Χρήστος Μελίδης: Γράμμα στον πατέρα

gramma_madata_842465464

Πατέρα,

νομίζω πως σε θυμήθηκα. Μου έδειχναν πάλι μονοκόντυλα σκίτσα. Σε είδα. Με άφησαν να σε χαϊδέψω. «Πατέρα», είπα και κούνησαν το κεφάλι. Χάρηκαν που σε αναγνώρισα. Ή, καλύτερα, εξεπλάγησαν. Εγώ βρήκα στο νου μου λίγο πικρό χαμόγελο. Τούς το έδειξα, ανταπέδωσαν μιλώντας χαμηλόφωνα μεταξύ τους. «Ναι, είναι όντως αυτός!». Είσαι εσύ, πατέρα!

Η έκπληξή τους έπαψε. Επέμεναν ευγενικά να σε παραχωρήσω. Πάλεψα να σε κρατήσω, πατέρα. Στο τέλος σε άφησαν στην αγκαλιά μου. Έφυγαν. Ένιωσα δυνατή, πατέρα, όταν πάλευα για σένα. Τώρα νιώθω λίγο μόνη, αυτό είναι όλο κι όλο. Γιατί δε λες κάτι; Ακόμη δεν ξύπνησες; Κάνεις βαθύ ύπνο, πατέρα, σαν εμένα. Ξυπνάς, όμως, εύκολα; Τα μακαρόνια σού αρέσουν, πατέρα; Γιατί εδώ έχει κάθε δεύτερη μέρα! Είναι καλά, πατέρα. Είναι καλά εδώ, θα το δεις. Πότε θα ξυπνήσεις, πατέρα;

Είχαν καταφέρει να με αδειάσουν, πατέρα. Μου χάρισαν την απόλυτη μοναξιά. Εγώ τούς γνώρισα τον Αντώνη και τη Λία. Ήρθαν ξαφνικά στο δωμάτιο και με ξύπνησαν ένα μεσημέρι. Δεν τρόμαξα. Άλλωστε, ήταν κι αυτοί στην αρχή επιφυλακτικοί μαζί μου. Είναι ζευγάρι, πατέρα, σου το είπα; Είναι ζευγάρι, αλλά όχι τόσο ταιριαστοί όσο είμαστε εμείς. Ο Αντώνης είναι δάσκαλος, η Λία χορτοφάγος. Η Λία είναι από την Αθήνα, ο Αντώνης όχι. Μού λέει συχνά από πού είναι, μού αρέσει αυτό, εγώ όμως το ξεχνώ. Δεν τον πειράζει. Η Λία μάς επιτηρεί χωρίς να ενοχλεί.

Στην αρχή δεν έβγαιναν ούτε για φαγητό ούτε για περίπατο. Μετά τους έπεισα να με ακολουθούν. Τώρα μου δείχνουν το δρόμο. Οι άλλοι που μας ξανάσμιξαν επέμεναν πως ο Αντώνης είσαι εσύ, πατέρα, και η Λία ένα παιδικό τραύμα. Μα, τον πατέρα μου τον λένε Άνθιμο και η Λία είναι χορτοφάγος. Κάποτε τους πίστεψα. Αλλά δεν τους το είπα. Άλλωστε, ο Αντώνης και η Λία είχαν ήδη φύγει απροειδοποίητα. Έκλαψα όταν δεν τους βρήκα. Οι άλλοι με ρώτησαν «γιατί κλαις;» και «τι κάνει ο Αντώνης και η Λία;». Και τότε τους είδα να χαϊδεύονται. Είναι σχεδόν όπως πρώτα, αλλά η Λία έγινε δικηγόρος. Έτσι, λείπει συχνά.

Την απουσία της στην αρχή την ένιωθε μόνο ο Αντώνης. Τον εκμεταλλεύτηκα πολλές φορές, πατέρα, τον Αντώνη. Ακόμη και με τη Λία στο δωμάτιο να κοιμάται. Έχει λίγους μήνες, όμως, που την απουσία της Λίας τη νιώθουμε και οι δυο. Βαριόμαστε, πια, μόνοι. Τη θέλουμε μαζί μας. Περνάμε καλά. Μόνοι πνιγόμαστε.

Ελπίζω, πατέρα. Λίγα πράγματα μού λείπουν. Άλλα διαθέτω τόσα, ώστε να νομίζουν πως υπάρχω. Ένα άδειο κηροπήγιο προσπαθεί να σε φωτίσει. Σε ζωγραφίζω στον τοίχο, χωρίς αποτέλεσμα. Ποτέ δεν είχα ταλέντο. Άλλωστε, μού κόβουν τα νύχια. Μού στερούν τα στιλό του σώματος και μένω μόνη με τη μελάνη μου. Με κόβουν, πατέρα. Κάποτε άκουσα πως τα γκέτο πέφτουν από μέσα. Δοκίμασα, αλλά είναι ακόμη νεαροί οι τοίχοι. Το συζητάμε συχνά με τον Αντώνη και τη Λία. Ο Αντώνης πιστεύει πως είμαστε σαν το νερό. Άχρηστοι, σαν λείπει το ποτήρι. Η Λία αρέσκεται να μας παρομοιάζει με έρημο. Όσο και να προχωρήσεις, πάλι σε άμμο θα βαδίζεις. Εγώ συμφωνώ πιο πολύ με τον Αντώνη. Άλλωστε, σιγά-σιγά εξατμιζόμαστε. Αλλά εγώ ελπίζω.

Πάνε δυο χρόνια πια που νοσώ, πατέρα. Εδώ όμως είναι ευγενικοί, σχεδόν γλυκοί. Προφανώς ενδιαφέρονται πιο πολύ από μένα. Μου λένε πως νοσώ και «υπομονή». Κάποτε τους υποπτευόμουνα. Τώρα τους συμπονώ. Κάποτε κρεμόμουν απ’ τα χείλη τους. Τώρα κρεμιέμαι και μόνη μου.