Στιχάκιας

Στιχάκιας, 0% (Alcohol Free)

*

Μην την αφήνεις τη ζωή να σε πηγαίνει
είναι βλαμμένη
Αν κάτι θες μην περιμένεις να σ’ το φέρει
–Πώς να το ξέρει;–

Αν κάτι θέλεις πρέπει να το κυνηγήσεις
για να την πείσεις
Και αν εκείνη να σου αρνείται επιμένει
(στο ’πα βλαμμένη)

εσύ δεν πρέπει επ’ ουδενί να πιάνεις πάτο
πας παρακάτω
Κι αν ό,τι ήθελες να πάρεις δεν το πήρες
παίρνεις δυο μπύρες (περισσότερα…)

Στιχάκιας, Τα γηρατειά έχουν ανάγκες…

*

Τα γηρατειά έχουν ανάγκες
κι εμείς που κάναμε τους μάγκες
κάπως κουλάραμε
Οι τσαμπουκάδες έχουν πέσει
(λένε ο γέρος άμα χέσει,
τη σκαπουλάραμε)

Ακούς; Θ’ αλλάζαμε τον κόσμο
Και τώρα; Τσάι μέντα-δυόσμο
(Καλή ανάσταση!)
Ας αναλάβουνε τα νιάτα
(να τα ’χαμε πανάθεμά τα)
την επανάσταση (περισσότερα…)

Στιχάκιας, Σάτιρες

*

Μέντιος

Δεμένος στο μαγγανοπήγαδο της θλίψης
γυρίζω γύρω, γύρω και πηγαίνω
χωρίς να ξέρω δίχως να καταλαβαίνω
το μέγεθος ή το βαθμό της σήψης

Στην πλάτη μου δυο ψάθινα καλάθια
και στο κεφάλι –πάλι– ψάθινο καπέλο
τα αυτιά μου εξέχουν και τα δυο (θέλω δε θέλω)
και τα ποδάρια μου ματώνουν απ’ τα αγκάθια

Και πάω πάντα μια πορεία γύρω, γύρω
φτάνω ή δε φτάνω –πια– δεν έχει σημασία
Τα χνώτα μου βρομοκοπούν απελπισία
αγκομαχώντας τον αγώνα μου το στείρο

Χρόνο ξεκλέβοντας καμιά φορά κοιμάμαι
όρθιος όμως μη με πάρουνε χαμπάρι
κι έρθουνε να μου κλέψουν το κριθάρι
Αυτό μονάχα. Τίποτα άλλο δε φοβάμαι

Και πάω πάλι… με το φως ή με σκοτάδι
(Πι ρο τετράγωνο του κόσμου το εμβαδόν)
Κι ας παραμένω κατά τύχη εδώ παρών
κι ας μην, στο κέντρο του, έχει ο κύκλος μου πηγάδι

~.~

Αχ!

Για κοίτα μικρή μου πώς κάνω στροφές
και πώς περπατώ στον αέρα
Σα χάρτινο φύλο του ανέμου οι ριπές
με πάνε μια δώθε μια πέρα….

Το χαίρομαι όμως, γελώ σα χαζός
αυτό το μια κάτω μια πάνω
Του κόσμου ο κόσμος πηγαίνει πεζός
μα εγώ ουρανό πάντα πιάνω

Και κοίτα πώς πάω σα χαρταετός
που εσύ –ναι εσύ!– κουμαντάρεις
Ματάκια που λάμπουν στη νύχτα σα φως
κανόνισε να… με στουκάρεις (περισσότερα…)

Γιάννης Μπελεσιώτης, Ὁ κύκλος τῶν (μεγάλων) χαμένων ποιητῶν καὶ ἄλλα ποιήματα

*

Ὁ κύκλος τῶν (μεγάλων) χαμένων ποιητῶν

Ὁ κύκλος τῶν μεγάλων χαμένων ποιητῶν
τὰ μέλη του ἀνακοίνωσε θ’ αὐξήσει
Τὸ ἔμαθα κι ἀμέσως τοὺς δήλωσα «παρὼν»
πρὶν μ’ ἄσχετους ἡ αἴθουσα γεμίσει

Ἀέρα τὰ μαλλιά μου φορᾶν ποιητικὸ
κι ἡ μούρη μου ἔχει πάρει μιὰ γκριμάτσα
(σὲ κάποιο ἀνθολόγιο τὴ βρῆκα σχολικὸ
μοῦ ἄρεσε, τὴν ἔβαλα γιὰ φάτσα)

Τὰ μάτια μου ἀπὸ τότε κοιτάζουν ἀπλανῆ
τὸ χέρι μου ἀγγίζει τὸ σαγόνι
μὲ τρόπο τέτοιο π’ ὅποιος μὲ δεῖ νὰ τοῦ φανεῖ
πὼς κάτι ὁ νοῦς μου ὑπέροχο σκαρώνει

Καὶ τό ’χω σιγουράκι – ὄχι νὰ παινευτῶ
τὴ θέση ὅμως τὴν ἔχω ἀγκαλιάσει
ἀρκεῖ μονάχα ἕνα τυχαῖο μου γραφτὸ
νὰ δείξει τὴ μεγάλη μου τὴν κλάση

Ὁ κύκλος ἔχει κλείσει κι ἀπέμεινα ἐκτός!
Στὴ θέα τοῦ καινούργιου δεδομένου
πικραίνομαι –δὲ λέω– γιατὶ εἶναι γεγονὸς
θὰ μ’ ἄρεσε ὁ τίτλος τοῦ χαμένου…

~.~ (περισσότερα…)

Στιχάκιας, Παλιό καλούπι

 

 

Παλιό καλούπι σ’ έβγαλε∙ το λες και καμαρώνεις
Σου μπόλιασαν την έπαρση μέσα στο DNA
Και τώρα που τα χρέη σου αρχίζεις να πληρώνεις
Λες «πότε μούτσοι γίναμε από καπεταναίοι…»

Τα ψιλοκουτσαβάκικα τους ψευτοτσαμπουκάδες
Τα ξέχασες και τα ’σβησες τώρα που ο κώλος σφίγγει
Κι εσύ που ’ξερες κι έτρωγες σαν τους καλοφαγάδες
Αυτή η μπουκιά σε ζόρισε κι έκατσε στο λαρύγγι

Θυμάσαι που πρωτόβαλες μακρύ το παντελόνι
Να πιάνεις με το χέρι και να σφίγγεις τον καβάλο
(Από μικρό σε ζόριζε η πολλή τεστοστερόνη
Και μες στη θέση του μυαλού σου ’βαλε κάτι άλλο)

Τώρα ψελλίζεις «απ’ εμού… ποτήριον… παρελθέτω»
Το είδωλο που έχτιζες έσπασε σαν το τζάμι
Αυλαία στην παράσταση, στο θέατρο λουκέτο
Και γράφει ο ισολογισμός: Όλη η ζωή χαράμι

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗΣ

 

 

Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα

65515571_1444041142402066_3754095317021097984_n

Απολογισμός

Βαδίσαμε ωραία! Όπως αρμόζει
το βάδισμα σε συνετούς ανθρώπους
κάναμε πού και πού τον καραγκιόζη
όμως κρατήσαμε ένα ήθος, κάποιους τρόπους…

Ψηλά κρατώντας πάντα το κεφάλι
σκοντάφταμε σε λάσπες… σε γκρεμούς…
πέφταμε… σηκωνόμασταν… χαλάλι…
Φτάνει που υπέροχα βαδίσαμε, το ακούς;

Τι κι αν στον δρόμο χάθηκε η πορεία;
Τι κι αν μας πρόδωσε η πυξίδα κατά βάθος;
Τι κι αν πουλήσαμε κι εμείς στα εμπορεία;
Να λες βαδίσαμε υπέροχα… με πάθος…

Μονάχα που… στο τέλειωμα του δρόμου
κάτι έχει μείνει να πονά… να αγκυλώνει…
Και στο ‘χα πει δεν είναι αυτό το νούμερό μου
πάλι στενό πήγες και πήρες παντελόνι.

~.~ (περισσότερα…)

Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα

luna park

*

Oh Captain my Captain!

Στέκεσαι αγέρωχος με βλέμμα ονειροπόλο
και νιώθεις το μπαλκόνι σα μια πλώρη
που ταξιδεύει και γυρνά τον κόσμο όλο
«Βίρα τις άγκυρες σαλπάρει το βαπόρι!»

Captain εσύ και πλήρωμα δυο πολυθρόνες
από μπαμπού, στον πρώτο όροφο –εκεί πάνω-
(Οι Κύκλωπες με Ray Ban και οι Λαιστρυγόνες
με τις Σειρήνες τραγουδάνε… Μητροπάνο)

«Captain my Captain» για πηδάλιο μια βρύση
και για πανί ανοίγει –αυτόματη– η τέντα
(Στον ήλιο δίνεις διαταγή να πάει να δύσει.
Μετά, μια fisherman στο στόμα –γεύση μέντα–)

Κι αρχίζεις να φωνάζεις. «Πάμε! Βίρα!
Έχουμε Πόλεμο!» Φωνάζεις… ολοένα
Αν δε σε ήξερα, θα ’λεγα φταίει η αλμύρα
πολύ φοβάμαι όμως πως φταίνε τα… ληγμένα!

~ . ~

(περισσότερα…)

Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα


Geza Farago reception 1910s

*

Φουρκέτα

Έχω ένα Πύργο στην άκρη της Πόλης
μέσα υπάρχουν στολές πανοπλίες
και μία φατσούλα εξώλης προώλης
που κάνει τα βράδια γκριμάτσες αστείες

Έρχονται εδώ οδοιπόροι τουρίστες
σε γκρουπ κι ορισμένοι συχνά κατά μόνας
χορεύουν τις νύχτες σε λούτρινες πίστες
ενώ τον καιρό του ετοιμάζει ο χειμώνας

Ποτά φαγητά μουσικές και κοκτέιλ
πολυέλαιοι φώτα χοροί αλά μπρατσέτα
στον κήπο μου τρέχουν ο Τσίπ με τον Ντέηλ
κι εγώ των μαλλιών σου κοιτώ τη φουρκέτα

Αχ τούτη η φουρκέτα δεν ξέρει τι κάνει
κρατάει φυλακή τα μακριά τα μαλλιά σου
κι εγώ που κοιτάζω σα να ‘μαι  χαϊβάνι
για κοίτα πώς τρέχω –τι χάρη!– κοντά σου

Πώς τρέχω κοντά σου με μια πιρουέτα
κρατώ –την καρδιά– μαξιλάρι εκεί πάνω
εκεί να καρφώσεις βαθιά τη φουρκέτα
να δω τα μαλλιά σου λυτά κι ας πεθάνω (περισσότερα…)

Στιχάκιας, Πέντε ποιήματα

Don_Quijote.png

Μπουρνάζι

Σε γνώρισα ένα βράδυ δακρυσμένο
(βροχή είχε αρχίσει)
Είχες παράνομα το αμάξι σταθμευμένο
και με είχες κλείσει

Άφησα post it στον υαλοκαθαριστήρα
νεύρα γεμάτο
μα όταν σε είδα έδειξα άλλο χαρακτήρα
πιο πιπεράτο

Γέλασα και σου είπα δεν πειράζει
θα περιμένω
Έτσι όπως έχει γίνει το Μπουρνάζι
καταλαβαίνω

Μου γέλασες κι εσύ πίσω απ’ το τζάμι
(κόπηκε η ανάσα)
Βρήκατε κίνηση καθόλου στο ποτάμι;
(ρίχνω την πάσα)

Δείχνεις διάθεση να συνεχίσεις την κουβέντα
(Τράβηξα άσσο!
Κοίτα να δεις που απόψε έχω ρέντα
μη με ματιάσω…)

Σκοπεύετε να βγείτε από το αμάξι;
(Θεέ μου ευφράδεια!)
Πριν απαντήσεις ήδη είχα αρπάξει
χωρίς καν άδεια

την πόρτα και τραβούσα σαν τανάλια
που είχε σφίξει
Δεν άνοιγε… Αν δε βγάλω την ασφάλεια
λες δε θ’ ανοίξει…

Α! Η ασφάλεια λέω αμήχανα λιγάκι…
Και κοκκινίζω
Βλέπεις εγώ οδηγάω μηχανάκι
Πού να γνωρίζω…

–Τι!!! Δεν είναι δικιά σου η SLK?
Σε άλλον ανήκει;
–Σε άλλον ασφαλώς. Εγώ έχω χρέη
Κι ούτε για… νοίκι…

Αααα λες εσύ απότομα με ύφος
σκοτεινιασμένο
και αφού το έπιασα το νόημα πως τζίφος
δεν επιμένω

Γυρίζω σπίτι. Βρέχει! Ματαιώθηκε
το όνειρο πως θα ’μαστε μαζί
Και το παπάκι σάμπως να πληγώθηκε
με άφησε στο δρόμο από μπουζί…

~ . ~ (περισσότερα…)

Το σατιρικό έργο του Γιάννη Μπελεσιώτη, αλλέως «Στιχάκια»

Στιχάκιας (Γιάννης Μπελεσιώτης)

Η παρακμή της σατιρικής ποίησης στην Ελλάδα ξεκίνησε με τον μοντερνισμό. Τίποτα δεν αντιστρατεύεται το πνεύμα της σάτιρας περισσότερο από το ιδεώδες της «καθαρής ποίησης» που μέσω του συμβολισμού σφράγισε και τους νεωτερικούς. Η σάτιρα είναι εξ ορισμού «ακάθαρτη», επικαιρική, βέβηλη και γειωμένη – πολύ μακριά από το αποσαρκωμένο ίνδαλμα της Ιδέας που λάτρεψαν οι poètes puristes. Επιπλέον, η μοντέρνα στροφή στον ελεύθερο στίχο στέρησε από τους σατιρικούς το σπουδαιότερο ίσως όπλο τους – τη διαβρωτική ομοιοκαταληξία.

Με πρώτα της δείγματα τα «μανουσοφασσικά» του Μανόλη Αναγνωστάκη και την Παρτούζα του Νίκου Φωκά, τα τελευταία χρόνια η σατιρική ποίηση έχει εντυπωσιακά ανακάμψει. Ποιητές όπως ο Γιώργος Κεντρωτής, ο Νίκος Παπαδόπουλος, ο Γιάννης Ευσταθιάδης, ο Μάριος Μαρκίδης, ο Ηλίας Λάγιος, ο Νάσος Βαγενάς, η Αριστέα Παπαλεξάνδρου κ.ά. έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα γραφής που ανανεώνουν κατά τρόπο γόνιμο το είδος. Σημαντική είναι η συμβολή μιας ομάδας νεώτερων που είτε πρωτοξεκίνησε να δημοσιεύει απευθείας στο διαδίκτυο είτε έχει και διατηρεί σ’ αυτό αξιόλογη παρουσία. Ο Δημήτρης Σολδάτος, ο Θεοδόσης Βολκώφ, η Σοφία Κολοτούρου και ο Στιχάκιας ανήκουν σ’ αυτήν.

Στο επικείμενο τρίτο τεύχος του το Νέο Πλανόδιον παρουσιάζει για πρώτη φορά εκτενώς «επί χάρτου» έναν από αυτούς τους ποιητές, τον Στιχάκια, κατά κόσμον Γιάννη Μπελεσιώτη. Ο Κώστας Κουτσουρέλης ανθολογεί το έργο του ενώ ο Γιώργος Πινακούλας το σχολιάζει στο επίμετρο.

Ρομαντικό δείπνο

Σε κοιτάζω στα μάτια και κλαίω
σ’ αγαπώ και σε θέλω πολύ
μια κουβέντα κακιά δε σου λέω
γιατί ξέρω αυτό σε ενοχλεί

Καθισμένοι κι οι δυο στο τραπέζι
ομορφούλα μου εσύ προκομμένη
με φατσούλα γλυκιά πετιμέζι
και κορμί που νεκρούς ανασταίνει

Με κεριά, πορσελάνινα πιάτα
με χεράκια λεπτά και δραστήρια
μού προσφέρεις εσύ τη σαλάτα
κι εγώ βάζω κρασί στα ποτήρια

Τι έχεις φτιάξει μικρή μου για μένα!
– η καρδιά μου ανοιγμένη βεντάλια –
τόσα πιάτα ωραία, στολισμένα
τα κοιτώ και μου τρέχουν τα σάλια

Σε κοιτάζω στα μάτια και κλαίω
Τρέχει η μύτη… Σου πιάνω το χέρι
σ’ αγαπώ και γι’ αυτό δε σου λέω
πως γαμάς το φαΐ στο πιπέρι