Ο εκδοτικός πληθωρισμός, από τη μια, και η κατασίγαση της κριτικής, από την άλλη, καθιστούν όλο και πιο δύσκολη την ουσιαστική επαφή του αναγνώστη με το έργο των συγκαιρινών μας ποιητών και πεζογράφων, ακόμη και όταν αυτοί είναι (σε ορισμένες δε περιπτώσεις, ιδίως τότε) κατ’ όνομα ακουστοί. Σκοπός της στήλης είναι να προσφέρει μια είσοδο στο έργο των ανθολογουμένων κατά το δυνατόν προσιτή (ένεκα του μέσου) και αρμόδια (αφού όσα ξέρει ο νοικοκύρης…).
⸙ ⸙ ⸙
Ο Γεώργιος Κ. Τασούδης είναι ποιητής, συγγραφέας και αρθρογράφος. Γεννήθηκε στην πόλη της Δράμας, στις 4 Νοεμβρίου 1978, όπου και περάτωσε τα εγκύκλια γράμματα. Κατάγεται από τις περιοχές της Ανατολικής Θράκης (Κεσσάνη) και του Πόντου (Κοτύωρα). Τα τελευταία χρόνια κατοικεί και δημιουργεί στο χωριό Θούριο Ορεστιάδας. Ασχολήθηκε με τον κλασσικό αθλητισμό και την καλαθοσφαίριση. Σπούδασε Δασοπονία στο ΤΕΙ Δράμας, ενώ πριν την περάτωση των σπουδών του, εντάχθηκε στις τάξεις των Ε.Δ. και συγκεκριμένα στον Σ.Ξ. στο όπλο του Μηχανικού. Επίσης, σπούδασε Ανώτερα Θεωρητικά της Μουσικής. Υπήρξε συνιδρυτής και συντάκτης της ηλεκτρονικής εφημερίδας «κοινωνείν». Ποιήματα, άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευτεί σε ομαδικές ποιητικές συλλογές, εφημερίδες, περιοδικά καθώς και στο διαδίκτυο.
Η εργογραφία του περιλαμβάνει: «Εισόδιος κύκλος», ιδιωτική έκδοση, Διδυμότειχο, 2008 (ποίηση) • «Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός», ιδιωτική έκδοση, Ορεστιάδα, 2017 (βιογραφία) • «τα ιδιωτικά για τα… δημόσια», εκδ. Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών Διδυμοτείχου, 2017 (μικρά πεζά – αρθρογραφία, προμετωπίδα εξώφυλλου Νίκος Κουλαξίδης) • «Άσμα της Πατρίδος Αναστάσιμο», εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία, 2017 (ποίηση, προμετωπίδα εξώφυλλου Νίκος Κουλαξίδης) • «Ανοικτό συρτάρι», ιδιωτική έκδοση, Ορεστιάδα, 2019, ανατύπ. 2020 (ποίηση, φωτογραφία εξώφυλλου Γιώργος Πραμαγγιούλης) • «Αντίδωρο», εκδ. Manifesto, Αθήνα, 2020 (ποίηση, εικονογράφηση Γίγας) • «Το Πρωτόγραμμα του έρωτα», υπό έκδοση (ποίηση, προμετωπίδα εξώφυλλου Γιώτα Ζαπάντη, ένθετο εικαστικό Μαρία Ιωακειμίδου).
⸙ ⸙ ⸙
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ
Στον Θεόδωρο Παντούλα
Βαδίζαμε
με κάλυψη τον ίσκιο των τειχών,
κρυφά απ’ αντηλιές παράταιρες, από υπομνήσεις άβολες,
κωφεύοντας σε γλώσσες θρυπτικές,
ψηλαφητά τ’ άφεγγα βράδια π’ όλο πλήθαιναν
[…]
βαδίζαμε
[…]
Απ’ τα ξενοσπαρμένα ονείρατ’ αλλοπρόσαλλοι,
αιώνες δυο στον τρίτο και στις αναποδιές –που πλήθαιναν κι αυτές–
επαφρίζοντας τας εαυτών αισχύνας, κοντοστεκόμασταν: σε φθόγγους
που ’παψαν να ραβδίζουν∙ στης φύσης τα συμβεβηκότα∙ στου
λιναριού τα πάθη∙ στ’ αρρήτου την ανάμνηση που άστραφτε στα
πρόσωπά μας άλλοτε ωσάν –ας πούμε– Ιούλης∙ με μαντεψιές άραγε
τίνος του ’μελλε να κορνιζαριστεί, ποιος θ’ αγιογραφηθεί ή ποιον η
λήθη του επεφύλασσε μια παρουσία απούσα.
Και της ουράς μας τ’ ανέμελο σκέρτσο παίρνοντας στο κατόπι,
βαδίζαμε
στον ίσκιο των τειχών που σιωπηρά
άλλαζαν χέρια.
⸙ ⸙ ⸙
ΑΡΧΗΣ ΙΝΔΙΚΤΙΩΝΟΣ ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ
Στον Δαυίδ Μπάκα
Μελτέμια ομιλητικά του Σεπτεμβρίου
Σ’ αυλακωμένα χείλη ο τρυγητής καρπώνεται
Τ’ Αυγούστου τη νηφάλια μέθη.
Άλυπος είναι, άλυπος!
Ο ορειχάλκινος Οχτώβρης
Με τις λοξές κληματσίδες στο φθίνον του ήλιου
Κι απ’ του ξεσηκωμού τις άπαρτες ακρώρειες
Να σου χαμογελά στο τρύπιο άρβυλο το Αιώνιο
Και που δεξιά γερτό, τ’ ανταριασμένο χώμα
Μαρτυρά το πέρασμα κάποιου «γλυκέος» αρότρου.
Κρυπτός είναι, κρυπτός!
Με το βραχώδες πρόσωπο της ανοιχτής θαλάσσης
Και τ’ ασημένια κρόσσια π’ άφησε στην πλάτη του η αρμύρα μιας Κυβέλης
Τ’ άπιαστου προδρομικός Νοέμβρης.
Μουρμουρητό ανεπαίσθητο εωθινά ξελευθερώνει η κρήνη
Βαθιά μπασμένα στ’ άγνωστο να ντροπιαστούν το πυρ, ο κυκεών ο εγκέλαδος. Πασπαλισμένο πάχνη τ’ αμύθητο σκεύος∙
Φαιδρά το λικνίζει μοίρα αλανιάρα, αλάργα απ’ το ρόδο της
λάβρας του Ερχομένου.
Δεκεμβριανός της προϋπάντησης
Πάνω απ’ την καταιγίδα του λαγού ορθώνεται, τ’ απέθαντου γαλάζιου εντειχισμένος
Στου κόσμου το μόνο καινό τη γένεση το νου του να χορτάσει
Χλωρός κι ας χλωμός, ο της ζωής και του θανάτου Αγωνιών!
⸙ ⸙ ⸙
ΑΝΤΙΔΩΡΟ Δ΄
[ Ποίημα εκτός ημερησίας διατάξεως,
συνταχθέν με τη μορφή του κατεπείγοντος ]
Πλήρωσαν τις μηχανές
με πρωινό, δεκατιανό, γεύμα πλουσιοπάροχο,
οι μηχανοδηγοί του Κράτους∙
τσίμπησαν κάτι για τ’ απόγευμα∙
κι αφού ταχέως γνωμοδότησαν
για τη μπουκιά του πόπολου,
έσπευσαν να δειπνήσουν.
(«Αντίδωρο», Manifesto, 2020)
⸙ ⸙ ⸙
ΑΝΤΙΔΩΡΟ ΣΤ΄
Τραμπανιστά αρμένιζε ο βοριάς τη φλούδα μας
που μια τον Άθωνα αντικρίζαμε και μια τα κοιμητήρια
του πελάου Ρυτιδωμένοι όμως στα δύσκολα
όπως μύριους Αχέροντες με πρύμνη πάνω στη λύπη
είχαμε πλεύσει χώμα κι ολόχρυσα μνημονικά δεν
ενεχυριάσαμε.
(«Αντίδωρο», Manifesto, 2020)
⸙ ⸙ ⸙
Π
Σ’ ανταμώνω, θάλασσα, στα μάτια της τ’ απέραντα
Και ζω όλα τ’ ανεκπλήρωτα ταξίδια, ασάλευτος,
Μέσα σε δυο παράδοξα μελιά αγκυροβόλια.
Η αύρα η δροσιστική σου, θάλασσα που θάλλει
Σε κάθε της ανάσα, χάδι άσπιλο και θαλπερό,
Μερώνει την καρδιά απ’ των σκοτεινών ερώτων τα τραύματα.
Ελπίς μου, θάλασσα μαβιά με τη φουσκονεριά,
Τα λόγια μου τ’ ανείπωτα, τα ερωτικά, να ρίξεις
Σ’ ακρογιαλιά κατάστικτη απ’ τ’ αχνάρια των ποδών της.
Κι εκεί, γονατιστά, ικέτες της ν’ αφιερωθούν
Γυρεύοντας ίχνος συμπάθειας για των ματιών
Και των χειλιών μου την ατολμία
Και για του πόθου μου γι’ αυτήν τα
Ισχνά διαπιστευτήρια.
(«Το Πρωτόγραμμα του έρωτα», υπό έκδοση)
⸙ ⸙ ⸙
ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΟΥΡΤΙΝΑ
Βαστάζο τα βαλλόμενα
πόσους Χριστούς θα στείλεις στο σταυρό.
Σκαρώνεις πλίνθους,
στρώνεις λιθόστρωτα να τα μονοδρομείς
προς τ’ αναπότρεπτο μαρτύριο του οφειλέτη.
Βουβός κλαυθμός και οδυρμός
τ’ απόγευμα στο δένδρο.
Ξεχειλωμένες πλαδαρές λαότητες
λιώνουν σανδάλια,
με γόνατα καμήλου εκλιπαρούν
για έναν σου ασπασμό στο μέτωπο
που πλέον χάσκει λεκιασμένο.
Ευρώπη, Ευρώπη,
αγρέ του κεραμέως και αγριοσυκιά
ήρθε η σειρά σου για να λικνιστείς
γιατί είσαι σπλάχνο απ’ τα σπλάχνα του Ισκαριώτη.
(«Ανοικτό συρτάρι», 2020)
⸙ ⸙ ⸙
ΛΗΘΗ
Επόμενη στάση: Λήθη.
Χορτάρι εκτροφής φύεται στις σχισμές
που οι λωτοί λουφάζουν.
Οι θεριστές, δρεπάνι στο δεξί στο στόμα φυσαρμόνικα,
συλλέγουν βίου αποκύημα∙ νανουριστά.
Και ο συρμός ζυγώνει ωχρός και άκομψος
στου πέρα τ’ αψήφιστο.
Κι οι ράγες, πόσο πιο διαφανείς απ’ του ματιού την πονηριά,
μπάζουν στ’ αθέατο. Στης έξης το γλυκό παροξυσμό,
στου Διόνυσου συνεπαρμένοι τη ζωή, δεν αγροικήσαμε
το μονοπωλιακό∙ από καιρού εις καιρόν, ακλόνητο κι όμως
μεταβλητό, με τυμπανοκρουσίες ή σωπαίνοντας, απο-
τραβιέται σ’ έτερες γαίες: κατά τι προσφορότερες.
Κι εμείς, αγέρωχα πώς άραγε ξεμείναμε μνημών ερείσματα;
Κι εμείς, τον χαρακτήρα που απωλέσθη πώς μοίρα θέσαμε;
Εμείς, οι πάντα ταξιδεύοντες με κάποιον Χάρο αντάμα, πως
ηττηθήκαμε πώς να παραδεχτούμε;
Όλοι ηττώμεθα στον κόσμο τούτο.
Μα δεν πτοούμαστε∙ όλοι.
(«Ανοικτό συρτάρι», 2020)
⸙ ⸙ ⸙
ΤΟΥ ΑΪ-ΓΙΑΝΝΗ ΚΛΗΔΟΝΑ ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ
Στη μνήμη της γιαγιάς μου Αγγελικής
Ξέβαψε τα στάχυα η σφοδρή βροχή, αναπάντεχα.
Ο ουρανός ωχρός, βαμμένος απ’ τ’ απόνερά τους.
Απόκαμε η ώρα. Ο ήλιος γόνυ κλίνει στη δύση∙ το δείλι
μέρας αλκυονίδας μέστωσε τις μαρμαρυγές.
Σφάλισα της φωνής σου τον στερνό λυγμό, πλαγιασμένος
Προς της μοίρας τη φορά: «Αγάπη να ’χετε, αγάπη…
»Είδα τους χωματόδρομους στρωμένους άσφαλτο –πριν
το μεγάλο διάβα, φρόντισε,
»Κάτι να ’χεις δοσμένο!».
Μαρμάρινο τραπέζι της αυλής οι μελανιές στα μέτωπα.
Φωτιές ανάβουν τ’ Αϊ-Γιάννη Κληδονά [οι μνήμες], παιδιά να
δρασκελούν την άρνηση∙ τ’ άγουρα και τα μεστωμένα∙
Περιποιούν τιμή τ’ Αλιτροπιού, αλησμόνητα.
Σταλάζει ο ουρανός μαύρα αιωρήματα∙ κάπου θα καίνε
καλαμιές –«ή διαβατάρικη ψυχή αποξέει τις περιττές
Σκιές της», μουρμούρισες.
Φθινόπωρο… Φθινόπωρο… Φθινόπωρο∙ φούχτα παιδιού
στη φούχτα σου μετά την πρώτη στο σκολειό ημέρα
Μπρούτζινα φλαμουρόφυλλα.
Που ’ναι οι δρόμοι ανοιχτοί και που ’ναι ο άνδρας μου, εσείς
μες στα λευκά ντυμένοι λυχνοστάτες; Αύριο επι-
Στρέφω σπίτι∙ τέλος!
Αύριο επιστρέφεις σπίτι. Στερνή φορά. Για πάντα.
(«Ανοικτό συρτάρι», 2020)
⸙ ⸙ ⸙
ΑΝΑΛΗΨΗ
Στρατιώτης θα γίνω του καιρού μου
Και στις λέξεις μου θα κύψουν οι εποχές
Και οι λέξεις μου θα γίνουν εποχές
Λίκνο καθαρότητας το στέρνο μου και αυλόγυρος των άσπιτων καημών
Με γοργό βλεφαρισμό σαν γερακιού σ’ εναρμόνιση με τ’ άτι του σπορέα
Θα προικίσω τους άσπαρτους ορίζοντες
Και τις φρέσκες φούχτες των παιδιών
Μ’ ευλογίες απ’ του νου μου
Τ’ άφθορα γεννήματα.
Στρατιώτης του πόνου τους θα γίνω
Και στις μνήμες μου θα κλάψουν γενεές
Και οι μνήμες μου θα γίνουν γενεές
Βένετα αστραπόβροντα π’ ορμάν απ’ το βελούχι
Και στις δρύες κρεμάνε τους λειψούς.
(Από την σύνθεση «Άσμα της Πατρίδος Αναστάσιμο», Αιγαίον, 2017)
⸙ ⸙ ⸙
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ
Πες μου για της αυγής το γλυκασμό, χαριτωμένη πες μου!
Για του ανέσπερου φωτός του την πηγή
Για την αναίτια αιτία που τον γέννησε
Για τα κοράλλια του ουράνιου βυθού και την αστείρευτη δροσιά του πηγαδιού του
Διψώ να μάθω, πες μου!
Πες μου για τους ογκόλιθους της σκέψης, πες μου!
Για την απαλλαγή απ’ την επιλογή
Για της ψυχής τον καθαρμό
Για την λαμπρότητα της πύλης, του κλειδοκράτορα το κλέος
Διψώ να μάθω, πες μου!
Πες μου για τ’ αγωγιάτη την ανάπαυση, διψώ να μάθω πες μου!
Για των αδικημένων την αποκατάσταση
Για του ακτήμονα τον πλουτισμό
Για την αιώνια άνοιξη και της αυλής τ’ αμάραντα χρυσάνθεμα
Χαριτωμένη, πες μου!
Πες μου για τ’ ανόθευτα συλλείτουργα, διψώ σου λέω πες μου!
Για τους μπεκρήδες του Ντοστογέφσκι
Για την τύχη των αγέννητων βρεφών
Για των σπηλαίων τους ανθούς και της ζωής τους μόνους
Πες μου!
Πες μου για του σπορέα το σχέδιο, χαριτωμένη πες μου!
Για των οδόντων τον τριγμό
Για του κακού το αναπόδεικτο
Για του ελαφιού το βάδισμα και του νερού την εντροπία
Διψώ να μάθω, πες μου!
Πες μου για τη συμπαντική αρμονία, πες μου!
Για του ήλιου την τριπλή ερμηνεία
Για του χελιδονιού την ψαλιδιά
Για του άδειου βαρελιού τον κρότο και του κυκλάμινου το μίσχο
Χαριτωμένη, πες μου!
Πες μου για τ’ αρχιτέκτονα το πλάνο
Και για την ανακαίνιση
Για της καρδιάς τον ιλασμό
Και για την όγδοη ημέρα
Χαριτωμένη… Πες μου!
(Από την σύνθεση «Άσμα της Πατρίδος Αναστάσιμο», Αιγαίον, 2017)
⸙ ⸙ ⸙
ΛΙΑΝΟΤΡΑΓΟΥΔΟ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
Οι αγρότες καρτερούν απ’ τα τσαρδάκια τους
μ’ έγνοια να μπολιάσεις τα μεράκια τους.
Και στου Άδη οι κλεισμένες για να γλυκαθούν
ψυχές γκρίζες, ξεχασμένες σένα αναζητούν.
Περσεφόνη-Περσεφόνη που ’χεις δυο ζωές
χρόνους τριγυρίζεις μόνη σ’ άλλες εποχές.
Πριν στην άνοιξη ανθίσεις να σου η χειμωνιά
στέρξε Δήμητρα να μείνει σε μιαν αγκαλιά!
(«Εισόδιος Κύκλος», 2008)
⸙ ⸙ ⸙
ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ
Με τον τρόπο του Κ.Τ.
Φιρμάνι έβγαλε η Ελλάδα:
«πλέον φαλίρισα»
Τους τοίχους γιόμισε με πωλητήρια
κι ενοικιαστήρια
Όποιος γλιτώσει απ΄ τη ρεμούλα
άνευ πειστήρια
Θα βρει μια μάνα που θα τον σέρνει
στα δικαστήρια.
Οι δραγουμάνοι αλλοτριώνουν
κατά παράγγελμα
Κάθε κουβέντα που φέρνει ελπίδα
κι ανοίγει ορίζοντες
Απ’ τις πλατείες και τις ταράτσες
ώτα ραγίζοντας
Με μένος τείνουνε το δάκτυλο
και αφορίζοντας.
Τ’ αποκαΐδια σαν αντικρίζουν
παν’ απ’ το τέθριππο
Χασκογελάνε μιας την ψυχή τους
νιώθουν να νίπτεται
Συγγνώμη αφέντες για άλλη μία
σε λάθος πίπτετε;
Ή το κεφάλι στην Εσπερία
και πάλι κύπτετε;