Desmond O’Grady, «Νίκος Γκάτσος»

*

Μετάφραση-Επίμετρο
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~ . ~ 

 

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
1914-1992 *

Φθάνω, πάω στο ξενοδοχείο,
πάντα τηλεφωνώ στο 815069.
Πάντα απαντά η αδελφή σου, που ποτέ
δεν συνάντησα. Συναντιόμαστε εσύ κι εγώ
πάντα στου Φλόκα, στη γωνία, στις δύο μ.μ.

Κομψός και περιποιημένος εσύ, άψογος,
φοράς γραβάτα, πάντα, όση
ζέστη κι αν έχει έξω. Εγώ στην αρχή
έμοιαζα με Ιρλανδό
που τράβαγε ανατολικά, αργότερα,
ύστερα απ’ την Πάρο, τον ήλιο,
τη θάλασσα, τα καράβια, μοιάζω
με Κέλτη που τραβάει δυτικά.

«Αγαπητέ μου Ντέσμοντ», χαιρετάς.
«Πώς είσαι Νίκο;»
Παραγγέλνουμε κρασί, νερό.
«Πήρες το γράμμα μου;» Εγώ. Παύση.

«Το γράμμα σου; Ποιο γράμμα; Δεν πήρα
κανένα γράμμα. Ξέρεις Ντέσμοντ, βέβαια,
τα πράγματα δεν είναι τα ίδια πλέον τώρα.»
Αυτό, τα χρόνια εκείνα της χούντας. Τώρα:
«Ναι. Μα φυσικά, ξέρεις, Ντέσμοντ,
μου είναι δύσκολο να γράφω γράμματα.
Να, ξέρεις, είμαι οκνός πολύ με τέτοια πράγματα.»
Χτυπάς τα δάχτυλά σου νευρικά στο τραπέζι. Κι έπειτα:
«Τι νέα απ’ την Ευρώπη» Κι εγώ:
«Κανένα. Γράφω. Καθημερινά. Εσύ, τί νέα;»
«Κι εγώ κανένα. Ξέρεις, βέβαια,
Ντέσμοντ, εδώ είναι πολύ ήσυχα.
Ίσως κάνα τραγούδι. Ξέρεις,
μου είναι πολύ δύσκολο.
Θα πας στην Πάρο φυσικά.»
«Φυσικά».

«Ίσως, αυτή τη χρονιά, να πάω στην Πάρο.
Φυσικά, ξέρεις, κατάγομαι από την Αρκαδία.
Γενικά πάω εκεί.
Αυτή τη χρονιά όμως, ίσως να ’ρθώ στην Πάρο…»

«Κι ο Έζρα. Πώς είναι ο Έζρα ετούτο τον καιρό;»
(Σαν τον θρύλο με τον καραβοκύρη
και τη γοργόνα:
«Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;
Ζει και βασιλεύει.»)
«Ζει ο Έζρα, ζει και γράφει.»
«Όταν θα ξαναδείς τον Έζρα
δώστου πολλές ευχές θερμές απ’ την Ελλάδα».
«Λοιπόν, αντίο, Ντέσμοντ.»
«Γειά σου, Νίκο.»

Φθάνω, πάω στο ξενοδοχείο,
πάντα θα καλώ,
φυσικά,
έως την κλήση την τελευταία.

* Φυσικά και αποδίδεται λανθασμένα η χρονολογία γέννησης του Ν. Γκάτσου. Η ορθή είναι 1911. Σήμερα, 12 Μαΐου 2022, συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τον θάνατό του.

~•~

Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Ο 

Ο Ντέσμοντ Ο’Γκρέιντυ (1935-2014), Ιρλανδός ποιητής και μεταφραστής, είναι ιδιαίτερα γνωστός για την προσωπική σχέση που ανέπτυξε με τον Έζρα Πάουντ, ήδη από τον καιρό του εγκλεισμού του αμερικανού ποιητή στο νοσοκομείο Saint Elisabeth’s της Ουάσινγκτον, μέσω της στενής αλληλογραφίας τους. Με τον ερχομό του Πάουντ στην Ιταλία, ανέλαβε καθήκοντα γραμματέως του μα και παρέμεινε στενός φίλος και συνομιλητής του μέχρι και τον θάνατό του στη Βενετία το 1972. Σπούδασε Κλασσική Φιλολογία και αραβικά στο Χάρβαρντ και δίδαξε για ένα διάστημα στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου και στο Πανεπιστήμιο της Αλεξάνδρειας. Δεκαεννιάχρονος νεαρός φεύγει από μια σκοτεινή άκρια της Ευρώπης, τη χώρα του, για να γνωρίσει τον πλατύ, τον μέγα κόσμο. Γράφει ποίηση, γνωρίζει και σχετίζεται με ανθρώπους των γραμμάτων όπως ο Σαρτρ, ο Μπέκετ, ο Μπέρρυμαν κλπ. Έζησε αρχικά στο Παρίσι και τη Ρώμη, όπου ο Φελίνι τον απαθανάτισε κινηματογραφικά σε μια στιγμή της Dolce Vita. Οργάνωσε το Φεστιβάλ Ποίησης του Σπολέτο το 1966· εκτός από τον Πάουντ και τον ίδιο, διάβασαν ποιήματά τους και οι Γκίνσμπεργκ, Μπέρρυμαν και Γιεφτουσένκο. Τόσο στην ποιητική όσο και τη μεταφραστική του πορεία φαίνεται πως ο Πάουντ και οι απόψεις του έπαιξαν καίριο και καθοριστικά διαμορφωτικό ρόλο. Μετέφρασε ποιήματα από διάφορες γλώσσες, όπως τα γαελικά, τα ουαλικά, τα αραβικά, τα κουρδικά και τα ελληνικά. Εκτός των επιλογών του από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία, κεντρική θέση στο μεταφραστικό μα και ποιητικό του έργο έχει ο Καβάφης. Ήδη στα ελληνικά έχει παρουσιαστεί μεταφρασμένο, από τον Γ. Π. Σαββίδη, ένα καβαφογενές ποίημά του, «Ο τόπος μου» (Η Λέξη, τχ. 34, Μάϊος 1984), μα και το δοκίμιό του «Ο Καβάφης κι ο κυβισμός», από τον Άγγελο Χατζόπουλο (Γράμματα και τέχνες, τχ. 70, 1994). Και αν η συνομιλία του αυτή με τον Καβάφη εδραιώθηκε και καλλιεργήθηκε με την παραμονή του στην Αίγυπτο και στην Αλεξάνδρεια, υπάρχει και μια άλλη πτυχή της ζωής του, και μάλιστα μακροχρόνια, που μαρτυρεί το δέσιμό του με την Ελλάδα.

Σύμφωνα με την αφήγηση του ίδιου, το 1966 ενώ ταξίδευε για την Πάτμο, καθότι «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος», σαν έπιασε το καράβι στην Πάρο, κατέβηκε εκεί και κάθισε σε ένα καφενείο στο λιμάνι. Εκεί λοιπόν συνάντησε την αποκαλυπτική του Πάτμο, και τον «λόγο» που έψαχνε κι εκεί διέμεινε, ένα μόλις χρόνο πριν τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Έμεινε αρχικά στη Νάουσα και είχε σπίτι στις Κολυμπήθρες (κυρίως για τα καλοκαίρια) μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80, οπότε και επέστρεψε οριστικά πλέον στην Ιρλανδία. Καρπός άμεσος μάλιστα της βίαιας πολιτικο-στρατιωτικής μεταβολής στην Ελλάδα ήταν κι η συλλογή του Hellas (1967) και Stations (1976), όπου θρηνεί την άνοδο και γιορτάζει αντίστοιχα την πτώση της χούντας. Η προσωπική, ελληνική του «εμπειρία» βέβαια, που και ουσιώδης υπήρξε και καθοριστική για την ανακάλυψη της δικής του αυτοσυνειδησίας διαθλάται, διαχέεται και αναδύεται σε πληθώρα ποιημάτων του, με ποικίλες χροιές και τόνους, σε διάφορες συλλογές.

Στα τέλη λοιπόν της δεκαετίας του ’60 με την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, φαίνεται πως έκανε τη γνωριμία, μεταξύ άλλων, και του Νίκου Γκάτσου, με τον οποίο διατήρησε χρόνια φιλική σχέση. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή του The Dark Edge of Europe, που εκδόθηκε το 1967 και πάλι το 1972. Οι εσωτερικές όμως πληροφορίες δεν δείχνουν πιθανή τη συμπερίληψή του στην πρώτη έκδοση, επιπλέον δε μάλλον υποδεικνύουν και μεταγενέστερη –εξακολουθητική– επεξεργασία, μικροαλλαγές ή προσθήκες με το πέρασμα του χρόνου. Επί παραδείγματι, δεν θα μπορούσε να έχει γνωριστεί τόσο καλά με τον Γκάτσο και να έχουν συναντηθεί τόσες φορές, από τη στιγμή που ήρθε στην Πάρο το 1966 μέχρι και την έκδοση της συλλογής το 1967. Ενώ η συγκεκριμένη αναφορά στον Πάουντ δεν μπορεί να είναι μεταγενέστερη του θανάτου του, την 1η Νοεμβρίου του 1972, η φράση «Αυτό, τα χρόνια εκείνα της χούντας. Τώρα», υποδεικνύει ότι –τουλάχιστον– αυτό το κομμάτι έχει συνταχθεί μετά την πτώση της χούντας· καθώς και η προσθήκη της ημερομηνίας του θανάτου του Έλληνα ποιητή (1992), κ.τ.ό. Σε κάθε περίπτωση, (κι επειδή δεν έχω και την άμεση δυνατότητα να ελέγξω τις προγενέστερες εκδόσεις), σημειώνω τη σαφή και ξεκάθαρη επιθυμία του Ο’Γκρέιντυ να παρουσιάσει το ποίημα κατ’ αυτόν τον τρόπο και με αυτήν τη μορφή, στην τελική έκδοση των ποιημάτων του μέχρι το 1996, The Road Taken: Poems 1956-1996 (University of Salzburg Press, 1996), που κρατώ στα χέρια μου. Ας αναφερθεί εδώ ότι ο Ο’Γκρέιντυ έχει γράψει αρκετά ποιήματα που απευθύνονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, συγγενείς του, ομότεχνούς του, ανθρώπους που γνώρισε ή πρόσωπα ιστορικά, π.χ. τον Λόουελ, τον Μπέρρυμαν, τον Πάουντ, τον Κολοσσό του Μαρουσιού Κατσίμπαλη (στην ίδια συλλογή), τον Καβάφη ή την Ουμ Καλθούμ κλπ.

Αν έχουν κάποια ισχύ αυτές τις παρατηρήσεις, από την άλλη, διαπιστώνει κανείς ότι ο αρχικός πυρήνας του ποιήματος σίγουρα συνελήφθη και συνετέθη μεταξύ των ετών 1966/1967 και 1972.

Σε γενικές γραμμές η εικόνα του Γκάτσου που μας παραδίδει ο Ο’Γκρέιντυ με το ποίημά του δεν ξαφνιάζει τον αναγνώστη, αντιθέτως συναρμόζεται προς όσα γνωρίζουμε για τον ποιητή-στιχουργό. Ο Νίκος Γκάτσος ζει με την αδελφή του, έως τον θάνατό της το 1973, συχνάζει στου Φλόκα. Η δε χαρακτηριστική του εμφάνιση με γραβάτα, ασχέτως της ζέστης που μπορεί να επικρατεί, συνάδει με τη σύνολη αστική ευπρέπεια και κομψότητα της ενδυματολογικής του παρουσίας που τον χαρακτηρίζει στους δημόσιους χώρους (προσίδιον και μιας εποχής και μιας γενιάς), όπως αποτυπώνεται σε πάμπολλες φωτογραφίες.

Ο Γκάτσος ομολογεί ότι τότε που τον ρωτά μάλλον γράφει λίγα τραγούδια. Οι ακατάλυτοι δεσμοί του Νίκου Γκάτσου με την πατρική γη είναι ξεκάθαροι στον Ιρλανδό, που νιώθει πως ακόμα και το αχνοφαινόμενο κι αμυδρά εκφραζόμενο ενδεχόμενο ενός ταξιδιού στην Πάρο αποτελεί μάλλον μια ευγενική, συγκαταβατική, ανταπόκριση σε πιθανή (και πιθανώς συχνή κι επίμονη) πρόσκληση του Ο’Γκρέιντυ.

Το ενδιαφέρον για τον Έζρα Πάουντ έχει σίγουρα σχέση με την ηλικία του γερο-Αμερικάνου και τις ταλαιπωρίες του με την υγεία του, και φυσικά την ιδιαίτερη σχέση κι επαφή του Ο’Γκρέιντυ μαζί του. Έτσι όπως τίθεται όμως παρουσιάζει κι ένα επιπλέον ενδιαφέρον, καθώς μαρτυρεί και το ενδιαφέρον του Γκάτσου για την ποίηση του Πάουντ, έτσι τουλάχιστον όπως ξεπροβάλλει από παλιά μέσα από ένα γράμμα του προς τον Ελύτη. Από αφορμή τη συγκατοίκηση Ελύτη-Λορεντζάτου στο Παρίσι, και την πρόσφατη μετάφραση της Κατάης από τον Λορεντζάτο (στα τέλη της δεκαετίας το ’40), γράφει πως «οι μεταφράσεις του από τον Έζρα Πάουντ είναι αρκετά καλές μόνο που τους λείπει κάπως η μαγική χάρη που έχει το πρωτότυπο».

Ο ολιγομίλητος και λιγάκι απρόθυμος για βαθύτερη συζήτηση Γκάτσος, έτσι όπως σκιαγραφείται με τους επαναλαμβανόμενους κοινότοπους αγγλισμούς «you know», «of course», της αμηχανίας, της βαρεμάρας ή της παύσης, νομίζω πως δεν αποτελεί γλωσσική ιδιαιτερότητα του Ιρλανδού ποιητή, αλλά μάλλον αντανακλά ένα εύστοχο και πειστικό πορτραίτο του Γκάτσου, τέτοιο όπως το απόδωσε κι ο Ελύτης: «η κρυπτικότητά του είναι συνάμα παγίδα και άμυνα» (Εν λευκώ), «κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω εάν σήμαινε υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο» (Ανοιχτά χαρτιά, “Το χρονικό μιας δεκαετίας”)· «βοηθούσε και κάποιο μυστήριο στην παρουσία του», καταπώς ανακαλεί ο Λορεντζάτος (Collectanea). Ή θυμίζει την άλλη φράση του Νάνου Βαλαωρίτη σ’ ένα γράμμα του στον Σεφέρη «Τον ξέρω καλά από χρόνια τώρα, που βλεπόμαστε κάθε μέρα. Είτανε μέρες που δεν προχωρούσε πέρα από ένα σημείο στην οδό Σταδίου. Και γύριζε πίσω και σ’ άφηνε, δίχως ποτέ να ξέρει κανείς τι τον εμπόδιζε».

Μια τελευταία κουβέντα, για τον ίδιο τον Ιρλανδό. Η Ελλάδα, ανάμεσα στ’ άλλα του ταξίδια σ’ άλλους τόπους, φάνηκε πως στάθηκε τόπος μεταμορφωτικός. Η πολύχρονη παραμονή του δείχνει πως όχι μόνο βρήκε τον –όποιο– στόχο της η περιπλάνησή του σε αναζήτηση ταυτότητας, μα κι ένα καταφύγιο προσωπικό. Ακόμη περισσότερο, η συνέχεια έδειξε πως μετά την Ελλάδα/Πάρο υπήρχε πια μόνον το ταξίδι της επιστροφής, δυτικά, στη χώρα του. Σαν να συντελέστηκε εδώ το μόνοιασμα του ανθρώπου με τον τόπο του, ο συμφιλιωτικός γυρισμός του στην πατρίδα.

Εγώ στην αρχή
έμοιαζα με Ιρλανδό
που τράβαγε ανατολικά, αργότερα,
ύστερα απ’ την Πάρο, τον ήλιο,
τη θάλασσα, τα καράβια, μοιάζω
με Κέλτη που τραβάει δυτικά.

ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

*

Ο Ντέσμοντ Ο’Γκρέιντυ με τον Έζρα Πάουντ

*