Γιάννης Υφαντής

Περιμένοντας τον Κώστα Πατρώνη στην καφετέρια και άλλα ποιήματα

*

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΚΩΣΤΑ
ΠΑΤΡΩΝΗ ΣΤΗΝ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ

Δεν έχω τί να κάνω εδώ
Που κάθοντ’ όλα τα εγώ
Πίνουν καφέδες και ποτά
Κι όλο κοιτούν στα κινητά.

Γελούν γιατί δεν θα ’χουν στόμα
Όταν σε λίγο γίνουν χώμα.

Η μεν βυζάκια σαν κουμπιά
Κ’ η δε μαστούς οχτώ κιλά.
Όποιαν ο δόλιος κι αν διαλέξω
Με τη χειρότερη θα μπλέξω.

Μ’ έφερ’ εδώ η μάνα Φύση
Σ’ αυτό που τ’ ονομάσαν ζήση.
Μα ποιος τη Φύση έχει φέρει;
Ούτε αυτή, ούτ’ άλλος ξέρει.

(περισσότερα…)

Ίρις

*

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΙΡΙΔΑ

Ω Ίρις, το ουράνιο τόξο μου, Ίρις, η αγγελιοφόρος των θεών, Ίρις εσύ των οφθαλμών μου, Ίρις, το άνθος του Φθινόπωρου… Ίρις, η πολυαγαπημένη μου, Ίρις, η σκάλα εσύ των Ουρανών, Ίρις, νεράιδα της Ραΐνας, Ίρις, η νύμφη εσύ της Κασταλίας….

Ω Ίρις, με το μίνι το λευκό και με το πέπλο σου, ω Ίρις, νύφη εσύ που προσκυνάς μπρος στον ναό του Παρθενώνα, ω Ίρις, στον Κρυφό Γιαλό μας η ολόγυμνη, ω Ίρις, στο ενδέκατο, το δάχτυλό μου, δαχτυλίδι…

Ίρις, ω έκσταση κι ουράνια χαρά, Ίρις, η γήινη ευτυχία… Ίρις, φτασμένη απ’ το Παντού κι από το Πάντα.

///

ΑΣ ΗΤΑΝ

Ας ήταν να ’χα εσένανε εκεί βαθιά στον Άδη
η ομορφιά σου Ήλιου φως να κάνει το σκοτάδι.

Να με φιλάς κι όσο βαστώ, γλυκό βυζί να πιάνω,
αλλ’ αχ, σα μπαίνω μέσα σου, στο άφταστο να φτάνω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*

*

*

Η επικράτηση των βαρβαρόγλωσσων

*

Η ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΟΓΛΩΣΣΩΝ

Διαβάζω πάλι τον Καβάφη ολόκληρον,
διαβάζω λέω μ’ όλο που
σχεδόν όλο το έργο του το έχω αποστηθίσει.
Διαβάζω κι έχω τη χαρά ν’ απολαμβάνω
τον τέλειο στίχο του τον τέλειο ρυθμό του.

Και βλέπω εδώ να μου υπογραμμίζουν
τη λέξη «ολόκληρον» σα να ’ναι λαθεμένη.
Μου την υπογραμμίζει ο κομπιούτερ
ο ρυθμισμένος από τους Σελτζούκους
που κατακλύσανε τις τελευταίες δεκαετίες
τη γλώσσα μας και διαρκώς την καταστρέφουν.
Γιατί τα νι δεν τα γουστάρουν οι Σελτζούκοι
κι ούτε τις κλίσεις θέλουνε που για χιλιετίες
τη γλωσσική μας έδιναν ακρίβεια κι ευφροσύνη.

Αναίσθητοι κακοποιοί, «ψυχές μαραγκιασμένες»,
δεν λένε «τους αγνώστους» μα «τους άγνωστους»
κι ούτε «ο Κίμων» λένε μα «ο Κίμωνας»,
κ’ «είπαμε προηγούμενα» κι όχι «προηγουμένως» (περισσότερα…)

Ο ιερός σκοπός

*

Aπό τους φίλους μάζευε λεφτά, κι από παλιές του φίλες
να τον βοηθήσουν έλεγε στον ιερό σκοπό
να κάμει εγχείρηση η μάνα του.
Να κάμει εγχείρηση η μάνα του;
Μ’ αυτός της έκλεψε τη σύνταξη σαν είδε
πως δεν του φτάνουν όλ’ αυτά
που μάζεψε τριγύρω απ’ τους εράνους.

Τα ’θελε τα λεφτά, για εισιτήρια,
για φαγητό και για ξενοδοχείο,
να πάει εκεί στη χώρα της και να την ανταμώσει
και να την έχει αγκαλιά τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

Σκέφτονταν πως τους γέλασε, πως έκαμε το αίσχος
να κλέψει από τη μάνα του λεφτά, τη σύνταξή της.
Σκέφτονταν πως είν’ άτιμος. Μα πάνω στο κρεβάτι
το θεϊκό σαν έβλεπε κορμί, το πρόσωπό της,
εύρισκε πως πιο ιερό πράγμα στην γης δεν μένει
απ’ το να πας για να χαρείς γυναίκα λατρεμένη.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*

**

Η τέχνη του ζην

*

Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΖΗΝ

Γαλήνια χαρά
να ’χεις τακτοποιήσει τους γονείς σου μες στους τάφους τους
και να ’χεις προσπεράσει των ανθρώπων την απάτη και το ψεύδος
σα να μην προορίζονταν για σένα.

Να ’χεις χαμογελάσει με τον δόλο τους
και να μην έχεις μαρτυρήσει σε κανέναν τίποτε γι’ αυτόν.

Γαλήνια χαρά.
Να καταπιάνεσαι μεσάνυχτα με πράγματα
ωφέλιμα και νόστιμα κι απλά.
Ενώ οι καλοί και οι κακοί, οι πράοι κ’ οι προδότες,
απολαμβάνουν ήσυχα τον ύπνο τους, εσύ,
εσύ να μαγειρεύεις καθαρίζοντας
κρεμμύδια για να κάνεις καμβρολάχανο στιφάδο.

Είκοσι κρεμμυδάκια, δυο ντομάτες,
δυο-τρεις σκελίδες σκόρδο, δενδρολίβανο,
δυο φύλλα δάφνης, το αλάτι και το λάδι.

Κι όταν ετούτα βράσουν στο ελάχιστο
(εσύ τ’ ανακατεύεις)
όταν ετούτα βράσουνε, όταν μοσχοβολήσουν
να ρίξεις μέσα εκεί κομματιασμένο
το καμβρολάχανο και τέλος το νερό.

Κι έχοντας έτσι φτιάξει μία τέτοια νοστιμιά
να πέσεις ήσυχος κι εσύ να κοιμηθείς
τη νύστα ενισχύοντας μ’ εξαίσια παραμύθια
Περσών, Ελλήνων και λαών της Άπω Ανατολής.

///

ΟΤΑΝ ΚΟΠΑΔΙΑ, 12. 10. ’24:

Όταν κοπάδια αγριόχοιρων κατέβουν στα χωριά
φορώντας σκουλαρίκια, παραμάνες και καρφίτσες στα βυζιά τους, στα ρουθούνια
τους, στ’ αυτιά,
πάνε στα καφενεία για ν’ ακούσουν μια σταλιά πολιτικά.

Κι αν τα ρωτήσεις ποιος απ’ όλους τούς ταιριάζει,
έχουν «γραμμένους», λένε, Τσίπρα, Σπαρτιάτες, Κασσελάκη…
μουτζώνουν με τα τέσσερα Νου Δου και Μητσοτάκη
κι ο Ανδρουλάκης μόνο λένε πως τα νοιάζει.
Γιατί ακόμα και στη μούρη (συμπληρώνουν τα καϋμένα με το δάκρυ τους να στάζει)
μόνον ο Νίκος ειν’ εκείνος λιγουλάκι που τους μοιάζει,
και μόνο αυτός ως πρόσωπο καθόλου δεν τα σκιάζει.

/// (περισσότερα…)

Γιάννης Υφαντής, Από το ημερολόγιό μου

*

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1994:
ΤΟΥ ΝΤΟΥΛΑ ΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ

Οι Τούρκοι παιδομάζωμα έκαμαν στο Πυργί.
Πρόκριτοι, δημογέροντες, παπάς και χωριανοί
κρύψαν τους γιους τους κι έδωσαν της χήρας το παιδί,
τον Ντούλα τον μονάκριβο και μήτε η Παναγία
μήτε ο Χριστός σταμάτησαν αυτή την αδικία.
Δέρνεται η μάνα σέρνεται και τους παρακαλεί
κι ανυπεράσπιστο θρηνεί φωνάζει το παιδί.
Μα ούτε οι πέτρες άκουγαν ούτε και οι καρδιές.
Πήραν τον Ντούλα κι έφυγαν σε στράτες μακρινές.
Γενίτσαρο τον κάμανε, τσαούση στρατολάτη,
μ’ αυτός ποτέ δεν λησμονεί, του έμεινε γινάτι.
Διαβαίνουν χρόνοι και καιροί κι ένα πρωί προβαίνει
καβάλα με στρατό πολύ, στην εκκλησιά πηγαίνει
κεφάλια σκίζει αγίων, καίει την εκκλησιά
κι έξω μαχαιρωμένη σέρνει την Παναγιά.
Όλους τους άντρες μάζωξε, κοπάδι να τους κάμει
και στο γκρεμό τους έριξε, μες στο βαθύ ποτάμι.

~.~

ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ, 1996:
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΩΣ ΠΕΡΙΦΡΟΝΩ

Δεν είναι πως περιφρονώ
τον κάθε μέτριο ποιητή
είναι που για ν’ αντέξω εγώ
τη φρίκη πού ’χει η ζωή
ήθελα δόσεις δυνατές
από μεγάλους ποιητές
κι έγινα ποιητομανής
όσο ποτέ άλλος κανείς
κι αδιάφορος στο κάθε τι
που δεν γιατρεύει τη ζωή.

~.~ (περισσότερα…)

Του ημερολογίου

*

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 1984:
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΑ ΤΟΥ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
ΩΣ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ

Με μάτια αγελαδινά
τετράγωνο σαγόνι
και με τ’ αυτιά τα πεταχτά
στα αραιά της τα μαλλιά.
Κανείς να μην ζυγώνει
του Διάβολου εγγόνι.

Τα μαλακά μικρά βυζιά
που πέφτουν μαραμένα
ποτέ δεν είχαν μια σταλιά
γάλα, μα ήταν πάντοτε
με πύον γεμισμένα…

Και η λεκάνη της εκεί
σα μια ζυγιά ταμπούρλα
θεόρατα π’ ως περπατά
αλλοίμονο σ’ όποιον κοντά
βρεθεί σ’ αυτή τη φούρια.

Θα φάει τέτοια μια κωλιά
που θα κοπεί του η μιλιά.

Μόνο σε πρόθυμο αυτί
βρίσκει χαρά… Και ξαμολά
γέλωτα μέγα σαν το βρει.
Όμως ποτέ δεν ξεκολλά
από το φθόνο… Το ΚΑΛΟ
κόλαση γίνεται γι’ αυτή
που άγρια την τυραννά. (περισσότερα…)

Το πεινασμένο κοράκι

*

ΤΟ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟ ΚΟΡΑΚΙ

Ο Σώτος ο γιδοβοσκός και η Γατσού* του Φάνη
πήγαμ’ οι τρεις μας εκδρομή στου Ντούλα το Στεφάνι.**
Εκεί ο Τόμας Έλιοτ μας πήρε στην αυλή του
κι ανέκδοτα μας έλεγε απ’ την εδώ ζωή του.
Που πήγε να καθρεφτιστεί μες τον κουβά της Νίνας
Κ’ είδε αντίς τη φάτσα του κάποιο σοφό της Κίνας.
Για δείπνο τον καλέσαμε. Ήρθε κι ο Καραγκιόζης.
Γουστάρω την παρέα τους. — «Κοράκι γιατί κρώζεις
πένθιμα εκεί στον πάσσαλο του φράχτη καθισμένο;»
«Γιατ’ είστε όλοι αθάνατοι, κι εγώ ειμαι πεινασμένο».

*Είναι η γάτα του Θεσσαλονικιού φίλου μου Θεοφάνη Σβε, που εγώ τη βάφτισα.
** Όταν οι Τούρκοι ήρθαν στο Πυργί για το παιδομάζωμα, οι πρόκριτοι έκρυψαν τα δικά τους παιδιά κι έδωσαν τον Ντούλα, τον γιό της χήρας. Ο Ντούλας έγινε αξιωματικός των Γενιτσάρων και, δεκαπέντε χρόνια μετά, γύρισε με στράτευμα στο χωριό του. Μάζεψε όσους ήσαν από 18 χρονώ κι επάνω και τους έριξε στον μεγάλο γκρεμό, πάνω από τον Ζέρβα, παραπόταμο του Αχελώου.

~.~

ΛΕΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΣ:

Να ’κανα ένα ποίημα…, πολύ το θέλω Γιάννη…
Στον άλλο κόσμο οι ποιητές γιορτή να ’χουνε κάνει
και ο Κικέρων να ρωτά «Πώς κι έτσι μωρ’ αδέρφια;»
«Τον Υφαντή προσμένουμε, γι’ αυτό κι έχουμε κέφια».

~.~

ΔΟΥΛΕΙΑ ΔΕΝ ΕΙΧΕ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ

Δουλειά δεν είχε ο διάβολος, σχολαστικός εγίνη,
κι από ’να φόβο απόκρυφο τους άξιους αφήνει
παράμερα, κι ο φθόνος του, τους μόνους που εγκρίνει
είν’ όσοι γνώρισαν μ’ αυτόν τα ίδια μεγαλεία
και τη ζωή τους πέρασαν μες στα νεκροτομεία.

~.~

ΠΟΛΕΙΣ ΠΟΤΑΜΩΝ

Φλώρινα, Φλωρεντία, Σόφια, Κάιρο,
Παρίσι, Σκόπια, Φιλιππούπολη, Λονδίνο, Μόναχο,
Πετρούπολη, Βιέννη, Μπραντισλάβα, Σπάρτη, Ρώμη,
Βουδαπέστη, Βαβυλώνα, Βερολίνο, Βελιγράδι, Πράγα,
Κίεβο, Ισφαχάν, Δελχί, Μπουένος Άιρες, Σαν Πάολο,
Βαγδάτη, Τόκυο, Χόγκ Κόγκ, Μαδρίτη,
Βαρσοβία, Μόσχα, Λισσαβώνα,
Ουρανός.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*

*

*

Μια διήγηση, ένα διήγημα και μια ταινία: Καταγγελία του ποιητή Γιάννη Υφαντή

*

Θεσσαλονίκη, 14 Ιανουαρίου 2023

Αγαπητό ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Σου στέλνω αυτή την επιστολή (και παρακαλώ αν είναι δυνατόν να δημοσιευτεί) η οποία έχει να κάνει με τον κατ’ επανάληψιν βιασμό και, τέλος, την πλήρη κακοποίηση ενός παιδιού μου. Λέω παιδιού μου, διότι εκτός από την κόρη μου, θεωρώ και νιώθω ως παιδιά μου, όλα τα βιβλία μου, όλα τα γραπτά μου.

Μιλώ για το κείμενο «Η απαγγελία», το οποίο αφηγήθηκα πρώτη φορά το 1985, ως φρέσκο περιστατικό, στον Ηλία Κουτσούκο, ο οποίος (ερήμην μου – και δεν είχα πρόβλημα), το δημοσίευσε περιληπτικώς στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη.

Το 1986, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, μου ζητά συνέντευξη για την ίδια εφημερίδα. Κύριο θέμα της συνεντεύξεως ήταν ο αυτοκτονήσας φίλος μου, ποιητής, Αλέξης Τραϊανός. Όμως, εκτός του κυρίου θέματος, ο Σκαμπαρδώνης με ρωτά και για τα δικά μου: (ποίηση και ζωή). Η συνέντευξη τελειώνει με το περιστατικό της «Απαγγελίας». Δημοσιεύεται δε (όπως βλέπετε και στα συνημμένα αποκόμματα που σας στέλνω) στην εφημερίδα Θεσσαλονίκη (Τετάρτη, 5η Νοεμβρίου 1986).

Βεβαίως, εγώ κρατούσα ημερολόγιο και κατέγραφα εκεί ό,τι θεωρούσα σημαντικό απ’ όσα συνέβαιναν στη ζωή μου. Έτσι κατέγραψα και το «περιστατικό». Και το δημοσίευσα αργότερα σ’ εφημερίδες και περιοδικά, είτε το αφηγήθηκα σε ραδιοφωνικές συνεντεύξεις.

Μέχρι που, το 2003, το συμπεριέλαβα στο βιβλίο μου Το ιδεόγραμμα του φιδιού, Εκδόσεις Πατάκη, στην πρώτη ενότητα του βιβλίου που ονομάζεται «Διηγήσεις πραγματικών περιστατικών». Το ίδιο συνέβη και το 2020 στην δεύτερη έκδοση του βιβλίου, όπως και το 2022, στην τρίτη έκδοσή του.

Στο μεταξύ, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης ερήμην μου το 2009 (ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη έκδοση του βιβλίου μου) περιλαμβάνει το «περιστατικό» σε βιβλίο του, ως δικό του διήγημα.

Ώσπου, το 2023, ψάχνοντας στο ERTFLIX μήπως βρω κάποιο ενδιαφέρον κινηματογραφικό έργο βλέπω τον τίτλο: Να τους διαβάσω ποιήματα, ταινία του σκηνοθέτη Αλέξη Χατζηγιάννη. Διαβάζω την υπόθεση και ήταν η υπόθεση της «Απαγγελίας»! Βλέπω το έργο και βρίσκω εκεί, εκχυδαϊσμένο και κακοποιημένο, το «περιστατικό» μου. «Πρόκειται για κινηματογραφική μεταφορά», αναφέρεται σε άλλον ιστότοπο της ΕΡΤ, «του ομώνυμου διηγήματος του Γιώργου Σκαμπαρδώνη από το βιβλίο Μεταξύ σφύρας και Αλιάκμονος (Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2009)»!!

Αγαπητό ΝΕΟ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

Εγώ γράφοντας, πάντα φοβούμαι μη τυχόν κατά λάθος χρησιμοποιήσω κάτι ξένο ως δικό μου. Και πολύ προσέχω. Αντιθέτως, κάποιοι άλλοι το έχουν μεγάλη ανάγκη να κλέβουν στίχους, τίτλους, είτε να χρησιμοποιούν ολόκληρα κείμενά μου χωρίς να αναφέρουν όνομα συγγραφέως… Αυτά, έχουν συμβεί πολλές φορές, μα δεν στάθηκα… Έκανα κάποιες ευγενικές συστάσεις και πέρασα. Όμως, εδώ, όπως είπα και στην αρχή της επιστολής μου, έχουμε να κάνουμε με κατ’ επανάληψιν βιασμό, έχουμε να κάνουμε με πρωτοφανή κακοποίηση, που δεν μπορώ να την προσπεράσω. Όπως κανείς πραγματικός γονιός δεν μπορεί να προσπεράσει τον βιασμό του παιδιού του.

Με τιμή και την επιφύλαξη παντός δικαιώματός μου

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*

*

*

Η Λίτσα και το Ομορφοβούνι

*

Η ΛΙΤΣΑ

Η Λίτσα που επέμενε ποίημα γι’ αυτήν να γράψω.
Μα τί να γράψω αν αυτή δεν είν’ ερωτευμένη
μ’ εμένα, κ’ η ψυχή μου, εδώ, δεν είναι διψασμένη
για τη μορφή της; Να μπορώ το βλέμμα ν’ αναπάψω
πάνω της και τα χέρια της φιλώντας τα να κλάψω.

~.~

ΟΜΟΡΦΟΒΟΥΝΙ

Τη Λίμνη του Πλαστήρα παρακάμπτοντας
βρέθηκα ν’ ανεβαίνω τις στροφές
προς το Ομορφοβούνι.
Γέρος με σταματά, πού ’χε στον ώμο του
γκλίτσα και από κείνη κρεμασμένο
σακούλι πορφυρό και ολοκέντητο.
«Μη παίρν’ς κι μένα ουρέ παλ’κάρ;».
«Αμέ! Πού να σε πάω;»
«Ιδώ στ’ Ομορφοβούνι, στου χουριό μου».
Μπαίνει και με ρωτάει πώς με λένε. Του το λέω.
Κ’ ύστερα σκύβει προς το μέρος μου σα να ’θελε
να μην ακούσουν άλλοι, (ενώ είμασταν
μόνοι μέσα στο Punto).
Σκύβει για να μου πει ψιθυριστά
και κάπως συνωμοτικά, χαμογελώντας:
«Ιγώ που λες Γιαννάκη μ’ του χουριό μ’
του λέου κι Ομορφομούνι»
Κι ευθύς, τάχα μου έκπληκτος
αμέσως του απαντάω:
«Μα εγώ
πάντοτε νόμιζα το λεν Ομορφομούνι».
«Έτσι θα έπρεπε, αλλά… Έχουν μυαλό; Δεν έχουν».
Μου ’πε ο γεροάγγελος, τάχα μου θυμωμένος.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

 

~.~

*

Γιάννης Υφαντής, Φίλε

*

ΦΙΛΕ

Μακαρισμένε συ που αν δεν είσαι στα Νησιά μαζί με τον Σωκράτη, τον Ηρόδοτο, τον Όμηρο, που τόσο αγαπούσες
απολαμβάνεις σίγουρα την άπειρη γαλήνη αυτού που είναι Όλα και συνάμα είναι Τίποτε.
Αλλά εγώ έχω ανάγκη να μιλήσω κι ας μην έχεις την ανάγκη εσύ να σου μιλήσω όντας πλήρης μέσα στο αρχαίο κάλλος όπου έφτασες:

Θέλω να πω ευχαριστώ γι’ αυτό το σπίτι που σοφά επέλεξες τον τόπο να το χτίσεις
σοφά τον τρόπο να τον χτίσεις και σοφά
τα υλικά, τη διαρρύθμιση, τα πάντα.
Και βέβαια όχι δίπλα απ’ το δρόμο αλλά ούτε κι ένα μίλι μακριά.
Εκεί, ακριβώς στα 80, 100 περίπου μέτρα.

Και βέβαια το ’χτισες σε λόφο αλλά όχι υψηλόν όπου πηγαίνουν κεραυνοί για να κουρνιάσουν.
Να ’ναι σε λόφο χαμηλό που να ’χει στράγγιο πάντα κι ολοένα τα ρυάκια
τον παρακάμπτουν είτε κελαρύζουνε κυλώντας τον πολύμορφο καθρέφτη τους
είτε βουίζουν φουσκωμένα και θολά.

Και σταυροδρόμι να ’ναι αυτό ρευμάτων ώστε ουδέποτε να στέκονται κουνούπια κ’ η δροσιά να κατεβαίνει απ’ τα λαγκάδια που χωρίζουνε τους λόφους.
Και βέβαια το κάτω μέρος του σπιτιού να ’ναι χωμένο μες στο έδαφος του λόφου,
το πίσω μέρος του χωμένο για να έχει το ισόγειο δροσιά το καλοκαίρι και να έχει ζέστη το χειμώνα.
Δύο τα τζάκια του, το ένα στο ισόγειο και να ’ναι προς Βορράν, ενώ το άλλο
στον πρώτο όροφο και να ’ναι προς το Νότο.
Και βέβαια με πέτρα και με λάσπη, κεραμίδια και ξυλεία θαυμαστή.
Και πέτρινη αυλή και οι φραγμένοι του μπαχτσέδες.
Και η κληματαριά και τ’ άλλα δέντρα να ’ναι γύρω του τ’ ατίμητα στολίδια. Κ’ οι σκιές.
Και να ’ναι η πηγή κοντά και μακριά κάπου εκεί στα 80 μέτρα.
Δίπλα ο φούρνος του. Πιο πέρα η αποθήκη.

Και σε θυμήθηκα πατέρα εσένα που σε όλα ήσουν σοφός
–πάντοτε σε θυμάμαι και μιλώ μαζί σου, εννοώ,
μ’ αυτό το είδωλό σου πού ’χω μέσα μου–
σήμερα ιδιαιτέρως σε θυμήθηκα
γιατί ενώ η χώρα όλη βράζει μες στον καύσωνα
εγώ χάρη σ’ εσένα, «μπάρμπα Μήτσο», φίλε υπέροχε
χάρη σε σένα και μ’ αιτία τη σοφία σου
έχω το καταφύγιο τούτο της δροσιάς μακαρισμένε.

ΥΓ

Άντε να εξηγήσεις σε ηλίθιους τη σοφία τη δική σου
πώς όλα τα μελέτησε μ’ ακρίβειαν αυτή η φρόνησή σου
πως λάθος δεν ευρήκα στη ζωή σου εγώ ποτέ μου και ουδ’ εν
παρόλο που εσύ ποτέ σου δεν εσπούδασες το ζεν.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

*

Γιάννης Υφαντής, Δύο ποιήματα

*

ΕΠΟΨ

Σ’ είπαμε τσαλαπετεινό, σ’ είπαμε έποψ, όμως τίποτε.
Σ’ είπαμ’ αγριοκόκκορα, μα πάλι
όντας του Θέρους, έφυγες, να ’σαι παντού μαζί του.

Αχ να ’μενες και να ’σουνα στολίδι της αυλής μας,
να ’σουν ο άγριος βασιλιάς, έμβλημα της φυλής μας.

~.~

ΑΣΠΡΟΓΕΡΑΚΑΤΑ ΛΕΥΚΑΔΟΣ, ΙΟΥΛΙΟΣ, 2023:

(«Ερμηνεύοντας για πολλοστή φορά τον εαυτό μου είτε το αγαπημένο χαρτί της Τράπουλας του Ταρώ* που ονομάζεται «Ο Τρελός»)

Είμαι αυτός που περπατεί μη ξέροντας για πού γοητευμένος από τ’ άστρα.
Μια πεταλούδα διαρκώς με συντροφεύει πότε μπρος πετώντας πότε πίσω, δεξιά κι αριστερά.
Μες στο σακούλι που κρεμάω στο ραβδί το περασμένο από τον ώμο
δεν έχω πλέον τίποτε αφού
τα σύκα, το θυμάρι μου, τα σκόρδα, το ψωμί **
που είχε μέσα μού τ’ αρπάξανε ληστές.
(Δεν ξέραν πως μ’ απάλασσαν κι απ’ το στερνό μου βάρος).

Οι άνθρωποι μου φέρθηκαν σαν άνθρωποι. Στις δόξες μου
αναμερίζαν προσκυνώντας με παντού για να περάσω. Στις μη δόξες μου
έστελναν τα σκυλιά τους να τραβήξουνε το ρούχο μου
για να φανεί ο κώλος μου και οι έρμοι να γελάσουν.

Κι έφτασα εντέλει στο ποτάμι αυτό του Γαλαξία
όπου οι έξυπνοι άνθρωποι αδυνατούν να φτάσουν.

Ντυμένος μπήκα μέσα του και διάβηκαꞏ
γυμνός και ολοκάθαρος βγήκα στην άλλη όχθη.
Κι άγνωστος πια σε μένανε προς τ’ άγνωστο τραβάω.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ

__________________

* Για τα χαρτιά της Τράπουλας του Ταρώ μιλώ στο βιβλίο μου Αθανάτου Μνήμης Σημεία, 4η έκδοση, Οδός Πανός, 2023.
**Είναι οι τροφές που περιείχε η πήρα (το σακούλι) των αγαπημένων μου Κυνικών.

*