φιλοσοφία

O φιλοσοφικός στοχασμός ως αισθητική παιδεία και τέχνη του ευ ζην

*

του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

~.~

ὅτι οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν  [1]

Σε μια εποχή που η κριτική σκέψη βρίσκεται σε κρίση μέσα στον κυκεώνα των ψηφιακών πληροφοριών, η Φιλοσοφία, τίμιε αναγνώστη μου, επιμένει να είναι ένας αέναος βαθύς συλλογισμός πάνω στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Σημαίνει ότι προσλαμβάνουμε τα άμεσα δεδομένα της αισθητικής μας εμπειρίας κατά τρόπο που τα κρίνουμε ανάγοντάς τα στη σφαίρα της προβληματικής που τους αξίζει. Φιλοσοφώντας αντιμετωπίζουμε το βίο μου ως ένα ζητούμενο που προβάλλεται ενώπιον μας μέσα στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Το φιλοσοφικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στα ερωτήματα και είναι το λογικό απότοκο μιας διάθεσης ενδελεχών ερευνών και το αναγκαίο αλλά ανεπαρκές καύσιμο της πνευματικής διαδρομής. Ανεπαρκές επειδή πρέπει να θέσουμε τα ερωτήματα ορθά, δηλαδή με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να λειτουργούν ως χαραμάδες, ώστε να μπορούμε να δούμε κάπου αλλού. Ως ανοίγματα προς το φως, φτιάχνοντας παράθυρα εκεί που δεν φαίνεται παρά τοίχος. Χρειάζεται μια δοκιμασμένη λογική μέθοδος από τους έμπειρους φιλοσόφους της ιστορίας του πνεύματος. Να ενσκήψουμε στις πηγές της αποταμιευμένης γνώσης. Χωρίς την ορθά διατυπωμένη ερώτηση δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί ένα γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα. Η ερώτηση λειτουργεί ως φορέας του προβληματισμού και τότε μόνο μπορεί να πραγματωθεί το μεγάλο στοίχημα της παραίτησης από όλα τα δεδομένα τα οποία θα καταφέρουμε να κρίνουμε ως ένα σύνολο προκατειλημμένων θέσεων. Αυτά με μια κίνηση ριζικής ανατροπής, τα εξοβελίζουμε. Η συνείδηση ανακαινίζεται μεταβάλλοντας όλη την ύπαρξη. Μια κάθαρση των ανώφελων «ιδεών». Ο κινητήριος μοχλός λοιπόν θα είναι το γνησίως ορθό φιλοσοφικό ερώτημα, ανοίγοντάς μας σε μια νέα μορφή αναδιαμορφωμένης κοινωνικής ύπαρξης. Ριζική αναθεώρηση.

Παιδιόθεν οι γονείς και οι δάσκαλοι χάραξαν στην κοινωνική αντίληψή μας ένα είδος πρόσληψης της εμπειρίας κρατώντας την υποκειμενική μας κρίση δέσμια και συρρικνώνοντας ή εξαλείφοντάς την. Ονομάζεται  προκατάληψη και τρέφεται από τη μισαλλοδοξία, καθιστώντας την υποκειμενική μας κρίση ανίκανη να συλλογιστεί ερευνώντας τόσο τα καθημερινά γεγονότα όσο τα διαχρονικά ζητήματα της αδιαλείπτως στοχαστικής διάνοιας, τα οποία διψούν όχι τόσο για απαντήσεις όσο για νέα ερωτήματα. Οι προκαταλήψεις ως απατηλές ιδέες φαίνεται να συνθέτουν το συνηθισμένο εαυτό μας που οι άλλοι, ως μια ήδη διαμορφωμένη κοινωνία, ανεξάρτητη από την βούλησή μας, έχουν καθορίσει τις δικές μας προσλαμβάνουσες προσδιορίζοντας τις ηθικές και αισθητικές μας πράξεις. Συγκρουόμαστε λοιπόν δημιουργικά με τον προκατειλημμένο εαυτό μας. Αυτο-σκηνοθετούμε την ζωή μας ως ρέκτες της υπέρβασης των ορίων και της δοκιμασίας των πνευματικών αντοχών μας. (περισσότερα…)

Ἡ παρουσία τοῦ Ζάκ Ντερριντά καί ἡ ἀπουσία τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη

*

τοῦ ΤΕΤΟΥ ΣΟΥΡΔΟΥ

~.~ 

Εἰσαγωγή

Ντερριντά καί Κονδύλης. Καί οἱ δύο ὑποβάλλουν σέ αὐστηρό ἔλεγχο τό κοσμοθεωρητικό σχέδιο, μοναδικό στό εἶδος του, πού τεχνούργησε ὁ ἄνθρωπος καί χάρις στό ὁποῖο διαρρύθμισε τήν ἀχανῆ ποικιλία τῶν ἀνθρώπινων ἐκδηλώσεων ὑπάγοντάς τες καθησυχαστικά σέ λίγες παραδεγμένες ἀρχές. Ὁ ἕνας, ὡς οἰονεί μεταφυσικός, ὀπισθοχωρεῖ μέχρι τή διαφωρά, ὁ ἄλλος, ἀφανής καί σκιώδης, διακοσμητικό (;) πρόσωπο σέ ὅλες τίς κεφαλαιώδεις σκηνοθετημένες σημασίες, σχεδόν ἀνώνυμος, εἰσόρμησε στόν διευθετημένο μας κόσμο διασπείροντας ἀνηλεῶς τίς κακές εἰδήσεις του. Πιάνουν τά δυό ἄκρα. Τό εὕρημα τοῦ ἑνός εἶναι γιά τόν ἄλλον ὁριστικός ἀποχαιρετισμός. Ὡστόσο καί οἱ δύο, ὁ ἕνας πρός στιγμήν καί ὁ ἄλλος μόνιμα, συμφώνησαν χωρίς νά φιλιώσουν σέ κάτι: τοῦτος ὁ κόσμος πού ζοῦμε, δέν φυλάσσεται… «Τίποτα δέν συνέβη πρίν ἀπό τό δευτερεῦον». Ἡ ἐν λόγῳ ντερρινταϊκή βραχυλογία θίγει τό οὐσιῶδες μέρος τῆς ὑποθέσεως. Δέν προηγήθηκε καμιά πληρότητα παρουσίας πρίν ἀπό τήν ἔλλειψη. Τό παρόν δέν εἶναι ποτέ πλήρως παρόν, γι’ αὐτό καί εἶναι πάντοτε ἀναγκαία ἡ ἐπανιδιοποίηση ἐκείνου πού ἡ παρουσία στέρησε. Καμιά παρουσία, ἀληθῶς καί πρωτοτύπως, δέν προηγήθηκε∙ καμιά ἐξοχότητα δέν προπορεύτηκε∙ «πάντα ὅμως τήν ὀνειρεύτηκαν καί πάντα τήν ἀναδιπλασίασαν», τήν παρήγαγαν ἐξαλείφοντας τή διαφορά. Ἄν τωόντι κάτι συνέβη πρίν τό δευτερεῦον, τότε θά μποροῦσε κανείς –λ.χ. ὁ Σάφτσμπουρυ ἤ o Χάτσεσον– νά ὑποστηρίξει τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς πρός τήν καλοσύνη. Νά δεῖ τόν κόσμο μέ ἄλλα μάτια. Καί ἀντίστροφα: νά θεμελιώσει ἀδιεκδίκητα καί ὁμόφωνα τήν ἠθική ἀξιολόγηση στήν προσαγωγή τοῦ ζῶντος κόσμου σέ αὐτό πού ὄντως τοῦ συνέβη. Στόν Θεό, στή Φύση, στήν Τάξη, στήν Ἰδέα, στό Λόγο ἤ στήν Ἱστορία.

Οἱ πληρεξούσιοι τοῦ πρωτεύοντος κόσμου στομφάζουν ἀδιάκοπα, ἐπειδή πρέπει νά ἀσφαλίσουν τίς κινήσεις τοῦ δευτερεύοντος κόσμου. Νά κλειδώσουν τό ἀπρονόητο σέ οὐρανοκατέβατες πολιτεῖες. Ἄς πάρουμε στήν τύχη τήν «Τάξη»: Ἡ πίστη στήν ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό καλό προϋποθέτει τήν ὕπαρξη μιᾶς προνοιακῆς τάξης. Ἕνα καλοῆθες σκοπούμενο διοργανώνει λάθρα τόν κόσμο κατασταίνοντας τόν ἄνθρωπο ὑπηρέτη του. Ὁ Ντερριντά, ἀπολύοντας ἕνα δευτερεῦον χωρίς πρωτεῦον, θραύει the great chain of Being. Δέν συνάπτει τή σωτηρία μέ κανένα ἀξίωμα ἤ ὑπούργημα. Ὡστόσο, ὡς γνήσιος μεταφυσικός, ἐλαύνεται ἀπό θεμελιωτικές ἐπί τῆς πορείας τοῦ κόσμου φιλοδοξίες: τό δευτερεῦον, λυτό, χωρίς πρωτότυπο, ἐρημικό θνητό στόν κόσμο, δέν θά τό ἀφήσει ἐν τέλει ἔρμο καί ἀπόξενο – ἂν καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀκριβῶς εἶναι. Ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Κονδύλη θά διαφύγει τή σύλληψη, καθώς θά τοῦ ἐπιφυλάξει θερμή ἐντός τῆς φιλοσοφίας ὑποδοχή καί θά τό κατευοδώσει μέ ἕνα σωρό σπάνιας καλοσύνης λέξεις, σχεδιασμένες στό φιλοσοφικό ἐργαστήριο, παντελῶς ἀδέσμευτες ἀπό τό βάρος τῶν κοινωνικῶν φαινομένων καί χωρίς καμιά ἐμπειρική ἰσχύ. Καταλήγει νά γίνει ἕνας σωτηριώδης καί ὠφέλιμος φιλόσοφος.

Θεωρητικά, Κονδύλης καί Ντερριντά θά μποροῦσαν νά εἶχαν συναντηθεῖ γιά μιά στιγμή, ἄν ἀποκόπταμε ἀπό τό ἔργο τοῦ Ντερριντά τά γεροντικά μεσσιανικά κείμενα (ποιός θά ἔκανε, ὅμως, κάτι τέτοιο;) καθώς καί αὐτές τίς προστάτιδες ἀπό τό κονδυλικό κακό «ἀρχι-έννοιες» (ἀρχι-ίχνος, ἀρχι-βία κτλ.), ἄν, δηλαδή, τόν στενεύαμε στό μισό κείμενο τοῦ 1967 – annus mirabilis μιᾶς ὁρισμένης, μεγαλώνυμης, γαλλικῆς διανόησης, ἡ ἐναντιωματική πρόθεση τῆς ὁποίας ἄσκησε σέ ὅσους ἐνασμενίζονταν σέ νεαρή ἡλικία τόν ἀρνητισμό ἀπαράμιλλη γοητεία. Μιά τέτοια θεωρητική στιγμή παρώθησε ἐν μέρει τίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν. (περισσότερα…)

Ανάγκες, αντιστάσεις και οι πηγές τους

*

του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

~.~

Η ταυτότητα ενός προσώπου ριζώνει σε έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα, και σχηματίζεται από τη ζύμωση με αξίες και μια συναισθηματική ώθηση προς ό,τι το εν λόγω πρόσωπο θεωρεί ως συγκροτητικό του χαρακτηριστικό. Συγκροτητικά χαρακτηριστικά ενός προσώπου είναι οι ισχυρές του ανάγκες. Τέτοιες ανάγκες υπαγορεύει, για παράδειγμα, μια έμφυτη ροπή, όπως η επιδίωξη της απόλαυσης ή της ελευθερίας. Ανάγκες σχηματίζονται και από τις αξίες σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, όπως αξία της ευημερίας ή της δικαιοσύνης. Τόσο οι έμφυτες ροπές (ως αυταξίες) όσο και οι αξίες που μας έχουν διαμορφώσει σε κοινωνικό σχηματισμό, γίνονται φανερές στις ανάγκες μας: τόσο στις ορμές που έχουμε, όσο και στις αντιστάσεις που προβάλουμε. Οι ανάγκες αποκαλύπτονται σε όσα πράττουμε, αλλά και σε όσα δεν πράττουμε. Ένα παράτολμο βήμα στο πέρασμα του Γιόσου, ανεβαίνοντας τον Όλυμπο, συναντά αντιστάσεις λόγω της έμφυτης ροπής για αυτοσυντήρηση (ισοδύναμα, για αποφυγή πόνου). Ανάλογα με το οικοσύστημα των αξιών του, ένα πρόσωπο συναντά αντιστάσεις στο να διακινήσει ναρκωτικά.

Οι ανάγκες μας, είτε διαμορφώνουν ορμές, ενίοτε ικανές να καταλύσουν δεσμούς, είτε μας προκαλούν αντιστάσεις, σαν ένα εσωτερικευμένο ‘πρέπει’ στη συμπεριφορά μας. Άλλες ανάγκες είναι ισχυρές και γνήσιες μέσα μας, άλλες επίπλαστες. Γι’ αυτό και κάθε αίτημα πληρότητας, συνυφαίνεται με ένα αίτημα αυτογνωσίας και ξεκαθαρίσματος των αναγκών μας. Για να γίνει ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα, χρήσιμο είναι να αναρωτηθούμε πως σχηματίζονται οι ανάγκες μας, ποιες είναι οι πηγές τους. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τέσσερεις πηγές που γεμίζουν την κοίτη των αναγκών μας στην ανθρώπινη περιπέτεια: α) η βιολογική μας συγκρότηση β) η ιστορικότητα των αξιών ενός πολιτισμού, γ) οι πρακτικές που συμμετέχουμε στο εδώ και τώρα ενός κοινωνικού σχηματισμού, δ) η συναισθηματική ιδιαιτερότητα ενός μεμονωμένου προσώπου. (περισσότερα…)

Ο ανοιχτός ρεαλισμός του Ευτύχη Μπιτσάκη

*

της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

~.~

Με τον πρόσφατο θάνατο του Ευτύχη Μπιτσάκη, ομότιμου καθηγητή της φιλοσοφίας, συγγραφέα και εκδότη των περιοδικών Σύγχρονα Θέματα και Ουτοπία, γνωστών στους Έλληνες στοχαστές και λάτρεις της φιλοσοφίας, δημοσιεύθηκαν στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο τιμητικά σημειώματα που εξήραν τον αγωνιστή διανοούμενο για τη γενναιότητα του φρονήματός του και τη δράση του για έναν καλύτερο κόσμο, για την οποία χρειάστηκε να θυσιάσει όχι λίγα από τα πιο γόνιμα χρόνια του σε φυλακές και εξορίες. Το παρόν κείμενο είναι τροποποιημένη βιβλιοκρισία μου δημοσιευμένη το 1999 στα Νέα του Σαββάτου για ένα βιβλίο που είχε εκδώσει ο Ευτύχης Μπιτσάκης την ίδια εκείνη χρονιά. Αναδημοσιεύεται εδώ με την ελπίδα να αποτελέσει έναυσμα ώστε να καταστεί ευρύτερα γνωστή η ουσιαστική συμβολή του συγγραφέα στο πεδίο της φιλοσοφικής εννοιολογίας αλλά και των προοδευτικών ιδεών, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατοι οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί αγώνες. — ΑΔ

///

Ένας νέος ανοιχτός ρεαλισμός

Όσοι δυσφορούν με την αποθέωση που γνώρισε ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία, αλλά και ο θετικισμός στην επιστήμη ή στη φιλοσοφία, ξέρουν ότι η γνώση που παράγουν η επιστήμη, η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη σκέψη/γλώσσα και στην πραγματικότητα που είναι το αντικείμενο έρευνας με σκοπό την εξήγηση, την διαύγαση και την κατανόηση σε αυτά τα πεδία.

Αυτή η βασική αλληλεπίδραση σκέψης/γλώσσας και πραγματικότητας δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τις εμβαθύνσεις των φιλοσόφων αλλά και των επιστημόνων που φιλοσοφούν για να προχωρήσουν την έρευνα σε βάθος.

Το βιβλίο του φυσικού και φιλοσόφου Ευτυχή Μπιτσάκη Ο νέος επιστημονικός ρεαλισμός: Φιλοσοφικές διερευνήσεις στο χώρο της μικροφυσικής (Gutenberg, 1999, σ. 315), μετάφραση του γαλλόφωνου δικού του πονήματος  Le nouveau réalisme scientifique (1997) και συνέχεια του σημαντικού έργου του Les fondements conceptuels de la microphysique (1987) είναι καρπός τέτοιων εμβαθύνσεων.

Στο βιβλίο αυτό που πρωτοεκδόθηκε με πρόλογο του καθηγητή του College de France και ακαδημαϊκού J. C. Pecker, και στη συνέχεια στα ιταλικά, με πρόλογο του καθηγητή Μ. Castellana, ο συγγραφέας ακολουθώντας μια φιλοσοφική παράδοση που εκτείνεται από τους προσωκρατικούς και τον Αριστοτέλη έως τον Χέγκελ και τον Μπασελάρ εμβαθύνει στα προβλήματα που εγείρει ο φυσικός μικρόκοσμος με τις τεράστιες αντικειμενικές δυναμικότητες που κρύβει μέσα του. Αποτέλεσμα είναι ένας ανοιχτός ρεαλισμός που εκφράζει μια δυναμική αντίληψη της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πραγματικότητας στην αλληλόδρασή τους. (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΜΟΥΣ

Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης

[ 2/2  ]

Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.

Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [1/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Για να κατανοήσει κανείς την ιδεοϊστορική σπουδαιότητα της επεξεργασίας της έννοιας της μεθόδου από τον Πέτρο Ράμους (1515-1572) πρέπει να παραμερίσει πρώτα τον δημοφιλή εκείνο μύθο που θέλει τον Ντεκάρτ να εγκαινιάζει τάχα μία νέα εποχή στη φιλοσοφία πραγματευόμενος πρώτος και διεξοδικά την έννοια αυτή. Ο όρος μέθοδος εισάγεται στη φιλοσοφία ήδη από τον Πλάτωνα και συνδέεται πρωτίστως με τη θεμελίωση της διαλεκτικής· απαντά δε έκτοτε ευρέως τόσο στη φιλοσοφική παράδοση όσο και σε άλλες επιστήμες, έως τη βαθιά ύστερη αρχαιότητα. Ο όρος σήμαινε, όπως σε κάποιο βαθμό και σήμερα, τον «έντεχνο», δηλαδή τον συστηματικό, εγνωσμένο, έλλογο τρόπο προσέγγισης ενός ζητήματος (ή ενός συνόλου ζητημάτων), καθώς επίσης και τη σύνοψη ή τη βράχυνση των διαφόρων δρόμων ή οδηγιών για τη διαπίστωση του αληθούς και την άφιξη στον ποθητό γνωστικό προορισμό. Πολύ πιο σπάνια σηματοδοτούσε τον τρόπο οργάνωσης ενός ολόκληρου κλάδου του επιστητού. Η συζήτηση περί μεθόδου κορυφώνεται στον Γαληνό (129-περ.216), ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο πάνω από πεντακόσιες φορές, ενώ απασχολεί έντονα και όλους σχεδόν τους συγγραφείς της φιλοσοφικής σχολιαστικής παράδοσης. Στη Δύση, πρώτος ο Βοήθιος εισκομίζει τον όρο methodus, έναν όρο ο οποίος, παρόλο που δεν υιοθετείται στις μεσαιωνικές λατινικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη, αξιοποιείται ευρέως στη σχολαστική γραμματεία.

Αναφέραμε ήδη ότι ο όρος συνδέθηκε πρωτίστως με την τέχνη της διαλεκτικής. Στο πρώτο βιβλίο των Τοπικών ο Αριστοτέλης γράφει χαρακτηριστικά: «τοῦτο δ’ ἴδιον ἢ μάλιστα οἰκεῖον τῆς διαλεκτικῆς ἐστιν· ἐξεταστικὴ γὰρ οὖσα πρὸς τὰς ἁπασῶν τῶν μεθόδων ἀρχὰς ὁδὸν ἔχει»[1]. Στη μέση και ύστερη σχολαστική περίοδο, η διαλεκτική (ως Λογική) θεωρείται, πράγματι, η «τέχνη των τεχνών» (ars artium), η «επιστήμη των επιστημών» (scientia scientiarum), καθώς μπορεί να αξιοποιηθεί για να εξετάσει τις βάσεις των «μεθόδων» όλων των υπολοίπων επιστημών. Στον μεσαιωνικό νου, βέβαια, το πρόσημο παραμένει αυτονόητα αριστοτελικό, και οποιαδήποτε συζήτηση περί μεθόδου δεν αξιοποιείται σθεναρά προς χάριν μιας διακριτής ή σημαίνουσας ανακατεύθυνσης της θεμελίωσης ή του περιεχομένου της φιλοσοφικής σκέψης. Όταν, όμως, οι ανθρωπιστές του 15ου αιώνα, με πρωτεργάτη τον Λορέντσο Βάλλα (περ. 1407-1457), ρίχνονται στη μάχη της αναβάθμισης της ρητορικής σε κορωνίδα των τεχνών, και παρόλο που αποφεύγουν αρχικά ως σχολαστικό και εξεζητημένο τον όρο methodus, επεκτείνουν αποφασιστικά το περικείμενο της σχετικής συζήτησης ως εξής: για να αποκαθηλωθεί η διαλεκτική, πρέπει να αποδειχθεί ότι η ρητορική παρέχει μια ασφαλέστερη βάση θεμελίωσης των τεχνών από την αντίπαλό της. Με άλλα λόγια, η ρητορική πρέπει να αναδειχθεί σε τελική εγγυήτρια για τον εξής απλό λόγο: εκείνη κομίζει ακριβώς αυτό που κατά βάθος απαιτείται, δηλαδή, μια ανεκζήτητη, ταχυβάδιστη, ορθή πορεία (processus, via, ratio) αρτίωσης και διδασκαλίας των τεχνών. Τη σπερματική ιδέα του Βάλλα αναπτύσσουν ο Ρούντολφ Αγκρίκολα (1444-1485) και ο Γιοχάννες Στουρμ (1507-1589), με το έργο των οποίων είναι εμφανώς εξοικειωμένος και ο Πέτρος Ράμους (1515-1572). Περί το 1540 δε, το ζήτημα της μεθόδου (ο ορισμός της, η σπουδαιότητά της, ο αποδεκτός αριθμός έγκυρων «μεθόδων», η ακριβής λειτουργία που μια μέθοδος επιτελεί κ.ά.) έχει ήδη ανασκαλευτεί αισθητά ανά την Ευρώπη, εξέλιξη η οποία συνδέεται επίσης με την εκδοτική και πνευματική δραστηριότητα της εποχής -ενδεικτικά και μόνον: διάχυση του πλατωνισμού, εμφάνιση του προτεσταντισμού, επανεξέταση των θεμελίων της παιδαγωγικής, δημοτικότητα της αντισχολαστικής διαλεκτικής γραμματείας, εκδόσεις του γαληνικού corpus,  εκδόσεις της ελληνικής σχολιαστικής παράδοσης κ.ά.

(περισσότερα…)

Έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα

*

του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

~.~

Στο έδαφος της διαδρομής μας έχουν τη ρίζα τους έμφυτες ροπές, οι δυνατότητες με τις οποίες γεννιόμαστε. Σκόπιμο είναι να διαφοροποιηθούν έμφυτες ροπές, όπως για παράδειγμα το να κοιμάμαι, να περπατάω με τα δύο πόδια ή το να μεγαλώνουν τα μαλλιά μου, από εκείνες της επιδίωξης ισχύος ή της απόλαυσης διά των αισθήσεων. Οι τελευταίες παίζουν ρόλο σε επιλογές κι αποφάσεις προσανατολισμού, και υπό αυτή την έννοια έχουν ηθική βαρύτητα. Η ικανοποίηση τέτοιων έμφυτων ροπών έχει κεντρικό ρόλο στην επιδίωξη της πληρότητας για έναν άνθρωπο, ανάλογα με το εκάστοτε κράμα των ροπών που ο ίδιος περιέχει, με τις εκάστοτε διαφορές στην ένταση και τη σταθερότητα μιας ροπής, ή ακόμα και στο πώς αυτή εκδηλώνεται.

Έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα είναι η επιδίωξη απόλαυσης διά των αισθήσεων, η αποφυγή του πόνου, η θέληση για ισχύ, το να δίνεις και να δέχεσαι φροντίδα (όντας θηλαστικό), η ομιλία μιας γλώσσας. Ως όψεις της ομιλίας μιας γλώσσας, αυτής της αδιάσπαστης ενότητας σκέψης και λόγου, γίνονται αντιληπτές εδώ τόσο η ελευθερία (ως δυνατότητα επιλογής) όσο και η δημιουργία (ως απόδοση μορφής). Κάθε πρόσωπο έχει τον δικό του χαρακτήρα, τη δική του κράση, το δικό του κράμα έμφυτων ροπών, σε διαφορετική ένταση και αναλογία. Οι έμφυτες ροπές δεν μένουν ανεπηρέαστες από την περιπέτεια της εμπειρίας. Για παράδειγμα, το τι προκαλεί απόλαυση και τι λύπη δέχεται την επίδραση της ροής του χρόνου κατά τη διαμόρφωση μιας ταυτότητας. Ένας τόπος που μου προκάλεσε ένα ευχάριστο αίσθημα μπορεί αργότερα να με αφήσει αδιάφορο. (περισσότερα…)

Όλα ή τίποτα; Τέλος ή αρχή; Η φιλοσοφική κριτική της τέχνης σήμερα

*

του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Β. ΠΡΩΙΜΟΥ

Το ερώτημα για το νόημα της τέχνης είναι ένα μέλημα το οποίο κινητοποιεί όλους τους κοινωνούς της τέχνης και ακόμα περισσότερο τους κριτικούς τέχνης. Η κριτική τέχνης είναι στην ουσία της η αναζήτηση του νοήματος και η απόδοση ή συζήτηση του εικαστικού έργου στη γλώσσα. Αλλά για να μπορέσει κανείς να βρει το νόημα του έργου τέχνης, θα πρέπει πρώτα να ξέρει πού να ψάξει, να έχει δηλαδή μια γενική ιδέα για το τι είναι τέχνη και ορισμένα κριτήρια που θα τον καθοδηγήσουν να ψάξει στο συγκεκριμένο έργο τέχνης που μελετά, την τέχνη για την οποία ξέρει. Η κριτική τέχνης εξαρτά την αφήγηση ή τη μετάφρασή της από μια προϋπάρχουσα έννοια της τέχνης που ήδη κατέχει.

Όλοι φυσικά γνωρίζουν ότι σήμερα μιλάμε για έννοιες της τέχνης παρά για μια έννοια της τέχνης. Το τοπίο της σύγχρονης τέχνης είναι ιδιαίτερα πλουραλιστικό και υπάρχει έντονος ατομικισμός σε κάθε μορφή τέχνης και ιδιαίτερα στις εικαστικές τέχνες. Κάθε καλλιτέχνης έχει μια συγκεκριμένη οπτική και προοπτική για το τι είναι τέχνη και η μία προοπτική του ενός δεν είναι απαραίτητα συμβατή με αυτή του άλλου. Το πλουραλιστικό αυτό τοπίο της σύγχρονης τέχνης απαιτεί από τους κριτικούς τέχνης ένα βάθος και μια διεπιστημονική προσέγγιση η οποία απαντά τόσο στο τι είναι τέχνη γενικά όσο και στο νόημα του έργου τέχνης ειδικά.

Προς την παραπάνω κατεύθυνση βαίνει και ο Ντέηβιντ Κέρριερ στο μικρό του βιβλίο με τίτλο Rosalind Krauss and American Philosophical Art Criticism.[1] O Κέρριερ θεωρεί ότι η Ρόζαλιν Κράους είναι η πιο σημαντική κριτικός τέχνης στις ΗΠΑ μετά τον Κλέμεν Γκρήνμπεργκ[2] και η επιρροή της προσέγγισής της στη σύγχρονη τέχνη της εποχής της και ειδικά στον μινιμαλισμό, είναι εκτεταμένη και εκτός των συνόρων των ΗΠΑ. Αυτό που ονομάζει ο Κέρριερ φιλοσοφική κριτική τέχνης, τονίζει το γεγονός ότι ο σημερινός κριτικός τέχνης οφείλει συχνά, λόγω της φύσης της δουλειάς του, να ασχοληθεί και με τη φιλοσοφία, με την αισθητική και με την ιστοριογραφία, προκειμένου να περιγράψει και να αξιολογήσει το έργο τέχνης. Θεωρεί επίσης ο Κέρριερ ότι η φιλοσοφική κριτική τέχνης δεν είναι ένα φαινόμενο που απαντάται μόνο στη σύγχρονη τέχνη λόγω της πλουραλιστικής της συνθήκης. Είναι ένα παλιό φαινόμενο και συγκαταλέγει στους φιλοσοφικούς κριτικούς τέχνης τους Τζιόρτζιο Βασάρι, Γκέοργκ Βίλχελμ Φρήντριχ Χέγκελ, Έργουιν Πανόφσκι, Τζων Ράσκιν, Ουώλτερ Πέητερ, Ερνστ Γκόμπριχ, Μάικλ Φριντ, Άρθουρ Ντάντο και άλλους. (περισσότερα…)

Το μεταφιλοσοφικό επιχείρημα στο Ισχύς και Απόφαση του Παναγιώτη Κονδύλη

Η φωτογραφία από τη σελίδα του Αιμίλιου Καλιακάτσου στο facebook.

*

του ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ

Το Ισχύς και Απόφαση [1] του Παναγιώτη Κονδύλη είναι ένα ιδιότυπο φιλοσοφικό κείμενο, η δε ιδιοτυπία του φανερώνεται από τις πρώτες σελίδες και μέσω μιας έλλειψης. Σε όλο το κείμενο δεν υπάρχει ούτε μία παραπομπή σε κάποιο άλλο έργο ή συγγραφέα. Αυτό το στοιχείο δε σημαίνει οτι ο Κονδύλης δε συνδιαλέγεται με άλλα φιλοσοφικά ρεύματα ή ιδέες. Συνδιαλέγεται είτε άμεσα, όπως με τις αναφορές στον υπαρξισμό και στον πραγματισμό στο δεύτερο κεφάλαιο, είτε κεκαλυμμένα[2]. Άλλωστε ο Κονδύλης, που περισσότερο λειτουργούσε ως ιστορικός των ιδεών στις πρώτες διακόσιες σελίδες του βιβλίου του Η κριτική της μεταφυσικής σκέψης στη νεότερη σκέψη, για παράδειγμα, έχει 495 παραπομπές[3]. Επομένως, προκείται για στυλιστική επιλογή. Η γραπτή φιλοσοφία άλλωστε παραμένει κείμενο και ως τέτοιο στυλιστικές, εκφραστικές και γενικά συγγραφικές επιλογές μπορούν να αποκτήσουν ειδικό βάρος, να σημαδιοδοτήσουν εμπράκτως μια φιλοσοφική θέση του συγγραφέα. Εν προκειμένω, η απουσία παραπομπών θεωρώ ότι εκφράζει εμπράκτως μια μεταφιλοσοφική θέση του Κονδύλη που διατυπώνεται στο ίδιο αυτό κείμενο.

Πριν όμως αναφερθώ στη θέση αυτή, θα ήθελα να επισημάνω το γεγονός ότι ο Κονδύλης ασφαλώς και δε νιώθει την ανάγκη να αποδείξει μέσω παραπομπών ότι το φιλοσοφικό έδαφος στο οποίο στέκεται είναι στερεό, μιας και η δημοσίευση έργων που προηγούνται –αλλά και ακολουθούν– είναι μάρτυρες της φιλοσοφικής του εμβρίθειας. Μια παρόμοια περίπτωση είναι και ο Ζίλ Ντελέζ, ο οποίος, πριν να εκδώσει τη δική του φιλοσοφία, γράφει για μια σειρά διαφορετικών στοχαστών, από τον Λάϊμπνιτς και τον Σπινόζα μέχρι τον Μπερξόν και ασφαλώς τον Νίτσε[4]. Παρόλαυτα, στο κατεξοχήν φιλοσοφικό του έργο –σε αυτό που παρουσιάζει τις δικές του απόψεις– δε φείδεται βιβλιογραφικών παραπομπών. Επομένως δε συνδέεται μονάχα με την κατακτημένη δυνατότητα του να μην παραπέμπει, η συγκεκριμένη επιλογή του Κονδύλη να μην το κάνει. Τέλος μια παρατήρηση για τον όρο μεταφιλοσοφία, πριν προχωρήσω στη συζήτηση για τη θέση αυτή καθαυτή. Ο όρος ‘μεταφιλοσοφία’ αναφέρεται στη σκέψη σχετικά με την ίδια τη φιλοσοφία, το χαρακτήρα της ως ξεχωριστού είδους σκέψης, τη μέθοδο της, το μέλλον και τη δυνατότητα φιλοσοφικής προόδου, της επίλυσης των αντιστοιχων προβλημάτων, ας πούμε του γιατί να υπάρχει κάτι αντί για τίποτα. Πρόκειται για όρο που εμφανίζεται σχεδόν αποκλείστικα στην αναλυτική παράδοση, και προφανώς έχει να κάνει με την εξειδίκευση, τον πανεπιστημιακό και ως ένα βαθμό πλέον εμπορευματοποιημένο χαρακτήρα των ιδρυμάτων αυτών, που οδηγούν σε μεγαλύτερο κατακερματισμό του αντικειμένου. Στην ηπειρωτική παράδοση ο όρος δεν απαντάται συχνά και μάλλον συνοψίζεται στην άποψη του Χάϊντεγκερ ότι όποιος φιλοσοφεί αναγκαστικά σκέφτεται και πάνω στην ίδια τη φιλοσοφία. Στην εποχή των τμημάτων που προσφέρουν όμως φιλοσοφία στη lingua franca των αγγλικών, χρησιμοποιώ τον όρο ‘μεταφιλοσοφία’ προς διευκόλυνση συνεννόησης. Ο ίδιος ο Κονδύλης ή άλλοι στοχαστές της ηπειρωτικής παράδοσης και της εποχής του, μάλλον δε θα τον χρησιμοποιούσε. (περισσότερα…)

Κριτικά σχόλια στο κείμενο του Διονύσιου Σκλήρη για τον Χρήστο Γιανναρά

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Αγαπητέ Διονύση

Μου δίνεις την αφορμή, μια και δεν έγραψα τίποτε για την πρόσφατη εκδημία του φίλου Χρήστου Γιανναρά, να διευκρινίσω κάποια σημεία σχετικά με ορισμένες πλευρές του έργου του αλλά και τις κρίσεις που περιέχει το δικό σου κείμενο. Είναι αλήθεια, ότι δεν μπορεί κανείς σε λίγες σελίδες να καλύψει τα θέματα, καθώς ο Χ.Γ. απλώθηκε σε ποικίλες περιοχές όχι μονάχα θεολογικές αλλά και φιλοσοφικές και πολιτικές. Ωστόσο, μένω μέσα στις δικές σου προκείμενες.

Πολλοί, όπως κι εσύ, υπογραμμίζουν το γεγονός ότι ο Χ.Γ. διηύρυνε την θεολογική περιοχή όπως ίσως κανείς άλλος στα χρόνια του, και άνοιξε διάλογο ουσίας με φιλοσόφους και θεωρητικούς Έλληνες και προπαντός ξένους. Αλλά υπάρχουν ζητήματα. Εδώ και χρόνια όταν γίνεται λόγος για Θεολογία με κεφαλαίο ή μικρό γράμμα, το βάρος πέφτει στην επιστημονική θεολογία και τους επιστήμονες θεολόγους παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια από πρόσωπα όπως ο Ν. Νησιώτης, ο Π. Νέλλας, και γενικότερα η λεγόμενη θεολογία του 60 να «γυρίσουμε» στην πατερική θεολογία και να εμπνευστούμε από αυτήν προωθώντας μια αποκατάσταση νοημάτων και σημασιών που στο πέρασμα των αιώνων είχαν παρανοηθεί, παραμορφωθεί ή διαστρεβλωθεί. Υπογράμμιζαν έτσι τη σημασία της αποκαλυπτικής θεολογίας και του χαρίσματος. Και συνέδεαν την θεολογία με το εκκλησιαστικό γεγονός.

Ο Χ.Γ. παρά το ότι διαλέχθηκε με σειρά Δυτικοευρωπαίων φιλοσόφων, και μάλιστα με τον Χαϊντέγγερ, δεν άφησε στο περιθώριο ούτε λησμόνησε την περίπτωση Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και τον αποφατισμό του (βλέπε και το βιβλίο του Χαιντέγγερ και Αρεοπαγίτης) που έτσι κι αλλιώς συνδέεται με το σύνολο των πατερικών θεωρήσεων. (περισσότερα…)

Ο Χρήστος Γιανναράς ως στοχαστής της εποχής του

*

του ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΚΛΗΡΗ

Το ενδιαφέρον στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά είναι η μετάβαση από τη φιλοσοφία στη θεολογία και αντιστρόφως, αλλά και στην πολιτική θεωρία, την πολιτισμική κριτική, καθώς και στη φιλοσοφική θεματοποίηση του Νέου Ελληνισμού. Θα προσπαθήσουμε να τον εξετάσουμε ως έναν στοχαστή της εποχής του με τη διπλή έννοια, δηλαδή ως καθοριζόμενο από την εποχή του, αλλά και ως αναπτύσσοντα έναν στοχασμό ιδιάζοντα για την εποχή του, σε διάλογο με άλλους σημαντικούς φιλοσόφους και στοχαστές.

Ο Χρήστος Γιανναράς ως φαινομενολογικός θεολόγος «από τα κάτω»

Ως προς τη θεολογία μια μεγάλη δυναμική στη σκέψη του Χρήστου Γιανναρά έγκειται στο ότι κάνει θεολογία «από τα κάτω», αφορμώμενος από τη συγκεκριμένη εμπειρία. Βοήθησε σε αυτό η σπουδή του στη φαινομενολογική φιλοσοφική παράδοση, η οποία από τον Έντμουντ Χούσσερλ και μετά πρεσβεύει έναν τρόπο του φιλοσοφείν όπου η συνείδηση είναι «ριγμένη στα πράγματα». Είναι αξιοσημείωτο ότι η φαινομενολογία στον 19ο αιώνα ξεκίνησε από μία ανανεωμένη μελέτη του Αριστοτέλους από τον Φραντς Μπρεντάνο, η οποία οδήγησε τον Χούσσερλ στο να θέλει να υπερβεί το δίπολο ιδεαλισμού και υλισμού. Για τον λόγο αυτό η φαινομενολογική συνείδηση δεν είναι ούτε παμπεριεκτική και παντοδύναμη με κίνδυνο οντολογικής μοναξιάς, όπως στον ιδεαλισμό, ούτε προϊόν της ύλης, όπως στον υλισμό, αλλά είναι μία ρίψη μέσα στα πράγματα. Ο Γιανναράς θα πραγματοποιήσει με τη σειρά του μια συνάντηση της φαινομενολογίας με τον Αριστοτέλη, αλλά περισσότερο με τον Αριστοτέλη, όπως έχει ερμηνευθεί από τους χριστιανούς Πατέρες της Ανατολής. Η αφόρμηση της σκέψης στον Γιανναρά είναι πάντα η συγκεκριμένη εμπειρία, με ένα αριστοτελικό θάμβος να υπερκεράζει την υπαρξιστική ναυτία, ενώ η φαινομενολογική επ-οχή (δηλαδή θέση εντός παρενθέσεων κάθε πραγματολογικής πληροφορίας) τον κάνει να αναστέλλει τη γνώση εξ αποκαλύψεως που προσφέρουν τα χριστιανικά δόγματα «άχρις καιρού». Τη νιτσεϊκή έννοια της αυθυπερβάσεως τη συνέδεσε με τον έρωτα ως σχέση εκ των ένδον εκστατική, ως αγάπη μετ’ επιτάσεως ή ως «ἔφεσιν πλήρους ὀντότητος» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, δηλαδή ως επιθυμία για εύρεση μιας πληρέστερης εκδοχής της ύπαρξής μας στο μέλλον. Ο Γιανναράς ήταν έτσι ένας πολύ ιδιαίτερος θεολόγος, καθώς δεν προσπαθούσε να επιβάλει εξαρχής τη δογματική ή τη γνώση εξ αποκαλύψεως ή ακόμη κάποιο εσχατολογικό όραμα, αλλά άρχιζε πάντα εξ αποριών. Βέβαια οι απορίες αυτές μπορεί να πληρούνταν από μια χριστιανική αριστοτελίζουσα μεταφυσική ίσως πιο γρήγορα από ό,τι θα επιθυμούσε ένας δυτικός φαινομενολόγος της εποχής μας, αλλά το γεγονός παρέμενε ότι η γραφή του με το ιδιάζον λογοτεχνικό ύφος της ξεκινούσε από συναρπαστικές θέσεις αποριών και αδιεξόδων. (περισσότερα…)

Τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα [1/3]

*

Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών σπουδών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος πάνω τους, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Αυτά ήταν τα θέματα που τέθηκαν στη δημόσια συζήτηση για τη «Σκέψη στην Ελλάδα σήμερα» που διεξήχθη στις 16 Ιουλίου στον Αίθριο Χώρο του Θεάτρου Κυδωνία, στις εφετινές «Νύχτες του Ιουλίου». Εισηγητές ήταν ο Κώστας Ανδρουλιδάκης, ο Σωτήρης Γουνελάς και η Ιωάννα Τσιβάκου και συντονιστής της συζήτησης ο Κώστας Κουτσουρέλης. Την εισήγηση του Κ. Ανδρουλιδάκη που δημοσιεύουμε παρακάτω, θα ακολουθήσουν προσεχώς οι ομιλίες των άλλων δύο συνεισηγητών.   —  ΝΠ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗ 

Υπάρχει ένα είδος πολυάσχολων στη Ρώμη, που τρέχουν
εδώ κι εκεί καταϊδρωμένοι, έχουν σαν ασχολία τους
την απραξία, ασθμαίνουν χωρίς λόγο, κι ενώ κάνουν
πολλά δεν κάνουν τίποτα.
ΦΑΙΔΡΟΣ, Ανέκδοτα κατά τον τρόπο του Αισώπου  [1]
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε
— ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ, «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά»

Τα ερωτήματα που τέθηκαν ως αφετηρία για τη συζήτησή μας είναι: Ποιες είναι οι τύχες του στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα; Ακούγεται ο λόγος της φιλοσοφίας, των κοινωνικών επιστημών, της θεολογίας, των ανθρωπιστικών επιστημών στη δημόσια σφαίρα; Πώς προσλαμβάνεται και από ποιους, διεξάγεται ουσιαστικός διάλογος, ποια είναι η επιρροή των ιδεών που διακινούνται;

Το θέμα μας ταυτίζεται ουσιαστικά με το θέμα της πνευματικής κατάστασης της χώρας μας στην εποχή μας – ένα πραγματικά τεράστιο πλέγμα θεμάτων, το οποίο έχει απασχολήσει κατά καιρούς τους πνευματικούς ανθρώπους και που εδώ μόλις μπορούμε να θίξουμε.[2] Επειδή τα θέματα τούτα είναι βέβαια μεγάλα και σύνθετα, θεώρησα σκόπιμο να τα ξεχωρίσω στα ακόλουθα ειδικότερα ερωτήματα.

1) Υπάρχει στοχασμός στη σημερινή Ελλάδα;   

Ο Κώστας Αξελός, στο νεανικό βιβλίο του Η μοίρα της σύγχρονης Ελλάδας (1954), θεωρεί ότι: «Η σύγχρονη Ελλάδα δεν απέκτησε σκέψη· κι ακόμη περισσότερο της λείπει μια πολύ αρθρωμένη γλώσσα».[3] Με τη λέξη «σκέψη», ο Αξελός εννοεί κυρίως: φιλοσοφία πρωτογενή και συστηματική, και δεν έχει άδικο. Εδώ πρέπει να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στη συστηματική φιλοσοφία και στον στοχασμό ή τη σκέψη με μιαν ευρύτερη (ουσιαστική) έννοια, όπως εκφράζεται λ.χ. στο δοκίμιο, στη λογοτεχνία, στο θέατρο και αλλού. Αλλά τι εννοούμε με τις λέξεις «σκέψη» και «στοχασμός»; Με επίγνωση ότι το θέμα είναι σύνθετο, θα πρότεινα: η έλλογη θέση ερωτημάτων και η προσπάθεια αναζήτησης απαντήσεων σε ζητήματα και προβλήματα που υπερβαίνουν την ικανοποίηση των αμέσων βιοτικών και πρακτικών αναγκών του ανθρώπου· που υπερβαίνουν τα φυσικά ένστικτα και τις αισθήσεις. Σύμφωνα με την κλασική διατύπωση του Καντ:

«Ο Λόγος μέσα σ’ ένα πλάσμα είναι η ικανότητα να επεκτείνει τους κανόνες και τις προθέσεις της χρήσης όλων των δυνάμεών του πολύ πέρα από [το σημείο που φτάνει] το φυσικό ένστικτο, και δεν γνωρίζει όρια στις απόπειρές του. Αλλά ο ίδιος δεν ενεργεί ενστιγματικά· χρειάζεται δοκιμές, άσκηση και διδαχή, για να προχωρεί σιγά-σιγά από τη μια βαθμίδα της νόησης στην άλλη».[4] (περισσότερα…)