Month: Μαρτίου 2023

Το προδοτικό φιλί

*

της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ

Στο σημερινό απόσπασμα, συνέχεια του προηγούμενου («Ένας έρωτας γεννιέται»), από το ανέκδοτο βιβλίο Η Ελισάβετ της Κρήτης, παρακολουθούμε τις συνέπειες της ερωτικής σχέσης μεταξύ της Ελισάβετ και του νεαρού ζωγράφου Πέτρου Μωραΐτη, που σχεδόν βίαια ως ανεπίτρεπτη, διακόπτουν αγαπημένα της πρόσωπα, αλλάζοντας ανεπίγνωστα την πορεία της ζωή της.

~ . ~

Απόγευμα πρωταπριλιάς του 1855 η Ελισάβετ άκουσε να κτυπά η πόρτα της ιεραποστολικής κατοικίας και πήγε ν’ ανοίξει. Είχε καλέσει τον Πέτρο,[1] να δει προσεχτικά την Ἀνθοδέσμη της, πριν την παραδώσει στην Επιτροπή, της το είχε προτείνει ο ίδιος· ήθελε να ελέγξει μήπως υπάρχει κάποια αβλεψία που μπορούσε την τελευταία στιγμή να διορθωθεί.

— Πρωταπριλιάτικο αστείο; τη ρώτησε εκείνος χαριτολογώντας και της πρόσφερε ένα κλαδάκι με ροζ απριλιάτικα τριαντάφυλλα.

— Όχι, δεν θα έκανα ποτέ τέτοια φάρσα, του είπε και τον οδήγησε στον συνηθισμένο χώρο, στη Βιβλιοθήκη.

Η Ελισάβετ τράβηξε από το ράφι της μικρής βιβλιοθήκης την κασετίνα, όπου φυλασσόταν το λεύκωμά της, και του την έδωσε. Την πήρε στα χέρια του με  προσοχή και αναφώνησε με θαυμασμό:

— Τι εντυπωσιακή ξυλογλυπτική και πόσο αρμονική με το έργο!

— Ντόπιο πλατανόξυλο και ελιόξυλο, ό,τι καλύτερο για μια τέτοια κασετίνα· είναι άξιος λεπτουργός ο Γλήνης, σχολίασε η Ελισάβετ.

Κάθισαν δίπλα δίπλα στο τραπέζι· ο Πέτρος έβγαλε προσεχτικά την Κλασική Ἀνθοδέσμη από την κασετίνα κι άρχισε να την ξεφυλλίζει και να την ελέγχει λεπτομερώς· σταμάτησε στην σελίδα με τον τίτλο «Πρόθεσις»·[2] τυπωμένο με μαύρα και κόκκινα γράμματα το μικρό κείμενο που ακολουθούσε αποκάλυπτε τον στόχο του έργου της. Ήταν το πρώτο δικό της γραπτό που είχε διαβάσει· είχε έλθει σε άμεση επαφή με τον νου και την ψυχή της, από όπου είχε αντληθεί. Θέλησε τώρα να το ξαναδιαβάσει δυνατά, να νιώσει πάλι τον ήχο των λέξεων και την ισχυρή επίδρασή τους στο πνεύμα και στην καρδιά του.

— Τι ωραίο το κείμενό σου, αγαπητή μου Ελισάβετ! εγκιβωτίζεις άριστα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πόλης μας. Στις δυο λέξεις, «αλλεπάλληλα δυστυχήματα»,[3]  περιλαμβάνεις με λεπτό, έξυπνο και σύντομο τρόπο την τρέχουσα πολιτική και υγειονομική κατάσταση της Αθήνας, την Κατοχή και τη χολέρα·υμνείς δυο πόλεις, την Αθήνα, όπου δημιουργήθηκε η Ἀνθοδέσμη σου και από όπου ξεκινά το ταξίδι της και την πόλη του φωτός, όπου θα εκτεθεί·[4] φανερώνεις την αγωνία σου για την κακή τύχη, που φοβάσαι πως θα εξακολουθήσουν να έχουν τέχνες και επιστήμες στον τόπο, όπου γεννήθηκαν. Είμαι συγκινημένος.

— Γράφω ό,τι νιώθω, Πέτρο, και χαίρομαι πολύ που σου αρέσει. Ναι, δεν σου κρύβω ότι ανησυχώ για το μέλλον… απάντησε η Ελισάβετ, ενώ ο Πέτρος συνέχιζε να ξεφυλλίζει ένα ένα τα σχεδόν εβδομήντα φύλλα τού λευκώματος· σε κάθε φύλλο έλεγχε προσεχτικά τα πάντα, ακόμη και τα κενά. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Η προβληματική της ποιητικότητας

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

~.~

Το θέμα του ποιητή και του συγγραφέα, της ουσίας τους, της κατάστασής τους και των αμοιβαίων τους σχέσεων, έγινε πρόσφατα και επανειλημμένα αντικείμενο λογοτεχνικής συζήτησης, και μάλιστα σχεδόν πάντα με το νόημα ότι παρήλθε η εποχή για τον ποιητή, στη θέση του ήλθε ένα άλλο φαινόμενο. Μέχρι και στις ύψιστες πνευματικές θέσεις επεκτάθηκε η συζήτηση αυτή, και προς τα κάτω σε διάφορα επίπεδα μέχρι την περιοχή των κάπως απλών οργάνων που απαιτούν έναν καθαρά κομματικό χαρακτήρα της καλλιτεχνικής έκφρασης. Έπειτα, στο περιοδικό τούτο, έκαμε ο Φλάκε μερικές παρατηρήσεις που έχουν θεμελιώδη χαρακτήρα. Δεν αποδίδει καμιά σημασία στην ποίηση, το μυθιστόρημα είναι ανώτερό της. Το μυθιστόρημα είναι πολύ περιεκτικότερο, νομίζει, είναι πιο πολύ η φωνή της εποχής, οι σύγχρονοι άνθρωποι μπορούν μόνο με τα μέσα του να αναπαρασταθούν. Αυτή η αιώνια αναζήτηση του ποιητικού, δηλώνει! Οι κοινωνικές προϋποθέσεις για την ποιητική συντεχνία δεν υφίστανται πια διόλου, δεν είναι πια πιστευτές, κάθε μέρα και λιγότερο. Παρατηρεί ακόμη: «Η ποιητικότητα κατανοείται αφ’ εαυτής όπως και η ηθικότητα, δεν είναι ανάγκη να την εκφράζει κανείς σε κάθε αράδα, αρκεί να βρίσκεται ανάμεσα στις αράδες». Τούτο το τελευταίο θα πρέπει συνεπώς μάλλον να το κατανοήσομε έτσι, ώστε το έργο τέχνης που άφησε, παραδείγματος χάριν, ο Ρίλκε να μπορούσε να βρει θέση και στα σύγχρονα μυθιστορήματα, «ανάμεσα στις αράδες», αν κατόρθωνε κάποιος να το παρεμβάλει εκεί. Ο Φλάκε μιλά έπειτα για το χάσμα που υπάρχει ανάμεσα στον ποιητή και στο παρόν. Τέλος χρησιμοποιεί μια λέξη, βέβαια όχι για την ποίηση ως τέτοια αλλά για ένα από τα εκφραστικά της μέσα, τον στίχο, που είναι πολύ σημαντική, λέει: αρχαϊκός. Κοινό σε όλες αυτές τις εργασίες, εκφράσεις και παρατηρήσεις είναι ότι δεν γίνεται εντελώς σαφές τι ακριβώς εννοούν στην πραγματικότητα: τον ποιητή ή την ποιητικότητα, τον λυρικό ή τη λογοτεχνία, κάτι θεματικό ή κάτι μεθοδικό, το έργο ή την ίδια τη διαδικασία του δημιουργείν. Η παρούσα εργασία εξ αρχής δεν στρέφεται σε αξιολογικές αποτιμήσεις μεταξύ των επιμέρους μορφών της τέχνης, ούτε περιγράφει τον ποιητή στην κοινωνική του παρουσία και στην ιστορική εξέλιξη, παρά αναλαμβάνει την προσπάθεια να συλλάβει με μια νέα υπόθεση την ποιητικότητα ως έννοια και ως Είναι και να την εντοπίσει ως φαινόμενο πρωταρχικού χαρακτήρα εντός της βιολογικής διαδικασίας.

Οι γνώμες που αναφέρθηκαν στην αρχή θα μπορούσαν, αν συνοψισθούν, να χαρακτηριστούν ως η κοινωνιολογική θεωρία της ποιητικότητας. Ως θεμέλιό της υπόκεινται οι ακόλουθοι συλλογισμοί γενικότερης φύσης. Ζούμε σε μιαν εποχή συλλογικών σχηματισμών, ευρέα στρώματα του πληθυσμού είναι οργανωμένα σε ενώσεις που κατά κανένα τρόπο δεν σημαίνουν μόνο έναν κοινωνικό ή διεκδικητικό συνασπισμό, αλλά πνευματική διάρθρωση, τάξη σχετική με τη νοοτροπία. Όλα τούτα τα στρώματα έχουν αποδεχθεί μια κατ’ αρχήν αισιόδοξη κοσμοθεωρία που αποβλέπει στο τεχνικά βέλτιστο αποτέλεσμα, που θεωρεί ότι τα δεινά εξαρτώνται κατ’ αρχήν από τους θεσμούς και είναι θεραπεύσιμα, και γι’ αυτό ευλόγως και δικαίως απαιτεί μια τέχνη που ανταποκρίνεται στη νοοτροπία της, υιοθετεί τις τάσεις της, με την κυριολεκτική σημασία διασκεδάζει τον χρόνο μέχρι την εκπλήρωση των οικονομικών της ελπίδων. Μια κατ’ αρχήν πραγματιστική και θετική στάση, η οποία άλλωστε και κατά αξιοσημείωτο τρόπο διόλου δεν θεμελιώνεται ούτε περιορίζεται πολιτικά ή κοινωνικά, αντιθέτως, όσο ψηλότερα βρίσκονται αυτή τη στιγμή οι πνευματικοί άνθρωποι, τόσο περισσότερο παρατηρεί κανείς στις εκφράσεις τους μια δηλωμένη κλίση προς την ευφροσύνη και τη διαύγεια, μιαν εκπλήσσουσα κατάφαση της ζωής, μιαν απροσδόκητη πίστη στη γνώση, μια νεανικότητα, έτοιμη να εξορίσει όλους εκείνους που τα βλέπουν όλα μαύρα, στο περίφημο χθόνιο στοιχείο να αντιπαραθέσει το ορθολογικό ως υψηλότερη τάξη, και ό,τι είναι σκοτεινό, να το αρνηθεί ως φούμαρα, δημαγωγία και απαισιοδοξία που παίζει τη φλογέρα.

Το πλαίσιο για όλες αυτές τις γνώμες, στάσεις, νοοτροπίες σχηματίζει πολύ έντονα η έννοια της εποχής, έπειτα εκείνη του αιώνα, σπάνια ή ποτέ, σε αντίθεση με προηγούμενες περιόδους, η έννοια του λαού, τέλος περιλαμβάνοντας το Όλον, ο σημερινός ευρωπαϊκός τύπος της ανθρώπινης φυλής, τον οποίο νομιμοποιεί μια σειρά πνευματικών περιόδων που μπορούν να ελεγχθούν βάσει ντοκουμέντων. Το μέτρο μετρήσεως είναι, με μια λέξη, ο πολιτιστικός τύπος, μια έκφραση που δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε παραπάνω από τον τύπο του μέσου όρου, τον οποίο δημιούργησε ο περασμένος αιώνας. (περισσότερα…)

W. H. Auden, Νεκρώσιμο μπλουζ

*

Γραμμένο το 1936 αρχικά ως ποίημα σατιρικό για την πομπώδη ταφή ενός πολιτευτή (χαρακτηριστικές οι καυστικές εικόνες της δεύτερης στροφής), και διασκευασμένο αργότερα για τραγούδι καμπαρετίστικο (τη μουσική έγραψε ο Μπέντζαμιν Μπρίττεν στο λαϊκό ύφος που υπαγορεύει ο τίτλος), το «Funeral Blues» του Ώντεν γνώρισε δόξα απρόσμενη όταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ρομαντικής κομεντί Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία του 1994 το διάβασε ως ερωτική εξομολόγηση στο ξόδι του συντρόφου του. Habent sua fata poemata… Αυτές είναι οι ερμηνευτικές «προσχώσεις», για τις οποίες κάνει λόγο κάπου ο Σεφέρης. To «Νεκρώσιμο μπλουζ» (κατά τα «Νεκρώσιμο εμβατήριο», «Νεκρώσιμος ακολουθία» και τα συναφή) έχει μεταφραστεί κάμποσες φορές στα ελληνικά. Εδώ αποπειράθηκα να κρατήσω κάτι από την πρώτη σατιρική του πνοή και, φυσικά, την άψογη ωδική του φόρμα.  — ΚΚ

~.~

ΝΕΚΡΩΣΙΜΟ ΜΠΛΟΥΖ

Σπάστε τ’ ακουστικά, φιμώστε τα ρολόγια,
χώστε τα πιάνα και τα τύμπανα στα υπόγεια,
το ζώο μπουκώστε, τα γαυγίσματα να πάψουν,
φέρτε το φέρετρο να ρθούν για να τον κλάψουν.

Άστε από πάνω να βογγάνε τ’ αεροπλάνα
το «Είναι νεκρός» φιδοχαράζοντας στα ουράνια,
πένθιμα ας βάλουν παπιγιόν τα περιστέρια
κι οι τροχονόμοι γάντια ολόμαυρα στα χέρια.

Βοριά τον είχα και Νοτιά, Δύση κι Αυγή μου,
τον είχα καθημερινή, σχόλη, γιορτή μου,
ήταν οι ώρες μου όλες, ο καημός, το πάθος.
Έλεγα δεν πεθαίνει η αγάπη. Έκανα λάθος.

Για τ’ άστρα τώρα αδιαφορώ· κάντε τα πέρα,
φράξτε το φως του φεγγαριού, θάψτε τη μέρα·
χύστε τις θάλασσες, ξηλώστε κάθε δάσος·
δεν έχω τίποτε να ελπίσω πια ή να χάσω.

W. H. AUDEN
Προλόγισμα-Μετάφραση Κώστα Κουτσουρέλη

*

Παρατηρώντας το ανθρώπινο είδος

*

Πολλά χρόνια πέρασα πάνω στις σελίδες του Μαρσέλ Προυστ, περίπου έναν χρόνο για κάθε ένα από τα επτά βιβλία τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο που τόλμησα να διαβάσω στα γαλλικά. Και η αίσθηση ήταν πάντα η ίδια: μου χάρισε μια ηρεμία δυσεύρετη στην σημερινή εποχή, μια απομόνωση αναγκαία για να συγκεντρωθώ στα λόγια του, μια ενδοσκόπηση στην ψυχή μου μέσω της περιγραφής της δικής του ψυχής. Κυρίως μου χάρισε αναψυχή, διασκέδαση δηλαδή, με τον δικό του τρόπο.

Ο Προυστ δεν είναι ακριβώς ο χιουμορίστας που θα σε κάνει να σκάσεις στα γέλια αλλά πολλές φορές μια παρατήρησή του, πολύ λεπτή, που την έχεις σκεφτεί κάποτε κι εσύ αλλά δεν μπόρεσες ποτέ να την διατυπώσεις με τόση οξυδέρκεια, σου φέρνει ένα μειδίαμα μαζί με καλή διάθεση. Την ανθρώπινη ψυχή την έχει μελετήσει οριζοντίως και καθέτως. Το θέμα τον απασχολεί τόσο στο κυρίως έργο του όσο και στο δοκίμιο «Περί ανάγνωσης» όπου μιλάει για ψυχοθεραπευτές και για «νευρασθενικούς».

Αν ζούσε σήμερα ίσως να έκανε σπουδές ψυχανάλυσης, στην εποχή του, όμως, η επιστήμη αυτή δεν ήταν ακόμα τόσο διαδεδομένη.

«Ο άνθρωπος είναι το πλάσμα εκείνο που δεν μπορεί να βγει από τον εαυτό του, που γνωρίζει τους άλλους μόνο μέσω του εαυτού του, και ψεύδεται αν ισχυρίζεται το αντίθετο.»

Μελέτησε την υψηλή κοινωνία, στην οποία ανήκε προφανώς. Δεν κρύβει την αγάπη του για την αριστοκρατία έτσι όπως αντανακλάται στο πρόσωπο της Οριάν αλλά δεν διστάζει και να την κριτικάρει επίσης. Πετάει καρφιά για την κατώτερη αριστοκρατία της επαρχίας αλλά είναι φανερό ότι περισσότερο τον ενδιαφέρει η αριστοκρατία του πνεύματος. Τελικά ο Σουάν είναι το πρόσωπο που θαυμάζει περισσότερο. Ο Σουάν δεν έχει τίτλους ευγενείας αλλά κινείται με άνεση μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους αφ’ ενός και γνωρίζει αφ’ ετέρου τα πάντα για την τέχνη της Αναγέννησης. Ο Σουάν εισάγει εκείνον, τον μικρότερο σε ηλικία αφηγητή, τον ίδιο τον συγγραφέα, σ’ αυτές τις αισθητικές απολαύσεις. Στα ίχνη του Σουάν γίνεται και ο Προυστ μια ζωντανή εγκυκλοπαίδεια. (περισσότερα…)

Ο νέος ακαδημαϊσμός

*

Ακούγοντας προχθές στο Μέγαρο τους δυο μαέστρους μας, τον Νίκο Τσούχλο και τον Βύρωνα Φιδετζή, στην εξαίρετη βραδιά την αφιερωμένη στον Φίλιππο Τσαλαχούρη και τις νέες εκδόσεις του συνθετικού έργου του, ένιωσα να ταυτίζομαι με τα λεγόμενά τους. Κι αυτό, διότι εντελώς αντίστοιχες παρατηρήσεις έχω επανειλημμένα κάνει στα βιβλία και τα άρθρα μου για την ποίηση. Το ότι εκείνοι λένε τα ίδια για το δικό τους μετιέ, την μουσική, επιβεβαιώνει νομίζω αμφοτέρων την ακρίβεια.

Ο Τσούχλος μίλησε, αναγνωρίζοντας προς τιμήν του το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί, για τον μοντερνιστικό ακαδημαϊσμό που κατατρύχει τα μουσικά μας πράγματα. Για το φαινόμενο λ.χ. ένας συνθέτης να θάβει μέσα σε ποικίλα τερτίπια και τεχνάσματα μια εξαίρετη μουσική του ιδέα, επειδή φοβάται ότι θα θεωρηθεί τόσο γοητευτική μες στην απλότητά της που οι «προχωρημένοι» ομότεχνοί του, οι οποίοι μετρούν τα πάντα με τη μεζούρα της αβανγκάρντ, θα την αποδοκιμάσουν. Πόσοι και πόσοι καλοί ποιητές μας δεν κάνουν το ίδιο; Μασκαρεύονται ώστε να αρέσουν – όχι στους αναγνώστες τους, αλλά σε ένα στανικό δόγμα για το πώς πρέπει να μοιάζει το «μοντέρνο ποίημα» σήμερα.

Και ο Βύρων Φιδετζής μίλησε για την τύχη που επιφύλαξαν εδώ σε μας στον μεγάλο Νίκο Σκαλκώτα (!) οι μουσικοκριτικοί και οι ομότεχνοί του ώς τα τέλη σχεδόν του προηγούμενου αιώνα. Σημαντικό τμήμα των συνθέσεών του θεωρήθηκε «πάρεργο», αποσιωπήθηκε και αφέθηκε ανεκτέλεστο. Ανάμεσά τους οι περίφημοι Ελληνικοί χοροί. Ο λόγος; Δεν ήταν αρκούντως πρωτοποριακό, ο Σκαλκώτας όταν επέστρεψε στην Αθήνα από τη Γερμανία «συμβιβάστηκε» λέει και υπέστειλε το λάβαρο του δωδεκαφθογγισμού…

Το ότι ο Σκαλκώτας είναι ως συνθέτης πολυστυλίστας (πολυειδής και πολυυφής, μοντερνιστής μαζί και νεοκλασσικός, «εθνικός» και κοσμοπολίτης) μόλις τις τελευταίες δεκαετίες έχουμε αρχίσει να το διακρίνουμε. (Ας είναι καλά και οι ξένες ορχήστρες που τον παίζουν…) Να δούμε πότε θα καταφέρουμε το ανάλογο και στην λογοτεχνία, πότε θα δούμε δηλαδή ότι ο Ελύτης λ.χ. είναι, ταυτόχρονα, και το Άξιον Εστί και τα Ρω του έρωτα, και το Μονόγραμμα και η Μαρία Νεφέλη. Ή ότι ο Ρίτσος είναι και ο κομμουνιστής βάρδος των πολιτικών συνθέσεων και ο μύχιος βιογράφος των μικρών πραγμάτων… (Για να μην πάω στον Παλαμά ή τον Παπαδιαμάντη…)

Το ρεζουμέ; Όπως ακριβώς στην πολιτική, έτσι και στην τέχνη οι ιδεολογίες είναι μισαλλόδοξες. Όπου παίρνουν το πάνω χέρι, βιάζουν, κακοποιούν πράγματα και ανθρώπους.

Ο Νίκος Τσούχλος ανέφερε προχθες την «φιλάνθρωπη», όπως την αποκάλεσε, συμβουλή που είχε απευθύνει ο Καλομοίρης στον Σκαλκώτα όταν εκείνος πρωτόπαιξε έργα του δωδεκαφθογγικά στην Αθήνα το 1932. Το κοινό είχε μείνει, φυσικά, εμβρόντητο και αντέδρασε πολύ αρνητικά. Μήπως ανάλογα δεν είχαν αντιδράσει και οι Βιεννέζοι οι ίδιοι όταν πρωτάκουσαν τέτοιας λογής έργα;

Ο Καλομοίρης συνέστησε ευγενώς στον Σκαλκώτα να έρθει στη θέση των ακροατών του. Να μην περιμένει μόνο να καταλάβουν εκείνοι τα πειράματά του, αλλά κι εκείνος να προσπαθήσει να ανταποκριθεί στις ανάγκες τους. Ευτυχώς, για όλους μας, ο Σκαλκώτας είχε την ευφυία να τον ακούσει.

(Τα Τοπία και τα σαρανταρικά Εαρινά του Φίλιππου, που ερμήνευσαν με ακρίβεια και δόνηση εσωτερική προχθές η Ευγενία Καλοφώνου και ο Θοδωρής Τζοβανάκης, έχουν όλη τη θυμική οικειότητα που λείπει από μεγάλο τμήμα της σύγχρονης λόγιας μουσικής. Ηχούν ακόμη στ’ αυτιά μου τώρα που ευγνωμόνως γράφω αυτά τα λόγια.)

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ

*

Κολούτσιο Σαλουτάτι, Για την αποτυχία της παρηγοριάς απέναντι στον θάνατο

*

Συντομευμένη απόδοση της 2ης επιστολής
προς τον Φραντσέσκο Ζαμπαρέλλα  [1]

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

H 2η επιστολή του Κολούτσιο Σαλουτάτι προς τον Φραντσέσκο Ζαμπαρέλλα αποτελεί κορυφαία στιγμή στην ιστορία της φιλοσοφικής παραμυθητικής γραμματείας. Συντάσσεται όταν ο Σαλουτάτι, καγκελάριος της Φλωρεντίας και κορυφαία μορφή του ιταλικού ανθρωπισμού, συντρίβεται από τον χαμό του αγαπημένου του γιου Πιέρο στην Πανώλη του 1400 – λίγα χρόνια πριν είχε υπομείνει και τον θάνατο της γυναίκας του Πιέρα. Ο Ζαμπαρέλλα ήταν εκείνος που έγραψε πρώτος στον φίλο του, εξαίροντας μεταξύ άλλων την αξιοπρεπή και στωική του στάση ως εφάμιλλη της στάσης που τήρησαν απέναντι στο πένθος και την οδύνη σημαντικά πρόσωπα της αρχαιότητας. Στην πρώτη του επιστολή προς τον Ζαμπαρέλλα, ο Σαλουτάτι περιγράφει γλαφυρά τις τελευταίες στιγμές του Πιέρο και ομολογεί πόσο έχει απομυθοποιήσει την επάρκεια του φιλοσοφικού παραμυθητικού λόγου. Ο ίδιος βρίσκει περισσότερη παρηγοριά στη θρησκεία παρά στην παραμυθητική επιχειρηματολογία του 3ου βιβλίου των Τουσκουλανών διατριβών του Κικέρωνα. Ο Ζαμπαρέλλα συντάσσει νέα επιστολή στην οποία υπερασπίζεται εκτενώς την ικανότητα της φιλοσοφίας –ιδίως εκείνης που παραδέχεται την αθανασία της ψυχής– να προφυλάσσει τον άνθρωπο απ’ την οδύνη που προκαλεί ο θάνατος. Η 2η επιστολή του Σαλουτάτι περιλαμβάνει τη σφοδρή του απάντηση: συντηρητική από κάποιες απόψεις αλλά εντυπωσιακά ρηξικέλευθη στην υπεράσπιση και ανατίμηση της πραγματικότητας των ανθρώπινων συναισθημάτων.

~.~

Διακεκριμένε δάσκαλε, αδελφέ μου, αγαπημένε φίλε,

Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό όταν σου έγραφα τις προάλλες ότι θα καταλήγαμε να έλθουμε σε αντιπαράθεση. Για να ’μαι ειλικρινής, όσα πραγματεύθηκα τότε μου φαίνονταν τόσο αληθινά που ούτε καν διανοήθηκα ότι θα φθάσω ποτέ να τα αμφισβητήσω. Να όμως που τώρα –για ακόμη μια φορά– συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει ούτε μια αλήθεια στον κόσμο που να έχει διερευνηθεί τόσο εξαντλητικά ώστε να είναι αδύνατον να τη θέσει υπό αμφισβήτηση η ορμή της αντιπαράθεσης.

[…] Έρχομαι, λοιπόν, σε αυτό που αντιμάχεσαι και θα συζητήσω μαζί σου σε πνεύμα αδελφικό εάν αυτές οι θεραπείες που ο Κικέρων και άλλοι φιλόσοφοι προτείνουν για να προσφέρουν παρηγοριά, εκπληρώνουν όντως αυτό που υπόσχονται. Ας ακολουθήσουμε τον ειρμό των σκέψεών σου –ή, μάλλον, εκείνων του Κικέρωνα– προκειμένου να εξετάσουμε εάν αληθεύουν όσα υπερασπίζεσαι έντεχνα και διακηρύττεις τόσο επίμονα. Έχοντας δε την άνεση να εκφράζομαι ελεύθερα μαζί σου, οφείλω να σου ομολογήσω ότι στη συζήτησή μας βλέπω το βλέμμα σου στραμμένο περισσότερο στη φιλοδοξία και τον εντυπωσιασμό, παρά στην αλήθεια. Ισχυρίστηκα λοιπόν –και πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου– ότι ο θάνατος είναι κακός από τη φύση του, κι όχι επειδή αποτελεί συνέπεια της αμαρτίας. Ο Σιληνός φέρεται να είπε ότι το καλύτερο για τους ανθρώπους θα ήταν να μην γεννηθούν ποτέ, και το αμέσως επόμενο να πεθάνουν το συντομότερο δυνατό. Και κάποιος άλλος θα πει –μιμούμαι εδώ τα λόγια και το ύφος των Εθνικών– πως οι θεοί μερίμνησαν αξιοθαύμαστα ώστε τα δεσμά της ψυχής, δηλαδή τα σώματά μας, να είναι θνητά και όχι αιώνια. Αλλά τέτοια λόγια ελάχιστα καταφέρνουν να αποδείξουν ότι ο θάνατος δεν είναι κάτι κακό. Και φυσικά, το κύρος της αλήθειας και των Θείων Γραφών μετρά για μένα ως Χριστιανό πολύ περισσότερο από τις αερολογίες εκείνων που φαντάζονται ότι οι ψυχές εγκατασπείρονται στα άστρα κι ότι, αιώνιες και δημιουργημένες προ πάντων των αιώνων, κατεβαίνουν στα σώματά μας… (περισσότερα…)

Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Ένα μικρό χωριό ήταν το 1948 η Παλαιοχώρα ή Παλιόχωρα, όπως ήταν γνωστό το όνομα με το οποίο τη γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρήτης. Στις μέρες μας έχει εξελιχτεί σε έναν γοητευτικό και ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό, αλλά και σε ένα δραστήριο κέντρο συναλλαγών και εμπορίου της ευρύτερης περιοχής του νοτιοδυτικού άκρου του νομού Χανίων.

Στο Γυμνάσιο της  Παλιόχωρας υπηρετούσε ως καθηγητής μαθηματικών ο πατέρας μου. Στο σπίτι η μάνα μου παιδευότανε με τα  τέσσερα όχι και τόσο εύκολα αγγελούδια της. Η αφεντιά μου, ως πρωτότοκος, δημιουργούσε τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο πατέρας μου, το συζήτησε με τον φίλο του, Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου και αποφασίστηκε να με στείλουν στην Α΄ τάξη του σχολείου, ως ακροατή! Επαρχιακή αυθαιρεσία είπατε; Αυτό μπορούσε να γίνεται την εποχή εκείνη. Είσοδος στα Πανεπιστήμια με βαθμούς 2 ή 3 ή 5, πλαστά ή μαϊμού πτυχία και λοιπές επαναστατικές και εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδικασίες δεν υπήρχαν τότε. Από το αυτί λοιπόν –κυριολεκτώ εδώ– και στον δάσκαλο.

Πήγαινα λοιπόν στο σχολείο και μάθαινα την αλφαβήτα και την προπαίδεια και υποσχέθηκα πως έτσι θα έκανα καθημερινά, αφού όμως και ο κύριος Διευθυντής είχε αναλάβει τη δική του ευθύνη να μου προσφέρει ένα μικρό χωνί ζάχαρη κάθε μέρα την ώρα του μεγάλου διαλείμματος. Με αυτά και με τ’ άλλα η εκπαίδευσή μου ξεκίνησε με καλούς οιωνούς. Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου ο Δάσκαλος μας πληροφόρησε πως θα ερχόταν κάποιος άλλος, ένας πιο σοφός Δάσκαλος, να δει αν ο δικός μας Δάσκαλος κάνει καλά τη δουλειά του κι αν εμείς είμαστε μαθητές της προκοπής. Ήρθε λοιπόν ο κύριος Επόπτης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και μας ζήτησε να γράψουμε με λίγα λόγια γιατί αγαπούμε το χωριό μας. Δεν θυμάμαι πώς σκέφτηκα και έγραψα ότι έγραψα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως αφού δώσαμε όλες και όλοι τα γραπτά στο Δάσκαλό μας βγήκαμε έξω για το μεγάλο διάλειμμα. Πήγα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή, πήρα το χωνάκι μου με τη ζάχαρη και αμολήθηκα στην αυλή. Είχαμε ήδη επιστρέψει στην τάξη μας όταν εισήλθαν ο Δάσκαλός μας και ο κύριος  Επιθεωρητής ο οποίος κρατούσε στο χέρι του τα γραπτά μας. Κάθισαν δίπλα-δίπλα πίσω από την έδρα οι μεγάλοι μας κριτές και άρχισαν κάτι ψου ψου ψου και πάλι ψου ψου ψου και μετά ο κύριος Επιθεωρητής ρωτά:

— Ποιος είναι ο Μπουζάκης; (περισσότερα…)

Μανούσος Φάσσης, Ο Κατήφορος

***

Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΥΟ ΨΥΧΩΝ
ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΑΠΙΑ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ

―――

Η ΤΙΜΙΑ ΕΞΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ,
ΜΑΣΤΙΓΙΟ ΣΤΗΝ ΥΠΝΩΤΤΟΥΣΑ ΗΘΙΚΗ ΜΑΣ

―――

«Αν είχα μια κόρη 16 χρονώ θα έκανα να διαβάσει κρυφά
αυτό το βιβλίο και θα ήμουν ήσυχος ότι ποτέ δε θα κινδύνευε
να παραστρατήσει…» — ΓΡ. ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ,Ο Κατήφορος

Τη λέγαν Φωτεινίτσα κι όχι Κάρμεν
μα κάθονταν με τέτοια χάρη στο σκαμπώ
–ολόιδια η Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ–
και της χαμογελούσαν όλοι οι μπάρμεν.

Είχε τα μέσα, λέγαν, με τον Πάριο
και θα ’βγαινε μια μέρα στο πλατώ
με το κόκκινο φούξια ξώπλατο
έχοντας βρει κι έναν καλό ιμπρεσάριο.

Όλοι της δίναν κάργα υποσχέσεις :
«Εσύ θα τραγουδάς με περιεχόμενο. . .».
«Αν δε σε δω μια μέρα στον Ορχομενό
σ’ ένα σκυλάδικο σου επιτρέπω να με χέσεις»,

ήταν τα λόγια του κουρέα του Θανάση
που μεγαλώσανε μαζί στην Κοκκινιά.
Μ’ αυτή είχεν αμολήσει πετονιά
να πιάσει χοντρό ψάρι όπου προφτάσει. (περισσότερα…)

Κορφολογώντας τις μεταφράσεις του Αλέξη Πάρνη από τη ρώσικη ποίηση

*

Προλόγισμα-Ανθολόγηση ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

Παρά κάτι μήνες εκατόχρονος, εκμέτρησε το ζην προχθές ο Αλέξης Πάρνης (συγγραφικό ψευδώνυμο του Σωτήρη Λεωνιδάκη, 24 Μαΐου 1924 – 10 Μαρτίου 2023). Ιστορικός μάρτυς μιας εποχής βαριάς, δύσκολης μα και κοσμοϊστορικής, έδωσε με τη στάση, τη ζωή και το συγγραφικό του έργο το ιδιαίτερο πολιτικό και κοινωνικό μαχητικό παρών ― και πλήρωσε και το τίμημα. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό της εκτίμησης και της ανιδιοτελούς φιλίας και γενναιοδωρίας προς το πρόσωπό του από τον Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ μεταφέρει ο Στέλιος Ελληνιάδης:

«Στη Μόσχα, ο Χικμέτ τον είχε φέρει σε επαφή με μία φίλη που μπορούσε να του παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο μεγάλο της διαμέρισμα για να μένει σε καλές συνθήκες, κοντά στη σχολή του, χωρίς να πληρώνει ενοίκιο. Μόνο όταν ξαναβρέθηκε στη Μόσχα το 1989, έμαθε ο Πάρνης την αλήθεια: ο Χικμέτ πλήρωνε 200 ρούβλια ενοίκιο έχοντας συμφωνήσει με την οικοδέσποινα να το κρατήσει μυστικό από τον Πάρνη».

Από τις εξαιρετικές μεταφράσεις της ρώσικης ποίησης που μέχρι σήμερα μας επιδαψίλευσε (Ρωσικός Παρνασσός: Ανθολογία ρωσικής ποίησης, Καστανιώτης, Αθήνα 2016), κορφολογούμε το μικρό τούτο απάνθισμα.

Γαίαν έχοι ελαφράν!

~.~

ΜΙΧΑΗΛ ΓΙΟΥΡΕΒΙΤΣ ΛΕΡΜΟΝΤΟΦ

Βγήκα μόνος στου γκρεμού τα μονοπάτια,
μες στην πάχνη της νυχτιάς φέγγουν θολά…
Στο Θεό γυρίζει η έρημος τα μάτια,
άστρο μ’ άστρο κουβεντιάζει εκεί ψηλά.

Ουρανός θριαμβικός και μαγεμένος!
Στο γαλάζιο το βαθύ κοιμάται η γη…
Γιατί νιώθω τάχα τόσο πικραμένος;
Τι μου πήραν, τι προσμένω απ’ τη ζωή;

Δε ζητάω πια τίποτ’ από κείνη,
για το χτες δεν έχω λύπη και καημό.
Λευτεριά θέλω μονάχα και γαλήνη,
ύπνο μόνο λησμονιάς κι αναπαμό.

Όχι αυτόν μέσα σε τάφο παγωμένο…
Θα ’θελα ν’ αναπαυθώ παντοτινά,
όμως στη ζωή κοντά να μένω
με το στήθος ν’ ανασαίνει ζωντανά.

Για ν’ ακούω στο βαθύ μου καταφύγι
της αγάπης τη φωνή να τραγουδά,
κι από πάνω μου ολοπράσινη να σκύβει
μια βαθύσκια θαλερή βελανιδιά.

1841

~•~

ΒΛΑΝΤΙΜΙΡ ΒΛΑΝΤΙΜΙΡΟΒΙΤΣ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ

Χτύπησε τέσσερις.
Βαριές σαν βαριά.
«Του Θεού στο Θεό – τα Καίσαρος τω Καίσαρι».
Όμως ένας όπως εγώ
Σε ποια ν’ απαγκειάσει μεριά
μια κρυψώνα βρίσκοντας εύκαιρη;

Αν ήμουν μικρός
όσο κι ο Μεγάλος Ωκεανός,
στις μύτες θα στεκόμουν των κυμάτων,
θ’ άλλαζα χάδια στην παλίρροια με τη σελήνη.
Πού να βρω μια γυναίκα
στα μέτρα μου εδώ κάτω;
Δυστυχώς
στον ουρανό μας το μικρό δε θα χωρούσε εκείνη. (περισσότερα…)

Jack Kerouac, «Έχω μπουχτίσει» (Συνέντευξη στον Fernand Séguin)

*

Μετάφραση ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

Απόσπασμα της συνέντευξης που έδωσε ο συγγραφέας στην εκπομπή Sel de la semaine της δημόσιας καναδικής τηλεόρασης στις 7 Μαρτίου του 1967. Ο Κέρουακ ήταν ήδη μεθυσμένος όταν εμφανίστηκε στο πλατώ μα κατάφερε, με αρκετό χιούμορ, να ανταποκριθεί στις ερωτήσεις δίχως να αποκοιμηθεί μπροστά στην κάμερα, όπως είχε συμβεί προηγουμένως στην Ιταλία.

Η συνέντευξη μου γνωστοποιήθηκε πριν πολλά χρόνια από τον Τόνυ Σάμπας, συνεκτελεστή της διαθήκης του συγγραφέα, και η μετάφρασή της έγινε το 2003. Ο Τόνυ Σάμπας, απόγονος της Στέλλας Σάμπας, της ελληνικής καταγωγής τελευταίας συζύγου του Κέρουακ, συνεισέφερε το επιλογικό σημείωμα στον τόμο Τζακ Κέρουακ: Μια μονογραφία που κυκλοφόρησε το 2016 από τις Εκδόσεις Απόπειρα. — ΓΛ

~.~

Σ: Σχετικά με το βιβλίο Στον δρόμο, αυτό που γράψατε σε ρολό χαρτιού, και χρειαστήκατε γι’ αυτό… τρεις εβδομάδες.

Κ: Ναι… Και το Μπιγκ Σερ επίσης.. Και το Οι Αλήτες του Ντάρμα επίσης…

Σ: Αλλά το πρώτο πράγμα που εξασφάλισε την επιτυχία σας ήταν το Στον δρόμο

Κ: Ναι…

Σ: Έτσι γίνατε ο ιδρυτής της μπητ γενιάς. Τι ήταν η μπητ γενιά, για σας; Επειδή μου είπατε νωρίτερα…

Κ: Λοιπόν, υπήρχε η χαμένη γενιά του ’20… και μετά ήταν του ’40, του ’50… Σκεφτόμασταν, πώς θα την αποκαλέσουμε;…

Σ: Εσείς ήσασταν που επινοήσατε αυτόν τον όρο, έτσι δεν είναι; Μπητ γενιά;

Κ: Λοιπόν… άκουσα κάποιους γέρους, κάποιους ηλικιωμένους νέγρους να λένε αυτή τη λέξη… Μπητ.

Σ: Με την έννοια του συντριμμένου… του ταλαίπωρου;

Κ: Ναι… του φτωχού!

Σ: Του φτωχού;

Κ: Μετά απ’ αυτό πήγα στην εκκλησία της Ζαν ντ’ Αρκ. Και ξαφνικά σκέφτηκα: α, μπητ… BE-AT [λατινικά]…

Σ: Μακαριότητα (Beatitude)! Άλλαξε σημασία.. λοιπόν…

Κ: Beato στα Ιταλικά. Beatus. Béatifique στα Γαλλικά.

Σ: Αλλά, δεν έχει επίσης τη σημασία του μπητ [ρυθμού] της τζαζ ορχήστρας;

Κ: Ναι, αλλά και με την έννοια αυτού: έτσι κι έτσι… (κάνει πως κωπηλατεί) Κι όπως το κάνουμε… αυτό… στο κανό, εε; Και… στο τύμπανο! Έτσι, να… (κάνει πως χτυπάει με μπαγκέτα). Δεν έχει σημασία. Το όνομα δεν είναι σημαντικό.

Σ: Όμως, ε…

Κ: Οι νέοι, ωστόσο, είναι σημαντικοί.

Σ: Είπατε ότι το όνομα δεν είναι σημαντικό, αλλά… ακόμη αρνείστε να σας αποκαλούν μπήτνικ. Δεν είστε μπήτνικ.

Κ: Μπήτνικ είναι ένας όρος που είναι… ε… έχω μια ωραία λέξη γι’ αυτό… dégradant [γαλλικά]…  Υποτιμητικός…

Σ: Ταπεινωτικός;

Κ: Υποτιμητικός! (περισσότερα…)

Γιάννης Πατίλης, Το σπασμένο είναι πιο ανθεκτικό (Ποιήματα 1970-2022), Ύψιλον 2023

Η παρούσα συγκεντρωτική έκδοση των ποιητικών συλλογών του Γιάννη Πατίλη είναι η τρίτη σε διάστημα πενήντα τριών ετών από το 1970, χρονιά έκδοσης του πρώτου του ποιητικού βιβλίου Ο Μικρός και το Θηρίο. Τριάντα χρόνια μετά την έκδοση της δεύτερης συγκεντρωτικής του (1993), η τρίτη αυτή έκδοση έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό συμπεριλαμβάνοντας και την ικανή σε όγκο ποιητική του δουλειά μετά το 2000. Επίσης, αποκαθιστά την αρχική μορφή των πρώτων του ποιητικών συλλογών, αφού επαναφέρει δεκαέξι ποιήματα που είχαν εξαιρεθεί από τις προηγούμενες συγκεντρωτικές. Μικρές επίσης διορθώσεις έχουν γίνει σε τίτλους, λέξεις, στιχοποίηση και στίξη. Το σώμα των δέκα συλλογών τού τόμου συμπληρώνουν πλούσιες σημειώσεις και ευρετήρια καθώς και το δοκίμιο του ποιητή «Το Σπασμένο είναι πιο Ανθεκτικό | Στίχοι και σκέψεις για την ηλικία των ερειπίων», μια έκθεση, με ποιητικά παραδείγματα, των προσωπικών βιωματικών και ψυχοπνευματικών προϋποθέσεων της ποιητικής εργασίας του.

~.~

 

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΔΕΝ ΣΤΑΜΑΤΑ ΠΟΤΕ

Είναι ανάποδη η εποχή κι ωστόσο
Καθώς τα νερά σ’ ένα πλοίο
που βυθίζεται
Η ομορφιά εισβάλλει από παντού
Οι στίχοι
Φτωχά ψίχουλα πάνω στο χαρτί
Μπορούν να θρέψουν τους κουρασμένους
και τους νηστικούς
Μπορούν να σχίσουν τα βουνά
να περάσουν τη θάλασσα
Να κατεβούν απ’ τον ουρανό
στα υψωμένα ποτήρια
στα τρυφερά μέλη
Η καρδιά μας εξέχει
Σαν τ’ αυτιά του λαγού πίσω
Απ’ τη φτέρη
Οι πυροβολισμοί τη γεννάνε
Η αδιαφορία την τρέφει
Η παγωνιά τη ζεσταίνει
Κόκκινη τρυφερή
Πληθαίνουν οι μελαγχολικοί κι ωστόσο
Το τραγούδι δεν σταματά ποτέ

(Γραφέως κάτοπτρον, 1989)

~ . ~

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ

Εδώ φωτογραφία είναι του τέλους
η θάλασσα γαληνεμένη ο ήλιος δύει
χρυσίζουν τα νερά λόφοι χαριτωμένοι
κι αυτός ας πούμε εσύ να τα μαζεύεις
τα σύνεργα της γραφικότητας και πάλι
στο δρόμο πίσω σπίτι φιλαράκια
ουζάκια στην αυλή ψάρια στη θράκα
του δειλινού τραβώντας την αυλαία
παρατυχών Τραπεζικός και Ποιητής

Πλην της σκιάς σου αυτής που πάει
στα σίγουρα με το κεφάλι προς τα κάτω
σαν κάτι εκεί να ξέχασε να πάρει
ή κάποιος να της νεύει απ’ το σκοτάδι
από αυτούς που δεν σηκώνουνε κουβέντα
μια προσημείωση κρυφή για τα ως άνω
και να μη μένει αφωτογράφιστο και τ’ Άλλο
κάτι η Μαύρη Θάλασσα των Στεναγμών
και προπαντός ο Εύξεινος ο Πόνος

(Ακτή Καλλιμασιώτη, 2009)

~ . ~

ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑΣ

Μνήμη  σημαίνει να ξεχνάς τους ορισμούς
λέξη σημαίνει πλέξη με το άλεκτο
βλέπω σημαίνει λείπω απ’ τ’ ορατό

Απείραχτο άσε το Κεφάλαιο του Κόσμου
και ζήσε από τους τόκους

Μέσα στο σάλο των γνωστών πραγμάτων
γίνε εσύ και πάλι το Σημείο Μηδέν
και βγάλε το ψωμί της κάθε μέρας

(Αποδρομή του αλκοόλ, 2012)

*

*

 

 

Λάκης Παπαστάθης (1943-2023), Η Ήσυχη

*

Ο επιλοχίας, ανεβασμένος στα σκαλιά του λόχου, μοίραζε τα γράμματα φωνάζοντας το όνομα. Τα πετούσε με δύναμη στον ουρανό κι αυτά προσγειώνονταν με τσαλίμια μέσα στο τσούρμο των φαντάρων. Ο παραλήπτης σπάνια έπιανε το γράμμα στον αέρα, συνήθως το έψαχνε ανάμεσα στις αρβύλες των άλλων φαντάρων που περίμεναν κι αυτοί το δικό τους. Όταν τα γράμματα τέλειωναν ο λοχίας φώναζε χαιρέκακα «οι υπόλοιποι έχετε χαιρετίσματα από τη Βουγιουκλάκη… και φιλιά!».

«Και σήμερα δεν ήρθε γράμμα της. Ας μου ’γραφε δυο γραμμές που να λένε πως μ’ αγαπάει και πως με σκέπτεται κι εγώ ας καθόμουν τρεις μέρες συνέχεια σκοπιά. Θ’ άντεχα τα πάντα!»

Η έξοδος των φαντάρων στην Κόρινθο κρατούσε από τις τρεις το απόγευμα μέχρι τις εννιά το βράδυ. Όλη η πόλη ντυνόταν στο χακί. Γέμιζαν τα ζαχαροπλαστεία και οι ταβέρνες. Οι πιο τυχεροί, που τους επισκέπτονταν τα κορίτσια ή οι γυναίκες τους, κλείνονταν σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου κι έβγαιναν στο παρά πέντε τρέχοντας να προλάβουν να χωθούν στο στρατόπεδο πριν από τις 9. Η αγαπημένη του ήρθε μόνο μία φορά. Ήταν βιαστική και αγχωμένη. Σχεδόν δεν πρόλαβε να τη φιλήσει, να την αγκαλιάσει λίγο πριν μπει στο λεωφορείο για την Αθήνα. Όμως το βράδυ στη σκοπιά τη σκεφτόταν με την άνεσή του. Αναπαριστούσε στο μυαλό του τις πιο έντονες ερωτικές σκηνές τους και φανταζόταν πως όταν θα πήγαινε με άδεια στο σπίτι της στην Αθήνα θα πετούσε τα φανταρίστικα από την είσοδο, θα γδυνόταν για να την αγκαλιάσει. Την ποθούσε τόσο πολύ που δεν είχε καθαρό μυαλό να δει πως το κορίτσι τον τελευταίο καιρό όλο και περισσότερο απομακρυνόταν απ’ αυτόν. (περισσότερα…)