Γιώργος Βαρθαλίτης, Το τραγούδι των δέντρων

Maleas

~ . ~

Δέντρα μου μοναχά στις πεδιάδες
και στα πυκνά κι ανήλιαγα ρουμάνια
και στις βαθιές, ολόδροσες κοιλάδες
και στις κορφές π’ αγγίζουνε τ’ ουράνια,
με τις πολύθροες, δέντρα μου, σκιάδες,
μηλιές, οξιές και δάφνες και πλατάνια,
και δρυς βασιλική μου της Δωδώνης
που τον προσκυνητή κατευοδώνεις –

και κέδρα στου Λιβάνου τους κεδρώνες
της νύχτας το σκοτάδι που κρατάτε
κι αχάλαστα αψηφάτε τους αιώνες,
κι εσεις, ελιές, που μέσα σας φυλάτε
τους λύχνους του λαδιού στους ελαιώνες
κι αργά κατά τη δύση περπατάτε
σα στηριγμένοι στο ραβδί τους γέροι
στο ψιλόβροχο μέσα και τ’ αγέρι –

και πλάτανοι, όπου πλούσιο κεφαλάρι
των νερών τη βοή τριγύρα απλώνει
–κάθε χαλίκι εκεί μαργαριτάρι–
(στερέωμα τρανό που σε κυκλώνει
σφιχτά με τη βαθύχλωρή του χάρη! –
και πώς θροΐζουν πάνω μύριοι κλώνοι! –
και τι δροσιά εκκλησιάς που σ’ αγκαλιάζει
που η ψυχή σου σκιρτά κι αναγαλλιάζει!) –

και, πεύκα, που αναπνέτε με γαλήνη
κι απ’ την καρδιά σας μέσαθε φυσάνε
υγείας πνοές αδρές καθώς ρετσίνι
που κι οι αύρες από κείνες ευωδάνε,
και στου μεγάλου θέρους το καμίνι
τζιτζίκια στα κλαδιά σας τραγουδάνε,
και πλάι στο κύμα τα δικά σας μύρα
με του πελάγου σμίγουν την αλμύρα –

κι ω φοινικιές, που πάτε σε πορεία
στην άσφαλτο που ρέουν τροχοφόρα,
από λεπτές κολώνες θεωρία,
π’ ατέρμονη περνάει εδώ όλην ώρα,
και πίσω σας αχνά πελάγη κρύα,
και κάποτε σας δέρνει η άγρια μπόρα,
μα μ’ όλη ορθώνετε τη δύναμή σας
στων ουρανών την τέφρα το κορμί σας –

κι εσείς μεγάλα μαύρα κυπαρίσσια,
που τ’ άστρα τη βραδιά σάς τριγυρίζουν
και που ψηλά ανεβαίνετε ολοΐσια
κι άνεμοι μανιασμένοι δεν κλονίζουν,
τι αλκή φωλιάζει μέσα σας περίσσια
(σκύμνων καρδιές βαθιά σας λαχταρίζουν)
κι είστε απ’ ατόφιο δνόφο μαύροι στύλοι
και του ναού της Νύχτας είστε πύλη –

κι ω λεύκες μου, που στέκεστε λαμπάδες
κι από την αύρα αχείτε ολόγυρά σας
ως θάλασσες, α ποιές χλωμές λαμπράδες
την ασημένια λούζουνε θωριά σας
και, πείτε, ποιες κρυφές Αμαδρυάδες
να ζουν και να στενάζουνε βαθιά σας –
απ’ τ’ αργυρό κι απόκρυφο φεγγάρι
το μυστικό σας φως έχετε πάρει; –

κι έλατα, στ’ όρη πάνω με τα χιόνια
π’ αναπνέτε τον κρούσταλλον αγέρα
εκεί που σμίγει ο Χρόνος με τ’ αιώνια,
και πρώτα σας φωτίζει η νέα μέρα
κι είστε στο μούχρωμα άρπα παναρμόνια
που τη δονεί τ’ αγέρι στην εσπέρα,
ποιας άγνωστης λατρείας τα ψαλτήρια
και ποια βουβά σας κλείνουνε μυστήρια; –

τα φύλλα σας πώς ρίχνετε σα βέλη
που το καθένα, δέντρα μου, γυρεύει
το χρυσό να ρουφήξει τ’ ήλιου μέλι,
και πώς με τους αγέρηδες παλεύει
ο κορμός σας και μ’ όλα του τα μέλη
κι οι ρίζες σας πώς χάνονται στ’ ερέβη
τα δάκρυα να βυζάξουν στο σκοτάδι
απ’ τις αστείρευτες κιστέρνες τ’ Άδη;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗΣ