*
Ξύπνησα το πρωί μ’ ένα περίεργο συναίσθημα πως κάτι παράξενο με ξύπνησε. Κάτι ακουγόταν σαν όλο ν’ ανεβαίνει από κάτω, απ’ το βάθος της χαράδρας, κι όλο το δωμάτιο ήταν έρημο κι όπως-όπως τακτοποιημένο, το τζάκι ήταν σβυστό, κι ούτε κι αυτός ακόμη ο Νώντας ήταν εδώ. Τα σκούρα των παραθυριών ήτανε κλειστά, αλλά χάσκανε και κάποιο φως έμπαινε. Πέταξα τις κουβέρτες μου, φόρεσα γρήγορα τα παπούτσια μου και καθώς καθόμουν ακόμη έτσι μες στο έρημο σιωπηλό σπίτι, όλο προσπαθούσα να συνέλθω, να θυμηθώ και ν’ ακούσω καλύτερα. – Μα, ναι!
Ορισμένως ήταν τραγούδι από πολλές φωνές αυτό που ακουγόταν βαθιά κι όλο ανέβαινε. Μα βέβαια! Ο Εθνικός μας Ύμνος! – Άνοιξα γρήγορα το παράθυρο και κοίταξα κάτω.
Ήταν πολύ πρωί ακόμη και το τοπίο τ’ αντίκρυζα για πρώτη φορά. Κι εκεί στο βάθος της χαράδρας, κοντά σ’ ένα μακρόστενο σπίτι και σ’ ένα ίσιωμα που απλωνόταν μπροστά του, είδα, από ψηλά, παραταγμένους όλους τους στρατιώτες, έτσι, σαν ένα μεγάλο ευθύγραμμο Π, ακίνητους και σε προσοχή, να τραγουδάνε ακόμη μ’ όλη τη δύναμη του στήθους τους:
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη
χαίρε! ω! χαίρε! Ελευθεριά!
Δεν ξέρω γιατί ακούμπησα τους αγκώνες μου πάνω στο πρεβάζι του παραθυριού, έχωσα το κεφάλι μου μες στα δυο μου χέρια κι άρχισα να κλαίω σαν μικρό παιδί.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ
Το πλατύ ποτάμι (απόσπασμα)
*