Εξουσία

Βάρβαροι, πειρατές, τουρίστες

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 06:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Η φωτογραφία πρόσφατη από τη Μαγιόρκα. Οι κάτοικοι του νησιού διαδηλώνουν κατά των τουριστών ζητώντας τη ζωή τους πίσω. Στη Βαρκελώνη σύμβολο των διαμαρτυριών είναι το νεροπίστολο με το οποίο καταβρέχουν τους εισβολείς.

Λέω «εισβολείς» και δεν έχω την αίσθηση ότι υπερβάλλω. Ο μαζικός τουρισμός του καιρού μας είναι μια μορφή ύπουλης αποικιοκρατίας. Οι ξένοι εκτοπίζουν τους ντόπιους, τα χούγια και οι απαιτήσεις τους επιβάλλονται με το έτσι θέλω, το κόστος της διαβίωσης πρεκαριοποιεί όλο και περισσότερους, η στέγη γίνεται απλησίαστη, ο δάσκαλος, ο γιατρός, ο φοιτητής δεν μπορούν να σταθούν πουθενά.

Παντού όπου περνούν τα τουριστικά φουσάτα, σαν τον λίβα αφήνουν πίσω τους καμένα σπαρτά. Πολιτισμοί, παραδόσεις, γειτονιές, μνημεία, τοπία, πατρίδες, τρόποι ζωής: ό,τι γνήσιο, αναστημένο με θυσίες και κόπους αιώνων, αμέσως ψευτίζει, μασκαρεύεται, το μεγαλείο της ιστορίας και της φύσης μετατρέπεται σε μισθωμένο σκηνικό για να καδράρει ο έπηλυς του 24ώρου την ακατάδεχτη φάτσα του, και για να κορδωθεί στους δικούς του ότι, ναι, ήταν κι εκείνος ΕΚΕΙ.

Εκεί όμως πού; Τι έχει προλάβει να δει και να νιώσει, πόσο μάλλον να γνωρίσει και να καταλάβει, ο πακετοδίαιτος και ο κρουαζιεροφερμένος; Και τι είναι αυτό το εκεί μετά τη δική του επιδρομή, τι έχει απομείνει τώρα πια ζωντανό; Η ανθρωπότητα στο πέρασμά της στίφη καταστροφέων έχει γνωρίσει πολλά: αγροίκους, βαρβάρους, βανδάλους, πειρατές. Καιρός να προσθέσουμε πλάι σ’ αυτά με κάθε τιμή το «τουρίστας».

///

«Είμαστε ετοιμοπόλεμοι; «Φοβάμαι ότι η Ρωσσία θα μας δοκιμάσει [= θα μας επιτεθεί] ήδη πριν το 2029″»

«Γιατροί εν όπλοις. Σε περίπτωση πολέμου, ο γερμανικός στρατός αναμένει έως και 1.000 τραυματίες στρατιώτες την ημέρα – συν τους τραυματισμένους πολίτες και συμμάχους. Πώς πρέπει να προετοιμαστεί το γερμανικό σύστημα υγειονομικής περίθαλψης για κάτι τέτοιο».

«Η ρωσσική απειλή. Ειδικοί ασφαλείας προειδοποιούν ότι η Ρωσσία θα μπορούσε να ξεκινήσει έναν ακόμη πόλεμο στην Ευρώπη πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας.»

«Το μεγάλο ερώτημα: τι θα κάνουμε αν ο Τραμπ μας εγκαταλείψει. Οι Ευρωπαίοι οφείλουν να κάνουν περισσότερα για την άμυνα και να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες»

Τίτλοι και δηλώσεις από τις εφημερίδες FAZ και Die Welt, σοδειά μιας μόνης μέρας… Εμπρός σ’ αυτήν την μηχανή που δασκαλεύει τον Παριζιάνο και τον Βερολινέζο καθ’ ημέραν ότι ο Πούτιν είναι ante portas, πόση αντίσταση μπορεί να προβάλλει ο νους του μέσου πολίτη, που έτσι κι αλλιώς έχει τόσες και τόσες σκοτούρες από μόνος του; Η ιστορική πείρα λέει: ελάχιστη. Η παραποίηση της πραγματικότητας δημιουργεί, ήδη, γεγονότα.

/// (περισσότερα…)

Προτού εκραγεί η χύτρα

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Προτού εκραγεί η χύτρα

Στερώντας το οξυγόνο των πολιτών τους, οι αεροστεγείς εξουσίες επιταχύνουν τον βρασμό  — όπως οι αεροστεγείς χύτρες. Οι μηχανικοί των αψύχων ωστόσο, προβλέπουν ώστε οι χύτρες να διαθέτουν βαλβίδα ασφαλείας. Οι μηχανικοί των ψυχών απεναντίας, ουδόλως προνοούν για κάποιον αντίστοιχο μηχανισμό κοινωνικής αποσυμπιέσεως. Θέλουν να λιώσουν κάθε αντίσταση και προκειμένου να κάνουν γρήγορα την δουλίτσα τους δεν επιτρέπουν να βγει, σφυριχτός και καυτός, ο ατμός του δίκαιου πάθους. Πιστεύουν ότι ο άνθρωπος είναι πατάτα και θα γίνει χυλός προτού εκραγεί η χύτρα. Το Είναι του ανθρώπου όμως, γράφει με βλοσυρώς φιλοπαίγμονα διάθεση ο Μάρτιν Μπούμπερ, διαφέρει από το Είναι μίας πατάτας. Ο άνθρωπος είναι πιο ευπαθής στο βρασμό ή στο ψήσιμο. Και επομένως πιο απρόβλεπτος. Οι ανθρωπομηχανικοί  βέβαια, δεν χάνουν τον καιρό τους διαβάζοντας φιλοσοφία. Αρκούνται στις οδηγίες των αφεντικών τους. Θέλουν άκαμπτη τάξη και ασφυκτική σταθερότητα. Δεν σκαμπάζουν από φυσικές επιστήμες, ούτε από κοινωνική ανθρωπολογία. Αγνοούν ότι κάθε ευσταθές σύστημα, στη φύση και στη κοινωνία, χρωστά την επιβίωσή του ακριβώς στις δρώσες παραμέτρους δυναμικής αστάθειας. Γι’ αυτό αισθάνονται οδυνηρή έκπληξη όταν η χύτρα σκάει στα μούτρα τους.

///

Αυχενικό σύνδρομο

Όσο το αφεντικό διαθέτει ακλόνητη ισχύ περιορίζεται σ’ έναν υπόκωφο βρυχηθμό και τα υπόλοιπα ζώα της ζούγκλας λουφάζουν σε αποστάσεις ασφαλείας ενώ οι αδύναμοι πληνέταιροι συνυπογράφουν εκόντες άκοντες κάθε λεόντειο συναλλαγή που εξασφαλίζει την περαιτέρω κυριαρχία του. Η συμπεριφορά του κυμαίνεται μεταξύ ηγεμονικής αδιαφορίας απέναντι σε περιστασιακές οχλήσεις και συγκαταβατικής ανοχής σε ορισμένες εθνικές ιδιαιτερότητες. Συμμερίζεται ευπροσήγορα το πολιτικό φλέγμα του Βρετανού μπάτλερ, ανταλλάσσει διπλωματικά ευφυολογήματα με τον Γάλλο σωφέρ ή συζητά καλοδιάθετα με τον Γερμανό κηπουρό του για τις ποικιλίες των βιομηχανικών ανθέων. (περισσότερα…)

Εδώ ο κόσμος χάνεται…

*

Λογοθεσίες από τον
ΗΡΑΚΛΗ ΛΟΓΟΘΕΤΗ

~

Εδώ ο κόσμος χάνεται…

Καμιά εικοσαριά χρόνια πριν έτυχε να παραβρεθώ σε δείπνο αθηναϊκού εστιατορίου όπου παρουσιάζονταν οι δημιουργίες ενός κορυφαίου Ισπανού σεφ. Η περίσταση ήταν εορταστική ενώ η γενική αδημονία είχε ενταθεί από την προηγηθείσα, εξουθενωτικώς ερεθιστική, διάλεξη του προσκεκλημένου περί μαγειρικής χημείας και συναφών μυστηρίων. Ο ενθουσιασμός ωστόσο περιορίστηκε σε αμήχανα επιφωνήματα μόλις έφτασε το πρώτο πιάτο. Και τα επόμενα, τεράστια αλλά με ελάχιστο περιεχόμενο, δεν βελτίωσαν αρκετά το κλίμα. Δυό-τρεις βοηθοί του σεφ, που περιφέρονταν ανάμεσα στα τραπέζια με ύφος προσβεβλημένης υψηλότητας και παρείχαν μυστικοπαθείς εξηγήσεις για τούτη τη γαστρονομική επίδειξη, επέτειναν τη σύγχυση. Διότι το δείπνο, εύγεστο ομολογουμένως, ήταν επίσης αεριώδες, σαν ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Άφησε τέτοιο κενό ώστε μία από τις παρακαθήμενες κάτισχνες κοπέλες ενός οίκου μόδας, διερμηνεύοντας άριστα τις κρυφές προθέσεις της παρέας, πρότεινε ντροπαλά να πάμε αλλού – για καμιά μακαρονάδα! Το φαιδρό περιστατικό μου ήρθε στη μνήμη καθώς κοιτάζοντας τις παρουσιάσεις κάποιων (δια)φημισμένων εστιατορίων, διαπίστωσα ότι η τάση προς το ολίγιστο παραμένει αμετάβλητη. Ενώ τα πιάτα διαρκώς μεγαλώνουν οι μερίδες μικραίνουν. Η προσοχή αποσπάται από το στόμα και στρέφεται στο «φάτε μάτια ψάρια»! Η έμφαση μετατοπίζεται από τη  γεύση στην εμφάνιση μίας διακοσμητικής σύνθεσης, τόσο περίτεχνης που διστάζεις να την αγγίξεις. Μα η θριαμβεύουσα διακοσμητική έχει ήδη πολλούς κοσμοσύχναστους ναούς. Ευφάνταστα τηλεοπτικά σόου με κομψά φυτά, βιτρίνες πολυκαταστημάτων και μεταμοντέρνες γκαλερί. Τα μοδάτα εστιατόρια επικυρώνουν απλώς την άκρως συμβολική για την εποχή μας έφοδο προς την πανταχού παρούσα εκθαμβωτική κενότητα.

Επιμύθιο: Στις Ιστορίες του κ. Κόινερ, ο Μπρεχτ σατιρίζει έναν κηπουρό που κουρεύει διαρκώς έναν θάμνο προσπαθώντας να πετύχει το άψογο σχήμα. Ως αποτέλεσμα η μορφή θριαμβεύει μα η ύλη αφανίζεται. Ωσότου από τον πλούσιο θάμνο δεν απομένει παρά μία μικρή, τέλεια σφαίρα. (περισσότερα…)

Οι απόψεις, η αλήθεια, η εξουσία

*

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ

Α.

Υπάρχουν δύο καθαρά αντίθετες τάσεις που διαμορφώνονται στο ελληνικό δημόσιο τοπίο τα τελευταία 20 έτη. Η πρώτη τάση, αφορά στην εκρηκτική αύξηση του αριθμού των απόψεων οι οποίες, με την βοήθεια των νέων ηλεκτρονικών μέσων, διατυπώνονται καθημερινά για θέματα και ζητήματα «επί παντός επιστητού». Στα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, αλλά και στα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάθε στιγμή στην κυριολεξία, εμφανίζονται απόψεις για θέματα, πολιτικής, κοινωνίας, οικονομίας, πολιτισμού, ιστορίας κτλ. (έχει ενδιαφέρον ότι δεν εμφανίζεται αυτό το φαινόμενο για ζητήματα που αφορούν τις λεγόμενες θετικές επιστήμες). Χείμαρροι λέξεων κατακλύζουν όλους όσοι επιθυμούν να «σερφάρουν» στις αμέτρητες ιστοσελίδες της «αποκαλυπτικής ενημέρωσης» και της «αναζήτησης της αλήθειας». Η διατύπωση απόψεων από ένα πλήθος ατόμων υποστηρίχτηκε (διαφημίστηκε) έντονα ως εξάπλωση των δημοκρατικών διαδικασιών και αυξημένης συμμετοχής των πολιτών στη δημόσια ζωή. Στόχος η διεύρυνση της δημοκρατίας και οι απελευθερωτικές τάσεις που αυτή συνεπάγεται.

Η δεύτερη τάση κινείται στον αντίποδα της πρώτης: είμαστε μάρτυρες μιας απίστευτης σκλήρυνσης της κρατικής εξουσίας η οποία όλο περισσότερο και όλο πιο συχνά λαμβάνει μέτρα συρρίκνωσης των δικαιωμάτων του πολίτη. Τα δικαιώματα που πλήττονται δεν αφορούν τα ονομαζόμενα «δημόσια» αλλά συνεχώς επεκτείνονται στα λεγόμενα «ιδιωτικά» δικαιώματα, δηλαδή όσα αναφέρονται στην ιδιωτική ζωή του πολίτη. Σιγά αλλά σταθερά καταργείται η ελευθερία και της ιδιωτικής ζωής.

Όμως την ελευθερία της ιδιωτικής ζωής επικαλέσθηκαν οι κρατούντες ως επιχείρημα για να ξεθεμελιώσουν τον δημόσιο χώρο. Η απώλεια του ιδιωτικού βίου είναι απλά το αποτέλεσμα της διάλυσης του δημοσίου βίου. Η συνεχής επίκληση «εκτάκτων αναγκών» και «καταστάσεων εξαίρεσης» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην καθιέρωση ενός μονίμου παραδείγματος διακυβέρνησης. Ενώ αρχικά κατανοούνταν σαν κάτι το ασυνήθιστο, μια εξαίρεση, η οποία μπορούσε να ισχύσει μόνο για περιορισμένη χρονική περίοδο μέσω του ιστορικού μετασχηματισμού της κατέστη σήμερα φυσιολογική μορφή της διακυβέρνησης. Μέσω της συγκεκριμένης έννοιας μπορούν να δειχθούν οι συνέπειες αυτής της αλλαγής σε σχέση με το κράτος και τη «δημοκρατία» στην οποία ζούμε.

Κύριο χαρακτηριστικό των σύγχρονων «δημοκρατιών» αλλά και του πλέγματος των διεθνών σχέσεων είναι η παράξενη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και απουσίας νόμου, μεταξύ νόμου και ανομίας. Η κατάσταση εξαίρεσης εγκαθιδρύει μια κρυφή, αλλά θεμελιώδη σχέση μεταξύ της ύπαρξης και της απουσίας νόμου.

Είναι ολοφάνερο ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια (παγκόσμια) κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, την παγκόσμια οικονομική κρίση, την ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις,το Μνημόνιο ή οτιδήποτε άλλο σκαρφιστεί η εκάστοτε κυβέρνηση, που νομιμοποιεί ολοένα και περισσότερες αναστολές των νόμιμων δικαιωμάτων. Το άμεσο αποτέλεσμα όλων αυτών των διεργασιών, καταρχάς, στο συμβολικό επίπεδο και στη συνέχεια στο πραγματικό, είναι η απαξίωση του νομικού πλαισίου λειτουργίας της πολιτείας, η διαμόρφωση ελαστικής συνείδησης των πολιτών και τελικά η πλήρης απάθεια.

Το κράτος δικαίου δυνητικά αναστέλλεται. Όλο και περισσότερο «πολιτικοποιείται» η ζωή, η «γυμνή ζωή», η «ιερή ζωή», οδηγώντας σε καταστάσεις που λίγο απέχουν από τον ολοκληρωτισμό. Το πρώτο βήμα σε αυτήν τη κατεύθυνση γίνεται με την απόφαση να δοθεί η πρωτοκαθεδρία στο ιδιωτικό επί του δημοσίου, ως αποτέλεσμα διεκδίκησης της απόλαυσης της γυμνής ζωής. (περισσότερα…)

Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέργκερ, Ο απόλυτα ηττημένος (2/3)

του ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

(Μετάφραση: Χρήστος Αστερίου)

(Συνέχεια από το πρώτο μέρος)

ΙΙ. Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο απόλυτα ηττημένος ξεπερνά την απομόνωσή του, κοινωνικοποιείται, αναζητάει μια πατρίδα της ήττας στην οποία δεν θα βρει μόνο κατανόηση αλλά και την αναγνώρισή του, μια κοινότητα ομοϊδεατών που θα τον καλωσορίσει, μια κοινότητα που τον χρειάζεται; Τότε είναι που ξυπνά μέσα του η καταστροφική ενέργεια, η αδίστακτη φύση, το αμάλγαμα την επιθυμίας για θάνατο και της μεγαλομανίας. Ένα καταστροφικό αίσθημα παντοδυναμίας είναι τότε που τον λυτρώνει από την αδυναμία του.

Παρ’ όλ’ αυτά είναι αναγκαία και μερικά ιδεολογικά «φυτίλια» για να τον πυροδοτήσουν κι όπως δείχνει η ιστορία ποτέ δεν έλειψαν ανάλογες αφορμές. Αδιάφορο αν πρόκειται για θρησκευτικά ή πολιτικά, για εθνικιστικά, κομμουνιστικά ή ρατσιστικά δόγματα: κάθε στενοκέφαλο είδος σεχταρισμού μπορεί να θέσει σε λειτουργία την υπνωμένη ενέργεια του απόλυτα ηττημένου ανθρώπου.

hans-magnus-enzensberger-e71f2384-f23f-4b4e-b695-126f8f314e3-resize-750Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη μάζα αλλά και για τον εκάστοτε μεμονωμένο υποκινητή. Ο υποκινητής ασκεί μια έλξη, η οποία πηγάζει από το γεγονός ότι και ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ως εμμονικά ηττημένος. Οι οπαδοί του αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στα χαρακτηριστικά εκείνα που προδίδουν την παραφροσύνη του. Δικαίως του προσάπτεται κυνισμός αφού ως καλός γνώστης τους είναι φυσικό να υποτιμά τους οπαδούς του γνωρίζοντας πως πρόκειται για ηττημένους, τους οποίους εν τέλει θεωρεί ανάξιους. Γι’ αυτό το λόγο ηδονίζεται με τη σκέψη, όπως σημείωσε ο Ελίας Κανέτι πριν από μισό αιώνα, πως πρέπει να οδηγήσει στο θάνατο όλους τους υπόλοιπους, ανάμεσα σ’ αυτούς και τους οπαδούς του, πριν ή καεί κι ο ίδιος στο υπόγειο στρατηγείο του.

Σ’ αυτό το σημείο επανέρχεται, με τρόπο επιτακτικό, κοντά σε άλλα παραδείγματα από την ιστορία, η θύμηση της εθνικοσοσιαλιστικής πλατφόρμας. Περί τα τέλη τής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης πολλά κομμάτια του πληθυσμού θεωρούσαν πως ανήκουν στην πλευρά των ηττημένων. Τα αδιάσειστα στοιχεία που έχουμε από την περίοδο μαρτυρούν πολλά. Όμως, ούτε η οικονομική κρίση αλλά ούτε και η ανεργία δεν θα αρκούσαν να ανεβάσουν τον Χίτλερ στην εξουσία. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο ήταν αναγκαία μια προπαγάνδα που θα ενεργοποιούσε τα ναρκισσιστικά ανακλαστικά μετά την ήττα του 1918 και τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι περισσότεροι Γερμανοί έριχναν το φταίξιμο στους άλλους. Οι τότε νικητές, «μια παγκόσμια συνομωσία καπιταλιστών και μπολσεβίκων», μα πριν απ’ όλους οι Εβραίοι, το αιώνιο μαύρο πρόβατο, έπρεπε να παραμείνουν στο επίκεντρο τής στόχευσης. Το βασανιστικό συναίσθημα της ήττας δεν θα μπορούσε να απαλειφθεί παρά μόνο με μια φυγή προς τα μπρος, με μια φυγή προς την παραφροσύνη. Ήδη από το ξεκίνημα, στο μυαλό των εθνικοσοσιαλιστών γυρόφερνε το φάντασμα μιας παγκόσμιας κυριαρχίας. Απ’ αυτή την άποψη οι στόχοι τους δεν μπορούσαν ούτε να οριοθετηθούν ούτε να μεταβληθούν, δεν ήταν δηλαδή μόνο ανέφικτοι, αλλά και πέραν πάσης πολιτικής βάσεως. Ούτε μια ματιά στον παγκόσμιο χάρτη δεν θα έπειθε τον Χίτλερ και τους οπαδούς του για το άνισο του αγώνα μιας μικρής κεντροευρωπαϊκής χώρας ενάντια σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Το αντίθετο, μάλιστα. Δεν υπάρχει ούτε λύση, ούτε κάποιο συμβιβαστικό μοντέλο που θα έστρεφε τον απόλυτα ηττημένο άνθρωπο προς μιαν άλλη κατεύθυνση αλλά και θα κατεύναζε τα καταστροφικά του ένστικτα. Όσο πιο απονενοημένο είναι το εγχείρημά του τόσο πιο φανατικά γαντζώνεται στο στόχο του. Είναι αρκετά πιθανό ο Χίτλερ και οι οπαδοί του να μην επιθυμούσαν τη νίκη αλλά το πέρασμα στην ιστορία ως απόλυτα ηττημένες οντότητες. Αυτό βεβαίως δεν τους απέτρεψε απ’ το να ξεσπάσουν την συσσωρευμένη οργή τους απέναντι σε όσους θεώρησαν υπεύθυνους για τις δικές τους ήττες μ’ ένα εκκαθαριστικό πόλεμο χωρίς προηγούμενο. Αρχικός τους στόχος ήταν η εξαφάνιση των Εβραίων και των αντιπάλων τους ήδη από το 1919, χωρίς αυτό να σημαίνει πως σκόπευαν να χαριστούν στους συμπατριώτες τους. Ο πραγματικός σκοπός δεν ήταν η νίκη, αλλά η εξόντωση, η πτώση, μια συλλογική αυτοκτονία, ένα τρομερό τέλος. Δεν μπορεί να δοθεί άλλη εξήγηση για το γεγονός ότι Γερμανοί πολέμησαν στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο προασπιζόμενοι ακόμα και το τελευταίο χάλασμα στο Βερολίνο. Ο ίδιος ο Χίτλερ επιβεβαιώνει το σκεπτικό περί ήττας έχοντας δηλώσει πως ο γερμανικός λαός ήταν ανάξιος της επιβίωσης. Όντας υπεύθυνος για τις εκατόμβες των θυμάτων ο δικτάτορας κατάφερε εν τέλει να φτάσει εκεί που ήθελε: στην ήττα. Όμως οι λαοί που γύρευε να εξολοθρεύσει, Εβραίοι, Πολωνοί, Ρώσοι, Γερμανοί, υπάρχουν και σήμερα.

Ωστόσο ο ηττημένος άνθρωπος δεν εξαλείφθηκε αλλά συνεχίζει να ζει ανάμεσά μας. Αναπόφευκτο: σ’ όλες τις ηπείρους υπάρχουν δυνάμεις έτοιμες να καλοσωρίσουν την παρουσία του. Η διαφορά είναι πως στην εποχή μας πολύ σπάνια οι δυνάμεις αυτές έχουν κρατική υπόσταση αφού ακόμα και σ’ αυτό τον τομέα η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει πάρει κεφάλι. Αν και οι κυβερνήσεις είναι αυτές που διαθέτουν τα μέσα μιας μαζικής εξόντωσης, εν τούτοις η κρατική εγκληματικότητα, έτσι όπως την γνωρίσαμε τις προηγούμενες δεκαετίες έχει υποχωρήσει αισθητά.

Στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, οι ενεργές κολλεκτίβες των ηττημένων είναι πλέον λίγες παρά το γεγονός πως συνεχίζουν να έχουν συναλλαγές με διεθνείς χρηματοδότες και εμπόρους όπλων. Αντιθέτως υπάρχει πληθώρα τοπικών ομάδων με επικεφαλής κάποιους οπλαρχηγούς ή συμμορίτες. Οι αυτόκλητες αυτές φρουρές και παραστρατιωτικές συμμορίες αρέσκονται να προσδίδουν ένα απελευθερωτικό, επαναστατικό χαρακτήρα στις ενέργειές τους. Την ίδια ώρα υπάρχουν ΜΜΕ που τους αποκαλούν αντάρτες, έναν κολακευτικό γι’ αυτούς ευφημισμό. Τα ονόματα και οι συντομογραφίες που επιλέγουν ποικίλουν: «Φωτεινό μονοπάτι», MLC, RCD, SPLA, ELA, LTTE, LRA, FNL, IRA, LIT, KACH, DHKP, FSLN, UVF, JKLF, ELN, FARC, PLF, GSPC, MILF, NPA, PKK, MODEL, JI, NPA, AUC, CPNML, UDA, GIA, RUF, LVF, SNM, ETA, NLA, PFLP, SPM, LET, ONLF, SSDF, PIJ, JEM, SLA, ANO, SPLMA, RAF, AUM, PGA, ADF, IBDA, ULFA, PLFM, ULFBV, ISYF, LURD, KLO, UPDS, NLFT, ATTF, αδιάφορο αν πρόκειται για «αριστερούς» ή «δεξιούς». Κάθε τέτοια ένοπλη αγέλη αυτοχαρακτηρίζεται «στρατός», επανδρώνεται με μαχητές και κομάντος, πασχίζει με διακηρύξεις και βαρύγδουπες προκηρύξεις να προσδώσει σοβαρότητα στο προφίλ της εμφανιζόμενη ως εκπρόσωπος κάποιων κοινοτήτων. Η ζωή των άλλων τούς είναι παντελώς αδιάφορη αφού ως απόλυτα ηττημένοι έχουν πειστεί για την απαξία της δικής του ζωής. Δεν δίνουν καμία σημασία στην επιβίωση, είτε αυτό αφορά σε αντιπάλους, σε οπαδούς ή σε απλούς άμαχους. Απάγουν και σκοτώνουν με ευχαρίστηση τους ανθρώπους που προσπαθούν να μετριάσουν τον πόνο στο πεδίο δράσης τους, πυροβολούν για παράδειγμα νοσηλευτές και γιατρούς, καίνε ακόμα και την τελευταία κλινική της περιοχής τους όπου μπορεί να μην έχει απομείνει παρά ένα κρεβάτι κι ένα νυστέρι. Δεν γνωρίζουν ουσιαστικά καμία διαφορά μεταξύ ακρωτηριασμού και αυτοακρωτηριασμού.

Καμιά απ’ αυτές τις αγέλες, ωστόσο, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τις εξελίξεις της παγκοσμιοποίησης. Σε περιπτώσεις ιδεολογικής εκμετάλλευσης κρατικών και εθνικών συγκρούσεων κάτι τέτοιο ήταν απολύτως φυσικό. Από την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης κι έπειτα οι ομάδες που ακολούθησαν την παράδοση του διεθνισμού έχασαν την στήριξη τους από τις υπερδυνάμεις τόσο σε επίπεδο προπαγάνδας όσο και σε καθαρά υλικό επίπεδο. Με το κεφάλαιο να επικρατεί παγκοσμίως αναγκάστηκαν να βάλουν στην άκρη τις βλέψεις τους για παγκόσμια επιβολή και περιορίστηκαν στην υπεράσπιση των τοπικών εντολέων τους.

hamasΩς εκ τούτου έχει απομείνει μόνο ένα κίνημα που μπορεί να ενεργήσει βίαια αναπτύσσοντας παγκόσμια δράση κι αυτό δεν είναι άλλο από τον ισλαμισμό. Αυτό που επιχειρεί να κάνει ο ισλαμισμός είναι να συγκεντρώσει την θρησκευτική ενέργεια ενός δόγματος παγκόσμιας εμβέλειας, το οποίο με 1,2 δισεκατομμύρια οπαδών δεν είναι μόνο εξαιρετικά δυναμικό αλλά εξαπλώνεται δημογραφικά σε όλες τις ηπείρους. Αν και αυτή η τεράστια ομάδα ανθρώπων είναι πολλαπλά διηρημένη και κατακερματισμένη από τις εθνικές και τις κοινωνικές συγκρούσεις, εν τούτοις η ιδεολογία τού ισλαμισμού αποτελεί το ιδανικό όχημα για την κινητοποίηση απόλυτα ηττημένων ανθρώπων. Για να την επιτύχει είναι σε θέση να επικαλεστεί ταυτόχρονα τόσο θρησκευτικούς και πολιτικούς όσο και κοινωνικούς λόγους.

Πολλές υποσχέσεις επιτυχίας δίνει και το μοντέλο οργάνωσης του ισλαμισμού έχοντας εγκαταλείψει τον αυστηρό συγκεντρωτισμό παλαιότερων ομάδων και αντικαταστήσει την αλάθητη και παντοδύναμη κεντρική διοίκηση μ’ ένα ευέλικτο δίκτυο. Πρόκειται για μια πρωτότυπη, σύγχρονη καινοτομία.

Κατά τα άλλα ακολουθείται η πεπατημένη των προκατόχων. Συχνά παραβλέπουμε πως η μοντέρνα τρομοκρατία είναι μια ευρωπαϊκή ανακάλυψη του 19ου αιώνα. Οι σημαντικότεροι πρόγονοί της θα πρέπει να αναζητηθούν στην τσαρική Ρωσία, παρ’ όλο που στην δυτική Ευρώπη η παράδοση είναι εξίσου μακρά. Τα τελευταία χρόνια ο αριστερός ριζοσπαστικός τρόμος της δεκαετίας του ’70 έχει λειτουργήσει ως πηγή έμπνευσης. Σ’ αυτό τον τύπο τρομοκρατίας οφείλουν οι ισλαμιστές την περίσσεια συμβόλων και τεχνικών. Το ύφος των δηλώσεών τους, τα μαγνητοσκοπημένα βίντεο, η εμβληματική χρήση των Καλάσνικοφ, ακόμα και οι χειρονομίες, η γλώσσα του σώματος και ο τρόπος ντυσίματος δείχνουν πόσα έχουν διδαχθεί από τα δυτικά τους πρότυπα. Κραυγαλέες είναι και άλλες ομοιότητες όπως για παράδειγμα η προσκόλληση σε γραπτά θέσφατα. Το Κοράνι παίρνει τη θέση του Μαρξ και του Λένιν κι αντί για τον Γκράμσι ο όρκος δίνεται στον Σαγίντ Κούτμπ. Φορέας της επανάστασης δεν είναι πια το παγκόσμιο προλεταριάτο αλλά η κλειστή ομάδα τού δόγματος. Πρωτοπόρος και αυτόκλητος αντιπρόσωπος των μαζών δεν είναι πια το κόμμα αλλά το παγκοσμίως εξαπλωμένο δίκτυο των ισλαμιστών πολεμιστών. Αν και ο Ισλαμισμός φαίνεται να χρησιμοποιεί παλιές ρητορικές φόρμες και ο λόγος των ηγετών του να χαρακτηρίζεται από μεγαλοστομία και υψηλούς τόνους, εν τούτοις πολλές από τις βασικές του ιδέες τις οφείλει στον μισητό εχθρό του, τον κομμουνισμό. Και οι δύο συμφωνούν πως η ιστορία διέπεται από άκαμπτους νόμους, πως η νίκη είναι αδιαπραγμάτευτη και πως με κάθε ευκαιρία θα πρέπει να ξεσκεπάζονται αποστάτες και προδότες, οι οποίοι κατά την δοκιμασμένη λενινιστική μέθοδο θα πρέπει να επιπλήττονται τελετουργικά.

Καμία έκπληξη δεν υπάρχει ούτε στην λίστα των αγαπημένων εχθρών: εδώ βρίσκουμε την Αμερική, την παρηκμασμένη Δύση, το παγκόσμιο κεφάλαιο, τον Σιωνισμό. Σ’ όλους αυτούς προστίθενται και οι άπιστοι, τα 5,2 δισεκατομμύρια δηλαδή τού υπόλοιπου κόσμου. Τέλος οι σχισματικοί μουσουλμάνοι, Σιΐτες, Ιμπαντίτες, Αλεβίτες, Σεϊδίτες, Αχμαντίγια, Βαχαμπίτες, Δρούζοι, Σούφις, Χαριντσίντες, Ισμαϊλίτες αλλά και οπαδοί άλλων πίστεων.

(Το τρίτο και τελευταίο μέρος εδω.)

Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, Ο απόλυτα ηττημένος (1/3)

του ΧΑΝΣ ΜΑΓΚΝΟΥΣ ΕΝΤΣΕΝΣΜΠΕΡΓΚΕΡ

(Μετάφραση: Χρήστος Αστερίου)

~.~

Ι. ΤΟ ΑΤΟΜΟ

Είναι δύσκολο να μιλήσεις για τον ηττημένο και ηλίθιο να τον αποσιωπήσεις. Ηλίθιο επειδή δεν υπάρχουν απόλυτοι νικητές κι επειδή σε όλους μας, τόσο στον επηρμένο μεγαλομανή όσο και στον τελευταίο επαίτη της Καλκούτας, επιφυλάσσεται το ίδιο ακριβώς τέλος. Δύσκολο επειδή εύκολα συμβιβαζόμαστε με τη κοινότοπη, μεταφυσική ανάγνωση του ζητήματος ήττας. Αν μείνουμε σε μια τέτοια παραδοχή χάνουμε ουσιαστικά την ένταση και την πολιτική πλευρά του.

Intellektuelle gegen Notstandsgesetze - EnzensbergerΑντί να μελετήσουν τα χιλιάδες πρόσωπα του ηττημένου, οι κοινωνιολόγοι μένουν άκαμπτοι στις στατιστικές τους μιλώντας για μέσους όρους, αποκλίσεις, κατανομές. Σπάνια τους περνάει απ’ το μυαλό η ιδέα πως θα μπορούσαν και οι ίδιοι να ανήκουν στην κατηγορία των ηττημένων. Οι ορισμοί τους είναι σαν το ξύσιμο της πληγής: ο πόνος που επέρχεται με το ξύσιμο είναι μεγαλύτερος από τον αρχικό, ισχυρίζεται ο Σάμουελ Μπάτλερ. Έτσι όπως εξελίσσεται η ανθρωπότητα, ωστόσο, («καπιταλισμός», «ανταγωνισμός», «αυτοκρατορία», «παγκοσμιοποίηση» είναι εδώ οι επικρατούσες έννοιες) δεν αυξάνεται μόνο ο αριθμός των ηττημένων μέρα με την ημέρα, αλλά πολύ γρήγορα –όπως πάντα συμβαίνει με τις μεγάλες μάζες- συντελούνται ομαδοποιήσεις. Μέσω μιας χαώδους και ακατανόητης διαδικασίας διαχωρίζονται μεταξύ τους οι ηττημένοι απ’ τους υποδεέστερους και τα θύματα. Ένας άνθρωπος που αποδείχτηκε κατώτερος των περιστάσεων μπορεί να αποδέχεται την ήττα του και να παραιτείται, το θύμα μπορεί να απαιτεί ικανοποίηση και ο ηττημένος να προετοιμάζεται για τον επόμενο γύρο. Ο απόλυτα ηττημένος όμως διαχωρίζει τη θέση του, καθίσταται αόρατος διαφυλάσσοντας την αφάνειά του, μαζεύει δυνάμεις και περιμένει τη σειρά του.

Όποιος αρκείται στα αντικειμενικά, υλικά κριτήρια, στα στοιχεία των οικονομολόγων και στα αποκαρδιωτικά συμπεράσματα των εμπειρογνωμόνων δεν θα αντιληφθεί την πραγματικά δεινή κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο απόλυτα ηττημένος άνθρωπος. Τίποτα δεν είναι αρκετό για να τον παρακινήσει, ανεξάρτητα απ’ ότι πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν, ανταγωνιστές, συνάδελφοι, ειδικοί ή γείτονες, συμμαθητές, αφεντικά, φίλοι κι εχθροί. Ο απόλυτα ηττημένος πρέπει να ρίξει ο ίδιος τον κύβο. Πρέπει ο ίδιος να ομολογήσει πως είναι ένας ηττημένος και τίποτα περισσότερο. Μπορεί βεβαίως να βρίσκεται σε δεινή κατάσταση, να είναι φτωχός ή αδύναμος, να έχει βιώσει την μιζέρια και την ήττα. Απόλυτα ηττημένος, όμως, γίνεται μόνον την στιγμή που αποδέχεται την ετυμηγορία εκείνων που θεωρούν τον εαυτό τους νικητή.

Κανείς δεν εκδηλώνει αυθόρμητο ενδιαφέρον για τον απόλυτα ηττημένο κι αυτό είναι ένα γεγονός που βασίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας. Ο ηττημένος υπάρχει όσο βρίσκεται μόνος του και η αλήθεια είναι πως είναι πολύ μόνος του, όχι απλώς κλεισμένος στον εαυτό του. Μένει απαρατήρητος, βουβός, ένας άνθρωπος εν υπνώσει. Αν όμως παρ’ όλ’ αυτά κάνει αισθητή την παρουσία του και δράσει είναι ικανός να τρομοκρατήσει. Και μόνο η ύπαρξή του θυμίζει στους υπόλοιπους πόσο εύκολα θα μπορούσαν να περιπέσουν στην δική του κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση θα τον βοηθούσαν αν έπαιρνε επιτέλους την απόφαση να παραιτηθεί. Όμως αυτός δεν σκέφτεται κάτι τέτοιο ούτε και δείχνει να αρέσκεται στην βοήθεια των άλλων.

Ο ηττημένος αποτελεί αντικείμενο σπουδής και υπαρξιακό μοντέλο για μια σειρά επαγγελματιών. Κοινωνικοί ψυχολόγοι, κοινωνικοί λειτουργοί, εγκληματολόγοι, θεραπευτές και αρκετοί άλλοι που δεν ανήκουν στην τάξη των ηττημένων, θα έχαναν το μεροκάματό τους αν αυτός εξέλιπε. Ακόμα και αν επιδείξουν, όμως, τις καλύτερες προθέσεις προσπαθώντας να τον κατανοήσουν, ο ασθενής παραμένει στα μάτια τους δυσερμήνευτος. Τα ασφαλή, προκαθορισμένα όρια του επαγγέλματος δεν αφήνουν περιθώρια κατανόησης του ψυχικού του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση είναι γνώστες του γεγονότος ότι ο απόλυτα ηττημένος άνθρωπος είναι δυσπρόσιτος και σε τελική ανάλυση απρόβλεπτος. Αποδεικνύονται ανεπαρκείς ακόμα και να αναγνωρίσουν ανάμεσα στους εκατοντάδες που συναντούν στα γραφεία και στα ιατρεία τους εκείνον τον ένα που είναι προετοιμασμένος να φτάσει στα άκρα. Ίσως να ψυχανεμίζονται πως δεν πρόκειται για μια απ’ τις γνωστές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να διευθετηθούν μέσω της πεπατημένης. Ο ηττημένος ζυγίζει καλά τις καταστάσεις πριν πράξει. Σιωπά και περιμένει χωρίς να γίνεται αντιληπτός γι’ αυτό και προκαλεί τον φόβο. Ο φόβος αυτός δεν είναι καινοφανής, αλλά σε κάθε περίπτωση πιο δικαιολογημένος παρά ποτέ. Οποιοσδήποτε μετέχει στο κοινωνικό γίγνεσθαι μπορεί να αντιληφθεί το εύρος της καταστρεπτικής δύναμης που κρύβεται στον απόλυτα ηττημένο, μια δύναμη που δεν μπορεί να κατανικηθεί, όσα μέτρα κι αν λάβουμε.

41tefxhsqhl._sx298_bo1,204,203,200_Ο άνθρωπος αυτός μπορεί να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Μέσω της έκρηξης βρίσκει την μοναδική λύση που θα μπορούσε να φανταστεί για το πρόβλημά του: την κλιμάκωση τού κακού που τον βασανίζει. Κάθε εβδομάδα διαβάζουμε γι’ αυτόν στις εφημερίδες. Είναι ο πατέρας που σκότωσε πρώτα την γυναίκα του κι ύστερα τα δυο μικρά παιδιά του πριν αυτοκτονήσει. Ο αποτροπιασμός είναι ασύλληπτος. Στα τοπικά ένθετα των εφημερίδων γίνεται λόγος για «οικογενειακή τραγωδία». Ή μαθαίνουμε για κάποιον που αμπαρώνεται ξάφνου στο διαμέρισμά του παίρνοντας όμηρο τον ενοικιαστή που απαίτησε το ενοίκιο. Όταν πια καταφθάνει η αστυνομία αρχίζει να πυροβολεί ανεξέλεγκτα. Την κατάσταση συνοψίζει η μαλαισιανή λέξη «αμόκ». Πριν πέσει νεκρός ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά προλαβαίνει να σκοτώσει έναν υπάλληλο. Παραμένει όμως ασαφές τι είναι ακριβώς αυτό που πυροδοτεί την έκρηξή του. Κάποια μουρμούρα της συζύγου ίσως, κάποια δυνατή μουσική απ’ το διπλανό διαμέρισμα, ένας καυγάς σε κάποιο εστιατόριο ή η απόρριψη του δανείου από την τράπεζα. Αρκεί μια υποτιμητική παρατήρηση του προϊσταμένου για να τον ανεβάσει σε κάποια ταράτσα με το όπλο στραμμένο σ’ όσους περνούν μπροστά από το σούπερ μάρκετ. Όχι μόνο δεν τον ενοχλεί το γεγονός πως μια τέτοια κίνηση επιταχύνει και το δικό του τέλος, αλλά είναι κάτι που το επιδιώκει. Από πού άραγε να έχει προμηθευτεί το πολυβόλο που κρατάει; Είναι η στιγμή που ο απόλυτα ηττημένος (ένας δεκαπεντάχρονος ίσως που υποφέρει από ακμή) γίνεται κύριος της ζωής των άλλων. «Όλα τελείωσαν με την αυτοκτονία του», θα πει ο εκφωνητής των ειδήσεων. Η ειδική υπηρεσία της αστυνομίας είναι ώρα να πιάσει δουλειά. Βρίσκουν μερικά βίντεο του δράστη, κάποιες ασαφείς σημειώσεις στο προσωπικό του ημερολόγιο. Ούτε οι γονείς, ούτε οι γείτονες, ούτε οι δάσκαλοι είχαν αντιληφθεί το παραμικρό. Σε κάμποσα μαθήματα, βεβαίως, οι βαθμοί δεν ήταν καλοί. Σίγουρα τον χαρακτήριζε μια κάποια εσωστρέφεια, ήταν φειδωλός στα λόγια. Ωστόσο τα στοιχεία αυτά δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν την πράξη του να πυροβολήσει τους συμμαθητές του. Οι εμπειρογνώμονες παραδίδουν τις εκθέσεις τους. Η κοινωνιολογική κριτική καταθέτει τα βαρύγδουπα επιχειρήματά της. Όλοι εγείρουν την απαίτηση μιας επανεξέτασης του αξιακού συστήματος. Η έρευνα για τα αίτια μιας τέτοιας πράξης εγκαταλείπεται. Πολιτικοί εκφράζουν την συμπαράστασή τους. Όλοι τους πιστεύουν πως πρόκειται για μεμονωμένη περίπτωση.

Αν δεχτούμε πως όλοι οι δράστες είναι άτομα απομονωμένα, άτομα που δεν έχουν καμία διέξοδο προς την ανθρώπινη κοινότητα, τότε η σκέψη αποδεικνύεται σωστή. Αν όμως παραδεχτούμε πως παρουσιάζονται ολοένα και περισσότερα τέτοια περιστατικά, τότε η πεποίθησή μας αποδεικνύεται λανθασμένη. Το γεγονός μάλιστα πως τα κρούσματα πολλαπλασιάζονται μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως αυξάνεται ολοένα ο αριθμός των απόλυτα ηττημένων, ως αποτέλεσμα που οφείλεται στις «επικρατούσες συνθήκες». Με τον όρο αυτό πιθανώς εννοούμε την παγκόσμια αγορά, ένα κανονισμό εξετάσεων ή μια ασφαλιστική εταιρία που δεν εννοεί να πληρώσει τα οφειλόμενα.

Αν όμως θέλουμε να κατανοήσουμε τον απόλυτα ηττημένο θα χρειαστεί να πάμε ένα βήμα παραπέρα. Παρ’ ότι η πρόοδος δεν εξαφάνισε την ανθρώπινη βάσανο, εν τούτοις την μετάλλαξε σημαντικά. Στη διάρκεια της τελευταίας διακοσαετίας οι πιο προηγμένες κοινωνίες πέτυχαν την θέσπιση νόμων, καλλιέργησαν νέες προσδοκίες και απαιτήσεις έχοντας ξεμπερδέψει με την άποψη πως ο κόσμος ορίζεται από κάποια αναπόδραστη μοίρα. Στην ημερήσια διάταξη μπήκαν θέματα όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Προχώρησαν στην εκδημοκράτιση του αγώνα για αναγνώριση και καλλιέργησαν προσδοκίες για ισότητα, που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν. Την ίδια ώρα φρόντισαν ώστε οι κάτοικοι του πλανήτη να παρακολουθούν 24 ώρες το 24ωρο την υφιστάμενη ανισότητα των κατοίκων του από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η απογοήτευση των ανθρώπων αυξανόταν όσο πλήθαιναν αντίστοιχα και τα βήματα προόδου.

«Εκεί όπου τα επιτεύγματα του πολιτισμού έχουν πράγματι δώσει καρπούς εξαλείφοντας τα δεινά, σπάνια παρατηρείται εκδήλωση ενθουσιασμού», παρατηρεί ο φιλόσοφος. «Τα επιτεύγματα εκλαμβάνονται ως δεδομένα ενώ η προσοχή εστιάζεται στα δεινά που συνεχίζουν να υφίστανται. Τότε αρχίζει να ισχύει ο νόμος της κλιμακούμενης έντασης: όσο περισσότερα αρνητικά στοιχεία εξαφανίζονται απ’ αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα τόσο πιο εξοργιστικό καθίσταται ό,τι αρνητικό απομένει, ακριβώς επειδή είναι πια είδος εν ανεπαρκεία».

Ο Όντο Μάρκβαρντ είναι εξαιρετικά ήπιος στους χαρακτηρισμούς του. Στην περίπτωση του ηττημένου ανθρώπου δεν έχουμε να κάνουμε με οργή αλλά με φονικό πάθος. Αυτό που γυρίζει μανιωδώς στο μυαλό του είναι η σχέση του προς τους άλλους, μια σχέση που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κριθεί εις βάρος του. Η απεριόριστη ανάγκη του για αναγνώριση οδηγεί αναπόφευκτα στο χαμήλωμα του πήχυ. Όσα επιχειρεί γίνονται ολοένα και σκληρότερα. Η ευαισθησία του ηττημένου αυξάνεται με κάθε βελτίωση που παρατηρεί στους άλλους. Όσοι βρίσκονται σε δεινότερη θέση απ’ αυτόν δεν αποτελούν ποτέ μέτρο σύγκρισης. Στα μάτια του κανείς άλλος δεν πάσχει, δεν ταπεινώνεται και δεν εξευτελίζεται, παρά μόνο ο ίδιος, ο απόλυτα ηττημένος άνθρωπος.

Όσο σκέφτεται την κατάστασή του τόσο την επιδεινώνει, αφού έχει πεισθεί πως επ’ ουδενί ευθύνεται ο ίδιος γι’ αυτήν. Αδιανόητη σκέψη που καθιστά επιτακτική την αναζήτηση των υπαίτιων για την κατάντια του.

Ποιοι είναι όμως αυτοί οι παντοδύναμοι, ανώνυμοι εχθροί; Η απάντηση ενός τόσο βασανιστικού ερωτήματος ξεπερνά τον μοναχικό εσωστρεφή. Κι όταν όλες οι κυρίαρχες ιδεολογίες αποτυγχάνουν να τον κατευθύνουν στα πλαίσια της κοινωνίας εκείνος αναζητά τον υπεύθυνο στο κοντινό του περιβάλλον στοχοποιώντας τον άδικο προϊστάμενο, την πεισματάρα σύζυγο, τον κακό γείτονα, τον δολοπλόκο συνάδελφο, τον ξεροκέφαλο υπάλληλο, τον γιατρό που του αρνείται το πιστοποιητικό.

Σε ποιές άλλες μηχανορραφίες θα μπορούσε, όμως, να επιδίδεται ο αόρατος αυτός, ανώνυμος εχθρός; Για να δώσει απάντηση σ’ ένα τέτοιο ερώτημα ο ηττημένος δεν χρειάζεται να βασιστεί σε προσωπικές εμπειρίες. Μπορεί απλώς και μόνο να στηριχτεί σ’ ό,τι έχει ακούσει. Λίγοι άνθρωποι είναι σε θέση να εφεύρουν μόνοι τους ανεμόμυλους που χρειάζονται για το κυνήγι. Γι’ αυτό και τις περισσότερες φορές ο ηττημένος στηρίζεται στο έτοιμο υλικό που του παρέχει η κοινωνία. Δεν είναι, άλλωστε, δύσκολο να εντοπισθούν οι απειλητικές δυνάμεις που τον έχουν στοχοποιήσει. Πρόκειται συνήθως για αλλοδαπούς, μυστικές υπηρεσίες, κομμουνιστές, Αμερικανούς, μεγάλους οργανισμούς, πολιτικούς, άπιστους. Από τη λίστα δεν λείπουν ποτέ οι Εβραίοι.

Μια τέτοια φαντασίωση μπορεί να ανακουφίζει προσωρινά τον ηττημένο, όμως δεν μπορεί να τον καθησυχάσει πραγματικά. Δεν είναι εύκολο να αμύνεται συνεχώς ορθώνοντας απέναντί του έναν κόσμο εχθρικό, ενόσω τον καταδιώκει συνεχώς η υποψία πως η απάντηση στο πρόβλημά του είναι απλούστερη, πως δηλαδή για την κατάστασή του φταίει αποκλειστικά ο ίδιος, πως την αναγνώριση που αποζητά δεν την αξίζει στ’ αλήθεια ούτε κατ’ ελάχιστο και πως η ζωή του στην πραγματικότητα δεν έχει καμιά ιδιαίτερη αξία. Οι ψυχολόγοι ονομάζουν αυτή την διαδικασία «ταύτιση με τον επιτιθέμενο». Ποιος όμως είναι σε θέση να καταλάβει έναν τέτοιο όρο; Για τον ηττημένο δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Αν η δική του ζωή δεν έχει καμιά αξία πως θα μπορούσαν να τον απασχολούν οι ζωές των άλλων;

«Φέρω ακέραια την ευθύνη». «Φταίνε οι άλλοι». Οι δυο αυτές ομολογίες δεν αλληλοαποκλείονται. Απεναντίας η μια δυναμώνει την άλλη κατά το μοντέλο του circulus vitiosus. Ο απόλυτα ηττημένος άνθρωπος δεν μπορεί επ’ ουδενί να αποδράσει απ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο. Κι απ’ αυτόν ακριβώς τον κύκλο είναι που αντλεί την αδιανόητη δύναμή του.

Μόνη διέξοδο από το δίλημμα αποτελεί ο συνδυασμός καταστροφής και αυτοκαταστροφής, η επίδειξη επιθετικότητας προς άλλους και προς τον εαυτό του. Από τη μια, την στιγμή της ανατίναξης, ο ηττημένος εμφορείται από ένα συναίσθημα μοναδικής κυριαρχίας. Η πράξη τού δίνει τη δυνατότητα να θριαμβεύσει επί των συνανθρώπων του καταστρέφοντάς τους. Από την άλλη, όμως, εμπεριέχεται στο συναίσθημα και η υποψία πως η ύπαρξη του είναι ανάξια αφού συνυπολογίζεται πως η πράξη σημαίνει ουσιαστικά και το προσωπικό του τέλος.

Ένα επιπλέον στοιχείο που αυξάνει το αίσθημα κυριαρχίας είναι το γεγονός ότι ο κόσμος που τον αγνοούσε παντελώς αρχίζει να στρέφει το βλέμμα πάνω του την στιγμή ακριβώς που εκείνος παίρνει το όπλο. Τα ΜΜΕ φροντίζουν να του χαρίσουν –έστω και για 24 ώρες– τεράστια δημοτικότητα. Η τηλεόραση προπαγανδίζει τις πράξεις του ενθαρρύνοντας έτσι πιθανούς μιμητές. Όπως δείχνουν τα στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κάτι τέτοιο συνιστά μεγάλο πειρασμό για τους ανήλικους.

Για το κοινό αίσθημα, το common sense, η λογική του απόλυτα ηττημένου είναι αδιανόητη. Ο ηττημένος επικαλείται την ορμή τής αυτοσυντήρησης ως κάτι αυτονόητο, αναμφισβήτητο και φυσικό. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια αίολη θέση χωρίς ιστορικό βάθος. Για αυτοσυντήρηση, βεβαίως, κάνουν λόγο, οι Έλληνες, ο Χομπς και ο Σπινόζα, χωρίς, όμως, επ’ ουδενί να την αντιμετωπίζουν ως καθαρά φυσική ορμή. Λίγο ως πολύ ισχύει αυτό που υποστηρίζει ο Καντ: «Το πρώτο χρέος του ανθρώπου προς τον εαυτό του», γράφει ο φιλόσοφος, «στην ζωϊκή του διάσταση είναι η αυτοσυντήρηση στην ζωϊκή του φύση». Μόλις τον 19ο αιώνα έπαψε η αυτοσυντήρηση να θεωρείται χρέος αλλά αναμφισβήτητο φυσικό γεγονός. Σύμφωνα με τον Νίτσε, οι φυσιολόγοι θα έπρεπε να μην «ορίσουν ως πρωταρχική ορμή ενός οργανικού όντος αυτήν τής αυτοσυντήρησης». Όμως η αντίρρηση που εξέφρασε ο φιλόσοφος δεν βρήκε ευήκοα ώτα σ’ εκείνους που ήταν υπέρ της επιβίωσης.

Πέρα από την ιστορία των ορισμών είναι προφανές πως η ανθρωπότητα ποτέ δεν θεώρησε την ζωή ως το υψηλότερο αγαθό. Αντιθέτως, όλες οι πρώιμες θρησκείες επαινούσαν την ανθρώπινη θυσία. Οι μάρτυρες βρέθηκαν γρήγορα σε περίοπτη θέση. (Κατά το μοιραίο αξίωμα του Μπλεζ Πασκάλ θα έπρεπε κανείς να πιστεύει «μόνο εκείνους τους μάρτυρες, που είναι αποφασισμένοι να θυσιαστούν»). Στους περισσότερους πολιτισμούς οι ήρωες απολάμβαναν τιμή και δόξα ακριβώς επειδή αψηφούσαν τον θάνατο. Ώσπου να μάθουν για το μακελειό του Α΄ παγκοσμίου πολέμου οι μαθητές του γυμνασίου ήταν υποχρεωμένοι να αποστηθίσουν τον γνωστό στίχο του Οράτιου για την απόλαυση και την τιμή να πεθαίνεις για την πατρίδα. Άλλοι πίστευαν πως η περιπέτεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού είναι σημαντικότερη απ’ την ίδια τη ζωή. Στη διάρκεια του ψυχρού πολέμου υπήρξαν άνθρωποι που φώναζαν το σύνθημα: «Καλύτερα βαθιά μέσα στα έγκατα της γης, παρά να γίνω κι εγώ κομμουνιστής». Και τι να πει κανείς, βεβαίως, όταν σε πολιτισμένες κοινωνίες υπάρχουν άνθρωποι που ισορροπούν σε τεντωμένα σχοινιά, αθλητές των extreme sports, οδηγοί φόρμουλας, εξερευνητές του βόρειου πόλου και άλλοι υποψήφιοι αυτόχειρες;

downloadΕίναι προφανές πως η ορμή της αυτοσυντήρησης είναι σχετικά καινοφανής. Υπέρ αυτής της άποψης συνηγορεί η αξιοπρόσεκτη έλξη που ασκεί η αυτοκτονία στον άνθρωπο ανεξαρτήτως πολιτισμού και εποχής. Κανένα ταμπού και καμία απειλή δεν μπόρεσαν να τον αποτρέψουν απ’ το ν’ αφαιρεί την ζωή του. Ωστόσο δεν υφίσταται τρόπος ποσοτικής μέτρησης της συγκεκριμένης τάσης. Κάθε προσπάθεια να αποτυπωθεί στατιστικά αποτυγχάνει λόγω της τεράστιας διαφοράς μεταξύ των καταγεγραμμένων και των πραγματικών περιστατικών.

Ο Ζίγκμουντ Φρόυντ προσπάθησε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα θεωρητικά με το να αναπτύξει –επί ασταθούς εμπειρικής βάσεως– το σχέδιο της ορμής προς θάνατον. Η υπόθεση που κάνει ο Φρόυντ εδράζεται καταφανώς στην παμπάλαιη αντίληψη περί της ύπαρξης καταστάσεων στις οποίες ο άνθρωπος προτιμά να έχει ένα τρομερό τέλος από έναν –πραγματικό ή φανταστικό– τρόμο χωρίς τέλος.

(Στις 05/02, το δεύτερο από τα τρία μέρη)