Δημήτριος Μουζάκης, Εννέα ποιήματα

Dimitris Mouzakis

~ . ~   

Ι.

Eίναι κάποιες καταστάσεις που
σε δυσκολεύουν πολύ στα λόγια.
Μπορείς, βέβαια, να γράψεις ένα ποίημα και
να τις αθανατώσεις εκεί.
Το ποίημα είναι μια πραγματικότητα που
υπάρχει μόνο και μόνο επειδή γράφτηκε.
Το ποίημα δεν είναι λόγια.

ΙΙ.

Όταν ζούσε αναρωτιόμουν αν
τη θαυμάζω τόσο επειδή το αξίζει
ή επειδή είναι η μάνα μου.
Τώρα ξέρω
αν και ποίημα αντάξιό της δεν κατάφερα
και πώς να καταφέρω
αφού μήτε είμαι μήτε θα γίνω ποτέ
αντάξιός της
μήτε κανείς ή τίποτα που έζησα, συνάντησα
ή ξέρω.
Έχει, όμως, μια παράξενη αξία το κεφάλι μου
αφού όταν κι αυτό χαθεί
δε θα ’χει τίποτ’ απ’ τη μάνα μου
ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Καθώς διαπιστώνω
ένα πρόσωπο πατέρα το ’χεις μέσα σου
κι όταν στην αγκαλιά κρατήσεις το παιδί σου
βγαίνει και φωταγωγεί τα κύτταρά σου.
Ανακαλύπτω, όμως, κι εν’ άλλο πρόσωπο που
αγνοούσα, μήτε θα μάθαινα ποτέ αν
δε γινόμουνα γονιός.
Αυτό που μου εμπνέει η καρδιά της γυναίκας μου
η γιομάτη δάκρυα και μεστή καλοσύνη
υποχρεώνοντάς με όλο και πιο ψηλά:
καλύτερος πατέρας, καλύτερος σύντροφος
καλύτερος άνθρωπος
χάρη σε σένα, Ιωάννα μου.

IV.

Ο παππούς της γυναίκας μου
αγκάλιαζε τα δένδρα.
Αυτό θα πει γονιός.
Την ώρα που μοσχοβολάς
να σε βλέπει το παιδί σου ώστε
να μη χρειαστεί ποτέ
να υπερασπιστείς το άρωμα.

V.

Δώσε μου μια ώρα, Του ζητώ
να ζωντανέψω τους νεκρούς
για να τα πούμε.
Δε γίνεται, μου λέει
έχουν κι αυτοί τα δικά τους πεθαμένα.
Δεν έχει τελειωμό αυτό το πένθος.

VI.

Όμορφη που ’ναι η μικρή μου κόρη.
Της αρέσει να της τρίβουν το πόδι και
να κοιτά τα άπαντα με διεισδυτική μανία
όταν δεν της αποσπά την προσοχή
η πείνα ή ο πόνος.
Τότε κλαίει με τη χάρη τραγουδίστριας
τσιμπά μια άρπα καμωμένη
απ’ τα μεγάλα μου αγγεία.

VII.

Δεν απέμεινε πια καμία εμμονή.
Αφέθηκα στο αεράκι που φυσά
να ρωτώ τι άλλο θα μου κάνεις
και κείνο ν’ απαντά έχω
έχω να σου κάνω
πέρα από κάθε σύνορο και κάθε φαντασία.
Απόμεινε κραταιά μόνον αυτή η πίστη.

VIII.

Μετά από μακρά ή σύντομη
περίοδο εγωισμών
επιτέλους πεθάναμε.
Πριν το θάνατό μας
δεν καταλάβαμε τίποτα
μετά το θάνατό μας
δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβουμε.
Αν σκεπτόμασταν λίγο παραπάνω
ίσως το βάσανό μας να μην ήταν τόσο
οξύ.

IX.

Είναι αργά κι η μικρή μου κοιμάται
συνοφρυώνεται, χαμογελά
αφήνει εν’ αναπαίσθητο αναστεναγμό
σα νυχτερινό άρωμα.
Προσπαθώ να φανταστώ τι βλέπει.
Ίσως βλέπει χρώματα, ίσως σκιές
ίσως φώτα που στην αρχή θεριεύουν κι
έπειτα σβήνουν.
Τα όνειρα της μικρής μου
βυζαίνουν όλο νόημα τα μάτια μου.
Τα δάκρυά μου την ξυπνούν για να θηλάσει.
Η κόρη μου κι η μάνα της σπάνε τα πλευρά μου
για να χωρέσει κι άλλο στήθος γύρω
απ’ την καρδιά μου.
Δεν είμαι ακριβώς χαρούμενος
δεν είμαι ακριβώς θλιμμένος
ειμ’ ένας μυς σε σύσπαση που
προσπαθεί ν’ αντέξει την ευθύνη.

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΜΟΥΖΑΚΗΣ