*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Κάτω από το σπίτι μου ζει ένας άστεγος. Βέβαια, δεν είναι ακριβώς άστεγος. Πριν χρόνια, δεν θυμάμαι κι εγώ πόσα, ήρθε με το σαραβαλιασμένο, πράσινο βανάκι του και πάρκαρε δίπλα από την παιδική χαρά. Δοκίμασε μερικές θέσεις. Πήγε το βανάκι λίγο μπροστά, λίγο πίσω, στο τέλος βρήκε ένα καλό σημείο με σκιά, κάτω από μια χαρουπιά. Κι έμεινε εκεί. Περνάω κάθε μέρα δίπλα του. Σχεδόν άδειο το βανάκι στην αρχή, με τους μήνες και τα χρόνια το γέμισε με την προίκα του. Δεν γίνεται να μη ρίξεις μια ματιά όταν περνάς από δίπλα. Μόνο το χειμώνα καλύπτει τα παράθυρα με κάτι σεντόνια. Τον υπόλοιπο χρόνο το αφήνει ακάλυπτο το κελί του, σαν άγιος που δεν έχει τίποτα να κρύψει. Έβαλε ένα ξύλινο ντουλάπι, που μάλλον θα το βρήκε πεταμένο στα σκουπίδια, στη θέση του συνοδηγού. Τον έχω δει να βγάζει από κει μέσα κονσέρβες για το μεσημεριανό του. Μετά έβαλε κι ένα γκαζάκι πάνω στο ντουλάπι. Τα πρωινά του καλοκαιριού, γύρω στις επτά, πριν ο δρόμος πιάσει πολλή κίνηση, το ακουμπάει στο πεζοδρόμιο και ψήνει τον καφέ του. Το ξέρω γιατί τον πετυχαίνω απαρέγκλιτα κάθε φορά, μετά από μια νύχτα αϋπνίας, όταν βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω και να μαζέψω κουράγιο για την ανηφόρα της υπόλοιπης μέρας μου. Δεν έπινα καφέ. Τώρα πίνω. Μόνο όμως παρέα του, μόνο σ’ εκείνα τα επίχειρα πρωινά που ακολουθούν μια νύχτα εξάντλησης. Αυτά τα πρωινά γίνονται όλο και πιο συχνά πλέον. Από πού βρίσκει νερό; Δεν είμαι σίγουρος. Έχει κάτι εικοσάλιτρα, άσπρα μπιτόνια που τ’ ακουμπάει στο παρτέρι. Τα βάζει κάτω από τους πλαστικούς σωλήνες του αυτόματου ποτίσματος που έχει περάσει ο δήμος και μαζεύει νερό. Ίσως να τους έχει κάνει και κάποια τρύπα. Το πίνει αυτό το νερό ή το έχει μόνο για πλύσιμο; Στο κουβούκλιο, στο πίσω μέρος του βαν, έχει απλώσει ένα στρώμα με κουβέρτες. Έχει και μια μικρή τηλεόραση. Δεν είναι καν ασπρόμαυρη. Βγάζει ένα φως μπλε που διαφεύγει τα βράδια από τα πίσω παράθυρα σε σπασμούς, λες και το βανάκι μηρυκάζει μέσα στο σκοτάδι το φως του ήλιου που όλη μέρα έπεφτε πάνω στις λαμαρίνες του.
Στην τελευταία απογραφή, πριν πέντε-έξι χρόνια, έπιασα κι εγώ δουλειά ως απογραφέας. Αφού τελείωσα με τα οικοδομικά τετράγωνά που μου αντιστοιχούσαν και παρέδωσα τα χαρτιά μου, με πήρε τηλέφωνο η υπεύθυνη του τομέα μου. Έγινε κάποιο παράπονο στον δήμο. Αμέλησα να πάρω συνέντευξη από τον άστεγο. Πήρα ξανά τις φόρμες μου και κατέβηκα στο βαν. Χτύπησα, ξαναχτύπησα, τίποτα. Κοίταξα από τα πίσω τζάμια, κανείς. Κοίταξα από τα μπροστινά, πάλι κανείς. Πάνω στο ξύλινο ντουλάπι όμως είδα στοιβαγμένα τρία βιβλία. Την προηγούμενη είχα πετάξει στον κάδο μερικές σακούλες με βιβλία. Μέσα στις σακούλες ήταν κι αυτά τα τρία. Ίδιοι τίτλοι, ίδιες εκδόσεις. Δεν γινόταν να είναι απλή σύμπτωση. Ο εκνευρισμός μου για τη γραφειοκρατική τυπολατρία του μετατράπηκε σε μια συγκαταβατική ευθυμία. Μετά από μήνες τον πέτυχα πρωί να σηκώνεται από τον ύπνο, με ανοιχτά τα φύλλα της πίσω πόρτας. Πάνω σε μια κρεμάστρα, στο εσωτερικό του ενός φύλλου, κρεμόταν ένα μπουφάν που είχα πετάξει πριν λίγες μέρες στα σκουπίδια. Ταράχτηκα αυτή τη φορά. Τι άλλο έχει μαζέψει από τα πράγματά μου; Δείχνει μία προτίμηση σε ό,τι πετάω εγώ. Άραγε ψάχνει τα σκουπίδια μου; Αν όντως ισχύει κάτι τέτοιο, αυτό σημαίνει ότι ξέρει τι τρώω, τι πίνω, τι λογαριασμούς πληρώνω, σε ποιους γιατρούς πηγαίνω. Ξέρει ποιες είναι οι ένοχες, μυστικές μου απολαύσεις που κι εγώ ο ίδιος τις διώχνω χωρίς να τις αφήνω για πολύ στο σαλόνι της συνείδησής μου. Αυτός ο άστεγος κρατάει ένα φωτοαντίγραφο του εαυτού μου.
Για αυτό κι εγώ αποφάσισα να κάνω έναν παραπλανητικό ελιγμό. Άρχισα να κουβαλάω τις σακούλες με τα πραγματικά μου σκουπίδια και να τις πετάω σ’ έναν κάδο κοντά στη δουλειά μου. Στον κάδο της γειτονιάς, στη γωνία της παιδικής χαράς, πήγαινα ψεύτικα σκουπίδια, σκουπίδια κάποιου άλλου. Μάζευα αδέσποτες αποδείξεις από τα σούπερ-μάρκετ και ρούχα φίλων που δεν τα ήθελαν. Μέχρι και μεταχειρισμένα βιβλία αγόραζα και τα πέταγα χωρίς να τα διαβάσω. Πέταγα τα σκουπίδια ενός άλλου εαυτού. Κουράστηκα όμως. Κουράστηκα να κάνω όλες αυτές τις διαδρομές με τα πραγματικά μου σκουπίδια. Έτσι συμβιβάστηκα με τον καινούριο μου εαυτό. Ξεκίνησα να διαβάζω τα μεταχειρισμένα βιβλία που μου αγόραζα και να φοράω τα ρούχα φίλων και γνωστών. Και ο άστεγος συνέχισε να μαζεύει ό,τι απ’ όσα πετούσα του κινούσε το ενδιαφέρον και να με δαιμονίζει. Κάθε μερικούς μήνες έπρεπε να αλλάζω δέρμα, να εφευρίσκω έναν νέο εαυτό και να σχεδιάζω καινούριες συλλογές σκουπιδιών. Αναγκάστηκα να γίνω ολιγαρκής για να μην του προσφέρω καινούρια λάφυρα. Ένας Διογένης παρά τη θέλησή μου. Και το σπίτι μου όλο και άδειαζε. Πάντα όμως κάτι έβρισκε απ’ όσα ξεφορτωνόμουν που να του φαινόταν χρήσιμο. Έστω και πιο αραιά πλέον. Κουράστηκα και πάλι όμως. Με κατέβαλε αυτός ο Ζήνωνας του πεζοδρομίου που με είχε κάνει Αχιλλέα στο κυνήγι της χελώνας των προσωπείων μου. Ξεθώριασα σαν φωτοτυπία που την έχεις αντιγράψει εκατό, διακόσιες, χίλιες φορές και τα γράμματα γίνονται στο τέλος αναποκρυπτογράφητες μουτζούρες. Αυτός ο άστεγος συλλέγει εδώ και χρόνια τα κτερίσματα των εαυτών μου και στολίζει με αυτά το βανάκι του. Αυτό το βανάκι με περιμένει εκεί κάτω να με πάρει.
Αυτός ο άστεγος δεν μένει πια κάτω από το σπίτι μου. Σήμερα το πρωί, μετά από έναν χορταστικό ύπνο, βγήκα στο μπαλκόνι και το βανάκι έλειπε. Δεν έδωσα σημασία το βράδυ όταν άκουσα μια μηχανή να παίρνει μπρος. Αυτός ο άστεγος με άφησε αποσυνάγωγο και εξόριστο, μακριά από ανθρώπους και θεούς, μέσα σ’ ένα γυμνό διαμέρισμα να περιμένω το πρωτότυπό μου. Αυτός ο άστεγος μού έχει κλέψει τον οβολό από το στόμα μου.
ΗΛΙΑΣ ΑΛΕΒΙΖΟΣ
*
Φωτογραφία: Χαρίδημος Μπάρκας
*