκόμενος και αυτοεξόριστος– το δεύτερο δείχνει να γυρνάει ολοένα στο πρόσωπο της μάνας την οποία άλλοτε την θωρεί να του «μαζώχνει» άνθη και να στολίζεται, άλλοτε βλέπει να «χιονίζει… στα μαλλιά της μάνας του που γνέθει» εξοικειωμένος καθώς είναι με αυτή την παλιά εικόνα της μητρικής ομορφιάς που καθόταν ώρες στον αργαλειό –κάθε μάνα μια μικρή βιοτεχνία από μόνη της– σε πλήρη ενεργητικότητα, στους αντίποδες μιας αράχνης που στήνει τον ιστό της για να γραπώσει έντομα.
Τρίτη φορά ακούει τη φωνή της:
– Νικηφόρε!
Αναρωτιέται «ποιος μου φωνάζει» και στήνοντας «τ’ αυτί του κάτω, είναι το χώμα!» (σ.21). Το χώμα είναι που μιλάει, από εκεί ακούγεται η φωνή της νεκρής μητέρας του, εν μέσω του πανζουρλισμού και των χρεμετισμάτων του αλόγου. Ο ποιητής-αφηγητής σωριάζεται καταγής. Δεν παραλείπει να σημειώσει βέβαια, για μια ακόμη φορά την επωδό:
Δώστε τα χέρια!
Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη!
Έχει πέσει πάνω στο χορτάρι και αφουγκράζεται τη φωνή της φωνάζοντας:
«Σούχω φέρει τη μοίρα μου!» Και παρακάτω: «Θα φυλάξω την εντολή σου!» (Ποια είναι η εντολή της;) Ορκίζεται στον ήλιο και στων παιδιών τα δάκρια. Πάλι ο ήλιος, πάλι τα δάκρια. Αλλά ορκίζεται και στο «στάχυ» που του κουνάει η μητέρα του. Σε κάποιο άλλο ποίημα γράφει τον στίχο: «Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα να σου στείλω λίγο ψωμί». Μέγα σύμβολο από τα αρχαία χρόνια. Ήταν το ιερό φυτό της Δήμητρας και πυρήνας της λατρείας της. Δήμητρα σημαίνει μητέρα γη. Αυτή η θεά στα αρχαία χρόνια χαρίζει τους καρπούς της γης και δη των δημητριακών. Στα χέρια της κρατά δρεπάνι που συμβολίζει τα χωράφια που γέμουν από στάχυα, έτοιμα για θερισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι στο Ευαγγέλιο ο Χριστός αναφέρει «τον σπόρο του σίτου» που συμβολίζει τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Έτσι και ο Βρεττάκος «ορά» την μητέρα του την πεθαμένη να του γνέφει με το στάχυ.
Και ξάφνου ο ήλιος έρχεται και παίρνει μέρος στην ευωχία. Είναι ποίηση και είναι τραγούδι και είναι ωδή στη χαρά μα είναι και έμπνευση που αντλεί από τον ουρανό. Κάθε τόσο γίνεται αναφορά στον ουρανό (όπως, εξάλλου, και στο Ταξίδι), κάθε τόσο αναβάτης και άλογο αγγίζουν δυσθεόρατα ύψη, κολυμπούν μέσα στο φως και στα χρώματα, σ’ ένα αβυσσαλέο άνοιγμα ψυχής, σε μια καρδιακή διαστολή που καμιά ιατρική επιστήμη δεν θα μπορούσε να την ερμηνεύσει, ούτε να την καταπαύσει. Δεν είναι αυτόφωτος ο Βρεττάκος. Αντλεί από την μητέρα του, αντλεί από το πανανθρώπινο νόημα της αγάπης και αντλεί από τη θεϊκή δημιουργία και φωταύγεια. Ο Σαραντάρης αυτόν και τη Μελισσάνθη τους ονομάζει «αλήτες τ’ ουρανού» και ξέρει καλά τι λέει. Κι όταν ο ποιητής απευθύνεται στη χαρά της λέει:
– Χαρά! Σαράντα χρόνια
Γιατί να μη μου ειπείς; Δεν τόχα νοιώσει
Πως ήμουν η αποθήκη σου, χαρά,
Πως κουβαλούσες μέσα μου κανίστρια
Μ’ αντιφεγγιές απ’ τ’ άπειρο, με σπάρτα,
Πως έμπαζες κρυφά μέσα μου κρίνους
Και σάλπιγγες που κάποτε θ’ ανοίγαν
Δρόμους στο σύμπαν, τρέχοντας σαν βρύσες,
Σαλπίζοντας, αστράφτοντας, σκορπώντας,
Φωνές, άστρα, φωτιές!
Δώστε τα χέρια!
Πλησιάστε τις καρδιές! Κλάφτε απ’ αγάπη!
(σ. 29)
Το απόσπασμα θα μπορούσε να ειπωθεί εκστατική σειρά μεταφορών: αρχίζει με τη λέξη χαρά και προχωρεί με σπάρτα, κρίνους, σάλπιγγες, δρόμους στο σύμπαν, βρύσες, φωνές, άστρα, φωτιές! Και ξανά η επωδός. Έχουμε ταυτόχρονα ποίηση και πεζό, ξεχείλισμα ψυχής, μελετημένος ρυθμός ωστόσο, παρέμβαση εκ των υστέρων για επιβολή ισορροπίας, γιατί αλλιώς οι φωνές, τα άστρα, οι φωτιές θα πλημμύριζαν το χαρτί, θα κατακλύζανε γραφή και ανάγνωση. Στίχοι όπως:
Κάνω να τρέξω, στέκω, με φωνάζουν
Γύρω μου από παντού. Με μουσκεμένα
Τα δάχτυλά μου σπάζω ένα μεγάλο
Κλωνί ροδιάς. Λυγώ ένα δέντρο. Δίνω
Μια καμτσικιά στον άνεμο. Σηκώνω
Στο στήθος μου μια πέτρα.
(σ. 28)
Είναι ανάγκη να παρασύρουν τον αναγνώστη ή τον μελετητή (πολύ περισσότερο τον κριτικό) να βγει από ένα συγκεκριμένο καλούπι που έχει κατά νου για τον ποίηση και να αφεθεί στην ψυχική ανάταση του Βρεττάκου.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ
Προδημοσίευση από το βιβλίο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο «αλήτης του ουρανού», Εισαγωγή-Ανθολόγηση Σωτήρης Γουνελάς, που θα εκδοθεί προσεχώς από το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος.
*
*