*
Μέντιος
Δεμένος στο μαγγανοπήγαδο της θλίψης
γυρίζω γύρω, γύρω και πηγαίνω
χωρίς να ξέρω δίχως να καταλαβαίνω
το μέγεθος ή το βαθμό της σήψης
Στην πλάτη μου δυο ψάθινα καλάθια
και στο κεφάλι –πάλι– ψάθινο καπέλο
τα αυτιά μου εξέχουν και τα δυο (θέλω δε θέλω)
και τα ποδάρια μου ματώνουν απ’ τα αγκάθια
Και πάω πάντα μια πορεία γύρω, γύρω
φτάνω ή δε φτάνω –πια– δεν έχει σημασία
Τα χνώτα μου βρομοκοπούν απελπισία
αγκομαχώντας τον αγώνα μου το στείρο
Χρόνο ξεκλέβοντας καμιά φορά κοιμάμαι
όρθιος όμως μη με πάρουνε χαμπάρι
κι έρθουνε να μου κλέψουν το κριθάρι
Αυτό μονάχα. Τίποτα άλλο δε φοβάμαι
Και πάω πάλι… με το φως ή με σκοτάδι
(Πι ρο τετράγωνο του κόσμου το εμβαδόν)
Κι ας παραμένω κατά τύχη εδώ παρών
κι ας μην, στο κέντρο του, έχει ο κύκλος μου πηγάδι
~.~
Αχ!
Για κοίτα μικρή μου πώς κάνω στροφές
και πώς περπατώ στον αέρα
Σα χάρτινο φύλο του ανέμου οι ριπές
με πάνε μια δώθε μια πέρα….
Το χαίρομαι όμως, γελώ σα χαζός
αυτό το μια κάτω μια πάνω
Του κόσμου ο κόσμος πηγαίνει πεζός
μα εγώ ουρανό πάντα πιάνω
Και κοίτα πώς πάω σα χαρταετός
που εσύ –ναι εσύ!– κουμαντάρεις
Ματάκια που λάμπουν στη νύχτα σα φως
κανόνισε να… με στουκάρεις
Τι πάω και λέω; Δεν πρόλαβα να! –
Σου φεύγει και σπάει η καλούμπα
Με χάνεις, σε χάνω, μα βρίσκω ξανά
πού είσαι με μια κωλοτούμπα
Στα πόδια σου πέφτω, σπασμένος, εγώ
χαρτιά και πηχάκια κομμάτια
Χαμπάρι δεν πήραν πως αιμορραγώ
–τι κρίμα!–, τα δυο σου τα μάτια
Με πιάνεις στα χέρια, κεφάλι, ουρά
μού ισιώνεις λιγάκι τα ζύγια
μετά με κοιτάζεις, γελάς πονηρά
πετώντας με –Αχ!– στα σκουπίδια
~.~
Ήλιε αλήτη καριόλη
Από αυτή τη μεγάλη την πτώση
ποιος μπορεί
ποιος μπορεί να γλιτώσει
με άρτιο στυλ και με άψογο ύφος
πέφτω κα
πέφτω κατακακορύφως
πόδια πάνω και κάτω κεφάλι
κι όμως δε
κι όμως δε νιώθω ζάλη
τι ταχύτητα Θεέ μου αναπτύσσω
δε φοβά
δε φοβάμαι αν θα ζήσω
πιρουέτες και τούμπες θα κάνω
κι ας με που
κι ας με πουν τσαρλατάνο
κωλοτούμπες δυο τρεις στον αέρα
κι ένας ή
κι ένας ήλιος πιο πέρα
να με καίει να πονά να θυμώνει
για το πρώ
για το πρώιμο χιόνι
Αχ βρε ήλιε ηλίθιο αστέρι
βάλε αν θε
βάλε αν θες ένα χέρι
ό,τι –μπρρρ– την ψυχή μου παγώνει
να το λιώ
να το λιώσεις σα χιόνι
και μετά σαν στο έδαφος σκάσω
σα νερά
σα νεράκι να αδειάσω
τους καημούς και τα βάσανα τα άλλα
με μια γκε
με μια γκέλα σα μπάλα
ραβασάκι προτού ξεψυχήσω
να τα στεί
να τα στείλω όλα πίσω
Από αυτή τη μεγάλη την πτώση
ποιος μπορεί
ποιος μπορεί να γλιτώσει
θα ναι κρίμα να λιώσουμε όλοι
ήλιε αλή
ήλιε αλήτη καριόλη
~.~
Μπουλούκι
Ντυμένοι με τα γκρι αυστηρά κουστούμια
(πολυώροφα τα σύγχρονα λαγούμια)
σε μια σκλαβιά απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ
Γραβάτα μόνιμη περήφανος αυχένας!
Κι απ’ το σινάφι δεν κατάφερε ούτ’ ένας
να πάει αντίστροφα, να φύγει απ’ το κοπάδι
Πολύωρες και κούφιες συζητήσεις
«OK boss, θα γίνει ό,τι ζητήσεις…»
και μένουν άδεια της ζωής τα πρακτικά
Γεμάτη από θέματα η ατζέντα
ασήμαντα – για τ’ άλλα ούτε κουβέντα
το πλάνο να τηρείται ευλαβικά
Θα αλλάξει κάτι για να γίνει όπως πρώτα
που αρκούσε μόνο η αλμύρα του ιδρώτα;
Ο καιρός θα δείξει
Αν θα μπορέσουμε να βγούμε από το λούκι
ή αν θα αυτοκτονήσουμε μπουλούκι
από την πλήξη
~.~
BP
Ὡραία βενζινοπώλισσα
μόλις σὲ εἶδα κόλλησα
–ἀμὰν τί μοῡ ’χεις κάνει!–
Σὲ βλέπω μὲ τὰ ἀμάνικα
νὰ γαργαλᾶς τὴ μάνικα
καὶ γίνομαι ντουμάνι
Πίσω ἀπὸ τὴν ἀντλία σου
δὲ φαίνεται ἡ μαγεία σου
μὰ ἐγὼ ποὺ ἔχω μάτι
Σὲ ἔκοψα γιὰ γόησσα
–καὶ ἂν δὲν παρανόησα-–
γιὰ λάβα στὸ κρεβάτι
Καὶ ἀπὸ τότε ἀντάρτισσα
ἁγίασα καὶ ἁμάρτησα
πολλὲς φορὲς γιὰ σένα
Καὶ βάζω καθημερινὰ
–ἔτσι, γιὰ νά ’ρχομαι συχνά–
τὰ λίτρα ἕνα ἕνα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ (ΣΤΙΧΑΚΙΑΣ)
*