Χριστούγεννα

Η ηθική χρεοκοπία της Δύσης

*

του JOHN MEARSHEIMER

Στις 19 Δεκεμβρίου 2024, το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δημοσίευσε έκθεση 179 σελίδων που περιγράφει λεπτομερώς τη γενοκτονία του Ισραήλ κατά των κατοίκων της Γάζας.

Στις 5 Δεκεμβρίου 2024, η Διεθνής Αμνηστία εξέδωσε έκθεση 296 σελίδων που περιγράφει λεπτομερώς τη γενοκτονία του Ισραήλ κατά των κατοίκων της Γάζας.

Στις 21 Νοεμβρίου 2024, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο εξέδωσε εντάλματα σύλληψης για τον Ισραηλινό πρωθυπουργό Μπενιαμίν Νετανιάχου και τον πρώην υπουργό Άμυνας του Ισραήλ Γιοάβ Γκαλάντ για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.

Στις 26 Ιανουαρίου 2024, το Διεθνές Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπάρχουν εύλογες ενδείξεις ότι το Ισραήλ διαπράττει γενοκτονία στη Γάζα.

Δεδομένης της υποτιθέμενης δέσμευσης της Δύσης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και ιδιαίτερα για την πρόληψη της γενοκτονίας, θα περίμενε κανείς ότι χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Γερμανία, θα είχαν σταματήσει την ισραηλινή γενοκτονία εν τη γενέσει της.

Αντ’ αυτού, οι κυβερνήσεις αυτών των τριών χωρών, ειδικά οι Ηνωμένες Πολιτείες, υποστήριξαν την αδιανόητη συμπεριφορά του Ισραήλ στη Γάζα σε κάθε ευκαιρία. Στην πράξη, αυτές οι τρεις χώρες είναι συνεργοί στη γενοκτονία.

Επιπλέον, σχεδόν όλο το πλήθος των υποστηρικτών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε αυτές τις χώρες, και στη Δύση γενικότερα, παρέμεινε σιωπηλό ενώ το Ισραήλ εκτελούσε τη γενοκτονία του. Τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης δεν έχουν κάνει σχεδόν καμία προσπάθεια να αποκαλύψουν και να επικρίνουν αυτό που κάνει το Ισραήλ στους Παλαιστίνιους. Αντίθετα, ορισμένα κορυφαία ΜΜΕ έχουν υποστηρίξει σταθερά τις ενέργειες του Ισραήλ.

Αναρωτιέται κανείς τι λένε στον εαυτό τους οι Δυτικοί που είτε υποστηρίζουν τη γενοκτονία του Ισραήλ είτε μένουν σιωπηλοί για να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά τους και να μπορούν να κοιμούνται ήσυχα τις νύχτες.

Η ιστορία δεν θα είναι ευγενική μαζί τους.

24 Δεκεμβρίου 2024

*

*

*

*

Ποιήματα γιά τήν Ἔλευση

*

Μετάφραση: Νατάσα Κεσμέτη

~.~

Οἱ Μάγοι

Πρός τό τέλος τοῦ κόσμου, μέσα ἀπό τίς γυμνές
Ἀπαρχές τοῦ χειμώνα, ταξιδεύουν καί πάλι.
Πόσους χειμῶνες τό ἔχουμε δεῖ νά συμβαίνει,
Παρακολουθήσαμε τό ἴδιο σημάδι νά προχωρεῖ καθώς περνοῦν
Πόλεις φυτρώνουν γύρω ἀπό αὐτή τή ρότα τό χρυσάφι τους
Χαραγμένο στήν ἔρημο, κι ὡστόσο
Φύλαξαν τήν εἰρήνη μας, αὐτοί
Ὄντας οἱ Σοφοί, ἔρχονται νά δοῦν τήν καθορισμένη ὥρα
Πώς τίποτα δέν ἄλλαξε: στέγες, ὁ στάβλος
Λαμποκοπώντας στό σκοτάδι, ὅλα ὅσα εὔχονται νά δοῦν.

LOUISE GLÜCK (1943-2023)

~.~ (περισσότερα…)

Ρούντολφ Αγκρίκολα, Για τη γέννηση του Χριστού

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Την ομιλία Για τη γέννηση του Χριστού (De nativitate Christi) την εκφώνησε ο Rudolph Agricola (1443-1485) τα Χριστούγεννα του 1484, ενώπιον ενός ακαδημαϊκού κοινού στη Χαϊδελβέργη, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό του. Ο Αγκρίκολα, κορυφαίος θεωρητικός της ρητορικής τέχνης, είχε συντάξει πριν από λίγα χρόνια το De inventione dialectica (Περί της διαλεκτικής ευρέσεως), έργο που επρόκειτο να αποτελέσει το βασικό εγχειρίδιο (ρητορικής) διαλεκτικής κατά τον 16ο αιώνα. Η χριστουγεννιάτικη ομιλία του 1484 συντάσσεται με εμφανή την προσπάθεια να εφαρμοσθούν η τέχνη και η μέθοδος τις οποίες είχε περιγράψει ο Αγκρίκολα στο εγχειρίδιό του. Και δίκαια θεωρείται όχι μόνον η κορυφαία του ομιλία, μα και λεπτούργημα της ρητορικής του 15ου αιώνα.

Το βασικό ερώτημα του κειμένου είναι απλό: με ποια λόγια, αναρωτιέται ο Αγκρίκολα, μπορεί κανείς να περιγράψει τη χαρμοσύνη που προκαλεί η γέννηση του Χριστού; Τη δυσκολία να απαντηθεί το ερώτημα την πλάθει εξηγώντας, με κλιμάκωση μοναδική, πόσο ξεχωριστό έργο θείας οικονομίας αποτελεί η ενανθρώπηση. Για τον Αγκρίκολα, η γέννηση του Χριστού αποτελεί έργο πιο σπουδαίο και από τη Δημιουργία, ανώτερο και από την Ανάσταση, λαμπρότερο και από το χάρισμα της αιώνιας ζωής. Με πλατωνικής έμπνευσης εικονοποιΐα αποτυπώνει πόσο θαυμαστό είναι ότι ο υπέρτατος Θεός καταδέχθηκε μια ασύλληπτη μεταβολή: να θέσει τον Υιό του στο πεδίο της φθαρτής φύσης και να ενστερνιστεί ο Υιός τη μορφή του δημιουργήματος που ήθελε να εξιλεώσει. Ο ακατάληπτος Λόγος του Θεού γίνεται πλάσμα του οποίου ο Λόγος συνίσταται σε κλάματα. Το έργο αυτό υπερβαίνει σε καλοσύνη κάθε άλλη ενέργεια του Θεού. Ακόμα περισσότερο θαυμαστό είναι αυτό εάν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες της γέννησής του: ενισχύοντας περαιτέρω την ταπείνωσή του, ο βασιλεύς των βασιλέων γεννιέται στην ερημιά, φασκιώνεται με κουρέλια κι έχει για παραστάτες ένα βόδι κι ένα γαϊδουράκι.

Όσο αδύνατον είναι να βρει κανείς τα λόγια να υμνήσει αυτήν τη χαρά, άλλο τόσο αδύνατον είναι και να σιωπήσει. Με οδηγούς τους αγγέλους, οι άνθρωποι δεν έχουν παρά να επαναλάβουν με όλη τη δύναμη της φωνής και της ψυχής τους τον αγγελικό ύμνο: δόξα ν ψίστοις Θε κα π γς ερήνη, ν νθρώποις εδοκία.

~.~

ΡΟΥΝΤΟΛΦ ΑΓΚΡΙΚΟΛΑ

Για τη γέννηση του Χριστού [1]

Σοφότατοι άνδρες, αποτελεί πανάρχαιη παράδοση η γενέθλια ημέρα κάθε ανθρώπου να γιορτάζεται· γιορτάζεται στο οικογενειακό περιβάλλον για τους απλούς πολίτες, αλλά για τους ηγεμόνες και τους επιφανείς άνδρες γιορτάζεται με ομοψυχία και χαρά που εκδηλώνονται δημόσια, με τη συμμετοχή λαών και επαρχιών. Ανέκαθεν οι άνθρωποι πίστευαν πως η ημέρα αυτή πρέπει να τιμάται σαν επίσημη γιορτή και η χαρά να ανανεώνεται κάθε χρόνο. Πρόκειται, άλλωστε, για την ημέρα που έδωσε στον κάθε άνθρωπο το χάρισμα του φωτός και της ζωής, που άνοιξε το δρόμο σε όλες τις υπόλοιπες, και μας έδωσε τη δυνατότητα να δεχθούμε όλα τα αγαθά που απολαμβάνουμε στη ζωή. Οι άνθρωποι θεωρούσαν, λοιπόν, πως πρέπει να τιμούν με πολύ περισσότερη χαρμοσύνη και σεβασμό την ημέρα στην οποία γεννήθηκε κάποιος άνδρας εξέχων και μεγάλου διαμετρήματος. Είναι, φυσικά, πολύ πιο σπουδαίο και όμορφο να ωφελείς την κοινή ζωή και σωτηρία των πολλών, παρά απλά να ζεις. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, οι πιο ασήμαντοι άνθρωποι γεννιούνται μόνον για να πεθάνουν, και η ημέρα της γέννησής τους ανέτειλε μόνον για να σβήσει με τη δύση. Όμως εκείνη την ημέρα που έφερε στο φως κάποιον άνθρωπο περίλαμπρο, κάποιον που ήταν προς το κοινό συμφέρον να γεννηθεί, δεν θεωρούσαν ότι πρέπει να τη βλέπουν σαν μια ημέρα η οποία, όπως όλες οι άλλες, διήρκεσε από την ανατολή έως τη δύση, αλλά σαν μια ημέρα που έπρεπε να υπερισχύσει κατά κράτος έναντι των πολλών ετών που ακολούθησαν, και, ει δυνατόν, να διαφυλαχθεί λαμπρή, λουσμένη σε αιώνιο φως, χωρίς να τη σκιάζει η υπεισέλευση καμίας νύχτας. (περισσότερα…)

Παραμονή Χριστουγέννων 1914 μ.Χ. – Στα χαρακώματα της Φλάνδρας

*

Ο χειμώνας του 1914 έσφιγγε σαν θηλιά τα χαρακώματα της Φλάνδρας. Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες αντίκριζαν ο ένας τον άλλο μέσα από τη λάσπη και το αίμα του Μεγάλου Πολέμου.

—Τη μάσκα θα τη φοράς κι όταν κοιμάσαι, κι όταν κατουράς, ακόμη κι όταν γαμάς! Ακούς, σκατόπαιδο, παλιομαλάκα; Θα σου σώσει τη ζωή!

Τα λόγια του λοχία Τσέισον Μπακ του 2ου Τάγματος «Γκόρντον Χάιλαντερ» αντηχούσαν ακόμη στ’ αυτιά του. Η μάσκα τον έπνιγε, δεν την άντεχε στιγμή. Στεκόταν φρουρός στο χαράκωμα, παρατηρώντας τις κινήσεις των Γερμανών απέναντι. Τις είχε μάθει πια απ’ έξω: την ακριβή ώρα που ο καθρέφτης έκανε σκοπιά, ποιος κάπνιζε, ποιος ούρλιαζε, ποιος έκλαιγε, ποιος αψηφούσε το κράνος με το γελοίο καρφί στην κορυφή.

Τους είχε δώσει ονόματα και τα ψιθύριζε μέσα του: Hans, Wilhelm, Friedrich… Η ομίχλη απλωνόταν απόκοσμη πάνω από τα άταφα πτώματα με τα ορθάνοιχτα μάτια και στόματα, παγωμένα σε αφύσικες στάσεις.

—Έεε, Νικ, πρόσεχε τους Φρίτσηδες απέναντι, έρχονται Χριστούγεννα και θέλω να γράψω στους δικούς μου, φώναξε ο Άντριου Χολμς τελειώνοντας τη σκοπιά του.

Και τότε, σαν από θαύμα, οι Γερμανοί άρχισαν να βγαίνουν από τα χαρακώματά τους. Αντί για όπλα κρατούσαν ένα έλατο. Το έστησαν και άρχισαν να το στολίζουν, περιμένοντας τους απέναντι να τους ακολουθήσουν.

O Tannenbaum, o Tannenbaum
Wie treu sind deine Blätter!
Du grünst nicht nur zur Sommerzeit
Nein, auch im Winter, wenn es schneit
O Tannenbaum, o Tannenbaum
Wie treu sind deine Blätter!
 
O Christmas Tree, O Christmas Tree,
How faithful are thy branches!
Thy leaves are constant ever green,
Not only in the summertime,
But in the winter’s frost and rime.
O Christmas Tree, O Christmas Tree,
How faithful are thy branches!

Έθαψαν μαζί τους νεκρούς τους. Αντάλλαξαν σοκολάτες με τσιγάρα. Έπαιξαν ποδόσφαιρο στη νεκρή ζώνη. Για λίγο, ο πόλεμος σώπασε.

Μα ο Άντριου Χολμς κείτεται τώρα νεκρός, με μια σφαίρα στο μέτωπο και τα πνευμόνια του δηλητηριασμένα. Δεν ήταν πια Χριστούγεννα.

ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ

*

*

*

Χριστουγεννιάτικο ταξίδι

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Σᾶς προσκαλῶ σ’ ἕνα ταξίδι. Δὲν πειράζει πού ’ναι μέρα Χριστουγέννων. Θὰ πᾶμε νὰ ἐπσκεφτοῦμε κάποιους παλιοὺς κι ἀγαπημένους φίλους. Σήμερο εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη μέρα γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη. Μὴ ξαφνιαστεῖτε ἂν σᾶς πῶ πὼς βρίσκουνται στὴ Σκιάθο, στὴν Ἀγγλία ἢ στὴ Σουηδία. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν ἀπόσταση, τὴν ταλαιπωρία ἢ τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Τὸ μέσο ποὺ θὰ χρησιμοποιήσομε εἶναι τὸ γρηγορότερο καὶ τὸ πιὸ οἰκονομικό. Τρέχει μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ δὲ στοιχίζει ἄλλο ἀπὸ τὸ ξόδεμα λίγης φαντασίας μαζὶ μὲ λίγη ἀγάπη.  Καὶ ξέρω πὼς ἐσεῖς τά ’χετε ἄφθονα καὶ τὰ δυὸ καὶ πὼς δὲν τσιγκουνεύεστε. Ἂς ξεκινήσομε λοιπόν.

***

Φτάσαμε κιόλας στὸν πρῶτο σταθμὸ τοῦ ταξιδιοῦ μας. Βρίσκετε πὼς σᾶς εἶναι γνωστὸ τὸ μέρος; Καθόλου ἀπίθανο νά ’χετε κάποτε ξανάρθει. Εἴμαστε ψηλὰ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθος.[1] Στὰ πόδια τοῦ «ἁλίκτυπου» βράχου ἀφρίζει τὸ κῦμα. Γλάροι φτερουγίζουνε πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια μας. Μὰ ἐκεῖ πιὸ πέρα εἰρηνικό, γελαζούμενο, μ’ ὅλη τὴ χιονένια κάπα ποὺ τοῦ σκεπάζει τὴ στέγη, μᾶς καλεῖ τὸ ἐκκλησάκι «τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως». Καθαρό, φροντισμένο, μ’ ἀναμμένα τὰ καντήλια μπροστὰ στὶς μαυρισμένες βυζαντινές του εἰκόνες, μὲ τὰ κεριὰ ν’ ἀργοκαίγουνται στὰ μανουάλια του. Δὲν εἶναι πολλὴ ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ χριστουγεννιάτικη λειτουργία.

Ἀκοῦτε κάποιες χαρούμενες φωνές, γέλια, ἀστεῖα πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους ἑνὸς μισογκρεμισμένου σπιτιοῦ τῆς «ἀρχαίας πολίχνης»; Σᾶς ἔρχεται στὴ μύτη ἡ μυρωδιὰ ψητοῦ «ἐριφίου»; Ἐκεῖ εἶναι μαζωμένοι οἱ πανηγυριῶτες κι ἑτοιμάζουνε τὸ πλούσιο χριστουγεννιάτικο γεῦμα τους.  Νά ὁ παπά Φραγκούλης μὲ τὴν  παπαδιά του καὶ μὲ τὸ μικρὸ Λαμπράκη. Ὁ μπάρμπα Στεφανὴς κι ὁ κύρ Ἀλέξανδρος, ὁ ψάλτης. Νά ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ κι οἱ δυὸ βοσκοὶ ποὺ τοὺς εἶχε ἀποκλείσει τὸ χιόνι. Κι ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς μὲ δυὸ ναῦτες του πού ’ρχεται κουβαλώντας δυὸ ἀσκιὰ γεμᾶτα κρασί, «αὐγὰ καὶ κασκαβάλι[2] τῆς Αἴνου, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία». Ὅλα τοῦτα τ’ ἀγαθὰ τὰ φέρνουν ἀπὸ τὸ γολετὶ ποὺ κιντύνεψε μέσα στὴ νύχτα μὰ ποὺ τώρα βρίσκεται ἀσφαλισμένο στὸν «ὑπήνεμον ὅρμον». Θὰ τὰ φᾶνε ὅλοι μαζὶ νὰ γιορτάσουνε τὴ μεγάλη μέρα. (περισσότερα…)

Η «Νύχτα Χριστουγέννων» του Γκόγκολ

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Στην περίφημη, εύθυμη κι ιδιαίτερη «Νύχτα Χριστουγέννων» του Γκόγκολ, που βρίσκεται στην πρώτη συλλογή διηγημάτων που εξέδωσε, σε δύο μέρη το 1831 και το 1832, μόλις στα 23 του χρόνια (Βραδιές στο μετόχι κοντά στη Ντικάνκα) παρελαύνει, όπως άλλωστε και σε όλη τη συλλογή του, ένα πλήθος λαογραφικών και ηθογραφικών στοιχείων της ιδιαίτερης πατρίδας του, παρουσιασμένο μέσα από ζωντανούς μύθους, θρύλους και παραδόσεις, δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις  της λαϊκής ψυχής του τόπου του. Κι όλα αυτά γραμμένα με έναν ξεχωριστό κωμικό τρόπο, που γοητεύει ακόμη ως σήμερα.

Με το ξεκίνημα του διηγήματος, καθώς την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνει στον ουρανό το φεγγάρι, λίγο προτού βγουν στους δρόμους του χωριού τα παλικάρια κι οι κοπέλες να πουν τα κάλαντα, έτσι απλά και φυσικά πετιέται από μια καμινάδα μια μάγισσα καβάλα στο σκουπόξυλό της και ξεκινάει το ταξίδι της στον νυχτερινό ουρανό. Ο συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας πως η σχεδόν αόρατη μέσα στη σκοτεινιά μάγισσα μόνον από τον πρόεδρο της τοπικής κοινότητας, που «ξέρει πόσα ακριβώς γουρουνόπουλα γεννάει η γουρούνα της κάθε χωριάτισσας, πόσο λινό βρίσκεται στο σεντούκι της», δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη, αλλά αυτός δεν έτυχε να περνάει από κει.

Σε λίγο, στον ουρανό βγαίνει κομήτης ο Διάβολος, ο οποίος αφού παίξει σαν τόπι το φεγγάρι, το κρύβει μες στην τσέπη του. Ο λόγος που προβαίνει σε μια τέτοια πράξη είναι γιατί θέλει να εκδικηθεί τον σιδερά Βακούλα, ένα γερό, δυνατό και θεοφοβούμενο παλικάρι του χωριού, που η ζωγραφική του ικανότητα αποτύπωσε τον ίδιο τον διάβολο στον νάρθηκα της εκκλησίας, κατά την Δευτέρα Παρουσία να εξοστρακίζεται από την Κόλαση και να τον κυνηγούν και να τον δέρνουν όλοι οι πρωτύτερα αμαρτωλοί. Έτσι λοιπόν την τελευταία αυτή νύχτα του χρόνου που του έμενε να τριγυρίσει στον κόσμο, αποφάσισε να εκδικηθεί τον Βακούλα, ο οποίος με τέτοια σκοτεινιά –πίσσα-σκοτάδι– δεν θα μπορούσε να πάει να βρει την αγαπημένη του Οξάνα, που του έχει πάρει το μυαλό (αν κι αυτή τον αποδιώχνει περιφρονητικά, όπως και κάθε άλλο υποψήφιο γαμπρό). (περισσότερα…)

Ευχές!

Χριστούγεννα με τον Ωνάση

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ E. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Δύσκολα τα έφερνα βόλτα τις μέρες εκείνες. Βουνό οι λογαριασμοί. Τα μετρητά εξανεμίστηκαν. Έσπασα και τον κουμπαρά, βούλωσα κάτι τρύπες. Έμεινα ρέστος. Πήρα την κάρτα και κατέβηκα στο Νυδρί για να την στραγγίξω.

Πέρασα απ’ το λιμάνι. Παγωνιά. Οι λιγοστές ψαρόβαρκες αραγμένες πλάι-πλάι, λες κι ήθελαν να ζεσταθούν. Η χερσόνησος της Αγίας Κυριακής σαν στοργικός βραχίονας που προφύλασσε το φωτισμένο εκκλησάκι απ’ τα κύματα. Η Μαδουρή του Βαλαωρίτη χαλκοπράσινη, με τα παράθυρα του παλαιού αρχοντικού κατασκότεινα, σαν μάτια προϊστορικού κρανίου. Το ορειχάλκινο  άγαλμα του Ωνάση, φρεσκοπλυμένο απ’ την βροχή, γυάλιζε σαν να ’ταν από χρυσάφι. Κάτω απ’ τα χοντρά γυαλιά του, ατένιζε με άδειο βλέμμα το πέλαγος της ματαιότητας.

Τ’ αμέτρητα χρήματά του δεν μπόρεσαν να κρατήσουν στην ζωή τον αγαπημένο του γιο, Αλέξανδρο. Οι δημοσιογράφοι χύμηξαν σαν κοράκια. Αυτός απαντά: «Δεν είμαι τίποτα παραπάνω από έναν πατέρα που έχασε το παιδί του». Κατόπιν, η υγεία του κλονίστηκε. Η μυασθένεια άρχισε να προσβάλλει το νευρικό του σύστημα. Μια αρρώστια σπάνια, που δεν έδινε καμιά ελπίδα σωτηρίας. Τα τσίνορά του μάδησαν. Κυκλοφορούσε με τσιρότα κολλημένα στα βλέφαρα για να μπορεί να κρατάει τα μάτια του ανοιχτά. Δυο χρόνια μετά, πήγε να συναντήσει τον Αλέξανδρο. Η κόρη του, Χριστίνα, ύστερα από τέσσερις αποτυχημένους γάμους, έγινε η πιο δυστυχισμένη πλούσια γυναίκα του κόσμου. Δίπλα στην μπανιέρα της, όπου βρέθηκε νεκρή, υπήρχαν φιαλίδια με βαρβιτουρικά. Ήταν τριάντα επτά μόνον χρονών. Οι τάφοι τους κείτονται στο μικρό παρεκκλήσι του Σκορπιού. Τους σκεπάζει και τους τρεις, όπως και τον φτωχότερο του κόσμου, χώμα – όχι χρυσόσκονη! (περισσότερα…)

W. B. Yeats, Μια γέννηση

*

Αφιέρωμα του ΝΠ στον Ουίλλιαμ Μπ. Γέητς   [ 1 / 6 ]

~.~

ΜΙΑ ΓΕΝΝΗΣΗ

Ποια στέκει εκεί με το παιδί;
Έν’ άστρο τής τρυπάει τ’ αυτί.

Ποιος φώτισε έτσι τη φασκιά;
Όχι όποιος – ο Ντελακρουά.

Τι κυνηγά ψύλλους, κοριούς;
Του Ίρβινγκ ο φτερωμένος νους.

Πώς και δεν στάζει από ψηλά;
Άπλωσε ο Λάντορ μουσαμά.

Ποιος διώχνει αγύρτες και μωρούς;
Βροντά ο Ταλμά με κεραυνούς.

Τρόμος της κόβει τη μιλιά.
Ανήλεο βλέμμα την κοιτά;

~.~

Το λίκνο της Βηθλεέμ και οι συμβολισμοί του ενέπνευσαν επανειλημμένα τον Ουίλλιαμ Μπάτλερ Γέητς και την ποίησή του. Το ποίημα «Μια γέννηση» ανήκει στα τελευταία που έγραψε και περιλαμβάνεται στα Last poems (1938-39) που δημοσιεύτηκαν μεταθανατίως. Για την εικόνα του δεύτερου στίχου, ο ποιητής σημείωνε σε άλλη περίσταση:

«Είχα στη μνήμη μου βυζαντινές ψηφιδωτές απεικονίσεις του Ευαγγελισμού, οι οποίες δείχνουν μια γραμμή τραβηγμένη από ένα αστέρι ώς το αυτί της Παναγίας. Εκείνη δέχεται τον Λόγο διά του ωτός, ένα αστέρι πέφτει και ένα αστέρι γεννιέται

Κατά τα λοιπά, ο ποιητής σχολιάζει τη Γέννηση του Χριστού μέσω της τέχνης: μνημονεύοντας τέσσερις καλλιτέχνες και συγγραφείς, τους δικούς του τρόπον τινά Μάγους που περιβάλλουν και προστατεύουν το θείο βρέφος. Κατά σειρά, τον Ferdinand-Vietor-Eugene Delacroix (1798-1863), Γάλλο ζωγράφο· τον Walter Savage Landor (1775-1864), Άγγλο συγγραφέα· τον Sir Henry Irving (1838-1905), Άγγλο ηθοποιό· και τον François Joseph Talma (1763-1826), Γάλλο ηθοποιό.

Ας προσεχθεί πάντως ιδιαιτέρως το τελευταίο δίστιχο: λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Γέητς υπαινίσσεται τους περίφημους στίχους του της «Δευτέρας Παρουσίας», το Θηρίο που σέρνεται ώς τη Βηθλεέμ. Ο ιστορικός κύκλος της εποχής και του πολιτισμού μας έχει ολοκληρωθεί, ο νέος πέπρωται να εγκαινιαστεί όχι με τον ερχομό ενός Θεού, αλλά ενός Τέρατος:

κι ήρθε επιτέλους ποιου σκαιού θηρίου η ώρα
στα μουλωχτά στη Βηθλεέμ να πάει να γεννηθεί;

Με τρόπο αντίστοιχο είχε περιγράψει και παλαιότερα (“Δύο τραγούδια από ένα θεατρικό”) την έλευση του Χριστού, συγκρίνοντας την Παναγία με την παρθένο Αθηνά που σπαράσσει το σώμα του Διονύσου.

Είδα να στέκει μια παρθένα που κοιτούσε
του ιερού Διονύσου τη σορό
και την καρδιά απ’ το στήθος του ανασπούσε
και την καρδιά του την παλλόμενη κρατούσε
κι ύψωνε την καρδιά του θριαμβικά·
τότε οι Μούσες ύμνησαν θερμά
τον Μέγα Ενιαυτό, λες και στον θείο χαμό
είδαν μονάχα ένα έργο θεατρικό.

Μια νέα Τροία θ’ ανατείλει και θα δύσει,
μια νέα φατρία τα κοράκια θα ταΐσει,
μιας νέας Αργώς η πλώρη θα κινήσει
για κάποιο λούσο πιο φανταχτερό.
Σε πόλεμο κι ειρήνη αφέντρα πρώτη,
στάθηκε η Ρώμη τώρα τρομαγμένη
σαν η παρθένα βγήκε η μανιασμένη
με τ’ Άστρο της απ’ τα μυθώδη σκότη.

~.~

Η παρούσα ανάρτηση είναι το πρώτο από τα συνολικά έξι μέρη του εορταστικού αφιερώματος του ΝΠ στον Γέητς. Έως την προπαραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ακολουθήσουν μια ευρεία επιλογή από τα «Ποιήματα», ένα ανθολόγιο δοκιμιακών αποσπασμάτων, μια ανάρτηση για το άγνωστο εδώ σε μας ενδιαφέρον του Ιρλανδού ποιητή για το ελληνικό δημοτικό τραγούδι που έθρεψε δύο τουλάχιστον κείμενά του και, τέλος, μια εκτενής μελέτη για την, επίσης άδηλη αλλά εντυπωσιακή, ομοιότητα της δημιουργικής διαδρομής του μ’ εκείνην του Κωστή Παλαμά, ομοιότητα που ώθησε ήδη τον Σέημους Χήνυ να τους αποκαλέσει «παράλληλους». Αυτή η τελευταία πρωτοπαρουσιάστηκε στο πρόσφατο παλαμικό συνέδριο του Ομόδους στην Κύπρο (βλ. τώρα τον τόμο Παλαμάς και κυπριακά γράμματα, Λευκωσία 2022). Τις μεταφράσεις και τα κείμενα του Αφιερώματος υπογράφει ο Κώστας Κουτσουρέλης.

*

Να τηρείς τις παραδόσεις! (διήγημα)

*

της ΑΝΤΩΝΙΑΣ ΓΟΥΝΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

«Τι θυμάσαι απ’ τα Χριστούγεννα;» τη ρώτησα και πάτησα το record στο κινητό μου. «Ε τι, Χριστούγεννα ήταν, τα γιορτάζαμε». Έγειρε όλο το σώμα της μπροστά κι έπιασε να ισιώνει με το πάσο της την ποδιά της. «Εσύ, δηλαδή» μου είπε γυρνώντας ελαφρά το κεφάλι «πώς τα γιορτάζεις;» Το ήξερε πως εγώ δεν γιόρταζα τίποτα, επίτηδες το έκανε. «Έλα, ρε γιαγιά» διαμαρτυρήθηκα. «Εσύ θα μου πάρεις συνέντευξη ή εγώ;» Με κοίταξε στα πεταχτά, ικανοποιημένη. Αν ήθελα τη «συνέντευξη» έπρεπε να παίξω το παιχνίδι – και να κερδίσω. Γιατί, τι; Όποτε θυμάται η εγγονή μας ότι υπάρχουμε έρχεται να μας κάνει δυο ερωτήσεις και να φύγει; Σαν να διάβαζα το «Τώρα θα δεις» και «Θα σου πω εγώ» μες στο μυαλό της, σαν να τα ’βλεπα, να τα, σάλευαν στα σκασμένα χείλη που ’χε αρχίσει να πασπατεύει με την κυρτή της παλάμη, θέλοντας να κρύψει το χαμογελάκι της – σχεδόν διαβολικό. «Κοίτα, γιαγιά» ξαναπροσπάθησα. «Μπορείς να μου πεις πώς γιορτάζατε τα Χριστούγεννα όταν ήσουν μικρή, στο σπίτι στα Ταμπούρια;» Ίσιωσε τον κορμό της. Θα μου μιλήσει, σκέφτηκα. Μπα. Κοίταξε προς το πατάρι, ψηλά κι αριστερά της. «Μόλις κατέβει αυτή από πάνω, να της πεις να βάλετε τη σκάλα και να βγάλετε απ’ το πατάρι δυο μεγάλους αγιοβασίληδες που έχει, κουνιστούς, με μπαταρίες, και να βγάλετε και τα λαμπιόνια, καινούρια είναι, να τα δώσεις στις μικρές. Κι εσύ να πάρεις ένα πλαστικό δεντράκι, μικρό, δεν πιάνει τόπο, να το στολίσεις, μέρες που ’ρχονται. Πρέπει ν’ αρχίσεις να τηρείς τις παραδόσεις. Τις παραδόσεις» τόνισε γέρνοντας προς το μέρος μου και κουνώντας το δάχτυλό της. Έτσι μου ’ρθε να της το δαγκώσω. «Ρε γιαγιά!» ύψωσα τη φωνή μου. «Τα παιδιά δεν τα θέλουν αυτά τα πράγματα, έχουν μεγαλώσει. Και τι μου λες τώρα με τις κινέζικες πλαστικούρες, πηγαίντε τα όλ’ αυτά στην ανακύκλωση, επιτέλους. Κι εγώ δε στολίζω, αφού το ξέρεις!» Κουνούσε το κεφάλι της. Δεν το ’χα πάει καλά. Θα την έχανα την παρτίδα. «Αλήθεια» είπα σε μια ξαφνική έμπνευση «εσείς είχατε τέτοια τη δεκαετία του τριάντα; Έβαζε πλαστικούς αγιοβασίληδες η Αννιώ;»

Αυτό ήταν. Αμέσως τσίμπησε το υπέργηρο διαβολάκι.

«Όχι δα!» είπε υψώνοντας περήφανα τη φωνή της. Ύψωσα κι εγώ τα φρύδια και τράβηξα την πετονιά:

«Μμμ… Δεν είχατε λεφτά για τέτοια, ε; Δε στολίζατε;»

Με κοίταξε θιγμένη: «Τι λες εκεί! Άκου τι λέει! Φυσικά και στολίζαμε, πώς, δε στολίζαμε εμείς; Είχε η μαμά μου μια ωραία γυάλινη φρουτιέρα, μ’ ένα πόδι χαμηλό, πού να την έχω τώρα, άμα τη βρω θα σου τη δώσω, τη γέμιζε πορτοκάλια, ωραία στρόγγυλα πορτοκάλια, και την έβαζε στο κέντρο του τραπεζιού, της τραπεζαρίας, αυτής ντε, που είναι μέσα. Παντού έβγαζε φρουτιέρες, στο σερβάν πάνω, στο κομό, γεμάτες με πορτοκάλια και ρόδια και καρύδια και κάστανα. Κι έφτιαχνε τηγανίτες. Σηκωνότανε πρωί πρωί, πριν από μας, έβαζε ένα καζάνι με λάδι να βράζει, κι έπαιρνε το ζυμάρι, να, σα την παλάμη μου, το ’ριχνε μέσα, το τράβαγε και τις έβαζε μετά στην πιατέλα. Έριχνε από πάνω το μέλι, κι άμα ξυπνούσαμε εμείς ήταν έτοιμες, τα βρίσκαμε όλα έτοιμα». (περισσότερα…)

Σωτήρης Γουνελάς, Χριστούγεννα

 ~.~ 
καὶ ἡ γῆ τὸ Σπήλαιον, τῷ ἀπροσίτῳ προσάγει

Από τη στιγμή που ο Θεός σαρκώνεται δεν μπορούμε να ξανακοιτάμε ψηλά. ‘Ουρανία’ κατά Σωκράτη, είναι η θεωρία των υψηλών, είναι η όραση των άνω ‒άνω θωρώ‒ να θεωρείς τα υπερκείμενα. Τώρα, όμως, ο ουρανός κατέβηκε στη γη, ο Θεός από υπερβατικός γίνεται εμμένων, εγκάτοικος που χτυπά την μέσα θύρα και γυρεύει ‘μονήν’. Ο Θεός φιλάνθρωπα, σαρκωμένος και σταυρωμένος, ήρθε πολύ κοντά στον άνθρωπο, τον άγγιξε, κι αυτό μονάχα έτσι μπορούσε να γίνει ‒διαμέσου ανθρώπινης σαρκός‒ αλλιώς ο άνθρωπος θα εξαφανιζόταν. Είναι ένας από τους λόγους που η ουσία του Θεού μένει ακατάληπτη. Όμως, μετέχουμε του θείου. Μάλιστα, από την Ενανθρώπηση και μετά, μετέχουμε μέσα από το μυστήριο της Ευχαριστίας, μέσα από θυσιαστική αγάπη, μέσα από νιάσιμο για τον άλλο, μέσα από υπέρβαση του εαυτού. Μετέχουμε από Φως σε Φως, αλλά το Φως δεν αντικρίζεται κατάματα, όπως αναπτύσσει ο Σωκράτης στο μύθο του σπηλαίου. Η Εκκλησία είναι ένα Σπήλαιο, μόνο που τώρα, μέσα στο Σπήλαιο κείται το μυστικό Σώμα του ομοούσιου με τον Πατέρα Υιού. Εάν συνδέσουμε το πλατωνικό Σπήλαιο, με το Σπήλαιο της Βηθλεέμ και την Εκκλησία, φτάνουμε εσχατολογώντας στην Πόλη, «την άνωθεν καταβαίνουσαν, εστολισμένη ως Νύμφη», για την οποία κάνει λόγο η Αποκάλυψη. Η σπηλιά μεταμορφώνεται σε πάγκαλη και πάμφωτη Νύμφη. (περισσότερα…)

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες

 

Το Νέο Πλανόδιον σας εύχεται ανέμελες γιορτινές μέρες με τρία χριστουγεννιάτικα διηγήματα. Γράφουν η Νατάσα Ζαχαροπούλου, η Ζωή Κατσιαμπούρα και η Αλεξία Κατσικογιάννη.

 

~.~

 

(περισσότερα…)