Οδύσσεια

Η χαρά στην Οδύσσεια του Καζαντζάκη

*

του ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Ι. ΤΖΑΝΟΥ

«Μερονυχτού γεμίζεις τη χαρά και γεμισμό δεν έχει!»
ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Οδύσσεια (Δ 948)

01| Αν και δεν θα ήταν στις προθέσεις του, ο Νίκος Καζαντζάκης (1883-1957) έγραψε την Οδύσειά του (1938)[1] σε μια γλώσσα που, μοιάζοντας κατά κάποιον τρόπο με το πρότυπό της, δεν μιλήθηκε, τουλάχιστον ως προς την έκταση του γλωσσικού πλούτου της. Η ανεξάντλητη δεξαμενή λέξεων της Οδύσειας έκανε, αυτομάτως, κάποιους διανοούμενους ή μη να φερθούν σαν τους μαθητές εκείνους που, αμήχανοι μπροστά στην άγνωστή τους αρχαία ελληνική γλώσσα, λοιδορούν τα κείμενά της. Προτού εκδοθεί η Οδύσσεια, το περιοδικό Νέα Εστία είχε δημοσιεύσει πλαστούς στίχους της ξαφνιάζοντας τον Καζαντζάκη: «Εγώ ποτέ δεν της έδωκα, πού τους βρήκε;» γράφει σε γράμμα του στον Παντελή Πρεβελάκη[2]. Όπως έδειξα σε παλαιότερη εργασία, ο φαρσέρ, που παραπλάνησε τον διευθυντή της Νέας Εστίας Γρηγόριο Ξενόπουλο, ήταν ο Γεράσιμος Γρηγόρης. Ο Καζαντζάκης έστειλε τον επόμενο χρόνο διευκρινιστικό γράμμα στο περιοδικό, αλλά ο πλαστογράφος δεν είχε ανακαλυφθεί· ο Ξενόπουλος αναρωτιόταν μήπως είναι ο Ναπολέων Λαπαθιώτης[3]. Αργότερα, στο πνεύμα της αμφισβήτησης του καζαντζακικού έργου, ο Δημήτρης Χατζής, μάλλον για λόγους που δεν έχουν να κάνουν αμιγώς με τη λογοτεχνία, αστειεύτηκε στο διήγημά του «Η διαθήκη του καθηγητή» με την περιβόητη «κρητική ματιά». Περιγράφοντας κάποιο πρόσωπο του διηγήματος, λέει: «Ήταν ένας κρητίκαρος ίσαμε το νταβάνι και – το ξέραν όλοι – δε χάριζε κάστανα σε κανέναν – η κρητική ματιά!…»[4].

Με σκοπό να υποβοηθήσει την έκδοση του έπους του, ο Καζαντζάκης συνέγραψε ένα κατατοπιστικό κείμενο με την υπόθεσή του. Αφού διασαφηνίσει ότι η δική του Οδύσσεια, αποτελούμενη από 33.333 δεκαεπτασύλλαβους στίχους, ξεκινά από εκεί όπου τελειώνει η Οδύσσεια του Ομήρου, γράφει για τις τέσσερις πρώτες ραψωδίες τα ακόλουθα:

«Ο Οδυσσέας, αφού σκότωσε τους μνηστήρες, πλαντούσε μέσα στο μικρό του νησί· δε χωρούσε πια στη γυναίκα, στο γιο, στους παλιούς θεούς του, στην πατρίδα, κι αποφάσισε να φύγει πάλι από την Ιθάκη και να επιχειρήσει το στερνό του, το αγύριστο ταξίδι.

»Διάλεξε λοιπόν μερικούς συντρόφους όπως τους πεθυμούσε: ψυχές γενναίες και λεύτερες, σώματα γερά, σκάρωσε καινούριο καράβι, πάντρεψε το γιο του με τη Ναυσικά για να του κάμουν εγγόνι να μη χαθεί η γενιά του, κι ένα πρωί έκαμε πανιά κι ανοίχτηκε στο πέλαο.

»Άρχισε το μέγα στερνό ταξίδι. Άραξε πρώτα-πρώτα στο λιμάνι της Σπάρτης, ανέβηκε στην ξακουσμένη πολιτεία, γλίτωσε τον παλιό του συμπολεμιστή Μενέλαο από την ανταρσία του λαού, έφαγε κι ήπιε και κουβέντιασε μαζί του, άρπαξε την Ελένη, που πλαντούσε κι αυτή μέσα στη νέα ασήμαντη καθημερινή ζωή, κι έφυγε μαζί της»[5]. (περισσότερα…)

Σκέψεις για την κατ’ εξοχήν επιστροφή

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Έχουν γραφτεί πολλά για τις σχέσεις λογοτεχνίας και κινηματογράφου. Έχει επισημανθεί η μετατροπή από το ένα σημειωτικό σύστημα στο άλλο (από τη γλώσσα στην εικονογραφική αφήγηση), η μεσολάβηση του σκηνοθέτη μεταξύ ιστορίας και θεατή, η αλλαγή του τρόπου επικοινωνίας («ψυχρή», «θερμή» ανάγνωση), η μεταβολή των πολιτισμικών και πολιτιστικών συμφραζομένων, η αλλαγή των συνθηκών πρόσληψης (μοναξιά του δωματίου/κοινωνικότητα της αίθουσας), οι κοινωνιολογικές ορίζουσες της εκάστοτε παραγωγής (εκδοτικό σύστημα, βιομηχανία του σινεμά), και διάφορα άλλα.

Με τη μεταφορά της ομηρικής Οδύσσειας όμως, όπως έγινε από τον Ουμπέρτο Παζολίνι, (Η επιστροφή), υπάρχουν κάποιοι ειδικοί συντελεστές. Καταρχάς δεν έχουμε μόνο ένα λογοτεχνικό έργο (αν η Οδύσσεια υπήρξε ποτέ τέτοιο) αλλά μιαν αφήγηση παραδειγματικής και παροιμιώδους αξίας. Καθότι η Οδύσσεια, όπως διαδόθηκε σε οικουμενική κλίμακα και διά μέσου των αιώνων, συνιστά την κατ’ εξοχήν επιστροφή, μήτρα και μέτρο όλων των επιγενόμενων επιστροφών. Πώς να αντιπαραβληθεί λοιπόν μια σύγχρονη κινηματογραφική ταινία με ένα τέτοιο ακαταμάχητα αυθεντικό πρότυπο;

*

τοὔνεκ’ ἄρ’ ἀλλοειδέα φαινέσκετο πάντα ἄνακτι,
ἀτραπιτοί τε διηνεκέες λιμένες τε πάνορμοι
πέτραι τ’ ἠλίβατοι καὶ δένδρεα τηλεθάοντα
[Για αυτό όλα και του φάνηκαν παράξενα του βασιλιά,
φιδίσιοι ατραποί, απάνεμα λιμάνια,
βράχια απότομα και δέντρα φουντωτά]

Τι κάνει αυτόν τον νόστο να έχει τα κρίσιμα και συμπυκνωτικά στοιχεία του μύθου; Είναι μια επιστροφή μετά από είκοσι χρόνια: με βάση το προσδόκιμο ζωής της εποχής εκείνης δεν είναι και λίγα· η επιστροφή γίνεται μετά από έναν σκληρό πόλεμο και τη διάπραξη πολλών εγκλημάτων εκ μέρους των νικητών Ελλήνων· ύστερα επίσης από μια πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της κλειστής αρχαϊκής κοινωνίας ναυτική περιπέτεια, που δίνει και τον παραμυθιακό χαρακτήρα στο έπος· η επιστροφή γίνεται σε μια πατρίδα όπου εκ πρώτης όψεως, και με λίγη υπερβολή, κανείς δεν αναγνωρίζει κανέναν, άρα δύσκολα αναγνωρίζει και τον ίδιο του τον εαυτό, στη σχεσιακή κυρίως ταυτότητά του ως μέλους μιας πυρηνικής οικογένειας. Η επιστροφή, επιπλέον, έχει έναν προ-λογικό, ενστικτώδη χαρακτήρα, πρβλ. τη σκηνή της αναγνώρισης του Οδυσσέα από τον σκύλο Άργο. Και βέβαια, είναι μια επιστροφή που συνιστά όχι το τέλος αλλά το τέταρτο μέρος της οδυσσειακής περιπέτειας (η Μνηστηροφονία δηλαδή, ύστερα από την Τηλεμάχεια, τη Σχερία [Καλυψώ] και τους Απολόγους [Φαίακες]), και βέβαια φέρει το βάρος μιας τεράστιας ενοχής: της απώλειας των συντρόφων, της διάψευσης του φιλέταιρου Οδυσσέα. (περισσότερα…)

Άλλες Οδύσσειες

*

Ι. Πάνω σ’ ένα ξένο Άσμα

Ξεκινήσαμε τα ξημερώματα
ή μάλλον στα τρίσβαθα της νύχτας
κι ο ήλιος –μεσημέρι καθώς ήταν–
καψάλιζε τις πλάτες. Και λίγο λίγο
κοκκίνησαν τα δέρματα και μοιάζαμε
με τους δαρμένους δούλους
που αφήσαμε ξοπίσω.

Κάποια στιγμή για ν’ αποδιώξουμε τη θλίψη
σκεφτήκαμε να πούμε τι θα κάναμε
όταν γυρίζαμε στα σπίτια – τι ελπίζαμε
να ξαναγεννηθούμε.

Κι ο πρώτος είπε ας φτάσουμε και βλέπω,
ο δεύτερος νοστάλγησε τον πόλεμο
καθώς μέσα του είχε αλλάξει
κι ο τρίτος, εγώ εκείνος δηλαδή,
ευχήθηκα ν’ αναπαυθώ στον θρόνο. (περισσότερα…)

Η καζαντζακική Οδύσσεια στη γλώσσα του Δάντη (2/2)

Δεν είναι συνηθισμένο πράγμα η ενθουσιώδης υποδοχή στο εξωτερικό ενός έργου της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως η έκδοση της καζαντζακικής Οδύσσειας μεταφρασμένης στα ιταλικά από τον Νικόλα Κροτσέττι (Nikos Kazantzakis, Odissea, Introduzione e traduzione di Nicola Crocetti, Crocetti Editore, Νοέμβριος 2020) έτυχε τέτοιας, τόσο από την κριτική της γειτονικής χώρας όσο και από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το μικρό αφιέρωμα του Νέου Πλανόδιου στο εκδοτικό αυτό γεγονός αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο, που αναρτήθηκε στις 4.2., η Μαρία Φραγκούλη κατέγραψε την απήχηση της κυκλοφορίας της Odissea και μετέφρασε ενδεικτικά το κριτικό σημείωμα με το οποίο την δεξιώθηκε η εφημερίδα Repubblica. Στο παρόν δεύτερο, ο μεταφραστής Νικόλα Κροτσέττι συζητά με τον Κώστα Κουτσουρέλη για το μεγάλο του εγχείρημα. 

 

~ . ~ (περισσότερα…)

Η καζαντζακική Οδύσσεια στη γλώσσα του Δάντη (1/2)

Δεν είναι συνηθισμένο πράγμα η ενθουσιώδης υποδοχή στο εξωτερικό ενός έργου της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Όμως η πρόσφατη έκδοση της καζαντζακικής Οδύσσειας μεταφρασμένης στα ιταλικά από τον Νικόλα Κροτσέττι (Nikos Kazantzakis, Odissea, Introduzione e traduzione di Nicola Crocetti, Crocetti Editore, Νοέμβριος 2020) έτυχε τέτοιας, τόσο από την κριτική της γειτονικής χώρας όσο και από το ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το μικρό αφιέρωμα του Νέου Πλανόδιου στο εκδοτικό αυτό γεγονός αποτελείται από δύο μέρη. Στο παρόν πρώτο, η Μαρία Φραγκούλη καταγράφει την απήχηση της κυκλοφορίας της Odissea και μεταφράζει ενδεικτικά το κριτικό σημείωμα με το οποίο την δεξιώθηκε η εφημερίδα Repubblica. Στο δεύτερο, ο μεταφραστής Νικόλα Κροτσέττι συζητά με τον Κώστα Κουτσουρέλη για το μεγάλο του εγχείρημα.    

 

(περισσότερα…)

Η «Μελανθώ» του κ. Χρίστου Δάλκου από φιλολογικής απόψεως κρινομένη

του ΝΕΑΡΧΟΥ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ[1]

Καίτοι ἀπὸ μακροῦ τὸ «λάλον ὕδωρ» τῆς φιλολογίας «ἀπέσβετο» μᾶλλον εἰς τὸν τόπον μας, ὑπάρχουν ἐν τούτοις εἰσέτι ἀσθενεῖς φωναί, ἀποπειρώμεναι τὴν συνέχισιν μακρᾶς πνευματικῆς παραδόσεως. Εἰς τὴν χορείαν τοιούτων φωνῶν θὰ ἐπεθύμουν νὰ καταλέξω καὶ τὸ πόνημα τοῦ κ. Χρίστου Δάλκου «Μελανθώ», καίτοι προδήλως λογοτεχνικῶν προθέσεων, εἰκάζων ὅτι ὁ συγγραφεύς, διστάζων νὰ παρουσιάσῃ τὰς ἐξόχως αἱρετικάς του θεωρίας ὑπὸ τύπον φιλολογικῆς πραγματείας, προετίμησεν τὴν ὁδὸν τῆς, ἂς μοὶ ἐπιτραπῇ νὰ εἴπω, «δημιουργικῆς φαντασιώσεως».

Ὁ ὑποφαινόμενος ἀνήκω εἰς γενεὰν ἡ ὁποία ἐσυνήθισε νὰ λέγῃ τὰ «σῦκα σῦκα καὶ τὴν σκάφην σκάφην», ὡς ἐκ τούτου θὰ παρακάμψω τὸ λογοτεχνικὸν τέχνασμα καὶ θὰ κρίνω τὸ πόνημα ὡς πραγματείαν φιλολογικήν, ἀποσκοποῦσαν νὰ εἰσαγάγῃ καινὰ δαιμόνια εἰς τὰς ὁμηρικὰς σπουδάς, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον, ὡς ἔδειξεν καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ πρώτου διδάξαντος Σωκράτους, δὲν εἶναι ἐκ προοιμίου καταδικαστέον.

Προτοῦ εἰσέλθω εἰς τὸ κύριον ἀντικείμενον τῆς κρίσεώς μου, ὀλίγα τινὰ περὶ τῆς γλώσσης τοῦ συγγραφέως: Ὀρθῶς ἀκολουθεῖ τὸ σύστημα τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, τὸ ὁποῖον εἰς τὸν τόπον μας ὑφίσταται ἐπὶ τριακονταπενταετίαν τοὐλάχιστον ἀνηλεῆ διωγμόν, διαπράττει ὅμως τὸ σφᾶλμα νὰ ὀβελίζῃ τὴν βαρεῖαν, Κύριος οἶδεν ἀπὸ ποίου νεωτερίζοντος πνεύματος ἑνὸς ἐλαχίστου γλωσσικοῦ «προοδευτισμοῦ» ὁρμώμενος. Ὡσαύτως καταδικαστέαι κρίνονται μικραί τινες ἀποκλίσεις ἀπὸ τῆς ὀρθῆς συντάξεως καὶ ἐκφράσεως οἷον «εἰκόνες ἀμύθητης ἀξίας καὶ παλαιότητας», ὅπου διὰ πρώτην, καὶ μοναδικήν, εὔχομαι, φορὰν εὑρισκόμεθα πρὸ «ἀμυθήτου παλαιότητος». (περισσότερα…)