Ιαπωνία

«Όταν λέμε Χιροσίμα»: Η ποιήτρια Σαντάκο Κουριχάρα (1913-2005)

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ

«Η ποίηση και η λογοτεχνία με θέμα την ατομική βόμβα γράφτηκαν από συγγραφείς, ποιητές κι ανώνυμους ανθρώπους που έζησαν την εμπειρία του να μένεις άναυδος, να στέκεσαι μουδιασμένος μπροστά στην εμπειρία μαζικών θανάτων – γράφτηκαν, επειδή, δεν είχαμε την επιλογή να σωπάσουμε»
ΣΑΝΤΑΚΟ ΚΟΥΡΙΧΑΡΑ (1913-2005)

Η Σαντάκο Ντόι γεννήθηκε το 1913 στη Χιροσίμα, δευτερότοκη κόρη μιας αγροτικής οικογένειας. Δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα σε τοπική εφημερίδα το 1930. Στα δεκαοκτώ της, γνώρισε τον Τανταΐτσι Κουριχάρα, με τον οποίο θα περνούσε τα επόμενα πενήντα χρόνια της ζωής της. Παντρεύτηκαν κρυφά, καθώς ο Κουριχάρα ήταν ανεπιθύμητος από την πατρική της οικογένεια, λόγω των αριστερών πολιτικών του πεποιθήσεων. Το 1940 κατετάγη στον Αυτοκρατορικό Ιαπωνικό στρατό και πολέμησε στην Κίνα· λίγους μήνες αργότερα, επέστρεψε στη Χιροσίμα και συνελήφθη, διότι κατήγγειλε τις κτηνωδίες που διέπραξαν οι Ιάπωνες εις βάρους αμάχων στη Σαγκάη. Στις 6 Αυγούστου 1945, η Σαντάκο βρισκόταν με τα δύο τους παιδιά τέσσερα χιλιόμετρα από το υπόκεντρο της έκρηξης της ατομικής βόμβας. Η ποιητική της συλλογή Μαύρα αυγά (Kuroi tamago, 1946) αποτυπώνει την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και τη φρίκη της ρίψης της βόμβας. Τα Μαύρα αυγά υποβλήθηκαν μεταπολεμικά σε λογοκρισία από την Αμερικανική Στρατιωτική Διοίκηση και δεκατέσσερα ποιήματα αφαιρέθηκαν.

Τι κομίζει ο ποιητικός λόγος της Σαντάκο Κουριχάρα στον σημερινό αναγνώστη; Την οδυνηρή μαρτυρία ενός ιστορικά οριακού γεγονότος. Η ποιητική της γραφή, άλλοτε γίνεται μαντήλι για να σκουπίσει τις πληγές του μαρτυρίου των τραυματιών, κι άλλοτε κιβωτός του ιστορικού τραύματος, κενοτάφιο. Κινείται με άνεση ανάμεσα στην αυστηρή δομή των τάνκα (κλασική ιαπωνική ποιητική μορφή του 8ου μ.Χ. αιώνα, αρχαιότερη των χαϊκού) και τον νεωτερικό ελεύθερο στίχο. Το γνωστότερο ποίημα της, το οποίο αναδύθηκε μέσα από τις στάχτες της Χιροσίμα, είναι το «Ας υποδεχθούμε τη νέα ζωή»:

Νύχτα στο υπόγειο ενός στιβαρού κτιρίου, που τώρα κατέρρευσε
Τραυματίες της ατομικής βόμβας στοιβαγμένοι στο δωμάτιο·
Ήταν σκοτάδι – ούτ’ ένα κερί.
Οσμή φρέσκου αίματος, δυσωδία θανάτου,
ασφυξία ιδρωμένων σωμάτων, βογγητά.
Ξαφνικά, ακούγεται μια φωνή:
«Γεννάω!»
Σ’ εκείνο το κολαστήριο,
μια γυναίκα είχε ωδίνες.
Τι να κάναμε, στο θεοσκόταδο, χωρίς ούτ’ ένα σπίρτο; (περισσότερα…)

Λευκάδιου Χερν θύμησες πικρές

Ψάχνοντας (για άλλα πράγματα) τις προάλλες στα Αλεξανδρινά περιοδικά των αρχών του 20ού αι., άρχισα να ξεψαχνίζω τη Νέα Ζωή. Κι έτσι βρέθηκα μπροστά στη μετάφραση ενός προλόγου του Στέφαν Τσβάϊχ, για μιαν έκδοση των έργων του Λευκάδιου Χερν, στη Φραγκφούρτη. Ο μεταφραστής μάς πληροφορεί πως ο πρόλογος τυπώθηκε στην εφημερίδα Zukunft της 4 Νοεμβρίου 1911. (Βλέπω τώρα πως το πρωτότυπο κυκλοφορεί κι ηλεκτρονικά, στη συλλογή με τα εισαγωγικά σημειώματα του Τσβάϊχ για διάφορους συγγραφείς· για όποιον ενδιαφέρεται, αυτή είναι η διεύθυνση της αντίστοιχης σελίδας.

Εκείνο που με ξάφνιασε πρώτα απ’ όλα είναι η σοφή, ακριβής κι εναργής ιστορική αίσθηση του Τσβάϊχ, που τοποθέτησε τη γέννηση του Χερν στην ίδια εποχή που κι η σύγχρονη Ιαπωνία (που του έμελλε να γίνει τρίτη-τέταρτη, μα στην αλήθεια πρώτη, κι ίσως ίσως αληθής και μόνη πατρίδα) ‘γεννιόταν’ και παρουσιαζόταν στα αχόρταγα μάτια του δυτικού κόσμου. Την ίδια περίπου εποχή θέλω να πω που κι η Ιαπωνία –υπό την εκβιαστική πίεση των αμερικανικών μελανών πλοίων– έσπαγε την θελημένη απομόνωσή της, εγκαινιάζοντας την περίοδο Μέϊτζι. Φαίνεται πως συνδέει στενά ο Τσβάϊχ τις δυο γεννήσεις και μ’ αυτόν τον τρόπο τονίζει τη σημασία του Λευκάδιου Χερν και σαν πρωτοπόρου ερευνητή αυτής της γνωριμίας του δυτικού κόσμου με την απόμακρη χώρα των χρυσανθέμων. Από την άλλη μεριά καταφέρνει μ’ ένα τρόπο, σάμπως βουδικό κι αρχαιοελληνικά ειμαρμένο, να συνενώσει άρρηκτα λες τη γέννηση του Χερν στη Λευκάδα του γαλάζιου ελληνικού φωτός τ’ ουρανού και της θάλασσας με την αγάπη του για την νησιωτική Ιαπωνία· σαν να πρόκειται για μια προηγούμενη ζωή που μυστικά συνδέθηκε από την αρχή της με την αλλότοπη μελλοντική της υποστασιοποίηση, για μια μυστική προΰπαρξη, σα νοσταλγία, καταπώς λέει ο ίδιος.

Μίλησα μόλις παραπάνω για δυο γεννήσεις αλλά σ’ ό,τι αφορά την Ιαπωνία μάλλον επρόκειτο για μια φανέρωση στα έξω ‘δυτικά μάτια’, ταυτόχρονα όμως και για ένα σκοτείνιασμα, για ένα κρύψιμο και μια απόσυρση όλων αυτών των μυστικών πραγμάτων, που «θἄχαν διαφύγει σἂν νερὸ μέσα ἀπὸ τὰ χέρια τῆς νέας ἐποχῆς», αν δεν ερχόταν ο Χερν για να μας «ἀναπαρασταίνει ὅλη τὴ σκορπισμένη στὰ πράγματα λάμψη, τὴν ὀμορφιὰ ποὺ τρεμουλιάζει ἀσὠματη ἀπάνω σὲ κάθε καθημερνό». Έτσι λοιπὀν, για τον Τσβάϊχ, η ζωή του Χερν παίρνει τον χαρακτήρα μυστικής αποστολής, προαποφασισμένης θέλησης της Φύσης. Επίτηδες έφτιαξε έτσι η φύση αυτόν τον άνθρωπο, τον ‘μεικτό αλλά νόμιμο’, «νὰ μὴν εἶναι μήτε Ἀνατολίτης μήτε Εὐρωπαῖος, μήτε Χριστιανὸς μήτε Βουδιστής», για να μετέχει και των δύο κόσμων κι έτσι «νὰ περιμαζέψει καὶ φυλάξει αὐτὸ τὸ ἐκλεκτὸ πρᾶμμα, δηλαδὴ τὴν ἰαπωνέζικη ὀμορφιά, ἴσια ἴσια σ᾽ αὐτὴ τὴ στιγμή της, λίγο πρὶν μαραθῇ». Ο βίος του θεωρείται ένα «καλλιτεχνικὸ δημιούργημα τῆς Φύσης» «ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ αὐτὸ τὸ ἔργο, τὰ βιβλία αὐτά, γιὰ τὴν ψυχορραγοῦσα ὀμορφιὰ τῆς Ἰαπωνίας».

(περισσότερα…)

Το καθήκον του ακέφαλου σαμουράι

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Γιατί η σαγήνη που έχουν ασκήσει στο φαντασιακό του δυτικού ανθρώπου, και του δυτικού δημιουργού, οι σαμουράι; Μήπως έλειψαν από τη δυτική παράδοση οι ηρωικές υπερβολές; Μήπως, κορεσμένη από αυτές, η Δύση αναζήτησε στον γιαπωνέζικο ηρωισμό κάτι που συνιστά και την ειδοποιό διαφορά του; Είναι μήπως η ηρωική αυταπάρνηση που θυσιάζει τον ατομικισμό για χάρη ενός σκοπού τον οποίο ο ίδιος ο ήρωας επιβάλλει εθελούσια στον εαυτό του; Είναι μήπως η μαχητική τεχνογνωσία και δεξιότητα, απόρροια μιας πειθαρχημένης άσκησης που συνδέεται με την αυτοβελτίωση και την αυτοκυριαρχία; Είναι ο συνδυασμός του πολέμου με τις ανατολικές φιλοσοφίες, με το ζεν, που συνιστά την έκφανση μιας πρωτόγνωρης εσωτερικότητας και πνευματικότητας, κάτι που η εγωπαθής και ασύστολη βιαιότητα της Δύσης είχε παραβλέψει; Μήπως η κρίση της πνευματικότητας στον προηγμένο καπιταλισμό είδε στη ζωή των σαμουράι και στους νόμους που τη διέπουν μια εναλλακτική διέξοδο, ενώ θεώρησε τους κανόνες της ηρωικής βίας της ως ένα έλλογο αντιστάθμισμα στην τυφλή βία των παγκόσμιων πολέμων, της αστικής εγκληματικότητας, της οργανωμένης εθνοκάθαρσης που χαρακτήρισαν τις δυτικές κοινωνίες; παραβλέποντας, βέβαια, ταυτόχρονα τα συμφραζόμενα από τα οποία ξεπήδησαν οι πολεμικές τέχνες των σαμουράι, τις αδήριτες φεουδαρχικές σχέσεις, τις τυφλές σχέσεις υποταγής, την έλλειψη οποιουδήποτε περιθωρίου πρωτότυπης υποκειμενικότητας;

Στο ανώτερο επίπεδο ο άνθρωπος δείχνει ότι δεν γνωρίζει τίποτα*.
.

(περισσότερα…)

Για τις «Υπέροχες μέρες» του Βιμ Βέντερς

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Βέντερς με την τελευταία τoυ ταινία αντιπαρατίθεται στον δυτικό κινηματογράφο. Ο ήρωάς του έρχεται από την Ανατολή. Είναι γιαπωνέζος της σιωπής, ακολουθεί τον πολιτισμό της Ασίας που είναι πολιτισμός της σιωπής. Η Δύση είναι του Λόγου. Ενός λόγου που αφού ξεκίνησε ως Σαρκωμένος Λόγος (Ανατολής και Δύσης) αποσαρκώθηκε, έμεινε σκέτος Λόγος (Αναγέννηση, Διαφωτισμός), ύστερα μίκρυνε, πέρασε από το φίλτρο φιλοσόφων και επιστημόνων, προχώρησε σε εκατομμύρια λόγων διανοουμένων ή μη, φλυαρούντων ή μη και στις μέρες μας ξέπεσε αγρίως ώστε να αποθεώνει την ταινία του Λάνθιμου και τη γυμνή παρουσία μιας γυναίκας-ζόμπυ και να ζητοκραυγάζει για «αποδομήσεις» που καταργούν τον άνθρωπο και πολλαπλασιάζουν τα δύο φύλα.

Ο Βέντερς βρίσκεται στους αντίποδες. Ο ήρωάς του παλαιομοδίτης με τα όλα του, δουλεύει καθαριστής δημόσιων τουαλετών (παλαιότερα θα λέγαμε αποχωρητηρίων) και ο φακός καταγράφει τη ζωή του. Ζωή που ο σκηνοθέτης την δείχνει με μικρές αφαιρέσεις. Κάθε επόμενη ημέρα αφαιρεί κάτι. Καθημερινά διασχίζει την μεγαλούπολη (Τόκυο) για να πάει στον προορισμό του. Οι τουαλέτες είναι σωστά κομψοτεχνήματα, βάζουν τα γυαλιά στους δυτικούς. Ωστόσο ο άνθρωπος αυτός δεν καθαρίζει απλώς: γυαλίζει. Επιμελείται με απόλυτη προσήλωση την καθαριότητα λεκάνης, νιπτήρα και του περιβάλλοντος χώρου.

Προσοχή. Ο Βέντερς διαλέγει έναν ήρωα-αντιήρωα, αυτόν που φροντίζει να είναι καθαροί οι τόποι όπου καταθέτουν οι πολίτες της μεγαλούπολης τα απόβλητά τους (να το πούμε κομψά). Θα μπορούσε στη θέση του να είναι και ένας εργάτης απορριμματοφόρου. Μας λέει: κοιτάξτε ποιος είναι εδώ και τι κάνει, που εσείς δεν προσέχετε και δεν σας νοιάζει. Μα ούτε σας μοιάζει! Αυτός βάζει τις κασέτες του οδηγώντας, ακούει τραγούδια δυτικά πασίγνωστα άλλης εποχής (ανάμεσα σ’ αυτά ένα που έχει τραγουδήσει ελληνικά ο Σαββόπουλος) κοιμάται σε μικρό επιδαπέδιο στρωματάκι, διαβάζει το βιβλίο του πριν κοιμηθεί (εδώ διαφημίζεται ο Φώκνερ και η Χάισμιθ), πηγαίνει σε δημόσιο λουτρό και μπανιαρίζεται, χρησιμοποιεί ποδήλατο για τις κοντινές μετακινήσεις του, ασχολείται καθημερινά με τα φυτά του σαν να τα χαϊδεύει και πίνει το ίδιο ποτό που του προσφέρει δωρεάν ο μαγαζάτορας κάποιου καφενείου. (περισσότερα…)

Ενάντια στη γλίτσα

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

Για χρόνια ο Βιμ Βίντερς βίωνε μια περίοδο δημιουργικής αμηχανίας. Μετά από ταινίες που σημάδεψαν την πορεία του μεταπολεμικού κινηματογράφου και του κινηματογραφικού μοντερνισμού, όπως το Η Αλίκη στις πόλεις  και το Στο πέρασμα του χρόνου, έδωσε τη δική του εκδοχή για το νεονουάρ με το Ένας αμερικανός φίλος, για να φτάσει σε μια κορύφωση της αισθητικής του σύλληψης με το Παρίσι, Τέξας. Έπειτα, με το Μέχρι το τέλος του κόσμου ένιωσε την κάμψη μιας μεγαλομανούς ιδεολογικής έφεσης. Και για χρόνια ασχολείτο περισσότερο με ταινίες τεκμηρίωσης, με ταινίες που ήθελαν να μεταδώσουν στον θεατή τα «ευρήματα» τα οποία θα μπορούσαν να σταθούν πηγή έμπνευσης για αυτόν τον ίδιο τον σκηνοθέτη όπως και για τους θεατές, ενώ η μυθοπλαστική του μηχανή φαινόταν να μη καλοδουλεύει πια.

Αυτός ο γεννημένος στο Ντύσσελντορφ και σπουδαγμένος στη Χαϊδελβέργη Γερμανός υπήρξε κάποιος που λες ότι ήθελε να αποτινάξει τη «γερμανικότητα» από πάνω του και να ανοιχθεί σε μια πολυπολιτισμική ευρυχωρία, σε μια πολιτισμική οικουμενικότητα. Το ενδιαφέρον του για την Πορτογαλία, την Κούβα και τη μουσική τους το φανερώνουν, ενώ παράλληλα όμως παρακολουθούσε ό,τι πιο πρωτοποριακό, και ίσως λιγότερο «γερμανικό», παρήγαγε η πατρίδα του όπως ο χορός της Πίνα Μπάους ή η εικαστική δουλειά του Άνσελμ Κίφερ. Το ίδιο μαρτυρεί και η εμμονή του με τη μεταπολεμική αμερικάνικη κουλτούρα, με τον Νίκολας Ραίη και την Πατρίτσια Χάισμιθ, για παράδειγμα, όπως και η εικόνα της αμερικανικής ενδοχώρας που καταγράφεται στην έρημη χώρα τού Παρίσι, Τέξας.

Η τάση που προαναφέραμε για απώθηση της γερμανικής εσωστρέφειας επιβεβαιώνεται και από την τελευταία του ταινία Υπέροχες μέρες. Το σκηνικό και η ανθρωπογνωσία που κινητοποιούνται εδώ ανήκουν στην Ιαπωνία, όπως εξάλλου την ίδια ιθαγένεια μαρτυρούν και οι συνεργάτες ηθοποιοί του. Όχι, λοιπόν, μια ξένη ματιά πάνω στη σύγχρονη ιαπωνική πραγματικότητα αλλά η προσπάθεια ενός ξένου να βρει στην Ιαπωνία ό,τι οικουμενικό θα μπορούσε να αποστάξει από την ιδιόμορφη εντοπιότητα της χώρας του ανατέλλοντος ηλίου: κι ακόμη περισσότερο, η προσπάθεια ενός δημιουργού να ξανακερδίσει τα «θέματά» του, να δοκιμάσει την αισθητική του όραση μέσα σε ένα ανοίκειο για αυτόν πολιτισμικό σκηνικό. (περισσότερα…)

Το Αγόρι και ο Ερωδιός στο Νησί των Νεκρών

*

της ΛΙΛΑΣ ΤΡΟΥΛΙΝΟΥ

Ο κορυφαίος δημιουργός κινουμένων σχεδίων Χαγιάο Μιγιαζάκι στην τελευταία του, έντονα αυτοβιογραφική, ταινία Το αγόρι και ο ερωδιός ακροβατεί στη λεπτή γραμμή που οριοθετεί τη ζωή με τον θάνατο, το όνειρο με τον εφιάλτη. Ταινία σπάνιας ομορφιάς, κινείται στην ίδια γραμμή της ιαπωνικής σιντοϊστικής παράδοσης με το αριστουργηματικό Ταξίδι στη χώρα των θαυμάτων (2001). Ογδονταπεντάχρονος πλέον ο θρυλικός μαιτρ της χειροποίητης τέχνης του animation, έχει κάθε λόγο να ζωγραφίσει και να ζωντανέψει καρέ προς καρέ αυτόν τον μυστηριώδη «άλλο κόσμο», τον τόσο ιδιαίτερο των isekai anime, όπου ο ήρωας μεταφέρεται σε μια άλλη πραγματικότητα, φανταστική ή εικονική, ή σε μια άλλη διάσταση, ή ακόμα παγιδεύεται μέσα σε ένα περιπετειώδες παιχνίδι ρόλων. Όμως, ο «άλλος κόσμος» του Μιγιαζάκι δεν είναι ένας εξωπραγματικός κόσμος, ούτε βέβαια ο ρεαλιστικός. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τα δύο. Είναι, θα λέγαμε, το ψυχικό αποτύπωμα του πραγματικού κόσμου, ο φλεγόμενος πυρήνας του.

Καθόλου παράξενο που το έργο ξεκινάει με μια πύρινη λαίλαπα, που ο τετράχρονος τότε Χαγιάο Μιγιαζάκι δεν μπόρεσε να σβήσει από τη μνήμη του, είναι το Τόκυο, η μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας, που βομβαρδίζεται το 1945, όχι μόνο για συμβολικούς λόγους αλλά και για στρατιωτικούς, καθώς εκεί συγκεντρώνονταν πολλά εργοστάσια παραγωγής στρατιωτικού υλικού και οχημάτων. Η πόλη, με τα πολλά ξύλινα κτήρια και τους φτιαγμένους από χαρτί και ξύλο εσωτερικούς τοίχους, γίνεται παρανάλωμα του πυρός, με θύματα περισσότερα από το Ναγκασάκι και την Χιροσίμα.

Παρόμοια και ο εντεκάχρονος Μαχίτο, ο ήρωας της anime ιστορίας, χάνει τη μητέρα του σε πυρκαγιά στο νοσοκομείο όπου δούλευε, στον ανελέητο βομβαρδισμό του Τόκυο, και ακολουθεί τον βιομήχανο πατέρα του, κατασκευαστή μαχητικών αεροσκαφών, όπως ήταν και ο πατέρας του  Μιγιαζάκι, στην έπαυλή του στην εξοχή, με την άρρωστη Ματσούκο, την έγκυο νέα του γυναίκα, μικρότερη αδελφή της μητέρας του. Τον περιβάλλουν με αγάπη γηραιές υπηρέτριες, χωρικές κοντόχοντρες με φουσκωτά μάγουλα, κιμονό και ξύλινα πέδιλα γκέτα, ανάμεσά τους η στοργική Κιρίκο, ενώ ένας μαγεμένος γκρίζος ερωδιός με μια φρικτή οδοντοστοιχία από τεράστια δόντια, τον περιτριγυρίζει και τον προκαλεί με τις αλλόκοτες πτήσεις του και τις απρόβλεπτες επιθέσεις του. (περισσότερα…)

Πασχαλιάτικο χανάμι στο Τόκυο

*

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Πασχαλιάτικο χανάμι στο Τόκυο

Στη ζωή μου κάποτε μού χαρίστηκε ένα ανοιξιάτικο χανάμι, στην Ιαπωνία· το μόνο. Μετά από χρόνια κάμποσα, βρέθηκα μια Πασχαλιά στο Τόκυο να κυνηγώ τα ίχνη από ένα άλλο χανάμι που αργόσβηνε, καθώς φθίναν τ’ άνθη της σακουρά, στης άνοιξης το γρήγορο το διάβα.

Έπαψ’ ο ρυθμός
από ναό σε ναό πέφτουν
τα κερασάνθια

Έτσι καθώς το θέλει τ’ όμορφο ετούτο χάϊκου, έσβηνε απαλά και σιγαλά, από περιοχή σε περιοχή, η μια μετά την άλλη η ανθοφορία των κερασιών στην Ιαπωνία ολάκερη, υπό τους ήχους των ρυθμικών χτύπων για τις τελετουργίες από ναό σε ναό.

Βράδιαζε πια σαν περάσαμε την πόρτα του ξενοδοχείου στο Τόκυο. Μεγαλοπαράσκεβο στην Ελλάδα, μα στην Ιαπωνία σκέφτηκα πως δεν σιγοπνέει κι ούτε ανασαίνει τ’ αεράκι του ανοιξιάτικου επιταφίου. Παρά την ίσως συγγενή κάπως αίσθηση που εξωτερικά αντιλαμβάνεται κανείς ανάμεσα στο χανάμι και τον επιτάφιο, νιώθω πως υπάρχει διαφορά βαθειά. Η ενατένιση των ανθών της σακουρά, το γιαπωνέζικο χανάμι, είναι η ενατένιση του εφήμερου, της κορύφωσης της ομορφιάς σε μια στιγμή μες στην αιώνια εναλλαγή και την φθορά των πάντων· του ενός ανασασμού που κρατάει της ζωής τ’ άνθισμα. Λέω ενατένιση, δεν ξέρω αν καν μπορώ να μιλήσω για θαυμασμό. Ο επιτάφιος, έξω από θρήνος, είναι ταυτόχρονα κι ελπίδα της Ανάστασης (τουλάχιστον για όσους χριστιανούς), ή της αναγέννησης κι αναζωογόννησης των πάντων με τον ερχομό της άνοιξης (για όσους θέλουν μέσα του να βλέπουν μόνον τις παγανιστικές επιβιώσεις που σοφιλιάστηκαν στον ενιαύσιο τελεστικό κύκλο της γιορτής· όσο για τις σικελιανικές και σεφερικές αναφορές στον Άδωνη μού μοιάζουν μάλλον με φιλολογικές ενημερώσεις –update– του ελληνικού ποιητικού τοπίου, ερανισμένες από τον Χρυσό κλώνο του Φρέϊζερ και τη Waste land του Έλιοτ. Στηρίζονται μεν στην κυκλική ροή του εορταστικού χρόνου και στην ελληνική συνέχεια, λησμονούν όμως τη Σταύρωση· ίσως όμως αυτή η, ενιαυσίως αναζωογονητική τής φύσης, ανοιξιάτικη αναγέννηση να φέρνει εγγύτερα στη μεσογειακή άνοιξη το γιαπωνέζικο χανάμι· ίσως…) (περισσότερα…)

Μια Grande Dame της ελληνικής δημοσιογραφίας

*

Ζέζα Ζήκου, In Memoriam

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την Ζέζα Ζήκου την γνώρισα απρόσμενα σε ένα δεκαπενθήμερο ταξίδι στην Ιαπωνία (μαζί με την αδελφή της Μαρίτα), τον Δεκαπενταύγουστο του 2000. Μέχρι τότε την ήξερα εξ ονόματος μόνον ως αρθρογράφο οικονομικών θεμάτων της Διεθνούς Αγοράς, στο πρωτοσέλιδο μάλιστα της πορτοκαλόχρωμης Οικονομικής Καθημερινής, κι ομολογώ πως ελάχιστα κείμενά της είχα διαβάσει. Ξεκίνησα στην αρχή του ταξιδιού να μιλώ για τη χώρα, την ιστορία της, την κουλτούρα και τις παραδόσεις της, κι είχα και το –ανεπίγνωστο ομολογουμένως– θράσος να ξεστομίσω δυο κοινότοπες,  ήδη ξεπερασμένες από την πρόσφατη ιστορία, κουβέντες για τη θαυμαστή οικονομική κατάσταση της Ιαπωνίας. Με άκουσε με προσοχή και μόνον αφού τελείωσα και μ’ ευχαρίστησε, άρχισε αυτή με τρόπο απλό, εύληπτο, προσηνή, ευγενή μα και με το αταλάντευτο ύφος της πραγματικής αυθεντίας και της εμβριθούς γνώσεως, να μου περιγράφει την εξόχως τραγική εικόνα της ιαπωνικής οικονομίας όπως είχε εξελιχθεί μέχρι τότε. Καθόμουν ως μαθητούδι κι άκουγα, συνειδητοποιώντας σιγά-σιγά ποια ήταν η συνομιλήτρια συνταξιδιώτισσά μου. Έκτοτε κι επί δεκαπέντε σχεδόν μέρες έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου προκειμένου να της γνωρίσω ό,τι ήξερα από την Ιαπωνία, τους τόπους που επισκεπτόμασταν, την τέχνη, τη θρησκεία, τη λογοτεχνία, το πνεύμα της. Είχε μία ασίγαστη περιέργεια να δει και να γνωρίσει όσα περισσότερα μπορούσε για τη χώρα και τους ανθρώπους. Δοκιμάζαμε καθημερινά τα πιο διαφορετικά ντόπια φαγητά, ψάχνοντας να διακρίνουμε γεύσεις, ποιότητες κι ιδιαιτερότητες του ιαπωνικού τρόπου, πήγαμε σε ναούς και πατσίνκο, σε μπαρ, σε μουσεία, σε καραόκε μπαρ κλπ.

Μιλήσαμε πολύ, για πολλά και για πολλούς, μίλησα για τη γιαπωνέζικη ποίηση, τους σαμουράι, τον κόσμο τους και τον ηθικό τους κώδικα (μόλις πρόσφατα είχα ανακαλύψει κι εγώ το Χαγκάκουρε του Γιαμαμότο Τσουνοτόμε), μου μίλησε για την πολιτική και την οικονομία, την κατάσταση της Ελλάδας, τη διεθνή πραγματικότητα, όπως την έβλεπε η ίδια· μιλήσαμε για τα γραπτά και τη σκέψη του Παναγιώτη Κονδύλη που εκτιμούσε βαθύτατα (με την επιστροφή μας στην Αθήνα έσπευσα να της δώσω το τεύχος του περιοδικού της «Ινδίκτου» που περιείχε το περίφημο –και μέχρι σήμερα τραγικά αγνοημένο– άρθρο του Κονδύλη για τις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία, για τα Ηνωμένα Έθνη, μαζί με τους  Στοχασμούς ενός απολιτικού του Τόμας Μαν, που μόλις είχε εκδοθεί από την Ίνδικτο, όπου εργαζόμουν τότε). Σε αυτές τις συζητήσεις πρωτοένιωσα την ασίγαστη κι αγωνιώσα έγνοια της για τη χώρα και το μέλλον της, μα και τη σταθερή της πεποίθηση για την Τουρκία ως ένα επεκτατικό, αναθεωρητικό κράτος, εχθρικό προς τους γείτονές του και ιδίως προς την Ελλάδα. Κι αυτό, με στέρεη, πραγματική, εκτίμηση των γεγονότων και των εξελίξεων, παρά το τραυματικό βίωμα, που η οικογένειά της ως Κωνσταντινουπολίτες κουβαλούσαν, αποφασίζοντας να εγκατασταθούν μόνιμα στην Ελλάδα. Αυτή η έγνοια μάλιστα και η αγωνία αποτυπώθηκε εντονότατα και καθαρά ιδίως στην αρθογραφία της των τελευταίων ετών. (περισσότερα…)