Γιώργος Τόσκας

Όψιμες ματαιότητες

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΣΚΑ

~.~

Χρόνια τώρα, ήταν ένας αγαπημένος θείος. Πάντα πρόθυμος να βοηθήσει όπου μπορεί, πάντα εκεί στις δύσκολες, επιθανάτιες κυρίως στιγμές. Μέχρι που εκείνη η κουβέντα ανέδυσε μνήμες παιδικές· στην κατάρρευση οδηγώντας της εικόνας και κυρίως των αισθημάτων. Ποια σκοτεινή πλευρά κρύβεται πίσω από το είδωλό μας στον καθρέφτη; Άρχισε να ξετυλίγεται προς τα πίσω η μαυρόασπρη ταινία της μνήμης.

Στέκεσαι εν έτει χίλια εννιακόσια ενενήντα ένα, μπροστά από το εργοστάσιο Τεχνητής Μετάξης στον Κηφισό. Παραδίπλα βλέπεις ένα απομεινάρι κτήματος με λαχανίδες. Φυτεύουν ακόμα εδώ, σκέφτεσαι. Εκεί στην Κολοκυνθού. Προχωράς πιο μέσα, εκεί που μηχανές πενήντα μέτρων –οι επονομαζόμενες «Γολιάθ»– βράζουν τη μάζα της κυτταρίνης σε πυκνό θειϊκό οξύ, απελευθερώνοντας ψηλά λευκά σύννεφα αναθυμιάσεων στον αττικό ουρανό. Εκεί στο είχε αναφέρει τότε ο χημικός, ο άνθρωπος του Θεού: «οι άνθρωποι δεν συγχωρούν εύκολα, μονάχα ο Θεός μπορεί να συγχωρήσει!».

Έπαιρνε με τα πόδια στην Κατοχή, η μάνα δεκατεσσάρων χρονών κορίτσι, τις γραμμές του τραίνου που περνούσαν απ’ το Χαλάνδρι –αυτές του μουτζούρη που ερχόταν από το Λαύριο– μαζί με τα ξαδέρφια της και μετά από τρεις περίπου ώρες έφθαναν στην Κολοκυθού δίπλα στον Κολωνό. Εκεί η αδερφή της γιαγιάς, η Βενέταινα είχε περιβόλια με κολοκυθάκια και πάσης φύσεως ζαρζαβατικά. Τα φορτώνονταν και γύριζαν σπίτι μετά από άλλες τρεις-τέσσερεις ώρες ποδαρόδρομο. Έτσι θραφήκαν τα δύσκολα κατοχικά χρόνια. Τη θυμάσαι τη θεία Βενέτα – ήσουν παιδί, να τρέμει από το Πάρκινσον που τη βασάνιζε ως το τέλος της. Την είχαν αναλάβει να τη γηροκομήσουν, καθότι άκληρη, τα ξαδέρφια της μάνας. Όχι ανιδιοτελώς, όπως έδειξε η συνέχεια. Τα περιβόλια έγιναν αργότερα βιομηχανικά κτίρια –της τσίγκινης στέγης τα πιο πολλά– και η περιοχή πήρε με τα χρόνια την ανάλογη υπεραξία. (περισσότερα…)

Θραύσματα

Αλβανικό Μέτωπο, φωτογραφία αρχείου. Κατά πάσα πιθανότητα, ο πατέρας.

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ Σ. ΤΟΣΚΑ

~.~

«Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο απλό
ούτε τόσο απαλό το τέλος.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Το δικό μας αίμα

Οι ιστορίες όλων των ανθρώπων έχουν παράλληλες –καμμιά φορά και αντιπαράλληλες αλλά με την ίδια κατεύθυνση– φορές. Πόσο αντέχει κανείς να ξύνει τις πληγές του; Όσο ζει; Υπάρχουν όμως στιγμές που οι μνήμες φέρνουν μπρος μας ακούσματα και ιστορίες αληθινές, γραμμένες θραυσματικά σε υποσυνείδητα ενίοτε μισοσβησμένα, άλλοτε ως βάλσαμο κι άλλοτε ως σφάχτες. Με μιαν αλήθεια όμως βιωμένη στο λόγο. Με την απόσταση που ο χρόνος και οι γεωγραφικές συντεταγμένες το επιτρέπουν. Και με τη διαθλαστική ματιά των επιγόνων.

Ο πατέρας και παππούς των παιδιών μας, από δώδεκα χρονών –αρχές του ’30– στέλνεται μόνος σε συγγενείς στην Αθήνα, βγάζει το Γυμνάσιο και καταφέρνει να σπουδάσει μηχανικός αεροσκαφών στην Αεροπορία. Μια φορά σε μια δοκιμαστική πτήση με διπλάνο, καθόταν στο πίσω κάθισμα. Είχε όμως ξεχάσει να δέσει τη ζώνη του. Ο πιλότος κάνει ξαφνικά «loop», αναστροφή, αλλά ο νέος τότε μηχανικός κρατιέται.

Το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1933 φρουρούσε ως νεαρός υπαξιωματικός της αεροπορίας στην λεωφόρο Κηφησίας. Κάπου κοντά άκουσε τον –ευτυχώς άστοχο– πυροβολισμό με στόχο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυο χρόνια αργότερα έλαβε μέρος στο αποτυχημένο κίνημα των τότε βενιζελικών κι αριστερών αξιωματικών κι αποστρατεύεται.

Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει επιλοχία του πεζικού στα βουνά της Χειμάρρας. Συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Εκεί που, όπως διηγήθηκε, οι φωτογράφοι δεν τολμούσαν να φθάσουν. Ο ίδιος λέει –είπε– ότι έζησε γιατί τραυματίστηκε. Δεν θ’άντεχε άλλο. Και πάλι κατά τύχη επέζησε.

Όταν στο ύψωμα επάνω σκοτώθηκε ο χειριστής του οπλοπολυβόλου, το πήρε εκείνος. Μέχρι που μια ιταλική ριπή γάζωσε την χλαίνη και τον βρίσκει στο πόδι κοντά στο γόνατο. Η σφαίρα πέρασε το πόδι αφήνοντας διαμπερές τραύμα. Ήταν ήδη σούρουπο, έπεσε σιγά-σιγά το βράδυ. Σύρθηκε κάτω από έναν θάμνο, τυλίχτηκε στην κομματιασμένη χλαίνη του και λούφαξε με την πληγή του αιμάσουσα. Πώς πέρασε η παγωμένη νύχτα, μόνο εκείνες οι ψυχές το ξέρουν. Το πρωί περνά ένας ημιονηγός του Ερυθρού Σταυρού με το μουλάρι του. Βλέπει ένα ρυάκι αίμα να κατρακυλά από τον θάμνο. Κοιτάζει από κάτω, τον βλέπει. Στο μουλάρι κουβαλούσε έναν βαριά τραυματισμένο Ιταλό αξιωματικό. Παρότι οι αξιωματικοί –ακόμα κι οι εχθροί– προηγούνταν, τον πετά και παίρνει τον πατέρα. Γύρω από τον λόφο –μαθαίνει αργότερα– κοίτονται δεκάδες σκοτωμένοι Ιταλοί. Ήταν ανήμερα της γιορτής του, 27 Δεκεμβρίου, όταν τραυματίστηκε. (περισσότερα…)

Conrad Ferdinand Meyer, Τα πόδια στην πυρά

Conrad Ferdinand Meyer (1825-1898)

~.~

Άγρια αστράφτει ο κεραυνός. Στο σύθαμπο αχνοφαίνεται ένας πύργος.
Σέρνεται η βροντή. Δαμάζει ο καβαλάρης τ’ άτι του,
Πηδάει κάτω, χτυπάει την πύλη και φωνάζει. Ο μανδύας του σφυρίζει
Στον αέρα. Κρατάει τ’ άγριο ρούσικο άλογο γερά από τα ηνία.
Ένα στενό παράθυρο χρυσίζει πίσω απ’ τα κάγκελα
Και τρίζοντας, την πύλη ανοίγει τώρα ένας ευγενής.
«Υπηρέτης είμαι του βασιλιά, ως αγγελιαφόρος στάλθηκα
Στη Νιμ. Φιλοξενήστε με! Γνωρίζετε δα το κιλτ του βασιλιά!»
«Έχει καταιγίδα. Είσαι καλεσμένος μου. Για τη στολή σου, τι με νοιάζει;
Πέρασε μέσα και ζεστάσου! Το ζώο σου θα το φροντίσω εγώ!»
Μπαίνει σε μια αίθουσα σκοτεινή με πίνακες προγόνων ο ιππέας,
Απ’ τη φωτιά μιας εστίας μεγάλης αμυδρά φωτισμένη,
Και μέσα στο τρεμοφέγγισμα του ασταθούς φωτός της,
Απειλεί ένας Ουγενότος με πανοπλία εδώ, μια γυναίκα εκεί,
Μια περήφανη ευγενής μέσα απ’ τον πολυκαιρισμένο πίνακα.
Ο καβαλάρης σωριάζεται στην πολυθρόνα μπροστά από την εστία
Και ρίχνει το βλέμμα του απλανές στη ζωντανή πυρά. Καίει, αναπολεί.
Ανασηκώνονται τα μαλλιά του ελαφρά. Γνωρίζει την εστία, την αίθουσα…
Συρίζει η φλόγα. Δυό πόδια τρεμοπαίζουν μέσα στην ανθρακιά… (περισσότερα…)

Τράνζιτο

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΟΣΚΑ

~.~

Καλοκαίρι με σαράντα υπό σκιάν. Έτρεμε ο αέρας πάνω στην καυτήν άσφαλτο.

Στο δρόμο προς την Κορώνη, σταματάμε σ’ ένα από τα κιόσκια οπωροκηπευτικών. Κοιτάμε με τη λαχτάρα της βορειοευρωπαϊκής έλλειψης τις ώριμες ντομάτες, τα φασολάκια, τα καρπούζια. Κάτι λέμε μεταξύ μας στα γερμανικά κι ευθύς ο οπωροπώλης μάς απαντά σε άπταιστα γερμανικά. Έκπληξη!

Φαντάστηκα προς στιγμήν τον κυρ-Μήτσο, που τον περιμέναμε ως παιδιά να βγει από την γωνία απέναντι, με το κάρο του που το έσερνε το γερασμένο άλογο φορτωμένο ζαρζαβατικά, να μας μιλά ξαφνικά στ’ αγγλικά ή στα γαλλικά…

Ευγενικότατος εκείνος, με ευρωπαϊκό παρουσιαστικό, φιλοτιμήθηκε να μας εξυπηρετήσει.

«Πώς κι έτσι πατριώτη; Από πού ήρθες;» – οι αυτονόητες ερωτήσεις.

Μεγάλωσε ως παιδί στο Μενχενγκλάντμπαχ αλλά δεν άντεξαν και γύρισαν. Του λέει η γυναίκα μου: «Και δεν πρέπει να το μετάνοιωσες».

«Auf keinen Fall, σε καμμιά περίπτωση», ήρθε αυτονόητη και η απάντηση.

Πίσω του, κάτω από την καλαμωτή, καθόταν ευδαίμων μέσα στο κλαρωτό της φόρεμα μια έμορφη, στρογγυλή κυρά.

Τρέμει ο ουρανός να πέσει
με τ’αστέρια του μαζί.

Εσύ, Μπάτη, τους δρόμους στα τάστα τους γνώριζες καλύτερα από τα γράμματα· είχες γι’ αυτά, παρέα τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.

Πληρώσαμε μπιρ ταμάμ, μετρητοίς βεβαίως, πήραμε ευτυχείς τις δυο γεμάτες πλαστικές σακούλες, ευχαριστήσαμε σε δυο γλώσσες και συνεχίσαμε το δρόμο μας. (περισσότερα…)

Προστάτης άγγελος

*

Ποιος έχει γλιτώσει κι από πόσα ατυχήματα; Ποιο είναι το στατιστικό όριο του μοιραίου, του ανεπίστρεπτου;

Πρώτη Δημοτικού. Κρατούσε τη δερμάτινη σάκα του, το κοντραπλακέ με τις λέξεις από πλαστελίνη –Λόλα, μήλο;– και πέρασε χωρίς να κοιτάξει τον κεντρικό και μοναδικό σχεδόν τότε, ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Πετάχτηκε έξω η μάνα με το φρενάρισμα, τα γράμματα της πλαστελίνης γράψανε το πεπρωμένο στο οδόστρωμα, σώος ο μαθητής. Μπορεί να συνεχίσει στη Δευτέρα.

Η οδός Παλαιολόγου στο Χαλάνδρι συνδέει τη Φιλοθέη με την Αγία Παρασκευή. Τα αυτοκίνητα  τη δεκαετία του ’70 ακόμα λιγοστά. Ανεβαίνοντας προς το Γυμνάσιο έριχνε η παρέα ό,τι ξύλα πεύκου έβρισκε, κουκουνάρες, στη μέση του δρόμου κι έκανε χάζι με το ζιγκ-ζαγκ των αυτοκινήτων να τ’ αποφύγουν. Είπαμε, μυαλό δεν είχαμε! – και γιατί άλλωστε; Λίγο μετά άρχισε ο κόσμος να ξηλώνει –με λοστούς, ακόμα και με τα χέρια– τις γραμμές του Μουτζούρη που πήγαινε παλιότερα στο Λαύριο, για να μπορεί να περνάει απέναντι. Η λατρεία της ασφάλτου, των ορυκτών καυσίμων και το μένος κατά του Τρικούπη είχε βέβαια ξεκινήσει νωρίτερα. Χάθηκε η εικόνα της μαύρης ατμομηχανής μέσα στους καπνούς· έβγαινε έξω από την πόρτα, μόλις την άκουγε να σφυρίζει και τη χάζευε – κάτι από τον πίνακα του Ουίλλιαμ Τέρνερ, χωρίς την αγγλική βροχή. Μετά ασφαλτοστρώθηκε παράλληλα από τις γραμμές και η οδός Παπανικολή και έγινε άνοδος. Τα αυτοκίνητα αυξήθηκαν μετά το ’80 και ο συμμαθητής μας ο Αντώνης έβαζε στοίχημα για να διασχίσει και τα δυό ρεύματα με το ποδήλατο, χωρίς να κοιτάξει. Έπαιρνε φόρα, έδινε μια και πέρναγε. Είχε, φαίνεται προστάτη άγγελο τότε· γιατί αργότερα στον καρκίνο του, εκείνος μάλλον κουράστηκε μαζί του. Δεν είχε την ίδια τύχη η κυρία Ανθή, μητέρα του φίλου μας που προσπάθησε να περάσει την Παπανικολή βάζοντας το κεφάλι κάτω. Έμεινε με ένα χέρι σακατεμένο το υπόλοιπο του περίκλειστου αλλά υπερήφανου βίου της. Από τότε δεν ξαναφάγαμε νεραντζάκι γλυκό. (περισσότερα…)

Μηδέν στα Θρησκευτικά

*

Όταν διάβαζες στα παιδιά το παραμύθι του Ευγένιου Τριβιζά Ποιος έκανε πιπί στον Μισισιπή;, το μικρό παπί, μετά από την έρευνα του καπετάνιου, ομολογούσε: «Eγώ είμαι ο ένοχος, εγώ έκανα πιπί στη μέση του Μισισιπή». Και τα παιδιά χαιρόντουσαν στην επανάληψη και την έμφαση της φωνής σου. Μήπως αυτή η έμφαση έκρυβε άλλες πρότερες ενοχές δικές σου;

Κοιτάς τη φωτογραφία της τάξης μας που έστειλε ο παλιός συμμαθητής, ο Αιμίλιος. Πρέπει να ήταν στην Γ΄ ή την Δ΄ Δημοτικού, στου ’70 τις εποχές. Διάλειμμα. Η κόλαση είναι συνήθως οι άλλοι. Εκείνοι, οι εξυπνότεροι συμμαθητές σε έβαλαν στα αίματα. Ή μήπως ήταν και το ορμέμφυτο του φύλου; Όπως είναι στις γάτες να κυνηγούν ό,τι τρέχει και ό,τι πετά. Έγινε «κόλαση» στο διάλειμμα με τα κορίτσια. Κι εσύ, έπρεπε κάτι στους άλλους ν’ αποδείξεις; Ή όσο εκείνες γελούσαν και χαριεντίζονταν, το πήρες για παρορμητικό παιχνίδι; Μια προεφηβεία να ζητάει το έτερον άγνωστο. Ένας ήλιος λαμπρός να τυφλώνει εκείνη την άνοιξη.

Τελειώνει το διάλειμμα, μπαίνουμε στην τάξη. Πετάγονται χωρίς να χάσουν ευκαιρία τα κορίτσια: «Κυρία, κυρία, ο Τ. στο διάλειμμα μας σήκωνε τις ποδιές». Σε καλεί η δασκάλα μας, η κυρία Κατίνα, ν’ ανεβείς στο «υπερώον», την ξύλινη υπερυψωμένη βαθμίδα για να φθάνουμε τον πίνακα. Και ζητά εξηγήσεις. Κι εσύ, κατακόκκινος και απορών για την πράξη, ομολόγησες: «Εγώ, εγώ το άθλιο, εγώ το τόλμησα, εγώ». Ο πέλεκυς της τιμωρίας ήρθε πάραυτα: «Μηδέν στα Θρησκευτικά». Ένοχος από την Δ’ Δημοτικού και μετέπειτα. Κι αν είδες κάτω ικανοποιημένες φατσούλες, σου φάνηκε ταυτόχρονα ότι διέκρινες μια κάποια αμφιβολία πίσω από ματάκια παιχνιδιάρικα. Όμως ο χρόνος κάνει τα κέφια του και η μνήμη είναι γελάστρα. Ξεκινούσε μια εποχή εσωτερικής αιμορραγίας, μ’ έναν ήλιο-μεταίχμιο, εκλειπτικό. Μια ενδέκατη εντολή σκοτείνιαζε τον ουρανό. Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών. (περισσότερα…)

Ανεξήγητες σιωπές

*

Ανεξήγητες σιωπές

Αυτές οι σιωπές ως
καρφί στον λαιμό παραμένουν
αναμονές μιας οικοδομής
ημιτελούς κι ανέφικτης
–πάντα ένας θάνατος κρύβεται
πίσω τους–
της αναπάντεχης διαβολής ή
του πρόσκαιρου ψέματος η αρχή
και το τέλος.

Κείτεται τώρα μήνες εκεί
στην εθνική Κορίνθου-Πατρών
όπου η αίγα του Διός
ένα ψοφίμι αγνώριστο
–σκύλος, απρόσεκτη γάτα ή κουνάβι;–
του έρωτά μας η λήθη,
χώμα σχεδόν που πάνω του τόλμησε
μια παπαρούνα ν’ανθίσει –σπόρος τ’ανέμου–
τρεμάμενη –σκεπτόμενη καρδιά–
στη βιάση του επόμενου τροχού.

Εσύ, κρύβεσαι πάλι πίσω
από μια πόρτα δρύινη
κρούετε είπες, κι ανοιγήσεται υμίν.
Κι εμείς χιλιάδες χρόνια και
φορές Σε πιστέψαμε
και πιστέψαμε, θεολογούντες στην πέτρα.
Μήπως αργότερα δεν είδες τα κομμένα νήματα
στο ξύλινο ανθρωπάκι απ’ την Τοσκάνα
πώς έσπασε τη μύτη του
ή πώς έπεσε το κερί κι έκαψε
το πανί του Μαυρομάτη;

Μη βγάλεις απ’ τον λαιμό το καρφί
θα μας σκοτώσει ο αέρας
της σιωπής Σου·
πύρινη επί της κεφαλής γλώσσα
στου Θεριστή τη γιορτή
δε Σου ζητήσαμε
ταις γλώσσαις των ανθρώπων
όπως μπορέσαμε, λαλήσαμε–
τα μάτια μας μείναν ανοιχτά, (περισσότερα…)

Πατίνι-σταυρός

*

Βλέπω τώρα με δέος όλα αυτά τα ηλεκτροκίνητα πατίνια-βολίδες. Κάποιες φορές περνάνε δίπλα σου και κοψοχολιάζεσαι. Ε, φταίνε και οι ηλικιωμένοι που δεν μπορούν να κρατήσουν την ευθεία. Εδώ στα βόρεια, οι ποδηλατόδρομοι έχουν γίνει επικινδυνότεροι κι από τους αυτοκινητόδρομους. Σ’ αυτούς θερίζουν οι Μπε-Εμ-Βέ, σ’ εκείνους τα e-bikes (ποδήλατα με συσσωρευτή) και τα πατίνια. Εκεί το –προεκλογικό– δίλημμα «να μπει όριο ταχύτητας τα εκατόν τριάντα ή ν’ αφεθεί το όριο ελεύθερο», εδώ «ποια ασφάλεια πεζών είναι καλύτερη»; Το δίλημμα φαίνεται πάντως να το κερδίζει η Κίνα. Στην ηλεκτροκίνηση τουλάχιστον. Κι ας είναι οι μέρες άγιες.

Κι εμείς; Τι θα κατασκευάζουμε; Ή μήπως δεν χρειάζεται πλέον; Και τα παιδιά μας; Χρειάζονται τα χέρια τους; Ή αρκούν τα  σχεδόν έτοιμα λεγκορομποτάκια; Πάντως στα Σχολεία Waldorf ξεκινούν στην πρώτη δημοτικού με το πλέξιμο κασκόλ. Τελευταία έμαθα κι εγώ. Αλλά ό,τι μαθαίνεις μεγάλος, δεν ευδοκιμεί.

Πάντως στην εποχή των «μπέϊμπυ-μπούμς» υπήρχαν μπόλικες σανίδες. Ρουλεμάν έφερνε ο πατέρας από το Κεντρικό Εργοστάσιο Αεροπλάνων, στο Χασάνι τότε – όπως παίρνουμε την στροφή προς Άλιμο, ανάποδης κατεύθυνσης για την Γλυφάδα, εκεί. Το πατίνι μπορούσε να έχει την κλασσική μορφή: τιμόνι, πατίνι-σανίδα για να πατάς το ένα πόδι, δυο ρόδες-ρουλεμάν. Αλλά το αγαπημένο μας ήταν ο σταυρός. (περισσότερα…)

Γράμμα στον Ντμίτρι Μεντελέγιεφ

*

Αγαπητέ Δημήτρη (Ντμίτρι Ιβάνοβιτς), όλα τα είχες προβλέψει.

Φτιάχνοντας, το μακρινό για μας 1871, εκείνον τον περίφημο Πίνακα των γνωστών τότε χημικών στοιχείων, με βάση τις περιοδικές τους ιδιότητες.

Εκεί στην Πόλη του Αγίου Πέτρου. Την ίδια χρονιά που στην ίδια πόλη ο Λέων (Τολστόϊ) γράφει το Πόλεμος και ειρήνη. Την ίδια περίπου χρονική περίοδο που ο Μάρκ (Τουαίην) προσκυνά κρυφά, παρακάμπτοντας την καραντίνα, την Ακρόπολη στην Αθήνα, για να γράψει κατόπιν το Οι αθώοι στο εξωτερικό. Ο αμερικανικός εμφύλιος είχε μόλις τελειώσει και οι καινούργιοι σερίφηδες είχαν εγκατασταθεί στις πόλεις.

(περισσότερα…)

Του Βορρά (Στον Θοδωρή Καλλιφατίδη)

*

Γη των Γότθων – Gotland

Χτυπούσαν τα κατάρτια
τό ’να με τ’ άλλο
έξω απ’ την Τροία προσμένοντας
μες στον ιδρώτα ενός ονείρου
μιας αρπαγής, χτυπούσαν
οι χορδές – μια λύρα, ένα σαντούρι;

Κι απάνω, βορειότερα
σε θάλασσες μουντές, φουρτουνιασμένες
παλεύαν γίγαντες, υφάλμυροι
και θάβαν τους νεκρούς τους
σε πέτρινα καράβια του γρανίτη.
Κι εκεί κι εδώ και πάντα
για ένα δέρας χρυσόμαλλο
μια λάμψη αιμάτινη, έναν οίστρο.

Όμως, εδώ στων Γότθων το νησί
η θάλασσα το ρούφηξε το αίμα
μεσ’ απ’ τον ασβεστόλιθο
και γίνανε από τότε
μαύρες οι προβιές
και μείναν οι λαβύρινθοι
– ποιος, πού τους είδε; Στου Μίνωα το παλάτι; –
με όρια τις πέτρες,
για να γυρνάνε οι ψυχές
και να γλυκοχαράζουν.

Η Γκότλαντ είναι ένα σουηδικό νησί με μακρά ιστορία κατακτητών και αίματος, θέατρο των επιδρομών των Βίκινγκς, των Δανών και των κατοίκων της χανσεατικής πόλης Βίσμπυ εναντίον των αγροτών. Κατέχει θέση στρατηγική στη Βαλτική όπως η Κρήτη και η Κύπρος στην Μεσόγειο, με όλα τα παρεπόμενά της. Αλλά είναι και το νησί με την εξαίρετη φύση, τα σπάνια είδη πουλιών, τα πρόβατα με το λαμπερό μαύρο, κοντό στριφτό μαλλί:  το νησί του Μπέργκμαν και του δικού μας αγαπημένου συγγραφέα, του 80χρονου πια Θοδωρή Καλλιφατίδη.

(περισσότερα…)