Ἀθανάσιος Β. Γαλανάκης, Ταχυ(σ)φαγεῖον

αθην

~.~   
Plötzlich hat das Leben
neue Bedeutung.

Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι ἡ πόλη εἶναι δάσος.
Δεκαπενταύγουστος· τὰ ζῶα της πεθαίνουν.
Μένουμε λίγοι καὶ καλοί, ὅμως ἡ κρίση
ἐπικαθήλωσε πολλοὺς πάνω στὰ δέντρα.
Βγαίνουν μαζὶ μὲ οἰκογένεια καὶ φίλους
στὴ Φιλαδέλφεια, στὸ Ἡράκλειο, νὰ φᾶνε,
μία κουβέντα γιὰ νὰ ποῦν, σπίτι νὰ πᾶνε
νὰ κοιμηθοῦν, γιατὶ ἀπὸ αὔριο ἐργασία
ἀναλαμβάνουν καὶ ξανὰ στὸ μετερίζι
ὅλου τοῦ χρόνου ποὺ σταματημὸ δὲν ἔχει.
Καὶ εἶν’ ὁ Αὔγουστος σὰν Κυριακῆς τὸ βράδυ,
σὰν τελικὸς τοῦ Παγκοσμίου τοῦ Κυπέλλου,
ὅπως τὰ κάλαντα τῶν Φώτων, τοῦ Λαζάρου,
σὰν τοῦ Ἅι Γιάννη ποὺ ἀρχίζουν τὰ σχολεῖα,
ὅπως τὸ πλοῖο ὅταν φεύγει ἀπὸ τὸν Πόρο
καὶ ἐπιστρέφει στο ἐπίνειο τῆς Ἀθήνας·
σὰν ὅλα αὐτὰ ποὺ ’ν’ διακοπὲς κὶ ὅμως στὸ στόμα
μιὰ γεύση ἄσχημη ἀφήνουν, πρὸς τὸ τέλος.

Μὰ ἂν δουλεύουν καὶ στὸ σπίτι ἐπιστρέψουν
κάποιοι τοῦ δάσους ἔνοικοι, (θαμῶνες ἔστω!)
ποὺ οὔτε φίλο ἔχουν, οὔτε συγγενή,
μία κουβέντα γιὰ νὰ ποῦνε, νὰ γελάσουν,
ὅταν πεινάσουν –λέω– φρόνιμο ὅτι θά ’ταν
νὰ παραγγείλουν καὶ στὸ σπίτι τους νὰ φέρουν
τὸ φαγητὸ ποὺ ὀρέγονται κι ἐπιθυμοῦνε·
ἤ μοναχοὶ –ἂς εἶναι– ἂς πᾶνε ὅπου κι οἱ ἄλλοι:
στὴ Φιλαδέλφεια, στὸ Ἡράκλειο, στὸ Μαρούσι,
κι ὄχι νὰ πνίγουν τὴ μονήρη ὕπαρξή τους
μὲς σὲ τσιγάρα καὶ καφὲ, σὲ καφενεῖα
ποὺ σὲ λεωφόρους φαγητὸ ταχὺ προσφέρουν,
καφὲ φτηνό, κι ἀναπαμὸ στὸν ταξιδιώτη,
ὅπως τὸ Beat, ἢ καὶ τοῦ Γιάννη ἡ Καντίνα
(Ἰφιγενείας μὲ κατεύθυνση τὴ δύση
λίγο πρὶν βγεῖς στὸν κόμβο πού ’ναι τὰ φανάρια
ποὺ ὅσοι ζοῦμε ἐδῶ κοντὰ λέμε “στοῦ Βλάχου”…).

Εἶναι τὰ ζώα αὐτὰ ποὺ ὅταν ἡ φωτιὰ
κατατροπώσει τὸ βουνὸ καὶ φάει τὸ δάσος
μένουνε πίσω καὶ σὲ κάρβουνο πηχτὸ
μεταμορφώνονται καὶ καίγονται ἐπὶ τόπου…
Εἶναι χελῶνες καὶ σκαντζόχοιροι κι ἐλάφια
ποὺ μπλέξαν κέρατα καὶ ὁπλὲς στὰ χαμοκλάδια.
Εἶναι πουλιὰ ποὺ τὴ φωλιά τους δὲν ἀφήνουν
καὶ προτιμοῦν ἀντὶ νὰ φύγουν, νὰ χαθοῦνε,
παρὰ μεγάλη προδοσία νὰ διαπράξουν·
τὸ δάσος τόσο τὸ ἀγαποῦν καὶ τὸ πονοῦνε.
Εἶναι οἱ ἱερεῖς τῆς ἀστικῆς μας ὀμορφιᾶς·
τῆς μοναξιᾶς ποὺ ζεῖ βαθιὰ μὲς στὴν ψυχή μας.
Τὴν πνίγουμε μὲς σὲ καφὲ καὶ σὲ τσιγάρο
τρώγοντας πίτσες ζεσταμένες σὲ τοστιέρες,
πάνω σὲ δρόμους σὰν τὴν ἄσχημη καὶ γκρίζα
Ἰφιγενείας πού ’ναι πρὶν ἀπὸ τοῦ Βλάχου
τὰ αξιοθρήνητα παλλόμενα φανάρια.