νεώτερη Ελλάδα

Τὸ νῆμα ποὺ δὲν κόπηκε

*

Ἀπὸ τὸν Θεοφύλακτο Σιμοκάττη ὤς τὸν πατριάρχη Νικηφόρο Α΄ μεσολαβεῖ ἑνάμισης αἰῶνας ἱστοριογραφικῆς σιωπῆς. Τὴ δεκαετία τοῦ 630 εἰκάζεται ὅτι συνέγραψε τὸ πόνημά του ὁ Σιμοκάττης, ἐνῷ ἡ Ἱστορία σύντομος τοῦ δεύτερου θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἔργο ὁλοκληρωμένο πρὸ τοῦ 780. Ὅπως ὁ Ξενοφῶν ξεκινάει τὰ Ἑλληνικά του ἀπὸ τὸ 411 π.Χ., ἀπὸ ἐκεῖ δηλαδὴ ὅπου, τοῖς Ἅδου ρήμασι πειθόμενος, ἐγκαταλείπει τὴν Ξυγγραφή του ὁ Θουκυδίδης, ἔτσι καὶ ὁ, νεαρὸς τότε, Νικηφόρος παραλαμβάνει τὴ σκυτάλη στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ποὺ τὴν ἀφήνει ὁ Θεοφύλακτος: τὸ ἔτος 602, χρονιὰ τῆς τελευτῆς τοῦ βασιλέως Μαυρικίου, γιὰ νὰ τὴν κουβαλήσει μὲ τὴ σειρά του ὤς τὸ κοντινό του 769. Ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὸν συνηλικιώτη του Θεοφάνη τὸν Ὁμολογητή, ποὺ θὰ γράψει ὡστόσο τρεῖς δεκαετίες ἀργότερα, ὁ Νικηφόρος εἶναι ἡ κυριότερη πηγή μας γιὰ τοὺς λεγόμενους «σκοτεινοὺς αἰῶνες» τοῦ Βυζαντίου, τοὺς φτωχοὺς σὲ γραπτὲς μαρτυρίες καὶ σημαδεμένους βαθιὰ ἀπὸ τὴν εἰκονομαχικὴ ἔριδα.

Στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς σιωπῆς εἶναι τὸ μόνο. Ἀπὸ τὸν Ἐκαταῖο τὸν Μιλήσιο καὶ τοὺς Ἴωνες χρονογράφους ὣς τὸν Πολύβιο καὶ τὴν Ἄννα Κομνηνὴ καὶ ἀπ’ αὐτοὺς ὣς τὶς μέρες μας, ἡ συνέχεια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἐπίγνωση τῆς συνέχειας καὶ τῆς διαδοχῆς, εἶναι ἐντυπωσιακή. Ἀκόμη καὶ τοὺς αἰῶνες μετὰ τὸ 1453, ὅταν τὰ ἑλληνικὰ γράμματα πέφτουν σὲ βαθιὰ ὕφεση καὶ οἱ λόγιοι ἀναζητοῦν καταφύγιο στὴν Εὐρώπη, καταπὼς ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ οἱ νεοπλατωνικοὶ τῶν Ἀθηνῶν στὴν Περσία, τὰ ἱστορικοῦ ἐνδιαφέροντος κείμενα δὲν ἐξέλιπαν. Ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς Ἅλωσης ὤς ἐκείνους τοῦ 19ου αἰῶνα ποὺ ξαναδίνουν στὴν ἑλληνικὴ ἱστοριογραφία ἕνα ὕψος κλασσικό, τὸ διάστημα καλύπτεται ἀπὸ μιὰ πληθώρα ἱστοριογραφικῶν μαρτυριῶν, χρονογραφικοῦ ἐπιπέδου καὶ ὕφους συνήθως, ἀλλὰ ὄχι γι’ αὐτὸ λιγότερο πολύτιμων.

Ἂν τὸ Χρονικὸν τοῦ Γεωργίου Σφραντζῆ ἐκτείνεται ὤς τὸ ἔτος 1477, ὁ Χρονογράφος του Ψευδο-Δωροθέου φτάνει ὤς τὸ 1579, ἡ Νέα Σύνοψις τοῦ Ματθαίου Κιγάλα ὤς τὸ 1637, ἡ Ἐπιτομὴ τῆς ἱεροκοσμικῆς ἱστορίας του Νεκταρίου τοῦ Κρητὸς ὣς τὸ 1677 κ.ο.κ. Συγγράμματα ὅπως ὁ Χρονογράφος καὶ ἡ Ἐπιτομὴ ἀνατυπώθηκαν ἐπανειλημμένα καί, συμπληρωμένα κάποτε, συνέχισαν νὰ ἐπανεκδίδονται ὣς τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰῶνα. (περισσότερα…)

Η μοναρχία στην Ελλάδα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Η συμπλήρωση πενήντα χρόνων αβασίλευτης δημοκρατίας, μετά την οριστική ως φαίνεται λύση του πολιτειακού ζητήματος, επιτρέπει πλέον μια νηφάλια αποτίμηση της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα, στο πεδίο της ιστορικής πράξης και ως προς τα κοινωνικά της θεμέλια, πέραν των θεωρητικών απόψεων για τον θεσμό ή τη λαϊκή του απήχηση. Απήχηση που, όπως το αδιάβλητο (τουλάχιστον σε σχέση με όσα προηγήθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα: 1924, 1935, 1946, 1973) δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 κατέδειξε, παρέμεινε υψηλή (σχεδόν 31%) παρά την πληθώρα πολιτικών λαθών και τις εθνικές κρίσεις που επανειλημμένα προκάλεσαν οι αποφάσεις της δυναστείας η οποία υπήρξε ο φορέας του θεσμού.

Ένα από τα μεγαλύτερα ατυχήματα της νεότερης ελληνικής Ιστορίας αποτέλεσε ίσως η έλλειψη εθνικής δυναστείας, την εποχή που σε όλη την Ευρώπη η μορφή αυτού του πολιτεύματος εθεωρείτο αυτονόητη αρχή νομιμότητας. Μια έλλειψη η οποία υπήρξε απότοκος της γενικής καταστροφής της ελληνόφωνης ηγέτιδας τάξης, συνεπεία της διάλυσης της ανατολικής χριστιανορωμαϊκής αυτοκρατορίας, πριν αυτή εξελιχθεί φυσιολογικά, όπως συνέβη στη Δύση, προς τα νεώτερα εθνικά κράτη. Η τουρκοκρατία δεν απορφάνισε το υπόδουλο γένος μόνο από τη φυσική του αριστοκρατία ή τις προϋποθέσεις συγκρότησης εθνικής αστικής τάξης (όπως θα διαφανεί αργότερα), αλλά και από τη νόμιμη διαδοχή. Οι δύο αδελφοί και τυπικοί διάδοχοι του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου αποδείχθηκαν ανάξιοι των ιστορικών τους καθηκόντων, εκχωρώντας ο ένας στη Δύση και ο άλλος στον Σουλτάνο τα δικαιώματά τους, προκειμένου να παρατείνουν με κάποιαν άνεση τη θλιβερή ύπαρξή τους, θεωρώντας άνευ περιεχομένου την ιδέα της θυσίας, η οποία σφράγισε τη ζωή και τη δράση του αδελφού τους.

Όταν, μετά από αιώνες, έφτασε η ώρα της Επανάστασης και της Παλιγγενεσίας, οι λαϊκοί θρύλοι που ενίσχυαν το φρόνημα αντίστασης των Ελλήνων κατά την τουρκοκρατία, δεν είχαν σαφή αναφορά σε έναν υποψήφιο βασιλέα. Η δημοκρατική ιδέα άλλωστε ήταν κυρίαρχη στις διακηρύξεις αλλά και την ιδεολογία όλων των επαναστατών- πολιτικών, στρατιωτικών ή διανοουμένων. Δύο δυνητικοί υποψήφιοι για το Θρόνο, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης και ο Ιωάννης Καποδίστριας, ήταν αδύνατο (όπως αποδείχθηκε) να γίνουν αποδεκτοί από τους επαναστάτες και εξέλιπαν πρόωρα. Ο πρώτος στα κελιά της Αυστροουγγαρίας (ενώ η Φιλική Εταιρία είχε εξοβελιστεί από κάθε αναφορά της επαναστατικής ηγεσίας) και ο δεύτερος από ελληνικά χέρια, και μάλιστα (τι ειρωνεία) από χέρια τα οποία είλκυαν την καταγωγή τους από το μετέπειτα «κάστρο» της μοναρχίας στη νεότερη Ελλάδα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Προς Οδησσό, αλλά επί ματαίω» 2

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον δημοσιεύει σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Για τις προηγούμενες αναρτήσεις του έργου, ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Δεύτερο
ΠΡΟΣ ΟΔΗΣΣΟ, ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ 

2.

Φάγαμε κάνα σαραντάλεπτο στο καφενείο – στην αρχή είχα να αντιμετωπίσω τις οκτάβες του Κίνναμου. Έχει δυνατή φωνή ο Κίνναμος: διδάσκει σε λύκειο. Σε κουράζει όμως να κοιτάς δεξιά αριστερά, πάνω από τους ώμους σου, λες κι όλοι έχουν στήσει αυτί για τις μαλακίες που θα πεις. Παρόλα αυτά: το τραπέζι μας δεν άργησε να μετατραπεί  σε κέντρο διερχομένων. Ποδαρικό έκανε ένας ταξιτζής – αυτός άνοιξε τον χορό. Άρπαξε το μαντήλι απ’ το χέρι του Κίνναμου και μπήκε μπροστά: Παιδιά, είπε, ακούστε τι έπαθα φέτος το Πάσχα. Με παίρνει τηλέφωνο ένας παππούς, Μεγάλη Τετάρτη ήταν, ή Μεγάλη Πέμπτη. Μεσημέρι. Να τον πάω στον Βόλο. Στο Βελεστίνο είσαι; του λέω. Στον Θαύλιο Δία, μου λέει. Καλά, έρχομαι σε δυο λεπτά, του είπα. Και πήγα. Ήταν στην είσοδο, πάνω στον δρόμο. Και είχε μια τσάντα, ένα σακ βουαγιάζ. Μπες, του λέω. Καλοντυμένος ο τραγόγερος, Όταν κάθισε και ξεκινήσαμε, μου ήρθε μυρωδιά θυμιατού. Τι έκανε; σκεφτόμουν, κάνας τρελός θα ’ναι, είπα από μέσα μου. Από εδώ είσαι; τον ρώτησα. Δεν θυμάμαι τι είπε, δεν μιλήσαμε πολύ. Όταν φτάσαμε, του λέω τριάντα ευρώ, βγάζει και μου δίνει δυο εικοσάρικα και μου λέει ότι είμαστε εντάξει, τον ευχαρίστησα και τον άφησα να περάσει απέναντι. Βρωμοκοπούσε το αυτοκίνητο άφτερ σέιβ. Τέλος πάντων, πήγα να κάνω κάτι δουλειές μετά, μιας και ήμουν στον Βόλο, και ξεκίνησα να γυρίσω. Δεν περνάω μία  από το μνημείο; σκέφτηκα, είχα περιέργεια να δω τι είχε κάνει ο παππούς. Και πήγα. Ξέρετε τι είδα; Σε μια μεγάλη πέτρα ο κωλόγερος είχε απλώσει τρία ψάρια ωμά, μεγάλα, λαβράκια ήταν, παραδίπλα κάτι λουλούδια κι ένα κυπελλάκι που έκαιγε θυμίαμα. Ρε τον πούστη, έκανα τον σταυρό μου και έφυγα, φοβήθηκα. Μάγια ήταν.

Προσφορά ήταν, είπε ο Κίνναμος, ο γέρος πρέπει να ήταν δωδεκαθεϊστής. Τρελός όσο κι εσύ δηλαδή, που πιστεύεις σε μάγια και φλιτζάνια.

«Ρε άλλο να σου το λέω, κι άλλο να το δεις», είπε ο ταξιτζής, «πάνω μου τα έκανα».

Γύρω στα τριάντα είναι ο ταξιτζής. Τον ρωτάμε αν έχει πάει στα Φάρσαλα από το Μικρό Περιβολάκι, πώς είναι ο δρόμος, αν έχει ανηφόρες  κ.λπ. Έχω να πάω πελάτη στα Φάρσαλα από τότε που ο Γιωργάκης μάς έφερε γαμπρό το ΔΝΤ, είπε ο ταξιτζής. Τον Τέγο να ρωτήσεις, είπε, και μου έδειξε έναν γκριζομάλλη που κατέβαινε σαν ρομπότ τα σκαλιά καμακώνοντάς τα με την ψιλοστραβή του γκλίτσα. Είχε φορτηγό αυτός. Μπάρμπα-Τέγο, για έλα να πεις κάτι στα παιδιά, είπε και σηκώθηκε να βγάλει το πορτοφόλι του. Άσ’ το, είπα στον ταξιτζή, κερασμένο το τσιπουράκι. (Το ζήλεψα το τσιπουράκι. Έκανα νόημα στον Κίνναμο ότι θα πιούμε στον γυρισμό.) Τι φορτηγό είχες κυρ-Τέγο; ρώτησα τον ψαρομάλλη άντρα. Ένα μικρό Βόλβο, φρούτα κουβαλούσα, είπε ο Τέγος. Τριάντα χρόνια έκανε εμπόριο ο Τέγος, είπε ο ταξιτζής. Μπράβο, είπα εγώ. Θέλουμε να πάμε μέχρι τα Φάρσαλα, είπε ο Κίνναμος, αλλά να μην ψοφήσουμε κιόλας. Τι να κάνετε στα Φάρσαλα; ρώτησε ο Τέγος. Πιο πριν από τα Φάρσαλα θέλουμε να πάμε, υπήρχε μια πόλη εκεί κάποτε, στα αρχαία χρόνια, αποκρίθηκα. Δεν θυμάμαι τίποτα, είπε ο Τέγος. Δεν έχω δει ερείπια. Ο ταξιτζής πέταξε ένα «γεια χαρά παιδιά» και πήγε να την αράξει στο ταξί. Πάντως, είπε ο Τέγος, μακριά είναι. Σκυλιά έχει; ρώτησε ο Κίνναμος. Γέλασε ο Τέγος. Ε, κι άμα βρείτε από κανένα, ήσυχο θα’ ναι, δεν θα σας π’ράξ’. Έκανε λίγο πιο πίσω την καρέκλα του γιατί τον χτυπούσε ο ήλιος. Εσύ παντρεμένος στο Βελεστίνο δεν είσαι; με ρώτησε. Τον ήξερα τον πεθερό σου – Θεός σχωρέστον. Καλός άνθρωπος ήταν. Τον είχα πάρει μια φορά με του φορτηγό, είχε κάτι δουλειές στα Φάρσαλα. Μου έτυχε και κάτι τρελό μια φορά, είπε ο Τέγος. Δεν είχε ξημερώσει, είχα φύγει εδώ κατά τις τέσσερις, περνώ το Μικρό Περιβολάκι και συνεχίζω για Αγιά Τριάδα, σε ένα σημείο βλέπω τσακάλια μπροστά μου. Περνούσαν τον δρόμο, όλη η φαμίλια των τσακαλιών. Σταμάτησα και τα κοιτούσα. Πρέπει να πέρασαν πάνω από τριάντα τσακάλια. Πέρασαν τον δρόμο και εξαφανίστηκαν. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Προς Οδησσό, αλλά επί ματαίω» 1

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον δημοσιεύει σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Για τις δύο πρώτες αναρτήσεις του έργου, ο αναγνώστης παραπέμπεται εδώ.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Δεύτερο
ΠΡΟΣ ΟΔΗΣΣΟ, ΑΛΛΑ ΕΠΙ ΜΑΤΑΙΩ 

1.

Το ποδήλατό μου το αγόρασα πριν από δυο εβδομάδες από τον Βόλο, είναι ένα ποδήλατο πόλης, μονοτάχυτο και με νίκελ τιμόνι, λιτό, αέρινο, και με όμορφο ρετρό φανάρι. Ο Κίνναμος έχει το παλιό Raleigh του συγχωρεμένου πατέρα του. Το ποδήλατο ήταν παρατημένο στην αυλή, σκούριαζε, σάπιζε. Μια πρωία ο Κίνναμος αποφάσισε να το αναστήσει Έκανε το εξής: το έδωσε για ανακατασκευή σε έναν άψογο και υπομονετικό μάστορα, ο οποίος γυάλισε τα αλουμίνια,  έτριψε τη σέλα και την πότισε χημικά, για να μαλακώσει το δέρμα, έβαλε λαμπερούς καθρέφτες και πέταξε την παλιά σκουριασμένη σχάρα, έβαψε τον σκελετό, τα φτερά και το πηρούνι με μια βαφή στο γκρίζο του ταλαιπωρημένου δολλαρίου, και τέλος έστησε το δημιούργημά του, τον δίτροχο Λάζαρο, δίπλα από την είσοδο σαν κράχτη της μαστοροσύνης του. Φυσικά η συγκίνηση του Κίνναμου, όταν είδε το σαράβαλο αναστημένο,  ήταν για τον πατέρα του, που δεν ζει πια: τον φαντάστηκε νέο, ένα ηλιόλουστο πρωί στο κέντρο της Λάρισας, πενήντα χρόνια πριν, να βγαίνει από ένα ποδηλατάδικο που δεν υπάρχει πια, να καβαλάει το Raleigh και να εξαφανίζεται στις γειτονιές της πόλης. Ω, κάνουμε στάση στον ναό του Θαυλίου Διός, έχουμε βγει από το Βελεστίνο.  Βγάζω από την τσάντα το θερμός με τον καφέ, σκουπίζω τις πευκοβελόνες από το παγκάκι και το βλέμμα μου χάνεται στα κτήματα, στα ερείπια, στον λόφο Μπακάλη. Ελληνικός χωρίς καϊμάκι δεν πίνεται, το ίδιο πιστεύει και ο Κίνναμος, ποτίζω, αηδιασμένος, τις δάφνες με το νεροζούμι και προτείνω στον φίλο μου αλλαγή πλεύσης: να μεταφέρουμε το στρατηγείο μας στο πλησιέστερο καφενείο: στο αμέσως επόμενο χωριό.

Πότε έγιναν οι ανασκαφές εδώ; ρωτάει ο Κίνναμος, χαϊδεύοντας με το βλέμμα του τα κομμάτια του θριγκού, τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, κατά μήκος του διαδρόμου, τα επιβλητικά μέρη του επιστύλιου και τον γκριζωπό σπόνδυλο ενός δωρικού κίονα. Η καημένη αρχαιολογική υπηρεσία μας δεν είχε λεφτά το 1920, απάντησα, μια μίζερη ζητιάνα ήταν, ως εκ τούτου όλα έγιναν με τη βοήθεια των Γάλλων. Α χα, έκανε ο Κίνναμος. Ποιος ξέρει, γύρισα και είπα, ο παππούς μου ήταν παιδί τότε, έντεκα χρονών. Και σκέφτηκα ένα τσούρμο παιδιά, ξυπόλητα, παιδιά του χωριού, αγόρια: Έχουν μαζευτεί μπουλούκι στα υψώματα και χαζεύουν τους θησαυρούς που είχε φέρει στο φως η σκαπάνη:  ένα γυάλινο περιδέραιο, ένα μελαμβαφές αγγείο, ενώτια από χρυσό και ασήμι. Ο Κίνναμος έχει κάνει λίγο πιο κει, τι είναι εδώ, λέει, κι άλλος ναός; Κοίτα πίσω σου, είπα, έχει κιόσκι ενημέρωσης. Ο Κίνναμος θέλει να μείνουμε κι άλλο, του αρέσει στον ναό, είναι πολύ όμορφο το σημείο, μέσα στα πεύκα. Αλλά εγώ χρειάζομαι καφέ. Και βγαίνουμε να πάρουμε τα ποδήλατά μας. Η ώρα έχει πάει έντεκα και δέκα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» 2

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινήσαμε πριν από δύο εβδομάδες με την αρχή του Πρώτου Μέρους. Σήμερα, η συνέχεια και η ολοκλήρωσή του.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [2/2]

Παρά την υπερβολή τους, οι σελίδες που προηγήθηκαν περιγράφουν τα πράγματα με σχεδόν συγκινητική ακρίβεια. Θέλω δηλαδή να πω ότι αυτό ήταν το κλίμα, αυτή ήταν η κατάσταση όταν με τον φίλο μου τον Κίνναμο πήραμε την απόφαση να γράψουμε ένα μυθιστόρημα για το ’21. Κι αρχίσαμε να λέμε: αυτή θα είναι μια ιστορία άπεφθης βίας. Σκεφτόμασταν να αναμίξουμε φουστανέλλες, καριοφίλια, τη γλώσσα των κλέφτικων τραγουδιών και των απομνημονευμάτων με τα κλασικά τοτέμ της steampunk μυθοπλασίας, δηλαδή ατμομηχανές, brass goggles και αναχρονιστικά αερόπλοια – σε περίπτωση μάλιστα καλλιτεχνικής αποτυχίας θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι γράφουμε σάτιρα, κάτι σαν εξωφρενική διασκευή της Γκόλφως με τη μέθοδο (ή καλύτερα τη μη-μέθοδο) του Χάινερ Μύλλερ, ιδού μάλιστα η περίληψη του πρώτου κεφαλαίου: 1876, Αταλάντη,  η λησταρχίνα Φλώρα Παμπάνη, ο εραστής της Στέργιος Καρατάσος και το πρωτοπαλίκαρό τους, ο Φώτος Λίβανος, έχουν στήσει τα ατμοκίνητα ανεμόπτερά τους, τους πηγάσους τους, στον κορμό μιας ακακίας. Μεσημέρι, λιακάδα, άνοιξη, δυο μεγάλες σαύρες, περασμένες σουβλάκι σε σκουριασμένο χαρμπί ξεροψήνονται στις πέτρες. Ο Φώτος Λίβανος στρίβει τα στροφάλια της λύρας που έχει στα χέρια του, χώνει το δάχτυλό του στα μαθιά κι ύστερα πιάνει το τοξάρι, τσιμπάει τη χοντρή χορδή, τη βουργάρα, και ο ήχος που βγαίνει είναι σαν από τα ρουθούνια ενός λεβέντη που σιναχώθηκε. Ο Στέργιος κόβει φέτες παστουρμά με το μαχαίρι και προσφέρει στη λησταρχίνα, μα η Φλώρα δεν θέλει να δοκιμάσει, το στομάχι της έχει ανακατευτεί. Πάντως έκαναν γερή μπάζα χθες: με το σκοτάδι να έχει απλώσει τα κρόσια του πάνω από τις στέγες της Ουράνιας Λαμίας, ο οργανοποιός Ντογάν μπέης καληνυχτίζει τον δούλο του και βγαίνει από το εργαστήριο – έξω οι εργάτες ανάβουν τους φανούς του φωταερίου. Στρώνει ο δούλος σε μια γωνιά, σκεπάζεται, γυρίζει από την άλλη γιατί τον ενοχλεί το φως. Η υγρασία έχει κάνει τον γύψινο τοίχο να μοιάζει με χούφτα άμμου στον αέρα. Άκου, ψιθυρίζει στο αυτί του δούλου μια γυναικεία φωνή, ο δούλος ανοίγει τα μάτια τρομοκρατημένος. Ποιος είσαι; ψιθυρίζει.  Άκου, επαναλαμβάνει η φωνή, ο Θεός είναι μέγας και ελεήμων και δίκαιος, μάρτυς το μαχαίρι που  λαχταρώ να σου μπήξω στην κοιλιά. Θα κάνουμε τη δουλειά μας ήσυχα και θα φύγουμε, χωρίς αίματα, εκτός αν  θες η νύχτα τούτη να είναι η τελευταία σου – πες μου, το θες; Όχι, τραύλισε ο δούλος, τι θα κάνετε; Δεν θα τα πάρουμε όλα, του ψιθύρισε η γυναικεία φωνή, σου αρκεί αυτό; Κούνησε το κεφάλι ο δούλος, η Φλωρού είπε μπράβο και στράφηκε στους δικούς της. Σήκωσαν τους κεμεντζέδες και τις κρητικές λύρες, όλες σκαλιστές στο χέρι, πήραν και τα κανονάκια, ντυμένα και τα δυο με φίλντισι, τους ζουρνάδες και τη βαριά ατμοκίνητη πριονοκορδέλα, τα ούτια, τα μαντολίνα και τα λαούτα. Έφυγαν, κι ούτε νυχτοπούλι δεν τους είδε. Η Φλωρού έκανε δώρο στον Φώτο μια βροντολύρα, τη λύρα που έχει στα χέρια του αυτή τη στιγμή. Ο κλεπταποδόχος τους έσταξε τον παρά και οι ληστές γύρισαν στη λοκάντα για ύπνο. Το πρωί χωρίστηκαν.  Η Φλώρα έφυγε με μουλάρι, οι άλλοι δυο δεν ξέρω πώς, και συναντήθηκαν στο Μαρτίνο την ώρα του φαγητού, πέταξαν τα ευρωπαϊκά κουστούμια, φόρεσαν τις φουστανέλες και καβάλησαν τους πηγάσους τους για να πάνε εκεί όπου τους πρωτοσυναντήσαμε – εκεί είναι τώρα. Πουλιά πετούν στα κλαδιά και παίζουν, ενώ πίσω απ’ τα βουνά οι χωμάτινοι ρύποι ενός εργοστασίου διασπούν την ελαφρώς κίτρινη και αιματώδη ατμόσφαιρα. (περισσότερα…)

Δημήτρης Καρακίτσος, Οθωμανικό ζέπελιν, «Σαν λιοντάρια» 1

*

Δυο φίλοι, ο οικονομολόγος Ιωάννης Κίνναμος και ο αρχαιολόγος Νικήτας Ακομινάτος, φίλοι από το πανεπιστήμιο, ξεκινούν με τη φιλοδοξία να γράψουν το καλύτερο νεοελληνικό μυθιστόρημα. Θέμα του βιβλίου τους, το οποίο έχει τον τίτλο Οθωμανικό ζέπελιν, είναι η Επανάσταση του 1821, δοσμένη όμως με στοιχεία steampunk μυθοπλασίας, όπου ο μοντερνισμός και τα ελληνικά του 19ου αιώνα δεν προσπαθούν ειμή να καθρεφτίσουν το πρόσωπο της Ελλάδας: που η μία όψη του αναπολεί την Ανατολή και η άλλη κοιτά ζηλόφθονα τη Δύση. Παρά τον ενθουσιασμό τους και την πίστη στις δυνάμεις τους, οι δυο φίλοι έχουν να λύσουν μια δύσκολη εξίσωση: τις αντίθετες πολιτικές τους απόψεις. Άραγε μπορεί, υπό αυτές τις συνθήκες, να προκύψει μια ενιαία σύνθεση;

~ . ~

Στο πνεύμα της κλεινής παράδοσης της λογοτεχνικής επιφυλλίδας, των πολυσέλιδων πεζογραφικών έργων δηλαδή που, ιδίως τον 19ο αιώνα, πρωτοέβλεπαν το φως της δημοσιότητας τμηματικά στον ημερήσιο τύπο, το Νέο Πλανόδιον θα δημοσιεύσει τους προσεχείς μήνες σε συνέχειες ολόκληρο το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Καρακίτσου Οθωμανικό ζέπελιν. Ξεκινάμε σήμερα με την αρχή του Πρώτου Μέρους.

~.~

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ

ΟΘΩΜΑΝΙΚΟ  ΖΕΠΕΛΙΝ

Μέρος Πρώτο
ΣΑΝ ΛΙΟΝΤΑΡΙΑ  [1/2] 

Αυτή την πόλη δεν την ξέρω καλά, ούτε τη συμπαθώ. Κι όσο περιμένω τον καλό μου φίλο Ιωάννη Κίνναμο σκέφτομαι: τι κρίμα που δεν έχει καμπάνες η λογοτεχνία, αγγέλους και ιερείς, ένα ευρύ και ταπεινό εκκλησίασμα που θα νηστεύει και θα γιορτάζει, θα παρακολουθεί μαθήματα αγάπης, θα οργανώνει  εκδρομές σε μοναστήρια στους γκρεμούς και θα περιμένει με χαρά τη χαρμολύπη μιας ανάλογης Σαρακοστής. Κι ακόμα: όπως τη Μεγάλη Παρασκευή όπου το χωριό, σύσσωμο, ακολουθεί την περιφορά του επιταφίου, ο καθένας με το κερί του, κι όλες οι αυλές είναι φωτισμένες και οι πασχαλιές μοσχοβολούν, γιατί να μη συγχρονίζονται όλοι ευλαβικά, σε παρέες ή κατά μόνας,  για την παρουσίαση ενός βιβλίου ή για μια ανέσπερη, έστω, ποιητική βραδιά;  Παρατηρώ τα παιδιά απέναντι, στο περίπτερο μπροστά, που έχουν παρατήσει τα ποδήλατά τους ξάπλα και αγοράζουν αυτοκόλλητα – τα κοιτάζω λες και είναι αυτά που θα μου δώσουν την απάντηση. Παρατηρώ τις κυρίες που περνούν, μάλλον μάνα και κόρη, με σακούλες στα χέρια  από το σούπερ μάρκετ. Κοιτώ την κοπέλα στη γωνία, ίσιο σώμα, πεταχτό στήθος, καθώς διέρχεται με τα χέρια στις τσέπες του παλτού της, και στα αυτιά ακουστικά. Η εντύπωση που αποκομίζω, ότι δηλαδή τίποτα δεν είναι πιο άχρηστο για αυτούς από τη λογοτεχνία, με φέρνει αντιμέτωπο με μια πιο δύσκολη υπόθεση:  άραγε ποιος φταίει γι’ αυτό; Η πολιτεία; Οι λογοτέχνες; Τα σχολεία; Ο αγώνας για τον επιούσιο;  Και τότε μια φωνή σφυρίζει στην πλάτη μου: Νικήτα, φωνάζει ο Κίνναμος –  γυρίζω να τον δω. Ο ολύμπιος φίλος μου Ιωάννης Κίνναμος, με κασκόλ, καφέ σακάκι κοτλέ κι ένα χαμόγελο σαν του επαίτη που του ’πες καλημέρα. Χαίρομαι που τον συναντώ, μήνες έχουμε να ιδωθούμε. Αγκαλιαζόμαστε, τον σκουντώ, του λέω ότι ψήλωσε κι εκείνος γελάει. Άρχισες τις μαλακίες, μουρμουρίζει, έχεις ώρα που περιμένεις; Πάμε και θα τα πούμε, αποκρίνομαι. Αργήσαμε, λέει ο Κίνναμος, πάμε να φύγουμε. Και ξεκινάμε για το βιβλιοπωλείο. Σαν δυο έφηβοι που αποφάσισαν να κάνουν κοπάνα. (περισσότερα…)

Μελαγχολικός λαός

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Επιλογή και επιμέλεια: Αγγελική Καραθανάση

Το παρακάτω δυσεύρετο κείμενο του Γιώργη Μανουσάκη είναι μία από τις πενήντα τρεις επιφυλλίδες που ο ποιητής έγραψε κάτω από τον υπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ» για την εφημερίδα Κῆρυξ των Χανίων· 21 Μαΐου του 1961, σε ηλικία 28 ετών, δημοσίευσε την πρώτη με τον μεταφορικό τίτλο «Μποτίλιες στο πέλαγος» και 4 Ιουλίου του 1965 την τελευταία οπότε, όπως ο ίδιος έλεγε, διέκοψε τη συνεργασία του με την εν λόγῳ εφημερίδα, λόγω των «Ιουλιανών», δηλαδή της «Αποστασίας» του ιδιοκτήτη  της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η επιφυλλίδα της ανάρτησης δημοσιεύτηκε την Κυριακή 16 Ιουλίου 1961.

~.~

Μιὰ ξένη, φίλη τῆς πατρίδας μας καὶ τῆς λογοτεχνίας μας, εἶχε κάμει κάποτε γιὰ τούτη τὴ δεύτερη τὴν παρακάτω παρατήρηση σ’ ἕνα γνωστὸ πνευματικὸ ἄνθρωπο τοῦ τόπου μας: «Ἡ νεοελληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ζοφερή, ἀπαισιόδοξη. Σπάνια ν’ ἀνακαλύψεις σ’ αὐτὴν μιὰ ἀχτίνα ἀπὸ φῶς. Μιὰ κι ἡ τέχνη ἑνὸς λαοῦ εἶν’ ὁ καθρέφτης τῆς ψυχῆς του, πρέπει, λοιπόν, νὰ ὑποθέσομε πὼς οἱ Ἕλληνες εἶναι στὸ βάθος ἕνας λαὸς μελαγχολικός;».

Ἡ παρατήρηση τῆς ξένης δὲν εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια. Πραγματικὰ στὴ λογοτεχνία μας κυριαρχοῦνε τὰ σκοῦρα χρώματα. Κι ἂν ἀναφέρομε τὴν πεζογραφία καὶ τὴν ποίηση ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ πνευματικὰ ἐξελιγμένους ἀνθρώπους, ἀπὸ τεχνίτες τοῦ λόγου καὶ πᾶμε στὸ πηγαῖο ἀνάβλυσμα τῆς λαϊκῆς ψυχῆς, στὸ δημοτικὸ τραγούδι, ἡ διαφορὰ θά ’ναι μεγάλη. Δὲν εἶναι μόνο τὰ τραγούδια ποὺ ἀναφέρουνται σὲ τραγικὲς ἱστορικὲς περιπέτειες τοῦ ἔθνους, σὰν τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης ἢ τὶς λογῆς ἐπαναστάσεις ἢ τὰ βάσανα τῆς σκλαβιᾶς. Ἕνα μεγάλο μέρος ἀπὸ τὰ λυρικὰ δημοτικὰ στιχουργήματα ἔχουνε σχέση μὲ τὴν ξενιτειά, τὸ θάνατο ἢ εἶναι μοιρολόγια τραγουδημένα στὸ χαμὸ κάποιου ἀγαπημένου προσώπου. Κι ὅλες σχεδὸν οἱ «παραλλαγές», τὰ μεγαλύτερα τραγούδια, τὰ ἀφηγηματικὰ καὶ δραματικά, καθὼς τὸ γνωστὸ «Γεφύρι τῆς Ἄρτας», διηγοῦνται μιὰ τραγικὴ ἱστορία. Μὰ κι ὅταν ἀκόμη οἱ στίχοι, τὸ νόημα τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ εἶναι χαρούμενο καὶ τότε ἡ μουσική του θά ’χει μιὰ ἀνάλαφρη μελαγχολία, ἕνα κατακάθι πόνου, σὰν ὁ λαϊκὸς τραγουδιστὴς νὰ μὴ μπορεῖ μήτε στὶς πιὸ εὐτυχισμένες στιγμές του νὰ λυτρωθεῖ ἀπὸ ἕναν ἴσκιο ποὺ πέφτει ἀπάνω του. Σὰ νὰ μὴ μπορεῖ ποτὲ ν’ ἀγγίξει ὁλοκληρωτικὰ τὴ χαρά. (περισσότερα…)

Ἄντονυ Χίρστ, Πλατεία Κλαυθμῶνος καὶ ἄλλα ποιήματα

*

Μετάφραση ΕΙΡΗΝΗ ΛΟΥΛΑΚΑΚΗ-ΜΟΥΡ

Γιὰ τὸν ἐκδότη, ἑλληνιστὴ καὶ ποιητὴ Anthony Hirst βλ. τὸ εἰσαγωγικὸ κείμενο τῆς μεταφράστριας.

~.~

Πλατεία Κλαυθμῶνος, Ἀθήνα

25η Μαρτίου 2001

Βρίσκομαι ἐδῶ γιὰ νὰ φωτογραφίσω τὴν προτομὴ τοῦ Βλάση Γαβριηλίδη,
τοῦ δημοσιογράφου «ποὺ ἔγραφε μὲ σεβασμὸ πρὸς τὸν ἀναγνώστη»,
ἀλλὰ ποὺ τώρα ὑποφέρει ἀπὸ τὴν ἀσέβεια ἐκείνων
ποὺ εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι ποτέ δὲν τὸν διάβασαν
καὶ ποὺ πιθανὸν δὲν ἔχουν ἰδέα τοῦ ποιὸς ἦταν.
Τὸ μάρμαρό του καλυμμένο μὲ γκράφιτι σὲ δύο γλῶσσες.
Παιδιά προσπάθησαν νὰ προσθέσουν χρῶμα στὰ μαρμάρινα χαρακτηριστικά του.
Τὸ μουστάκι καὶ τὰ φρύδια του εἶναι τώρα καφέ-πορτοκαλί.
Σκοῦρο μπλὲ ἔχει καλύψει τὰ μάτια του γύρω καὶ μέσα.

Σήμερα εἶναι ἡ Ἐθνικὴ Ἑορτή, ἡ ἐπέτειος
τῆς ἔναρξης τοῦ Ἀπελευθερωτικοῦ Ἀγώνα. Ἡ ἡμερομηνία
πειράχτηκε λιγάκι γιὰ νὰ συμπέσει μὲ τὸν Εὐαγγελισμό…
Ἡ γέννηση τοῦ ἑλληνικοῦ Ἔθνους καὶ ἡ γέννηση τοῦ Χριστοῦ –
ἕνας ἰσχυρὸς μέχρι σήμερα συσχετισμός.
(Ποιὰ ἡ πιθανότητα εἰρήνης ὅταν ο Θεὸς
ἔχει τόσους ἐκλεκτοὺς λαούς;)

Εἶναι ἡ μέρα γιὰ στρατιωτικὲς παρελάσεις,
ὁ φτερωτὸς Ἀρχάγγελος ἔχοντας δώσει τὴ θέση του στὰ πολεμικὰ ἀεροσκάφη
και νἄμαστε ἐδῶ στὴν τροχιὰ πτήσης. Ὁμάδες τῶν τεσσάρων,
σὲ σχηματισμούς, ξυρίζουν τὶς ταράτσες τῶν ψηλότερων κτιρίων,
ὠχρὲς κοιλιὲς σὰν στῆθος περιστεριοῦ, νύχια μαζεμένα,
καὶ ὅπλα θηλυκωμένα κάτω ἀπ᾽ τὰ φτερά τους. Κάθε φορὰ ποὺ ἔρχονται
τὰ περιστέρια τῆς πλατείας στὰ δέντρα καὶ στὶς ἄκρες
ἀπ᾽ τὶς στέγες πετάγονται στὸν ἀέρα κατὰ ἑκατοντάδες. Μόλις ποὺ
προλαβαίνουν νὰ κάνουν τὸν κύκλο καὶ νὰ ξανακάτσουν στὶς κορυφὲς
πρὶν ἔρθουν τὰ ἐπόμενα τέσσερα, κι ὁ πανικὸς ξαναρχίζει.

Ὁ Γαβριηλίδης δὲν διέδωσε ἀκριβῶς τὸν Εὐαγγελισμὸ
καθότι ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς τὸ ἔκανε αὐτό, ἀλλὰ ἡ Ἀκρόπολις,
ἡ ἐφημερίδα του, τόλμησε νὰ δημοσιεύσει τὸν Ματθαῖο
στὴ δημοτική, τὴν σύγχρονη «Γλῶσσα τοῦ Λαοῦ»,
γεννώντας τὰ Εὐαγγελικὰ (ἕναν αἰώνα πρὶν σὰν σήμερα)
καί, τὴν μέρα τῆς Σύναξης τῶν Ταξιαρχῶν, Μιχαήλ
καὶ Γαβριὴλ ( Ἄγγελου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ),
ὅταν ἀστυνομία, στρατός καὶ ἄτομα ἀγνώστων στοιχείων
στὰ ἐπάνω παράθυρα τοῦ Ὑπουργείου Οἰκονομικῶν ἄνοιξαν πῦρ,
ἄφησαν ὀχτώ ἄνδρες νεκρούς, κι ἄλλους ἑξήντα τραυματίες.
Παρ᾽ ὅλ᾽αὐτὰ εἶναι ὁ Ματθαῖος ἐκεῖνος ποὺ μιλάει
γιὰ τὴν Σφαγὴ τῶν Ἀθώων,
ἀλλὰ πού, ἄν κάποιος ἦταν ἀθῶος ἐκείνη τὴν ἡμέρα τοῦ Νοέμβρη
δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο ζήτημα ν᾽ ἀποφανθεῖ κανείς. (περισσότερα…)