Άλλες Οδύσσειες

*

Ι. Πάνω σ’ ένα ξένο Άσμα

Ξεκινήσαμε τα ξημερώματα
ή μάλλον στα τρίσβαθα της νύχτας
κι ο ήλιος –μεσημέρι καθώς ήταν–
καψάλιζε τις πλάτες. Και λίγο λίγο
κοκκίνησαν τα δέρματα και μοιάζαμε
με τους δαρμένους δούλους
που αφήσαμε ξοπίσω.

Κάποια στιγμή για ν’ αποδιώξουμε τη θλίψη
σκεφτήκαμε να πούμε τι θα κάναμε
όταν γυρίζαμε στα σπίτια – τι ελπίζαμε
να ξαναγεννηθούμε.

Κι ο πρώτος είπε ας φτάσουμε και βλέπω,
ο δεύτερος νοστάλγησε τον πόλεμο
καθώς μέσα του είχε αλλάξει
κι ο τρίτος, εγώ εκείνος δηλαδή,
ευχήθηκα ν’ αναπαυθώ στον θρόνο.
Όλοι τότε επαίνεσαν ναι ναι το ίδιο
και για μας και τότε γέλασα
τι όλα μεσοπέλαγα μάταια δειχθήκαν –

πόλεμος σκόνη και χρυσάφι
παιδιά μανάδες σκλάβοι
κι ακόμα χαμηλότερα εμείς
ήρωες πριν στον πόλεμο
μα τώρα πλέον άκαιροι, αφού πρώτοι απ’ όλους
τους εαυτούς μας προσπερνάμε.
Λοιπόν ο τέταρτος ο πιο πιστός
συνταίριαξε τις λέξεις σε τραγούδι·
όλοι μαζί θα λέγαμε
«στον θρόνο μάνα μου στον θρόνο»
επάνω απ’ τα άκαμπτα κουπιά μας.
Μα τότε ακούστηκε φωνή θεού
και δίδασκε στα περιττά κορμιά μας:

Πολέμα· όταν βρεθείς στην εσχατιά
Πολέμα· μη περιμένεις τα πουλιά
τον δρόμο να σου δείξουν Πολέμα
κι αν όλα αποτύχουν, τότε πια…

Σαν τον τρελό μονόλογο μετά το φονικό
τα θεία λόγια ξέπεσαν σε τούτο τον ρυθμό:
«ε τότε πια… στον θρόνο μάνα μου στον θρόνο»·
και τρόμαξα μην ο θεός της θάλασσας θυμώσει
μα με τον βλάσφημο σκοπό πια κόντευε να φέξει
κι αν ήξερα τη γλώσσα μου θα πρόσθετα μια λέξη:
…ας έχεις αποτύχει… Νόστος.

~.~

ΙΙ. Κέντρων από την Οδύσεια Α του Νίκου Καζαντζάκη

Παράργησες να γεννηθείς, καιροί βαριοί πλακώσαν.
Παραπληθύναν οι νεκροί και θα σε ρίξουν κάτω·
στην πολυπλάνητη φυγή, στο ατέρμονο ταξίδι
με λύσσα σε πολέμησαν κι η θάλασσα κι ο αέρας.
Πίκρες, χαρές· κινδύνεψες πολλές φορές να χάσεις.
Μη μου βαρυγκομάς, θα ’ρθούν με τη σειρά τους όλα.
Στα δόντια κράτα την ψυχή πεισματικά σαν κρέας.

Γλυκιά ανοιξιάτικη βραδιά, τα αστέρια κρεμαστήκαν
στο γαλαζόμαυρο ουρανό κι έτσι δροσάτα τρέμαν
σαν τους ανθούς της μυγδαλιάς στο απόσπερο αεράκι.
Ακούς απ’ τα χοντρά κλαριά να στάζει αργά η ρετσίνα.
Εσύ δεξά κι αυτή ζερβά και το νησί στη μέση.
Χαμογελώντας ξάπλωσε στα μυρισμένα χόρτα,
ανάγειρε απαλά στη γη και φώναξε τον ύπνο
(κι ήρθε ο θεός πανάλαφρος, χνουδάτος και την πήρε).

Καλό είναι τούτο το κορμί να σου βυζάξει αγόρια.
Κάπου ψηλά στον ουρανό, στο φύσημα του αγέρα,
μαδούσαν τώρα κι έπεφταν τα αστέρια στο σκοτάδι·
ποιος τρέχει, πίνει κι αγαπά καλύτερα από σένα;
Μα ένας σκοπός θαλασσινός σπαρτάρισε άθελά του
μέσα στ’ αδρά μουστάκια σου και στα ψαρά σου γένια.
Δεν θες να μάχεσαι θεούς μα αν το ’φερνε η κατάρα
στήθος με στήθος πάλευες τον μέγα ποντοκράτη.

Σαν γλάρος έκατσε λοιπόν στο αφρογαλάζο κύμα.
Θαρρώ πολύ πως βιάζεται να σκίσει τα πελάγη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ

~.~

Σημειώσεις
Πάνω σ’ ένα ξένο Άσμα: Συνομιλώ με το πρώτο Canto του Έζρα Πάουντ.
Κέντρων: Ποιητικό είδος γνωστό στην ύστερη αρχαιότητα και το πρώιμο Βυζάντιο. Ο ποιητής ερανίζεται στίχους από μια άλλη σύνθεση (συνήθως τα έπη του Ομήρου) και τους συνταιριάζει πρωτότυπα, και με ελαφρές παρεμβάσεις, σε ένα καινούργιο ποίημα, που έχει δικό του νόημα.
Η αλληλουχία των στίχων από το Α της Οδύσειας του Νίκου Καζαντζάκη έχει ως ακολούθως: 288 / 686 / 1112 / 1113 / 1114 / 277 / 310 / 301 / 302 / 303 / 388 / 428 / 966 / 967 / 968 / 333 / 346 / 347 / 451 / 820 / 821 / 614 / 615 / 1378 / 259. Έχουν γίνει μερικές παρεμβάσεις. Η πιο σημαντική είναι η μετατροπή του ιαμβικού δεκαεπτασύλλαβου σε δεκαπεντασύλλαβο, με όσες αλλαγές στη διατύπωση συνεπάγεται κάτι τέτοιο.

~.~

*