σύγχρονη κυπριακή ποίηση

Μετά το Άουσβιτς

*

Εδώ και μήνες
ο θάνατος
συμμάχησε για τα καλά
με το παράλογο.
Γι’ αυτό
ο Αύγουστος του καρπουζιού
δεν έχει σημασία πια.
Τι σημασία έχει η ιστορική παιδεία
κι η καλή καρδιά
όταν μετά το γαμημένο Άουσβιτς
στα μάτια
κάποιου χορτασμένου εβραιόπουλου
μπορείς να δεις
τα πληγωμένα μάτια
κάποιου πεινασμένου κοριτσιού
που ζει
μες στα φριχτά ερείπια
στην ισοπεδωμένη  Γάζα. (περισσότερα…)

Η «στιχοσύνη» ως «βαλβίδα του ποιήματος»

*

του ΚΩΣΤΗ ΠΑΥΛΟΥ

Παναγιώτης Νικολαΐδης
Πόλη που ράγισε
Σμίλη, 2024

 Η συλλογή Πόλη που ράγισε του Παναγιώτη Νικολαΐδη κυκλοφόρησε τους πρώτους μήνες του 2024 από τις εκδόσεις Σμίλη[1]. Αποτελεί την όγδοη ποιητική συλλογή του σημαντικού αυτού Κύπριου δημιουργού σε ένα σύνολο εννιά ποιητικών καταθέσεών του σε μορφή βιβλίου, αν στο σύνολο αυτό συνυπολογιστεί αφενός η ποιητική σύνθεση Μια στο λευκό και δυο στο μαύρο. Σονάτα για την αφαίρεση (2017), που συνέθεσε σε συνεργασία με τον ποιητή Μιχάλη Παπαδόπουλο, και αφετέρου η συλλογή Γράμματα στην αγαπημένη που κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2025. Φανερό είναι επίσης ότι τα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην Πόλη που ράγισε παρουσιάζουν μια εσωτερική ενότητα με τα ποιήματα τόσο των δύο προηγούμενων συλλογών του ποιητή, Η Νύφη του Ιούλη (2019) και Ριμαχό (2022), όσο και της πρόσφατης συλλογής του Γράμματα στην αγαπημένη. Ως εκ τούτου, δεν θα ήταν άτοπο να ισχυριστεί κανείς ότι οι τέσσερις συλλογές συνιστούν κατά βάση μια τετραλογία, με πολλές τις ορατές και αδιόρατες διαλεκτικές σχέσεις ανάμεσα σε αρκετά από τα ποιήματα που συγκεντρώνουν. Θα ήταν βέβαια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μια ευσύνοπτη συζήτηση που θα αποσκοπούσε στη μερική έστω διαλεύκανση των σχέσεων αυτών, ωστόσο το απαιτητικό αυτό εγχείρημα θα απαιτούσε μια αυτοτελή, συνθετικότερη εργασία. Σε ό,τι ακολουθεί λοιπόν επικεντρώνομαι αποκλειστικά και μόνο στην Πόλη που ράγισε, επιχειρώντας την ανάδειξη βασικών συνισταμένων του ενιαίου και αδιαίρετου συνόλου του περιεχομένου και της μορφής των ποιημάτων της συλλογής. (περισσότερα…)

«Παράσημα τρόμου»

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Στη δέκατη ποιητική συλλογή του Γ. Καλοζώη Γκλεν Γκουλντ και άλλα ποιήματα (Φαρφουλάς, 2024), ο διάσημος Καναδός πιανίστας Γκλεν Γκούλντ αποτελεί (όπως εξάλλου δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου) μια προβεβλημένη πατρική και καλλιτεχνική φιγούρα, έναν σπουδαίο καλλιτέχνη πρόγονο γνωστό αφενός για την ιδιορρυθμία και την εκκεντρικότητά του (στις συναυλίες επέλεγε να παίζει πάντα χρησιμοποιώντας μία πτυσσόμενη καρέκλα που είχε μετασκευάσει κόβοντας τα πόδια της ο πατέρας του,[1] συνήθιζε να σιγοτραγουδά κατά τη διάρκεια των ηχογραφήσεων, φοβόταν υπερβολικά το κρύο, τις μολύνσεις και τις ασθένειες, έπαιρνε πολλά φάρμακα κάθε είδους και συχνά αισθανόταν πως ήταν άρρωστος, αρκετές φορές χωρίς λόγο) και αφετέρου για τη στάση απομόνωσής του από τη συμβατική κοινωνική ζωή.  Ο ίδιος ο Γκουλντ έλεγε για τη διαφορετικότητά του: «Δεν πιστεύω πως ο τρόπος ζωής μου έχει ομοιότητες με εκείνον των περισσότερων ανθρώπων και είμαι ευτυχής για αυτό. Ο τρόπος ζωής και το έργο μου έχουν γίνει ένα. Αν αυτό είναι εκκεντρικότητα, τότε είμαι εκκεντρικός». Ο Γκουλντ, ωστόσο, δεν θεωρούσε τον εαυτό του αντικοινωνικό, όπως τον κατηγορούσαν ορισμένοι. Απλώς, τον διέκρινε, όπως είχε δηλώσει, μια «αυτοπειθαρχία υπό τη μορφή απομόνωσης από την κοινωνία», που όπως πίστευε ήταν απαραίτητη σε κάθε καλλιτέχνη ο οποίος επιδίωκε «να χρησιμοποιήσει το μυαλό του για δημιουργικούς σκοπούς».[2] (περισσότερα…)

Αφήστε τα Λυκόσκυλα να σας μυρίσουν

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Aγγέλα Καϊμακλιώτη
Λυκόσκυλα
Βακχικόν, 2024

Με την έκτη ποιητική συλλογή που φέρει τον επιθετικό, αλλά και πολύσημο τίτλο Λυκόσκυλα, η Αγγέλα Καϊμακλιώτη, μετά από μια έντονη εκφραστική κρίση που την οδήγησε, μάλιστα, στην πρόσκαιρη δήλωση ότι δεν θα ξαναγράψει, επιστρέφει πιο δυναμικά στο αλωνάκι της ποίησης, διατηρώντας τους βασικούς θεματικούς και μορφολογικούς άξονες της δουλειάς της, αλλά κι από την άλλη συμπληρώνοντας και επεκτείνοντάς τους, φτιάχνοντας ποίηση αξιόλογη. Πιο συγκεκριμένα, ενώ εντοπίζουμε τον κυρίαρχο -και στις προηγούμενες συλλογές της- πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό με έμφαση στο τραύμα της τουρκικής εισβολής, της ημικατοχής και της προσφυγιάς, στην ανά χείρας συλλογή αυτή η δεσπόζουσα αίσθηση της πίκρας (δεν είναι τυχαίο ότι η προηγούμενη συλλογή της τιτλοφορείται Οι πικροδάφνες θέλουν κούρεμα) συνυφαίνεται για πρώτη, ίσως, φορά τόσο βαθιά και σύνθετα με τον έντονο υπαρξιακό προβληματισμό-βίωμα της ποιήτριας, αλλά και με την κυρίαρχη αίσθηση προσωπικού και κοινωνικού αδιεξόδου μέσα σε έναν κόσμο αλλοτριωμένο και έκπτωτο.

Το τραύμα του τόπου, λοιπόν, μαζί με το τραύμα της ύπαρξης, με άλλα λόγια, η φιλοσοφικά βιωμένη εθνική και υπαρξιακή αγωνία που χρωματίζει τις σελίδες της ανά χείρας συλλογής με παρούσα την ποιητικά γόνιμη αγωνία της μοναξιάς, της αναπόδραστης φθοράς, του θανάτου και του χρόνου συνδυάζεται λειτουργικά με την αποδέσμευση μιας ορισμένης σκοτεινότητας του νοήματος -όχι ωστόσο στο σημείο που να καθιστά το κείμενο αναγνωστικά δύσβατο- η οποία συμπληρώνεται μοντερνιστικά αφενός με μιαν αυξημένη δραματικότητα, και αφετέρου με τη στροφή της ποιήτριας σε πιο παραδοσιακές φόρμες (π.χ. τραγούδι, χρήση ομοιοκαταληξίας)˙ μορφές οι οποίες αφενός επαναφέρουν το αισθητικό ζήτημα της «επαναμάγευσης του στίχου» και της ρυθμικότητας-μουσικότητας του ποιητικού λόγου και αφετέρου επιχειρούν να ελαφρύνουν το βαρύ, πικρό κλίμα ιδιωτικού και συλλογικού αδιεξόδου που κυριαρχεί στη συλλογή. (περισσότερα…)

Μιχάλης Παπαδόπουλος, Το πεπρωμένο του ονόματος

*

Εικών ειμί

Εικών ειμί
της λύπης των νηπίων
Γι’  αυτό δεν θλίβομαι
Μπροστά μου η Ακατάφλεκτη
η Βροντιανή, η Θαλασσομαχούσα
οι κίονες στους κήπους των δυνάμεων
ένα κερί στον χιονισμένο χρόνο
και ψηλά στου θόλου την παραίσθηση
ένα βλέμμα ν’ αποσοβεί γελαστικά
την άβυσσο
Κελαηδάς ή προσεύχεσαι
και του άκλιτου νόστου οι φωταψίες
ανέρχονται απ’ την ύλη
Εικών ειμί
της λύπης των νηπίων
Εικών ειμί των εσφαλμένων
Αυτός που θα πέθαινε
χωρίς να κλείσει ποτέ τα μάτια
Ο άλλος πηλός ο άπλαστος
ώς η πλαστικότητα του απεριόριστου
αφανίσει τη νοθεία των ορίων
Μια σύσταση κατάσπαρτης
ιδιοχειρίας ζώντος

~.~ (περισσότερα…)

Γράμμα στη Γάζα

 *

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΓΑΖΑ

Αγαπημένη Γάζα,
όλα συμβαίνουν
όλα εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Κι αφού τα πονεμένα λόγια μας
τσακίζονται σαν χέρια
πάνω στα γρανιτένια βράχια
αυτής της τελειωμένης εποχής
απόψε κλαίω και για μένα,
Γάζα,
κλαίω για όλα
και για τίποτα.
Γιατί το αίμα σου που τρέχει,
χύνεται πάλι μες στο χειρουργείο
χύνεται πίσω απ’ το μέλλον
εσένα πέτυχε η παγωμένη σφαίρα
από το χθεσινό μου όνειρο.
Αγαπημένη Γάζα,
όλα συμβαίνουν
όλα εξακολουθούν να συμβαίνουν.
Απόψε δεν υπάρχει λήθη. (περισσότερα…)

Ενώπιον του γήρατος

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Γιώργου Καλοζώη
Η άφιξη των θηρίων
Ενύπνιον 2023

Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός ότι η γραμμή ανάμεσα στη μανιέρα και τη συνέπεια στο έργο είναι πολύ λεπτή. Και είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε κανείς να προσάψει στον Γιώργο Καλοζώη μανιερισμό: υπερρεαλιστικές εικόνες,[1] εξπρεσιονιστική αίσθηση,[2] ανθρωπόμορφη ζωολογία (ή ζωώδης ανθρωπολογία), ζούγκλες, δάση, πουλιά και μια «κανιβαλιστική συνθήκη»,[3] ανάβαση/κατάβαση σε βουνά, κλίμακες και σκάλες[4] σε εναρμονισμένα στο ζήτημα της μορφής ιδιότυπα σωληνοειδή ποιήματα[5] σε κάθε ποιητική συλλογή. Πρόκειται όμως για ένα αναγνωρίσιμο και ποιητικά υπαρκτό σύμπαν στο οποίο αιωρούνται —ή βαραίνουν— σταθερά τα αιώνια υπαρξιακά ερωτήματα: πώς, γιατί, πού; Ο ανοικειωτικός καλοζωικός κόσμος διαθλάται σε κάθε έργο του ποιητή πιο διαυγώς, διερευνάται κάθε φορά σε μεγαλύτερο ύψος και βάθος, σκοτεινιάζει περισσότερο με την πάροδο του χρόνου και, κυρίως, δεν αντιγράφεταιˑ για αυτό δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μανιερισμό παρά για συνέπεια, ποιητικής στάσης και έργου.

Αν στα προηγούμενα έργα του Καλοζώη το γήρας ήταν μια μακρινή αίσθηση, μια εικόνα, μια απειλή μέσα στην «επίγνωση της θνητότητας»,[6] τώρα αποτελεί ένα ζωντανό γεγονός το οποίο έχει αφιχθεί επιβλητικά στο οπτικό πεδίο. «Το γήρας ακόμη και μέσα / στην πιο μαύρη κι από / πίσσα νύχτα φωσφορίζει» γράφει ο ποιητής στο ποίημα «Ο αλπινιστής η ωραία κι ο γυπαετός». Το ποιητικό υποκείμενο στέκεται συντετριμμένο ενώπιον του γήρατος που καταφθάνει επιθετικά και αδιαπραγμάτευτα. Και μοιάζει να επαναλαμβάνει πίσω από κάθε στίχο “να, καταφθάνουν”, “τα βλέπω, υπάρχουν”, “ήρθε (και για μένα) η ώρα να γνωρίσω τα θηρία”. Στο ποίημα «Ο ιστός» το ποιητικό υποκείμενο/ο ποιητής συνειδητοποιεί ότι η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει και, κάποια στιγμή, αυτό που θα έχει συμβεί – για όλους. Για κάθε άνθρωπο έρχεται η σειρά, γιατί η ζωή είναι τετελεσμένη:

[…]
από τη μια άκρη μέχρι την άλλη
της αποθήκης ή του σύμπαντος ένας
χοντρός ιστός
πάνω του είδα τον παππού μου και
τον άλλο παππού μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν οι γονείς μου
πάνω του είδα τις θείες μου
ποτέ δεν κατάλαβα πώς ή γιατί
πέθαναν είδα την πεθερά μου είδα
καλύτερα και ξανά για να είμαι
εντελώς σίγουρος πάνω στο άπειρο
δίχτυ έμβρυα και μωρά και μεγάλους
είδα πάνω σε καρφιτσωμένα χαρτιά
ερωτήσεις είδα ιστορίες πάνω στα
χαρτιά ποιήματα μυθιστορήματα και
θεατρικά και ψάχνοντας κάτι που
μου πήρε χρόνια είδα πάνω στον άχρονο
ιστό το καρτελάκι με τη σειρά και
την αριθμημένη θέση μου

(«Ο ιστός»)

(περισσότερα…)

Με το βλέμμα του φιλιού

 

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Άρτεμις Χρυσοστομίδου
Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα
Το Ροδακιό, 2022

Δεν υπήρξαν ποτέ πιο περίεργα μάτια από τα δικά της. Τα λουλούδια που οι άνθρωποι ταξιδεύοντας βλέπουν στο δρόμο είναι τα μάτια της. Μπορεί να αγγίζει, να ακουμπά οπουδήποτε. Όλα είναι ορατά. Βλέπει μέσα από τα πάντα, είναι τα πάντα. Τη στιγμή που θα νομίσει ότι θα πεθάνει θα περάσουν από μπροστά της άνθρωποι των σπηλαίων, μεγάλα κεφάλια, μοναχοί του μεσαίωνα, ο σύγχρονος κόσμος, ένα πλαστικό μαχαίρι. […] Ζωγραφική είναι το αιώνια γυμνό βλέμμα. Από τον ποταμό μπορεί να βγει διαφορετική. Καλό είναι ο άνθρωπος να ανεβοκατεβαίνει. [1]

Αντικρίζοντας κανείς και μόνο τα εξώφυλλα των δύο βιβλίων της Αρτέμιδος Χρυσοστομίδου, ταξιδεύει σε ένα άχρονο σκοτεινό, συννεφιασμένο ή ομιχλώδες σκηνικό, όπου η όραση καλείται να αποκρυπτογραφήσει τι βλέπει πάνω σε μια σκούρα μονοχρωμία: κυπαρισσί το πρώτο βιβλίο της συγγραφέως Τα σκυλιά δεν γαυγίζουν στη Γαλλία / Γλυπτική (Το Ροδακιό, 2018), γκρι πετρόλ το πιο πρόσφατο Oh that hand of yours / Υψηλού επιπέδου τραύμα (Το Ροδακιό, 2022). Και στις δύο περιπτώσεις οι διπλοί τίτλοι προκρίνουν την αφή, αλλά εξελικτικά, με έναν φόρο τιμής να αποτίνεται στην τέχνη της γλυπτικής και τις δυνατότητες των χεριών, η αφή ταυτίζεται με την όραση, με την οποία «ο άνθρωπος ανεβοκατεβαίνει».

Γενικότερα  η ποίηση της Χρυσοστομίδου στηρίζεται σε ποικίλα δίπολα: διπλοί τίτλοι, διγλωσσία (ελληνικά και αγγλικά/γαλλικά), ποίηση και πεζό, γραφή και φωτογραφία κ.ο.κ. από μία σκηνοθέτρια ποιήτρια. Για την πρώτη ιδιότητα της Χρυσοστομίδου, η οποία μοιάζει να “στήνει” σεναριακά και σκηνοθετικά τα βιβλία της, χαρακτηριστικό είναι, μεταξύ άλλων, το ποίημα «Αυτή δεν είναι μια ρομαντική ιστορία στις Άλπεις»: «Στις κορυφές, βιολιά, άριες και παπούτσια Kappa γλιστρούν στον πάγο. Από το αμφιθέατρο κοιτάζει το καμπαναριό. Τα κοιμητήρια είναι μουσεία σύγχρονης τέχνης που εκθέτουν στην ησυχία των τάφων, ένα μάθημα για το πώς μπορεί κανείς να μεταμορφωθεί σε τοπίο. Το κορίτσι στην άλλη πλευρά των Άλπεων είναι ένα βουνό που περιμένει να λιώσει το χιόνι για να δει τι κρύβεται αποκάτω. Της γράφει, Αγάπη μου, εμπιστεύου την αγάπη, όχι τα επιχειρήματα, και έλα να με βρεις. […]» (όπ., 22).[2] (περισσότερα…)

Ο Ριμαχό στον Εικοστό Πρώτο αιώνα

*

της ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ ΚΑΠΛΑΝΗ

Ο κύριος με το παράξενο όνομα Ριμαχό είναι ποιητής, φιλόλογος και κριτικός. Γεννιέται μέσα στο ποίημα, γέννημα-θρέμμα του άδολου έρωτα για τις λέξεις. Πρόσωπο πρωτεϊκό, με έκδηλη τη φιλοσοφική διάθεση, έχει το χάρισμα να μεταμορφώνεται, να κινείται στον χώρο και στον χρόνο, να παρατηρεί και να σχολιάζει τα ιστορικά και κοινωνικά δρώμενα, άλλοτε αθέατος κι άλλοτε να παίρνει τη μορφή γνωστών ποιητών της Κύπρου, να ζει στιγμές του βίου τους και να συνομιλεί με τους οικείους και τους φίλους τους. Ο Ριμαχό λατρεύει την πατρίδα του, την Κύπρο, αναστοχάζεται την ιστορία της,  ταυτίζεται και βιώνει μαζί της όλες τις επώδυνες περιπέτειες του βίου της, εκφράζει ελεύθερα και με θάρρος τη γνώμη του, αναλαμβάνει την ευθύνη και τις συνέπειες των λόγων του. Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης, μετά από έξι ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές στο βιογραφικό του, από το 2009 μέχρι σήμερα και ένα ήδη διακριτό κριτικό έργο, στο νέο του ποιητικό βιβλίο μπαίνει στο ρόλο του επιμελητή έκδοσης και μας συστήνει τον Ριμαχό, μεριμνώντας, όπως ισχυρίζεται, να γίνει γνωστό στο αναγνωστικό κοινό αδημοσίευτο αρχειακό υλικό, που περιλαμβάνει ημερολογιακές καταγραφές, μαρτυρίες, αδημοσίευτα ποιήματα και επιστολές του Ριμαχό. Ο ποιητής αυτός, παλαιός γνώριμος δημοφιλών ομοτέχνων του, όπως ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, ο Παντελής Μηχανικός και ο Κώστας Βασιλείου φαίνεται πως υπήρξε μια προσωπικότητα με σημαντικό αλλά όχι προβεβλημένο έργο και μελετητές, όπως ο ποιητής και φιλόλογος Σάββας Παύλου, έγραψαν ότι ο Ριμαχό «αποδείχτηκε persona grata στη λογοτεχνία του νησιού». (περισσότερα…)

Έρινα Χαραλάμπους, Μικρά πεζά

*

ΚΑΛΕΣ ΤΕΧΝΕΣ

τοιχογραφία

Απέναντί μου ένας πελώριος τοίχος γεμάτος πράματα —πίσσες, κουφέττες, γλειφιτζούρια, αφρόζες, σ̆οκολάτες, τσ̆ίπιτος—, από το μαρμάρινο δάπεδο μέχρι το ταβάνι, μια μαγική τοιχογραφία, μία επίγεια υποψία Παραδείσου. Με κατακλύζει η έξαψη της πρώτης παιδικότητας και δεν ξέρω τι να πρωτοδιαλέξω. «Τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον τζ̆αι ποτζ̆είνον τζ̆αι ποτούτον», αντιλαλώ – κάθε φορά. Δεν τα αφηγούμαι εγώ αυτά· ο παππούς λαξεύει τη μνήμη, και τα μουστάκια του γελούν από το ολόφωτο καθιστικό μέχρι την Αντζ̆ελού: το μικρομάγαζο στην πλατεία του χωριού, όπου στα δυο μου μόλις χρόνια κατεργαζόμασταν τις Κυριακές μαζί την τέχνη της απληστίας των αισθήσεων· την τέχνη του πρώτου πρώτου έρωτα.

~.~

γρανίτα πορτοκάλι

Τα πόδια μου αιωρούνται ένα κεφάλι πάνω από τη γη, και τα χέρια μου σκαλίζουν τον πάγο. Η κοιλιά μου ισορροπεί το κέντρο βάρους στο αριστερό τοίχωμα του καταψύκτη. Το κεφάλι βρίσκεται κυριολεκτικά εντός. Η αποστολή δεν είναι δύσκολη: αναζητώ στο βάθος βάθος —μόλις που φτάνουν τα δάχτυλα— παγωτό γρανίτα, γεύση πορτοκάλι. Οι οδηγίες της μάμμας ξεκάθαρες: «Από εδώ και στο εξής, μόνο γρανίτα». Ήταν Απρίλης —μπορεί και Μάης—, ήτανε σίγουρα άνοιξη. Θυμάμαι το σκοτάδι στο πρόσωπό της τη στιγμή που αναιρούσε όλες τις αδιαμφισβήτητες απαγορεύσεις, τον εαυτό της και τον κόσμο: «Από εδώ και στο εξής, μόνο γρανίτα». Τέρμα η επιβεβλημένη κατανάλωση θρεπτικών, υγιεινών, χωρίς βλαβερά συστατικά και χρώματα παγωτών γάλακτος! Ήτανε άνοιξη —μπορεί και καλοκαίρι—, ελάχιστο διάστημα μετά από εκείνο το φοβερό ατύχημα στη μαυρόασπρη οθόνη: θυμάμαι τις μάσκες να διανύουν με αμίλητη σκοτεινιά την απόσταση ανάμεσα στην ερημιά κι όλο το χάος που κάλυπτε το εργοστάσιο, τους ψεκαστήρες να εξαγνίζουν φρούτα, λαχανικά στις λαϊκές, και τη φωνή του εκφωνητή να διερωτάται πόσο και αν μολύνει η ραδιενέργεια το φρέσκο γάλα. Ο κόσμος καιγόταν, μπορεί και να ερχόταν το τέλος του, η μάμμα φοβόταν, μπορεί και να είχε αλλάξει, όμως εγώ είχα μόλις κλείσει τα έξι, και η γρανίτα πορτοκάλι ήταν ο απόλυτος παιδικός μου Παράδεισος. Μόλις έξι, λοιπόν, κι είχα ήδη ανακαλύψει τα συστατικά της τέχνης του να ισορροπείς πόδια, χέρια, κοιλιά, κεφάλι απέναντι στην καταστροφή. (περισσότερα…)

Δήμητρα Δημητρίου, Ίσως έρθω ένα βράδυ…

*

ΙΣΩΣ ΕΡΘΩ ΕΝ ΒΡΑΔΥ…

Ίσως έρθω ένα βράδυ
σαν άλογο στιλπνό
ή σ’ όνειρο
ντυμένη στα λευκά
κάπου στον ύπνο
ίσως σε πιάσω

Κι αν με περίμενες
αν δεν έχεις κοιμηθεί
αν μυστικά στο στήθος σου μπορούσες να κρατήσεις
την καρδιά μου θα δεχτώ να σταματήσω
στα χείλη σου

Ίσως έρθω ένα βράδυ
ξαφνικά
σαν δέηση νυχτερινή
και σαν βαθύ σελάγισμα
μια άσκοπη φωτοχυσία
σ’ αντικρινό γιαλό
φωτιάς λαμπάδα (περισσότερα…)

Ένα μυστικό και μουσικό συμβόλαιο με τη γλώσσα

*

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Στέλλα Βοσκαρίδου, μικρομηχανισμοί,
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2022

Η τρίτη και καλαίσθητη ποιητική κατάθεσή της Στέλλας Βοσκαρίδου μικρομηχανισμοί διακρίνεται εξαρχής για την πρωτότυπη γλώσσα και τον λαβύρινθο των εικόνων, όπου οι εσωτερικές ενότητες του λυρικού θέματος και του εξωτερικού ή της δομής είναι αλληλένδετες. Δεν είναι τυχαίο, επομένως, πως παντού στη συλλογή, από το εναρκτήριο μότο (credo quia absurdum est > το πιστεύω, γιατί είναι παράλογο), ελλοχεύει το παράδοξο και το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης και γραφής· στοιχεία που αφ’ ενός ενεργοποιούν το αίσθημα του τραγικού, αλλά και του παιγνιώδους και του ειρωνικού/αυτοσαρκαστικού και αφ’ ετέρου θεματοποιούν μορφολογικά τη ρητορική του αποσπασματικού, καθώς τα ακαριαία ως επί το πλείστον ποιήματα της συλλογής σηματοδοτούν το βίαιο πέρασμα από τη μια μορφή στην άλλη και ξεχωρίζουν για τον νεωτερικό προσανατολισμό, το όραμα και τη δυναμική διαλεκτική τους. Μπορούμε, επομένως, να συναντήσουμε στο βιβλίο μια ποικιλία ποιητικών προσεγγίσεων, αφού ο ποιητικός λόγος αντλεί τόσο από τη λυρική παράδοση, τον σουρεαλισμό και τον ποιητικό πειραματισμό όσο κι από τη ρητορική τάση της ποίησης, γεγονός που καταδεικνύει τον δημιουργικό διάλογο της ποιήτριας με τις Στιγμές του Κώστα Μόντη.

(περισσότερα…)