Day: 09.10.2017

Για τον Ααρών Μνησιβιάδη

symbolo

~.~
της ΣΟΦΙΑΣ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ
~.~

Τον Ααρών Μνησιβιάδη τον γνωρίζω επί επτά χρόνια και επί σχεδόν 25 ποιήματα. Τόσα μπόρεσα να συγκεντρώσω, από σκόρπιες αναφορές εδώ κι εκεί. Η έκφραση «τον γνωρίζω» στην περίπτωσή του είναι αρκετά καταχρηστική, κι ας έχω μελετήσει μανιωδώς όσα έχει γράψει, κι ας ευτυχήσαμε να βγάλουμε μέχρι και βιβλίο μαζί. Πρόκειται για την Τρίλιζα, ένα μικρό βιβλιαράκι εκτός εμπορίου σήμερα, που εκδόθηκε το 2012 και περιείχε τρία ποιήματα από τρεις ποιητές: δικά μου, του Θάνου Γιαννούδη και του Ααρών Μνησιβιάδη.

Αυτά τα τρία ποιήματα είναι και τα μόνα δημοσιευμένα μέχρι σήμερα σε έντυπο υλικό. Άλλα είκοσι περίπου βρίσκουμε συγκεντρωμένα στο διαδικτυακό του μπλογκ – ένα μπλογκ που εμείς οι φίλοι του τον πιέσαμε να κάνει και που σπάνια το ανανεώνει. Αλλά ποιος είναι ο Ααρών Μνησιβιάδης, και γιατί η ποίηση αυτού του τόσο ολιγογράφου, που αποφεύγει τη δημοσιότητα και την προβολή, μας αγγίζει τόσο βαθιά, που κυνηγάμε μετά μανίας αυτά που γράφει, που του ανταπαντάμε, που στήνουμε μαζί του ποιητικά παιχνίδια στην μπλογκόσφαιρα;

Κατ’ αρχάς ο Μνησιβιάδης δεν είναι ένας μονάχα. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος, συμπαγής και στέρεος όσο τα λιγοστά δείγματα της ποίησης που μας έχει δώσει. Αλλιώς, με τα δικά του λόγια, αφιερωμένα βέβαια σε βασιλείς: «Ἐσεῖς, καὶ μόνο ἐσεῖς, ἀδιαπέραστοι / πιὸ συμπαγεῖς ἀπ’ ὅσο τὸ ἀτσάλι / τῆς νύχτας ἡγεμόνες ἀξιέραστοι / τῆς μέρας στρατηλάτες πιὸ μεγάλοι» (Δοξάζω τ’ όνομά σας Υψηλότατοι).

Μα τι σχέση έχει με τους βασιλείς κάποιος που οι μόνες πληροφορίες που έχουμε γι αυτόν (από το βιογραφικό του στην Τρίλιζα) είναι ότι : «γεννήθηκε το 1984 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε νομικά». Τελεία. Πρόκειται, άραγε για έναν δικηγόρο, που περιπλανιέται τις νύχτες στα βασίλεια της φαντασίας και της ποίησης; Σήμερα μπορώ να απαντήσω με βεβαιότητα πως πρόκειται για κάποιον που ονειροπολεί και τις ημέρες. Δεν ονειροπολεί απλώς, ζει μέσα στο όνειρο. Δεν γράφει για αυτά που σκέφτεται ή φαντάζεται, αλλά για όσα ζει. Το επάγγελμά του: Ιππότης.

«Ήταν Ιππότης / κάτι έπρεπε να ’ναι…» , όπως έλεγε κι ένας, μάλλον ξεχασμένος σήμερα ποιητής του μεσοπολέμου, ο Μίνος Ζώτος. Κι αυτό το ποίημά του, με άψογο μέτρο και ομοιοκαταληξία, είναι σαν να περιγράφει πρωθύστερα τον Μνησιβιάδη. Έναν ποιητή που αγαπά το παραδοσιακό μέτρο γραφής, και χρησιμοποιεί τα σονέτα, τις μπαλάντες, τα τετράστιχα και τα οκτάστιχα, ακόμα και την λησμονημένη σεστίνα, για να γράψει.

Ιππότης, γεννημένος και μεγαλωμένος κάτω από τα κάστρα της Θεσσαλονίκης, ζει σε όλους τους τόπους και τις εποχές, αλλά πιο πολύ στον αγαπημένο του Μεσαίωνα. Έναν Μεσαίωνα αλλιώτικο από αυτόν που έχουμε κατά νου. Έναν Μεσαίωνα φωτεινό, όπου δεν συνέβη ποτέ το σχίσμα, όπου η βασιλεύουσα Πόλη απλώνεται κραταιά σε όλη την Ευρώπη. Έναν Μεσαίωνα όπου εκείνος –ιππότης και φεουδάρχης συνάμα– υμνεί τους βασιλείς του και υπόσχεται αιώνια αφοσίωση. «Στ’ ἀπέραντα ποὺ ἱδρύσατε βασίλεια / ὑπάκοος ὑπήκοος γιὰ πάντα / θὰ εὐφραίνωμαι μονάχα μὲ κειμήλια / τὰ πρότερα θυμούμενος συμβάντα» (Δοξάζω τ’ όνομά σας Υψηλότατοι).

Έναν Μεσαίωνα με ηγεμόνες, βασίλεια, τάξεις υπηκόων που όμως ζουν αρμονικά και με εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του ηγεμόνα. Με πίστη στη γήινη και την ουράνια βασιλεία. Η πίστη, ως ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα πηγάζει αβίαστα από τον Μνησιβιάδη: «Ψηλὰ περνοῦσαν τῶν ἀγγέλωνοἱ οὐλαμοὶ / κι ἦταν τὰ πάντα ἀπὸ ἥλιο καμωμένα / μ’ ὅλο τὸν χρόνο σ’ ἕνα βλέμμα νὰ ἐκκρεμῇ / ἡ μέρα ἐκείνη ἀποφθεγγόταν πεπρωμένα» (Δευτέρα απουσία). Ομοίως και στο «Κάποιου ἀγγέλου τὰ φτερὰ θά ’χες ἀκούσει / κι οἱ ἦχοι μου στοιβάχτηκαν βουβοὶ ἐκτός σου / σὰν μιὰ ὁμίχλη συμπαγής, σὰν ἕνα ποῦσι / ποὺ θάμπωνε δυσοίωνα τὸ ἄσπρο φῶς σου» (Απόφασις).

Ο Μνησιβιάδης περιδιαβαίνει με άνεση το φράγμα του ιστορικού χρόνου, καθώς και του υλικού και του επουράνιου κόσμου. Με την ίδια άνεση και τηρώντας το πολυτονικό σύστημα χρησιμοποιεί λέξεις από την ελληνική γλώσσα σε όλο το ιστορικό της φάσμα. Τόσο από την σύγχρονη όσο και από την αρχαία, όσο και από την καθαρεύουσα και από τα πατερικά κείμενα. Στη «Νέκυια», ποίημα που αγαπώ ιδιαίτερα αφού μου το έχει αφιερώσει, συνομιλεί και ακόμα και με τους νεκρούς: «Νεκροί, τῆς μέλλουσας ζωῆς ἐγγύησι, / καὶ ἅγιοι πατέρων ἀνδριάντες, / ἐγείρω ἀπ’τοὺς τάφους σας τὴν ποίησι, / σωρεύω τὰ συντρίμμια σὲ μπαλλάντες».

Όσο στέρεος όμως και συμπαγής κι αν είναι ο κόσμος που προσπαθεί να χτίσει, τόσο διαλύεται εκ θεμελίων από τη σκληρή πραγματικότητα, την οποία δεν θέλει αλλά αναγκάζεται κάποιες φορές να αντικρύσει: «ὁ κόσμος σαραβάλιασε, νταλίκες / θὰ ἔρθουν τὸ πρωὶ νὰ τὸν φορτώσουνε, / ὁ κόσμος ποὺ ἀνῆκα καὶ ἀνῆκες / πρὶν ἄλλον μὲ ἐγκύκλιο ἐκδώσουνε / καὶ στείλουνε τὸνπρῶτο στὶς ἀντίκες» (Νέκυια).

Το ίδιο συναίσθημα διάλυσης και αποσύνθεσης παρατηρούμε και στο Σάββατο: «Πλατφόρμες, γερανοί, ἀλυσοπρίονα· / ξεστήνουνε τῆς νύχτας τὴν ἐξέδρα, / τὸν χρόνο αἰωρούμενη δυσοίωνα / μετρᾷ σὰν ἐκκρεμὲς ξανὰ ἡ Φαίδρα».

Είναι άραγε μια γενικότερη κατάρρευση του κόσμου, όπως την περιγράφει για μια ακόμα φορά στο: «Ὅλα μετριοῦνται καὶ μετροῦνε ποσοστά: / μήκη καὶ πλάτη, βάθη, σκόρ, αἰῶνες, χρέη, / κάτι ψιλὰ καὶ κάτι ῥέστα ποὺ χρωστᾷ / ἕναςἸούλιος ποὺ ἀκόμη καταρρέει…» (Σεπτέμβριος 2015 μ.Χ.) ή μήπως μια προσωπική αίσθηση ήττας ενός βαθιά ρομαντικού ποιητή, που δεν μπορεί να αντέξει τον πραγματικό κόσμο γύρω του, και δραπετεύει στην ασφάλεια άλλων κόσμων μέσα από την θρησκεία, την ιστορία και τα βιβλία του;

Είναι, ακόμα περισσότερο, ένα αφόρητο βάρος της ύπαρξης, μιας ύπαρξης που φέρει το προπατορικό αμάρτημα και αισθάνεται την έκπτωση από τον Παράδεισο; Αν έπρεπε να διαλέξω ένα μονάχα στίχο του για να περιγράψω τον Μνησιβιάδη, θα ξεκινούσα από το «ὅμως ἐμένα μ’ ἀποκήρυξαν τὰ φῶτα».

Ὅμως ἐμένα μ’ ἀποκήρυξαν τὰ φῶτα
κι ἔμεινα ἐγκάθειρκτος νὰ θέλω τὴν ἁγνὴ
μορφή σου ποὺ ἕνωνε τυχαῖα γεγονότα
μέσα σὲ σήραγγες κι ὑπόγεια ἀχανῆ,
ἐκεῖ ποὺ μύριζαν τοῦ θάνατου τὰ χνῶτα…

(Δευτέρα Απουσία)

Πράγματι, αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο φως της ύπαρξης, κι ακόμα πιο πριν, στο επουράνιο φως, και στο σκοτάδι που βιώνει ο εκπεπτωκός άνθρωπος, αυτή η αντίθεση βιώνεται έντονα από τον Μνησιβιάδη, όπως και από κάθε ποιητή με έντονο το θρησκευτικό συναίσθημα. Ο Μνησιβιάδης, αίφνης γίνεται πιο γήινος και πιο προσιτός, όταν μοιράζεται μαζί μας τον πόνο της θνητής και αμαρτωλής ύπαρξης.

Στο αυτοβιογραφικό «Γενέθλια 2011″, η αγωνία του κορυφώνεται: «ἀκοῦστε τὴν εὐχὴ ποὺ ἕνας τρελὸς / καὶ πρόβατο μονάχο, ἀπολωλός, / σὰν δέησι ἀναπέμπει φευγαλέα: / νὰ μείνῃ αἰωνίως σιωπηλὸς / ἀπόψε, στοῦ Ὀκτώβρη τὶς ἐννέα».

Τι παράδοξο, ένας ποιητής που κραυγάζει μέσα από την ποίησή του, να εύχεται «να μείνει αιωνίως σιωπηλός». Πρόκειται για τη Νοσταλγία των Ουρανών του Καρυωτάκη; Η για κάτι ακόμα πιο σκοτεινό; «Τον Άδη, νοσταλγός αναγνωρίζω…» του ανταπάντησα σε κάποιο από τα πολυάριθμα ανταπαντητικά μου ποιήματα.

Πιστεύω το δεύτερο. Ο Μνησιβιάδης, αν και προσφεύγει στους ουρανούς, αν και ονειρεύεται και χτίζει κόσμους γύρω του, αν και περιπλανιέται στον ιστορικό χρόνο, αν και έχει βαθιά μέσα του το θρησκευτικό συναίσθημα, εν τούτοις δεν φαίνεται να ελπίζει και να προσδοκά Παραδείσους. Βαθιά πεπεισμένος πως στο τέλος αυτής της ζωής προσμένει μονάχα ο Άδης, προσπαθεί και χτίζει τον παράδεισό του εδώ και τώρα, όσο μπορεί πιο ακέραιο. «Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποῦ θὰ κατέληγα; / Ἐδῶ ἐναποθέτω κάθε μέλλον· / πετοῦνε, φτερουγίζουν ἑξαπτέρυγα/ τριγύρω μου, σὲ τάγματα ἀρχαγέλλων» (Λευκονόη). Ο Μνησιβιάδης φωνάζει με όλους τους τρόπους τα θέλω του: « Ὅ,τι θελήσαμε: τὸ Ἀναλλοίωτο, / τὸ Ἕνα αὐτοπροσώπως καὶ τὸ ἐν γένει, / αὐτὸ τὸ κι ἀπ’ τὴν Ἱστορία ἀδῄωτο, / μιὰ ἀρχὴ στὸ τέλος της Ἀρχὴ νὰ μένῃ …» ( Ό,τι θελήσαμε).

Κι έρχεται πάλι εδώ η φωνή του Μίνου Ζώτου, κοντά εκατό χρόνια πριν, να μας τον περιγράψει, σαν να συνομιλούν οι δυο τους προσωπικά: «Κάτι ζητούσε μέσα του η ψυχή του, / κι αν άσκοπα τον κόσμο ετριγυρνούσε, / ο πόθος του τον κόσμο ξεπερνούσε / πλατύτερος, να πάει στον ουρανό». Θα μπορέσει να βρει τον κόσμο που αναζητεί ο Μνησιβιάδης; Ο ίδιος έχει απαντήσει και σ’ αυτό το ερώτημα, καταλαβαίνοντας και μόνος του πως αυτά που ψάχνει είναι ουτοπικά, και ακριβώς αυτή η επίγνωση υπογραμμίζει την τραγικότητα της ποίησης που εν συνόλω –αν και με μόλις 25 ποιήματα–, ήδη μας παραδίδει :

Τὸ ἐντὸς τοῦ χρόνου ἄχρονο στὸ σήμερα,
μία ἀφήγησι συνισταμένη∙
ὅ,τι θελήσαμε ἐξ ἀρχῆς μιὰ χίμαιρα:
τὸ ἀβέβαιο ποὺ βέβαιο προβαίνει…

ΣΟΦΙΑ ΚΟΛΟΤΟΥΡΟΥ

Ααρών Μνησιβιάδης, Ποιήματα

οι-ιστορικές-βίλες-της-βασιλίσσης-όλγ201602146 (1)

~ . ~

Πολιτεία

Ἔτσι σὲ θέλησα, ἀπὸ μάρμαρο καὶ ξύλο,
μιὰ Πολιτεία καμωμένη ἰδανικά,
νὰ γέρνῃ πάνω σου τοῦ οὐρανοῦ τὸ κοῖλο
κι οἱ κεραυνοὶ νὰ σὲ χτυποῦν τελεστικά,
ἔτσι σὲ θέλησα, ἀπὸ γνώριμα ὑλικά,
σὰν προσευχὴ ποὺ ἀναβιώνει κάθε βράδυ,
ναοὺς σπαρμένη, ἁπλωμένη ἐκστατικά,
μιὰ Πολιτεία ποὺ ἀντέχει στὸ σκοτάδι.

Ἀπὸ εὐγενῶν αἰσυμνητῶν ἐσὺ τὸν ζῆλο
θὰ κυβερνιέσαι καὶ θὰ στρέφῃ ἁρμονικὰ
χέρι σοφὸ τῆς ἱστορίας σου τὸν μύλο
σὰν πεπρωμένο ποὺ ἐκδικεῖται κυκλικά,
θἄχῃς λαὸ ποὺ καὶ στὶς ἧττες του νικᾷ
κι οἱ Δικαστές σου θὰ διαβάζουν τὸ σημάδι
στὸν οὐρανό, πρὶν εὐθετήσουν τακτικὰ
μιὰ Πολιτεία ποὺ ἀντέχει στὸ σκοτάδι.

Ἔτσι σὲ θέλησα, ὑμνημένη ἀπ’τὸν Αἰσχύλο,
μ’ὅλα τὰ κλέη τοῦ φωτὸς κατοπτρικά,
κι ὅπως ἡ ἀλήθεια σου θὰ νέμεται τὸν θρῦλο
καὶ θ’ἀναμέλπωνται σεπτὰ χερουβικὰ
πάνω σ’ἐκκύκλημα στημένη εὐλαβικὰ
θὰ ἀποσύρεσαι στὰ ἐνδότερα τοῦ ᾍδη
σὰν σκηνικὸ μέσα σὲ ἄλλα σκηνικά,
μιὰ Πολιτεία ποὺ ἀντέχει στὸ σκοτάδι.

Κι ὅταν οἱ ὕστεροι τῆς Γῆς σεβαστικὰ
ποντίσουν βλέμματα στῆς λήθης τὸ πηγάδι
θ’ἀναλαμβάνεσαι ἁγνὴ θριαμβικά,
μιὰ Πολιτεία ποὺ ἀντέχει στὸ σκοτάδι.

~ . ~

Ἐγκώμιον

damnosa quid non imminuit dies?
(Horatius, Carm. 3,6,45)

Δὲν ξέρω τ’ ὄνομά σας, Ὑψηλότατοι,
μὰ δοῦλος σας πιστὸς τὸ γόνυ κλίνω
ἀφ’ οὗ έν συνειδήσει καὶ πραότητι
μοῦ δόθηκε τὸ χάρισμα ἐκεῖνο
τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σας τὰ θαυμάσια
μὲ λόγους λυρικοὺς νὰ μεγαλύνω
σὲ κήπους σὲ ναοὺς καὶ σὲ γυμνάσια
θὰ πλέκω τὸ στεφάνι σας μὲ κρίνο.

Γνωρίζω ἡ σοφία σας πὼς ἄπειρη
κι ἰσόθεη τὰ πάντα περικλείει
καὶ τώρα σὲ καιροὺς ποὺ πίστι ἀνάπηρη
ἀρχαῖα καθεστῶτα καταλύει
μικρὸν ἐμέ, ἐγκώμια περήφανα
Ἀνάγκη πὼς ὀφείλω μοῦ μηνύει
γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς χρησμοὺς σὲ στίχους ὕφανα
ποὺ ἀκούγονται στὰ ὦτα σας οἰκεῖοι.

Τοὺς χρόνους σας ὑμνῶ ποὺ ἐλεήθηκα,
στερνοὶ τοῦ πεπρωμένου κληρονόμοι,
ἀπ’ ὅση ἱστορία κι ἂν διανύθηκα
σὲ Μέμφιδα, Ἐκβάτανα καὶ Ῥώμη,
στὶς Σάρδεις, στὴ Σιὼν καὶ στὰ Γαυγάμηλα
τῆς δάφνης ποὺ σᾶς τύλιξε τὴν κόμη
γιὰ δόξης πεπραγμένα ἀπαράμιλλα
τὸν ἔπαινο γλυκαίνομαι ἀκόμη.

Γιὰ ὅ,τι παραλείψατε ἢ πράξατε
μαζί, σὰν προσδοκώμενος Σωτῆρας,
γιὰ ὅσα καὶ δωρίσατε κι ἁρπάξατε
χρωστῶ εὐγνωμοσύνη ὡς τὸ γῆρας.
Δοξάζω τὸν αἰῶνα σας, Εἰδήμονες,
σπορεῖς τῆς εἱμαρμένης καὶ τῆς μοίρας
μὲ ὕμνους στροφικοὺς καὶ χρυσορρήμονες,
τῆς φόρμιγγας τὸ χάδι καὶ τῆς λύρας.

Ἐσεῖς, καὶ μόνο ἐσεῖς, ἀδιαπέραστοι,
πιὸ συμπαγεῖς ἀπ’ ὅσο τὸ ἀτσάλι,
τῆς νύχτας βασιλεῖς σεμνοὶ κι ἀνέραστοι
τῆς μέρας ἡγεμόνες πιὸ μεγάλοι,
ἐσεῖς, ποὺ τὰ οὐράνια καὶ γήινα
ἑνώσατε σὲ μία σφαῖρα πάλι
κι ἁπλώσατε τὰ χέρια σας τὰ δρύινα
ἐπάνω ἀπὸ τοῦ κόσμου τὴν κραιπάλη,

ἐσεῖς, ὧ ναί, ποὺ πάντοτε ἀκέραιοι
καὶ πάντοτε φρουροὶ τῆς ἁρμονίας
ἐλπίδα οἰκοδομήσατε πιὸ στέρεη
πατέρες μιᾶς καινούργιας τυραννίας
ἐράσμιας, ποθητῆς καὶ ἀτελεύτητης
ποὺ κράτησε ἀκίνητο ἄνευ βίας
–ἐν ὅσῳ κοιταζόταν στὸν καθρέφτη της–
τὸ Μέγα Ἐκκρεμὲς τῆς Ἱστορίας.

Χαρίστε μου κι ἐμένα οἰκοδόμημα
ἀπόμερο καὶ ἄβατο στὰ πλήθη
θυσίες νὰ τελῶ κατὰ τὰ νόμιμα
κι ἀρχαῖα τῶν προγόνων μου τὰ ἤθη
κι ἀφήστε μου μεγάλη τὴν ἀπόστασι
ποὺ πάντα μεταξύ μας ἐτηρήθη,
τὴν θεία σας ὑπόσχομαι ὑπόστασι
ποτέ της νὰ μὴ νέμεται ἡ λήθη.

~ . ~

ᾨδὴ στὶς βίλλες τῆς Λεωφόρου
Βασιλίσσης Ὄλγας

Τὶς νύχτες πῶς περνοῦσα ἀπὸ τὶς πύλες σας
γιὰ κείνη τὴν ἀπόκοσμη πολίχνη,
κυρές μου, ποὺ στὸν δρόμο τῆς βασίλισσας
κομίσατε τὰ πένθιμά μου ἴχνη·
πιὸ σάρκινοι ἀπ’τὴν σάρκα οἱ ἀσπαίροντες
ἁρμοί σας, οἱ μαρμάρινες κολῶνες,
πυργίσκοι νὰ ποντίζωνται σ’ Ἀχέροντες
τσιμέντου κι ἀστικοὺς ἐρειπιῶνες.

Κατάδικες σὲ ἰσόβια συγκατοίκησι
μὲ ὕψη καὶ μὲ πλάτη καὶ μὲ μήκη
ποὺ παίρνουν ἐπὶ τέλους τὴν ἐκδίκησι
γι’αὐτὸ ποὺ στὴν γενιά τους τώρα ἀνήκει.
Ποιόν ἔρωτα, μονάκριβά μου θήλεα,
ἐμπνεύσατε, ποιες κρύφιες μανίες
μιᾶς ὕστατης Ἐδὲμ ἐσεῖς προπύλαια
καὶ τ’ ἄδικου χαμοῦ της Ἐρινῦες;

Γιὰ σένα περπατῶ ἀργὰ κι ἀμφίθυμα
σκεπὴ τοῦ Καπαντζῆ χωρὶς κανένα
αἰδοῦς στὴν παρειὰ σεμνὸ ἐρύθημα,
εὐφρόσυνη, πολύτιμη παρθένα.
Γιὰ σένα τὴν σιωπή μου, Μπιάνκα, ἔλυσα,
Μορντὼχ καὶ Mon Bonheur καὶ Ἀλλατίνι
κι ὑψώνω τὴν ματιά μου τώρα, Μέλισσα,
σ’εὐθεῖες καὶ καμπύλες ποὔχουν μείνει

σὰν Τεῖχος τῶν Δακρύων, σὰν ὑπόλειμμα
μιᾶς πόλεως σβησμένης ἀπ’τὸν χάρτη,
σὰν ν’ ἄφησε ὁ Θεὸς τὰ Ἰεροσόλυμα
στὰ χέρια τοῦ Μολὼχ καὶ στὴν Ἀστάρτη.
Τοῦ Τούρκου, τοῦ Ἑβραίου καὶ τοῦ Ἔλληνα,
μὰ τώρα ὀρφανές, δικές μου μόνο,
φωτίστε μου τὰ σκότη ποὺ ἀσέληνα
σὲ γκρίζες συνοικίες ἀνταμώνω.

~ . ~

Λευκονόη

Βραδιάζει, ἀνορθώνω κηροπήγια
καὶ σὰν ν’ἀνακαινίζεσαι στὸ ἡμίφως
μὲ ὅλα τὰ ἐπουράνια κι ἐπίγεια
νὰ σμίγουν στὴν σκιὰ κατακορύφως.
Τὰ χέρια σου ὑψώνονται ἀήττητα
συντρίβοντας παγκόσμιες δυνάμεις,
τὴν ὕλη καταργεῖ καὶ τὴν βαρύτητα
μονάχα ἡ ὑποψία μιᾶς παλάμης.

Ἐδῶ λοιπόν, ἀλλοῦ ποῦ θὰ κατέληγα;
Ἐδῶ ἐναποθέτω κάθε μέλλον·
πετοῦνε, φτερουγίζουν ἑξαπτέρυγα
τριγύρω μου, σὲ τάγματα ἀρχαγέλλων
μεμιᾶς μετουσιώνονται αὐτόματα
τοῦ κόσμου οἱ μεγάλοι καρχαρίες,
μετάρσια, πτερωτὰ καὶ πολυόμματα
λαμπρύνουν τὶς ἀπόκρυφες λατρεῖες.

«Κι ὁ κόσμος», ξαφνικὰ διερωτήθηκες,
«ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει τί θὰ γίνη;»
Γι’ αὐτὲς τὶς ἐρωτήσεις τὶς ἀνήθικες
δὲν πλάστηκαν τ’ἀστέρια κι ἡ σελήνη.
Κοιμήσου στὸ πλευρό μου ἔτσι ἀνέμελα
καὶ ξἐχνα τὸν ὑπόλοιπο πλανήτη,
ὁ κόσμος ἂς γκρεμίζεται συθέμελα,
ἂς πέφτουν ἱερά, ἁψίδες, κλίτη,

δὲν εἶναι λόγος τοῦτος ποὺ σὲ τάραξε,
καθόλου σοβαρός –πέσε κοιμήσου,
ξανὰ στὴν ἀγκαλιά μου γεῖρε κι ἄραξε
κι ἐγὼ θὰ συγκυλίωμαι μαζί σου.
Ἐδῶ λοιπόν ἀλλοῦ ποῦ θὰ κατέληγα;
Ὁ κόσμος ποὺ σαπίζει εἶν’ἀπ’ ἔξω,
ἐδῶ τὰ σεραφίμ, τὰ ἑξαπτέρυγα·
μπορεῖ μὲ τὸν καιρὸ καὶ νὰ τ’ ἀντέξω.

~ . ~

Ἀβάσιμες φοβίες

Σὰν φέρετρο δυὸ χέρια σ’ἀγκαλιάζουνε,
τὸν θάνατο τὸν εἴπανε ἀγάπη,
οἱ λέξεις πῶς διαφέρουν καὶ πῶς μοιάζουνε
οἱ ἔννοιες! Σὰν δυὸ κόκκοι ἀπὸ σινάπι.
Νεκρὴ σὲ προσφωνῶ, μὲ τοῦτο τ’ ὄνομα
ὀφείλεις ν’ἀναγράφεσαι στὸ μνῆμα,
τὰ μέλη μας χωρίζονται κι αὐτόνομα
ἡ βούλησι θεριεύει, παίρνει σχῆμα.

Νεκροὶ καὶ ζωντανοὶ κατὰ τὸ ἥμισυ,
σὲ ἔκκεντρες κινήσεις ἀφημένοι,
ὁ ἕνας μας τοῦ ἄλλου ἀποτίμησι
τὴν ἔξωθεν συναίνεσι προσμένει.
Κι ἐκτείνεται αὐτὴ ἡ ἐγκαρτέρησι
σὰν μάταιη περιδίνησι στὸν χρόνο,
τὸ αὔριο, τὸ φέτος, τὸ προπέρυσι
μὲ τώρα λιγοστὸ ἐξαργυρώνω.

Αἰσθήσεις χαλαρές, ἀρσενοθήλυκες,
ἐντάσεις μετρημένες μὲ τ’ἀλφάδι,
τί γρήγορα ποὺ γίναμε ἐνήλικες,
τὰ φῶτα μας πῶς μπάζουνε σκοτάδι!
Πῶς τρίζουν οἱ ἀρθρώσεις τοῦ ὁρίζοντα
κι ὁ ἥλιος ναυαγεῖ καθὼς τριήρης,
ὁράματα χαθῆκαν ἀνεμίζοντα,
ἡ νύχτα συμπαγής, ἁπτὴ καὶ πλήρης.

Τὸ σῶμα ἐν ὀνόματι τοῦ σώματος,
τὸ σῶμα ποὺ εὐδόκησε στὸ σῶμα,
καὶ μόνος ὀργασμὸς ἕνας αὐτόματος
στερνὸς ὑπόγειος νόστος πρὸς τὸ χῶμα.
Ἀνώφελη τοῦ φόβου ἡ παλίρροια,
δὲν χάνεται ἡ ῥότα αὐτοῦ τοῦ σκάφους​·​
τὸ μέλλον ἀσφαλὲς στὰ κοιμητήρια:
κρεβάτια ποὺ προήχθησαν σὲ τάφους.

~ . ~

De rerum natura

Τὰ πάντα παραδίδονται στὸ τίποτα,
στὴν ἴδια φλόγα θάνατος καὶ στάχτη
θὰ γίνουν κι εἰπωμένα καὶ ἀνείπωτα
κλωσμένα ἀπὸ τῆς Μοίρας τὸ ἀδράχτι,
τὰ ἔξυπνα, τ’ἀστεῖα, τὰ παμπόνηρα,
τὰ λάθη, τὰ σωστά, στερνὰ καὶ πρῶτα,
μαζὶ θὰ καταλήξουν μνῆμες κι ὄνειρα
καὶ μῦθοι καὶ σκιὲς καὶ γεγονότα.

Τὸ μέρος καταργεῖται ἀπ’τὴν ὁλότητα,
τὸ μέρος παύει πιὰ νὰ εἶναι μέρος,
στὸ Ἕνα ἐπιστρέφει ἀνερώτητα
καὶ σβήνεται στὸν θάνατο ὅ ἔρως.
Τὰ ὅμοια θὰ μοιάσουν μὲ τ’ἀνόμοια,
τὸ σκότος μὲ τὸ φῶς καὶ τὸ ἡμίφως,
τὴν ἴδια ταυτοχρόνως χίλια στόμια
σιωπὴ θὰ ἐκφωνήσουν ἀποκρύφως.

Οἱ ἔννοιες ἐξισώνονται αὐτόματα,
ἡ ἀλήθεια καταφάσκεται στὰ ψεύδη,
στὸ μαῦρο καὶ στὸ ἄσπρο καὶ στὰ χρώματα
ἡ ἔκπαλαι διάκρισι καθεύδει.
Ἁφὴ καὶ ἀκοὴ καὶ πᾶσα ἀντίληψι
ἐξ ἴσου ἀγωγός, πομπὸς καὶ σῆμα,
τὸ ἕκαστον τοῦ ἕκαστου περίληψι,
τὸ ἕτερον στοῦ ἕτερου τὸ σχῆμα.

Στὸ τέλος συγχωνεύονται ἀπειρόκαλα
τὸ ψέμμα κι ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ πλάνη
καὶ σάρκες ποὺ λατρεύτηκαν καὶ κόκκαλα
κοινὴ τὰ καταπίνει μιὰ χοάνη,
κοινὰ τὰ ὑλικὰ καὶ ἡ προέλευσι
τοῦ μίσους, τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ οἴκτου,
κοινὴ θὰ μοιραστοῦνε τὴν παρέλευσι
τὴς ὅσης προωρίστηκε ἰνδίκτου.

ΑΑΡΩΝ ΜΝΗΣΙΒΙΑΔΗΣ

~ . ~ . ~   .   ~ . ~ . ~

Σοφία Κολοτούρου, Για τον Ααρών Μνησιβιάδη

~ . ~

βίλες θεσσα