Λάμπρος Λαρέλης: Vita poetica

ηδξ

~ ~ ~

ΣΕ ΚΡΙΤΙΚΟ ΚΑΘ’ ΟΛΑ ΣΥΝΕΠΗ

Οι μπουρδολόγοι σού ’τανε καρφί στο μάτι,
με τους αγύρτες, α, δεν είχες κολιγιές,
ήσουν των κλόουν και των τρα-λα-λά ο φονεύς.
Τώρα ζαχάρωσες· σαν του Χατζηαβάτη
έγινε η γλώσσα σου κομψή και ντελικάτη
και γλυκογλείφει όσους πίκραινε ώς χθές.

~ ~ ~

ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΕΚΔΟΤΙΣΚΟ

Ιούδας; Όχι δα! Φτωχομαλάκας…
Σιγανοπαπαδιά σιελοφόρα
που ’κανε τη ρομαντικιά ώς την ώρα
να σπιτωθεί κι αυτός μες στην Παράγκα.

(Πια τρώει ενός σκατόγερου τα φράγκα
στίχους σωρό τυπώνοντας της πλάκας.)

~ ~ ~

ΣΕ ΣΤΙΧΟΠΛΟΚΟ ΞΕΜΩΡΑΜΕΝΟ

Τι νόμισες, τα πλήθη θα σ’ υμνήσουν;
Α, τούβλο, κοκκορόμυαλος θα ήσουν!
Τα πλήθη απαξιούν και να σε φτύσουν.

~ ~ ~

ΣΕ ΠΡΩΗΝ ΤΙΜΗΤΗ, ΣΦΟΓΓΟΚΩΛΑΡΙΟ ΤΩΡΑ

Τσιρίζοντας στα ογδόντα ντεσιμπέλ
κατήγγελλες σινάφια και καρτέλ
κι έκανες κρότο μες στη σαστιμάρα.
Μα γρήγορα σε βούβανε η Βαβέλ·
στον σβέρκο που τον είχες για Νομπέλ,
πια τώρα πέφτει σύννεφο η σφαλιάρα.

~ ~ ~

ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΑΥΤΟΠΑΡΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

Ο θάνατός Σου – τι θεόσταλτη ευκαιρία!
Ας μη σε χώνευα, είχαμε κοινούς εχθρούς:
υμνώντας του Έργου σου την τόση σημασία,
μαζί μ’ εκείνο θα τους θάψω κι αυτουνούς.

~ ~ ~

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΙΕΣΤΗΡΙΟΥ

Ο Σκέρτσος και ο σιορ Λειρής κι ο Ξέβρας
από της μέρας το έμπας ώσμε το έβγας
ομάδι ομώσασι βιβλία να βγάνου.
Αμόλα ο Σκέρτσος στη σελίδα απάνου
τσιρλιά και πόρδους ᾽πο τ᾽ αντερικά του,
βάθος να δώση κι ύφος στ᾽ Άπαντά του.
Με μια πιρούνα ο σιορ Λειρής τσιμπούσε
το έργατο που κει μπρος του βουρβουρούσε
κι αλάτιζέ το για να νοστιμέψη.
Μα δεν πετύχαινε ποτές τη γέψη
και στράφι πήγαινε η δουλειά του η τόση.
«Γιάντα καθυστεράς ;» του κάνει ο Ξέβρας
πούτανε κι αυτουνού του να τυπώση.
Και του αποκρίθηκε ο πρεσσάς με σέβας :
«Μια μέση και μια γλώσσα ειμ᾽ ο καημένος
κι απ᾽ τα χρειαζούμενα αποστερεμένος.
Ζωή να πης κι αυτή του χαμαιτύπη !
Όσο κι αν γλείφω, πάντα κάτι λείπει . . .
Παχύς ο Σκέρτσος, κι έχει πάτο αφράτο,
μα εδώ ᾽χω ανάγκη πράμα πιο ξυγγάτο.
Κώλον φαρδύ κι ακένωτον ακόμα
στα ξώφυλλά μου για να δώση χρώμα.
Α δε βαστώ, ζόρια βαριά μου επέσα.
Βούηθα και συ, μπρε Ξέβρα ! Χέσε μέσα . . . »

~ ~ ~

ΚΑΚΟΦΑΝΙΣΜΕΝΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Eίχαν ευθύνες, τρομερές ευθύνες
ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σ. ΦΕΡΕΣΙΑΔΗΣ

Απείτις του γυρίσανε τη ράχη οι κριτικοί,
του Ποιητού πολύ του κακοφάνη·
και στο σινάφι έβγαλε φετφά
μ’ ανάθεμα βαρύ και κατηγόριες.

Πως οι γραφιάδες πράξαν αλαφρόμυαλα,
και την εμπιστοσύνη του προδώσαν·
πως δόλια εσούρθηκαν χαμαίς και του δαγκάσαν
τα χέρια τα ευεργετικά που τους χαϊδεύαν,
αντίς να τρέξουνε ευλαβώς να τα φιλήσουν·
πως άλλος πιο φριχτά δεν έφταιξε, μα ατός του,
που σκέφτηκε ο λωλός έτοιους ανήξερους,
για το Έργο του, που έχει πλοκάμια τόσα,
να στέρξει, να καταδεχτεί να τους ρωτήξει.

― ’Σύχασε, Ποιητά, στο χέρι σου είναι
κι άλλη φορά δεν τους ματαρωτάς.
Ή τις ορμήνειες αρχινάς ώς να αποκάμουνε
και το πολύ το ψου ψου ψου στ’ αυτί,
ώσπου σκασμένοι από το ινάτι σου στο τέλος,
σεβαστικά πια να σου γράψουν τά που θες.

~ ~ ~

ΕΙΣ ΟΜΟΤΕΧΝΟΝ

Ο Καίσαρ, άγριος θύτης η Ιστορία,
στη Μοίρα του έκλινε μπροστά το γόνυ,
ο Αλέξανδρος εχάθη στην Ασία
κι ο Διγενής πάντα λυγάει στ’ Αλώνι.

Οι φαραώ κοιμούνται στη Σαχάρα,
άμμος ψιλή τούς κήδεψεν η Λήθη,
τους κάιζερ θέρισε πικρή η Κατάρα
κι οι σάχηδες ξεπέσαν, μείναν μύθοι.

Πλην όμως, κι αν παρήκμασεν η Ρώμη,
το Τείχος πια κι αν έχει καταρρεύσει,
η Πόλις η ίδια κι αν εάλω ακόμη –
ασήμαντα όλα μοιάζουν, δίχως γεύση !

Εμπρός στης Γλώσσας τον κρυφό Μεσσία
που δίνει στα ποιήματά σου Ουσία.