Μαρία Τζιαούρη Χίλμερ

Η τάτσα και η σπουρτόλοη

*

Η τάτσα

«Εν τάτσα, κυρία, τούντο πράμαν μες στο κείμενον». Εθώρουν τον τζ̆ι έν επίστευκα στ’ αφκιά μου. «Εν πελλάρες τούντα πράματα που μας λαλείτε. Τζ̆αι τούντο σημαδούιν εν τάτσα, όπως τζ̆αι πολλά άλλα. Άμαν στάξει το παγωτόν πά’ στο παντελόνιν σου, τατσώννει σού το∙ άμαν παουρίζει ο τζ̆ύρης σου ούλλη μέρα τζ̆αι φκαίννεις να παίξεις με τους φίλους σου μες στον δρόμον τζ̆ι ακούουν ούλλοι τες παουρκές του, γίνεσαι η τάτσα της γειτονιάς∙ που επήα στο χωρκόν μας στα κατεχόμενα, εθώρουν τάτσες παντού: πά’ στα σπίθκια τζ̆αι τες εκκλησ̆ιές που τες σ̆σ̆ιπεθκιές τζ̆αι τες πόμπες∙ τούτη η κρεατοελιά που ’χω πά’ στην μούττην μου εν που γεννησιμιού μου –άδε τάτσαν πά’ στην φάτσαν μου!– τζ̆αι καμιά κορούα έν με θέλει∙ που επήεν τζ̆ι επαντρεύτην ο παππούς μου τζ̆είνην την Φιλιππινέζαν, ετάτσωσεν το σόιν μας. Τωρά εκατάλαβες, κυρία; Όι άνω τελεία∙ τάτσα».


τάτσα, η: λεκές∙ στίγμα
παουρίζω: ουρλιάζω
σ̆σ̆ιπεθκιά, η: πυροβολισμός

(περισσότερα…)

Πάστα Ντίβα και άλλες ιστορίες

*

Πάστα Ντίβα

Τρελαινόταν για γλυκά. «Από τον ουρανίσκο στον έβδομο ουρανό», έλεγε στους συναδέλφους της, όταν στα καμαρίνια έτρωγε με λαιμαργία τις πάστες, που με περισσή προσοχή έβγαζε από το κουτί του γλυκοπωλείου που είχε στη τσάντα της. Λυρική σοπράνο με μεγάλη καριέρα σε όλα τα λυρικά θέατρα της χώρας. Κλίμακες, τρίλιες, ατελείωτες μελωδίες των Ιταλών συνθετών της όπερας ήταν για εκείνη a piece of cake. Δεν φοβόταν ούτε τις ψηλές νότες, ούτε τους δύσκολους ρόλους, ούτε τη ζάχαρη. «Όταν μπαίνεις στη μάχη, δεν πρέπει να περιμένεις το χειρότερο», είχε πει στην τελευταία συνέντευξη που έδωσε στο Μιλάνο. Μια βδομάδα μετά την συνέντευξη, την βρήκαν νεκρή στο καμαρίνι της. Δίπλα της βρέθηκε μια μισοφαγωμένη σοκολατίνα.

~.~

(περισσότερα…)