Νίκος Γκάτσος

Πρωτομαγιά 1944

*

Πρωτομαγιά
με το σουγιά
χαράξαν το φεγγίτη
και μια βραδιά
σαν τα θεριά
σε πήραν απ’ το σπίτι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια να περνά και το φονιά
γύρευα χρόνια μες στον κόσμο να τον βρω
μα περπατούσε με το χάρο στο πλευρό.

Νυν και αεί
μες στη ζωή
σε είχα αραξοβόλι
μα μιαν αυγή
στη μαύρη γη
σε σώριασε το βόλι.

Κι ένα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
είδα το μπόγια το ληστή και το φονιά
του ’ χανε δέσει στο λαιμό του μια τριχιά
και του πατάγαν το κεφάλι σαν οχιά.

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ

~.~

*

 

*

*

*

 

«Κι ύστερα σου λένε: Άγιοι Τόποι…»

*

Απηχήσεις της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης
σε δύο τραγούδια της δεκαετίας του 1970

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

H πρόσφατη ανάφλεξη στην περιοχή της Γάζας –που, όπως όλα δυστυχώς δείχνουν, δεν πρόκειται να είναι η τελευταία– έρχεται κι επικάθεται πάνω σε μια σειρά συγκρούσεων που μετρά πια οκτώ δεκαετίες, έχοντας καταστεί μια διαρκής πληγή στον τόσο πονεμένο από την κυριαρχία του βιομηχανικού και σύγχρονου πολέμου πλανήτη μας. Ένα εβραϊκό κράτος απολυταρχικά κατασταλτικό με λογικές απαρχάιντ προς την παλαιστινιακή κοινότητα, ακραίες ισλαμιστικές ομάδες με τρομοκρατική δράση που τα χρόνια προβλήματα και η έλλειψη λύσεων εξέθρεψαν, καθώς και ριζοσπάστες του αραβικού χώρου και των γύρω περιοχών που καιροφυλακτούν κι αρνούνται ακόμα και την ίδια την κρατική υπόσταση του Ισραήλ και του λαού του δημιουργούν ένα πολύ προβληματικό ψηφιδωτό, όπου ο διαχωρισμός σε «μαύρο» και «άσπρο», όπως και οι κάθε λογής εύκολες λύσεις και αποφάνσεις, αποκλείονται εκ προοιμίου.

Ταξιδεύοντας μισό αιώνα πριν, θα ανιχνεύσουμε σήμερα τις απηχήσεις της ισραηλινοπαλαιστινιακής σύγκρουσης σε δύο κοινωνικοπολιτικά τραγούδια της πρώιμης (και ριζοσπαστικής) ελληνικής Μεταπολίτευσης, τοποθετώντας τα στα δεδομένα της εποχής τους, αλλά και προβληματιζόμενοι, παράλληλα, διότι 50 σχεδόν χρόνια αργότερα σχεδόν τίποτα δεν φαίνεται να έχει αλλάξει προς το καλύτερο στην ευρύτερη γειτονιά της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, με τον «Πόλεμο των Έξι Ημερών» και τη μεταγενέστερη σύγκρουση του Γιομ Κιπούρ να έχουν διαμορφώσει νέα εδαφικά τετελεσμένα, η σύγκρουση φαινόταν να παίρνει ευρύτερες περιφερειακές διαστάσεις, με συμμετοχή και του Λιβάνου, καθώς και με συχνές τρομοκρατικές επιθέσεις και αεροπειρατείες (ορισμένες εξ αυτών και στον ελλαδικό χώρο). Η στιχουργία της πρώιμης Μεταπολίτευσης στην Ελλάδα, φορέας ενός ιδιαίτερου ριζοσπαστισμού που η επτάχρονη δικτατορία είχε φιμώσει κι εκφράστηκε εντέλει δευτερογενώς και (μοιραία) άκρως μαχητικά και διεκδικητικά, δεν θα απεμπολήσει το διεθνιστικό στοιχείο, πάντα με πρόσημο αντιιμπεριαλιστικό και με συχνή ταύτιση των όσων περιστατικών εξετάζει με τα πάθη του ελληνικού λαού (και του κυπριακού που είχε νωπή την εθνική του τραγωδία) εξαιτίας των επεμβάσεων των λεγόμενων «μεγάλων» δυνάμεων.

Τούτου δοθέντος, ίσως μας παραξενέψει το γεγονός ότι για την ισραηλινοπαλαιστινιακή σύγκρουση θα γίνει λόγος σε δύο τραγούδια κοινωνικού μεν προσήμου, αλλά συγκριτικά χαμηλότερων τόνων, από δύο στιχουργούς διαφορετικού μεν βεληνεκούς, οι οποίοι εκφράζονται, ωστόσο, με ψυχραιμία και με δευτερογενή απόσταση από τα γεγονότα, εντάσσοντάς τα οργανικά μέσα σε ένα ευρύτερο πλέγμα παθών και συμφορών. Εξετάζοντας συγκριτικά το «Δαιμόνιο» του Νίκου Γκάτσου και το «Κλείσ’ το ραδιόφωνο» του Γιώργου Κανελλόπουλου, διαπιστώνουμε, αρχικά, την απειροελάχιστη απήχησή τους, δεδομένων, μάλιστα, των εξαιρετικά δημοφιλών λοιπών συντελεστών τους (Λ. Κηλαηδόνης και Γ. Χατζηνάσιος στις μελοποιήσεις, Μ. Μητσιάς και Β. Μοσχολιού στις ερμηνείες αντίστοιχα). Η μηδαμινή τους επιτυχία εξηγείται κατά την άποψή μας ακριβώς από το γεγονός ότι επιλέγουν να τοποθετηθούν με πιο χαμηλούς τόνους και με ψυχραιμία σε μια περίοδο όπου η γενικευμένη συνθηματολογία και οι εύκολες λαϊκιστικές κραυγές φαίνονταν να πριμοδοτούνται κατά κόρον, σε μια περίοδο όπου μια προτροπή ενός στιχουργού στον ακροατή να «πιάσει το τουφέκι» θα εκτιμάτο παραπάνω συγκριτικά με μια αντίστοιχη συμβουλή να σκεφτεί συνθετικά ή να αποστρέψει το πρόσωπό του από τα γεγονότα. (περισσότερα…)

Desmond O’Grady, «Νίκος Γκάτσος»

*

Μετάφραση-Επίμετρο
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~ . ~ 

 

ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
1914-1992 *

Φθάνω, πάω στο ξενοδοχείο,
πάντα τηλεφωνώ στο 815069.
Πάντα απαντά η αδελφή σου, που ποτέ
δεν συνάντησα. Συναντιόμαστε εσύ κι εγώ
πάντα στου Φλόκα, στη γωνία, στις δύο μ.μ.

Κομψός και περιποιημένος εσύ, άψογος,
φοράς γραβάτα, πάντα, όση
ζέστη κι αν έχει έξω. Εγώ στην αρχή
έμοιαζα με Ιρλανδό
που τράβαγε ανατολικά, αργότερα,
ύστερα απ’ την Πάρο, τον ήλιο,
τη θάλασσα, τα καράβια, μοιάζω
με Κέλτη που τραβάει δυτικά.

«Αγαπητέ μου Ντέσμοντ», χαιρετάς.
«Πώς είσαι Νίκο;»
Παραγγέλνουμε κρασί, νερό.
«Πήρες το γράμμα μου;» Εγώ. Παύση. (περισσότερα…)