Ο Φλοιός Ξεφλουδισμένος
Τα απογεύματα μετά το σχολείο βγαίναμε και παίζαμε στον δρόμο. Έτσι είχα μάθει. Ανυπομονούσα για τα Σάββατα και τις Κυριακές. Τηλεφωνούσα στον Παναγιώτη και τον Λευτέρη, και τον Γιώργο με τα δύο αδέλφια του και πετούσα από προσμονή όταν δέχονταν και οι πέντε να έρθουν, ενώ μελαγχολούσα όταν όχι, γιατί ποιος ήξερε πότε θα να ξαναβρισκόμαστε. Ήμασταν συγγενικά πνεύματα. Οι γονείς μας ήταν μετανάστες, και οι εφτά είχαμε φτάσει στη νέα χώρα μικροί, κάτω των ένδεκα, όταν οι γονείς μας, όλοι τους σαραντάρηδες ―σαραντάρηδες!― άφησαν πίσω ζωές και πήγαν όπου δεν ήξεραν.
Προσπαθώ να φανταστώ και να μπω στη θέση τους και δεν το καταφέρνω. Ποτέ δεν θα παράταγα σαράντα χρόνια ζωής για να πάω αλλού. Τι να κάνω; Να ξαναρχίσω; Γίνεται; Τώρα, βέβαια, μεγάλος στην ηλικία, ξέρω ότι μια φορά μόνο αρχίζει κανείς.
Ήταν καλύτεροι – σε τόσα ισχυρότεροι, σκληρότεροι. Οι γονείς τείνουν να είναι έτσι.
Τι καλύτερο από το να ζεις σε δρόμο χωρίς έξοδο, με διώροφα σπίτια στις δύο πλευρές, δύο-τρεις οικογένειες στο καθένα, με παιδιά σε πολλά απ’ αυτά, αυτοκίνητα αραγμένα στις άκρες και δέκα-είκοσι παιδιά να παίζουν στο δρόμο κάθε απόγευμα;
Αυτό στην απέναντι γωνία, ήταν ποδήλατο; Ήταν δυνατόν; Εγκαταλειμμένο; Το σήκωσα και το καβάλησα και αμέσως η μπροστινή διχάλα λύγισε προς τη μια πλευρά και με δυσκολία κράτησα το τιμόνι ευθεία. Το σώμα μου ξεφούσκωσε με απογοήτευση σαν συνειδητοποίησα ότι αυτό το θαυμάσιο πράγμα που ποτέ δεν θα αποκτούσα ήταν λιγότερο από τις υποσχέσεις του καινούργιου και από αυτές που ξύπνησαν μέσα μου.
Αποφάσισα να μην ισιώσω το σκέλος γιατί θα έσπαζε και θα έμενα δίχως τίποτα. Βρήκα ότι με ζόρι κατάφερνα να αντισταθώ στην κλίση της μπροστινής ρόδας που τραβούσε και θα ανάτρεπε τα πάντα. Κρατούσα το τιμόνι με το ένα χέρι γιατί με το άλλο κρατιόμουν στα παράθυρα και στις σκεπές αυτοκινήτων να μην πέσω. Δεν ήξερα ισορροπία. Στιγμή τη στιγμή, δειλά και αργά, αμολούσα το χέρι όταν αισθανόμουν λίγη ισορροπία. Πέρασα το καλοκαίρι εκείνο με τα πόδια μελανωμένα και τα αχαμνά, φοβόμουν, καταστραμμένα αφού συχνά έπαιρνα φόρα, έχανα έλεγχο και έπεφτα σε αυτοκίνητα. Πέρασε καιρός να μάθω τι θα πει φρένο και έτσι και αλλιώς το σταμάτημα ήταν τελευταία σκέψη. Στραπατσάρισα και γρατσούνισα αρκετά αυτοκίνητα. Μπελά δεν βρήκα. Πολλοί ιδιόκτητες ήταν μετακινούμενοι που έπαιρναν το τρένο και επέστρεφαν αργά το βράδυ. Οι υπόλοιποι, οι ντόπιοι, σπάνια να βγουν έξω.
Άλλες φορές παίζαμε μπέιζμπολ. Ποτέ δεν είχαμε πραγματικό ρόπαλο – έσπαζα πήχες από τα κιγκλιδώματα και τις ξύλινες σκάλες που πήγαιναν στον τρίτο όροφο και λείαινα γωνίες με σουγιά και στρογγύλευα και μόρφωνα λαβή.
Ο Παναγιώτης προτιμούσε φουτμπόλ. Μερικές φορές όταν βρισκόμασταν και οι εφτά βάζαμε τρεις-τέσσερις παίκτες ανά πλευρά—δεν επέτρεπε άλλους το πλάτος του δρόμου. Αυτός πασαδόρος και εγώ δρομέας.
Έτσι βρήκα την τελειότητα που κουβαλάω ακόμα και σήμερα.
Έχουμε εκφράσεις να εννοούμε ότι είμαστε στη ζώνη, για φυσικά χάη, για γλυκά σημεία και όταν είμαστε απόλυτα βέβαιοι για κάτι πριν συμβεί και μετά συμβαίνει. Είναι μια διάσταση άλλης ύπαρξης, μια στιγμή που ίσως χαρίζετε από τη Μούσα, και είναι υπεράνω του κόσμου αυτού. Έτρεξα με ύστατη ταχύτητα, πέταξα, ξέφυγα του φύλακά μου, έτρεχα κοιτάζοντας μπροστά, σήκωσα το χέρι και η μπάλα μπήκε στην παλάμη μου. Απαλά και απλά βρέθηκε εκεί.
Στο κρεβάτι του νοσοκομείου, τα μαύρα μαλλιά του Παναγιώτη ήταν άγρια και τα χαρακτηριστικά του ήταν τώρα χαραγμένα και λιπόσαρκα. Μπαινοέβγαινε στη συνείδηση. Ένα μήνα πριν, τυχαία λες και δεν ήταν τίποτα, λες και δεν ήθελε να είναι τίποτα, είπε είχε καρκίνο. Υπήρχε σχέδιο, είπε. «Σχέδιο» λες και όταν εφαρμοστεί, έπεται το αποτελέσματα που σχεδιάζεις.
Η αλήθεια είναι κανείς δεν ξέρει τι επακολουθεί. Θα του έβγαζαν τα δόντια. Βόμβα αυτό. Δεν είχε νόημα. Ο κόσμος καταστράφηκε και η φτώχεια και το Σκοτάδι και η Φθορά κράτησαν αδιάφορη κυριαρχία πάνω σε όλα.
Ζήτησε μια κόκα κόλα και κοίταξα τη νοσοκόμα, που μου έγνεψε. «Αραιώστε τη,» μου είπε, «θα του είναι σκληρή.»
Επτά πήραν το δρόμο για το νεκροταφείο αλλά έξι ήταν για γυρισμό και κανείς δεν ξέρει πού πάει η αγάπη του θεού ή αν υπάρχει.
Αυτή η τέλεια πάσα, αυτή η χάρη, αυτό το δώρο, αυτή η ενότητα με το σύμπαν είναι μια λεπτή φλοίδα κρεμμυδιού, ένα ανέκδοτο ενός απογεύματος και ενός λεπτού που δεν σημαίνει τίποτα … και σημαίνει το παν.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗΣ