Θεώνη Κοτίνη, Επτά ποιήματα

800px-xiropotamou_panoramic

Επτά ποιήματα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

~.~

Αιγαίο

Αέρας στα άδεια εξοχικά τέλος Σεπτέμβρη
όταν αρχίζει να ξεφτίζει ο ασβέστης στην πεζούλα
περνάει απ’ την καλαμωτή συριστική ησυχία
λασκάρει το παράθυρο του μπάνιου
φέρνοντας απ’ τη χαραμάδα
της ερημιάς τριγύρω αναρρίγηση
και μέσα τρυφερό ανέμου το δικράνι
σωριάζει στις γωνιές σαλιγκαρόσπιτα
ψίχουλα θέρους λίγη άμμο

Στη μάντρα η ξερολιθιά φυλάει το φίδι
στη στέρνα αντιφέγγισμα νερού
που λιγοστεύει
η σαύρα αφαιρείται στο αγκωνάρι
αγένειο χορτάρι δίπλα βράχος

Αποκαλόκαιρο λευκό στα άδεια σπίτια
ημερωμένα απ’ του Ιούλη την κατοίκηση
σανδάλια φυλαγμένα στην ντουλάπα
απόχη παιδική
βαμβακερή ζακέτα για το βράδυ
και πέρα βουερή εγκατάλειψη της θάλασσας
αναρριπίζει στιγμιαία την κουρτίνα
στο πάτερο το σαμιαμίδι αλαφιάζοντας

Γύρω κανένας
μόνο η αυλόπορτα για λίγο αιφνίδια τρίζει
σαν άφιξη σχεδόν μα όλοι φευγάτοι
Μετά ησυχία

ένα γνοιάσιμο σιωπής
αποσκεπάζει
την πρόσκαιρη του ανθρώπου παρουσία

Το σπίτι ξανασμίγει με την πέτρα
αθέατη τη γέννα του σκορπιού περιφρουρώντας
σκήτη του ανέμου
που όσο δύει το γαλάζιο σε περίσκεψη
υψώνεται ενθρονίζοντας
στο θηριώδη του Αιγαίου ουρανό
μοναστική πελάγους επικράτεια

~.~

Καλοκαίρι

Το σιντριβάνι στη μέση της άδειας πλατείας οξύ μεσημέρι. Βρέχει απρόσεκτο περαστικό και δεν τον νοιάζει.

Λεπτοδείκτες σταματημένοι στον κήπο. Ηλιοτρόπιου νύστα.

Δυο άγνωστοι κοιτάζονται στη σκιά ενός δέντρου περιμένοντας στο φανάρι να ανάψει το πράσινο. Γυναίκα και άντρας, κατάματα.

Ο σκύλος κοιμάται κολλημένος στη σκιά ενός τοίχου. Αφάνταστα μόνος.

Παγωμένη γκαζόζα αφήνει έναν κύκλο υγρασίας στο τραπέζι του καφενείου. Τον διατρέχει διψασμένο το χέρι.

Ένα παιδί χαμογελά στο φακό πασαλειμμένο με παγωτό που στάζει στο φανελάκι.

Στη στάση πλήθος, το λεωφορείο δεν έρχεται και απέναντι το σουβλατζίδικο σερβίρει γύρο και μπίρα παγωμένη στο ποτήρι.

Τα κάγκελα μιας μονοκατοικίας πηγμένης στο σεληνόφωτο. Ξεμοναχιάσματα πίσω απ’ το γιασεμί.

Χάχανα πάνω στη μοτοσικλέτα που προσπερνά δέκα αμάξια στη σειρά.

Θερινό σινεμά στην ταράτσα. Ταινία παλιά. Φεγγάρι καινούριο. Μόλις σβήσουν τα φώτα αγκαλιά.

Νερό κρατημένο σε εκείνη τη μαρμάρινη κρήνη στη μέση του αγνώστου. Ανοίγεις τη βρύση και τρέχει και τούτο μαρμάρινο.

Γυναίκα μαυρισμένη απ’ τον ήλιο. Γελά με κάτασπρα δόντια. Καρδιά κατακόκκινη.

Ένα οποιοδήποτε νησί του Αιγαίου. Ψηλά πολύ. Περαστικός κοιτάζει κάτω ένα ακριβέστατο γαλάζιο. Γυρνά πιο φωτεινός, πιο ξένος.

Σαββατοκύριακο. Οι Αθηναίοι κατεβαίνουν στα χωριά. Να δούνε το χωράφι του πατέρα. Αν θα ’χει φέτος λάδι η ελιά.

Η συκιά στο βενετσιάνικο κάστρο τρυγητός του πουλιού.

Μια φέτα ψωμί με λάδι,  ρίγανη, τριμμένη ντομάτα,  αλάτι χοντρό.

Τσιμεντένια αυλή, έχουν μόλις ποτίσει.  Ο δυόσμος παροξύνεται στο άγγιγμα.

Άσεμνα περιοδικά του εξαδέλφου κρυμμένα κάτω από το στρώμα. Έχει ψηλώσει και είναι ωραίος.

Σούρουπο μέσα στο νερό. Πώς ησυχάζει έτσι η θέληση;

Το παλιό νεκροταφείο της πόλης το μεσημέρι, αντίλαλος του ασβέστη.

Ψαράκια στην άκρη άκρη του γιαλού. Ένα σμήνος περίτρομο σε παραλλαγή βέλους. Ελάχιστα πειστική.

Έφηβες, λιανές στο κύμα. Ιππόκαμπου η ράχη κι η χάρη.

Δεκαπενταύγουστος. Σαν δεκαπεντασύλλαβος κομμένος. Τον συμπληρώνουν τα πουλιά.

Ταξιδεύοντας με ανοιχτό το παράθυρο. Τραγούδι στο ράδιο. Γυάλινο, αράγιστο σήμαντρο.

Βράδιασε. Έλα να βγούμε λίγο έξω. Να σε αισθανθώ ξανά με φεγγαράδα.

Ημέρες τρεις μέχρι την άδεια. Βαστάει η καρδιά με τόσα λίγα.

Μόλις βγαλμένος απ’ τον ήλιο. Με κοιτάζεις με όλες τις ρυτίδες του χαμόγελου. Θέλοντας τόσα όσα εγώ.

Τέλος Αυγούστου. Αύριο θα ανοίξουν πάλι τα σχολεία. Μα εσύ να μείνεις θες αγράμματος, αγροίκος να γυρίζεις.

~.~

Σίφνος

Να φύγω
να φτάσω
να δω
ασβέστη χλωρό
το κορμί μου γυμνό
περιπλάνηση
κουβέντα
σιωπή
Να εγγράψω
μελτέμι
καλντερίμι
αλώνι
φωτογένεια σώματος
όταν θέλει
να λιαστεί
να πεινάσει
να χαϊδέψει
να πράξει
να ανήκει
να μοιάσει
στη λευκή
διαμπερή
δροσερή
οικειότητα
που είναι εκείνο το σπίτι
στο βράχο
στο κύμα προσήλιο
ψηλό σαν προσκύνημα
δοσμένος στην άφεση

~.~

Όταν

Όταν όλο και λιγότερο ξέρεις,
όταν ίδιο χνάρι χαράζεις
σ’ όποιο δρόμο κι αν πάρεις,
όταν απ’ όλα που υπάρχουν
για ένα δυο μόνο κλαις
και πεισμώνεις

είναι αυτό να παλιώνεις;

Όταν μόνος σου ψάχνεις
ό,τι χάνεις με άλλους,
όταν όλο πια μετανιώνεις
κι όλο πια περιμένεις,
όταν με τα δάχτυλα
αντί να αγγίζεις μετράς

είναι αυτό να γερνάς;

Όταν έξω ιδρύει το βράδυ
τρυφερή διακινδύνευση
κι όλα εδώ αρχίζουν ξανά
στρεβλά και ανθρώπινα
μα εσύ κουράστηκες πια
για να θέλεις

είναι αυτό να πεθαίνεις;

~.~

Είναι

αυτό που δεν σε πονά
μα σε κρύβει

Σε αφαιρεί
από το κάδρο της γιορτής
τη φωταψία των γενεθλίων

Ανήκεστο
μα όχι μοιραίο
αδιόρατο
σαν παλιά παιδική σου σκολίωση
το φέρεις σχεδόν
με ελαφρά συγκατάβαση

Γι’ αυτό δεν συντρίβει
σε φέρνει μονάχα
στα γνώριμα ξένο

Ακριβές
μα στη γλώσσα ατίθασο
μουγγό στο κορμί
δουλεύει
σιγανή παραμόρφωση

Ορίζεται δύσκολα
και μάλλον οξύμωρα:
όχι αυτό που δεν είναι
ακόμα ή πια
είναι αυτό που δεν είναι,
απλά.

Τότε δεν ήξερα
πόσο ύστερα
μετά από κάθε ακριβώς
περίσσευε

Τώρα γνωρίζω:
Όσο κρατάει μια ζωή.
Λίγο πιο λίγο

Αυτό το λίγο
πόσο θέριεψε
πόσους έθρεψε

Αυτό το ελάχιστο
του έρωτα
παρόν.

~.~

Σταγόνα

Καθώς αντλείς σε δοχείο το λάδι
μια σταγόνα πέφτει από ψηλά στο ντεπόζιτο
Μία μόνο
με βραδύτητα τόση με τόση συγκέντρωση
που όταν φτάνει στο υπόλοιπο σώμα
αντηχεί σπηλαιώδης σταλακτίτης ο ήχος της
σε αδρανές τριγύρω της τοίχωμα.
Ο καρπός ακριβούς γεγονότος
που πέφτει αργά στο κέντρο του χρόνου
δηλαδή στη μέση του νου.
Μια σταγόνα και γύρω σιωπή
όπως όταν βρίσκει το στόχο της
μια στιγμή ησυχίας στην απέραντη θάλασσα
όπως δυο που κοιτάζονται
για πρώτη φορά αλήθεια στα μάτια

Ένας ήχος
που γίνεται φώνημα μιας απόσταξης τέλειας
από σώμα μικρό μα ολόκληρο
σημαίνει την απόλυτη ώρα
ενός πράγματος τιποτένιου θα πεις
μα ευγενούς στην ακμή του
που πριν γίνει μαζί με όλα τα άλλα
σταγόνα στο πέλαγος
βυθίζει το κάλλος του
το βαρύ του αντίλαλο
όπως σούρουπο βραδινού ελαιώνα
βαθιά μες στο στήθος σου

~.~

Δεν είναι πια για να θυμώνεις
μα να λυπάσαι τώρα
ο τρόπος που πεθαίνει ο πατέρας
η μάνα που ποτέ δεν κατανόησε
τα άνεργα χέρια αφημένα στην ποδιά
Δεν είναι πλέον να λυπάσαι
μα πια να συγχωρείς
ο τρόπος που αποζήσανε
κλειστοί σαν θυμωμένοι
τα λόγια που δεν ήξεραν να πουν,
η ανάγκη να ’ναι το φταίξιμο του ενός
για να υπάρχει ο άλλος
Δεν είναι πια να συγχωρείς
μα πλέον να ζεσταίνεις
στην αγκαλιά το ραγισμένο σώμα
ένα ζυμάρι αγάπης

Δεν είναι πια να τους μαλώνεις
όσο ανήλικους κι αν τους κατάντησε ο καιρός
είναι η στιγμή να πάρεις στα δυο χέρια σου
ετούτη την τρεμάμενη καρδιά τους
όπως κρατάει παλάμη
φύλλο που έπεσε απ’ το δέντρο
φυσάει βοριάς το παίρνει ψίχουλο ψηλά πια δεν το βλέπεις

~.~

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ