γερμανική πεζογραφία

Franz Kafka, Έρευνες ενός σκύλου

 *

Μετάφραση Πέτρος Γιατζάκης

~.~

Πόσο έχει αλλάξει η ζωή μου και εντούτοις πόσο απαράλλακτη έχει μείνει κατά βάθος!

Όταν τώρα πια αναλογίζομαι τα περασμένα και ανακαλώ στη μνήμη μου τον καιρό που ζούσα ακόμα καταμεσής στους κόλπους της κοινότητας των σκύλων, όταν συμμετείχα σε όλες τους τις έγνοιες, ένας σκύλος ανάμεσα σε σκύλους, βρίσκω όντως όταν κοιτάζω από κοντά, ότι εδώ εξαρχής κάτι δεν ταίριαζε, ότι υπήρχε μια μικρή ρωγμή, ότι με καταλάμβανε μια ελαφριά δυσφορία ακόμα και εν μέσω των πιο σεπτών εκδηλώσεων του λαού μου, μερικές φορές μάλιστα ακόμα και μέσα στον πιο έμπιστο, φιλικό μου κύκλο.

Όχι, ούτε καν μερικές φορές, αλλά μάλλον πολύ συχνά, ακόμα και το απλό θέαμα ενός σκύλου, αγαπημένου μου συντρόφου, το απλό αυτό θέαμα, σαν να το έβλεπα κατά κάποιο τρόπο με νέο βλέμμα, μου προκαλούσε αμηχανία, με τρόμαζε, με οδηγούσε σε αδιέξοδο, μου προξενούσε εν τέλει απελπισία. Προσπαθούσα κατά κάποιον τρόπο να καλμάρω, φίλοι στους οποίους το εμπιστευόμουν αυτό με βοηθούσαν, κι έτσι έρχονταν πάλι πιο ήσυχοι καιροί, καιροί κατά τους οποίους δεν έλειπαν μεν εκείνες οι εκπλήξεις, αλλά εγώ τις δεχόμουν πλέον με μεγαλύτερη αταραξία, εντάσσονταν πλέον πιο αδιατάρακτα στη ζωή μου, με έκαναν ίσως θλιμμένο και πιο κουρασμένο, αλλά κατά τα άλλα με άφηναν να υπάρχω ως έναν μεν λιγάκι ψυχρό, επιφυλακτικό, φοβισμένο, υπολογιστικό σκύλο, αλλά σε γενικές γραμμές ασφαλώς έναν απολύτως κανονικό σκύλο. Πώς άλλωστε θα μπορούσα να φθάσω στην  ηλικία που έχω τώρα δίχως αυτά τα διαλείμματα ανάπαυσης, πώς θα ήμουν σε θέση να καταλήξω στη γαλήνη με την οποία παρατηρώ τους τρόμους της νιότης μου και αντέχω τους φόβους των γηρατειών μου; Πώς θα μπορούσα να φτάσω στο σημείο να βγάλω τα σωστά συμπεράσματα από την –οφείλω να το παραδεχθώ– ατυχή, ή για να το εκφράσω κάπως πιο προσεκτικά, όχι και πολύ ευτυχή φύση μου και να ζήσω σε σχεδόν απόλυτη αρμονία μαζί τους;

Ζω αποτραβηγμένος, μοναχικός, απασχολημένος μονάχα με τις δικές μου, μικρές και απέλπιδες, αλλά για μένα απολύτως απαραίτητες έρευνες. Έτσι ζω εγώ, (περισσότερα…)

Μάρτιν Βάλζερ, Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας

MARTIN WALSER, 1927-2023

*

Μη μου αποσπάς το παιδί απ’ τα διαβάσματά του, είπε στη γυναίκα του ο Γκούσταφ Ντορν στον Σταθμό της Νόυστατ. Θα ήταν παράξενο αν μετά απ’ αυτό έμεναν μαζί ώσπου νά ’ρθει το τραίνο του Άλφρεντ· ήταν ήδη πολύ χολωμένοι. Για τον Άλφρεντ ήταν ασφαλώς μια ικανοποίηση που ο πατέρας του είχε έρθει ώς τον σταθμό για να τον κατευοδώσει. Είχαν περάσει κιόλας τρία χρόνια από τότε που ο πατέρας είχε εγκαταλείψει το σπίτι της οδού Αμ Μπάουερνμπους και είχε βολευτεί στο ιατρείο του, στην αντίπερα όχθη του Έλβα, στη Σίλλερπλατς. Στο μεταξύ είχε βάλει μπροστά τη διαδικασία του διαζυγίου, στο οποίο η μητέρα εξακολουθούσε να μη συναινεί. Ο Άλφρεντ δεν έπρεπε ν’ αφήσει ούτε τον ένα, ούτε τον άλλο να προσέξουν ότι η παρουσία του πατέρα τον χαροποιούσε. Ίσως μάλιστα να στενοχωριόταν κάπως που ήταν αναγκασμένος να του φέρεται όπως του φερόταν η μητέρα. Γιατί εκείνη πρόσεχε αμέσως και την παραμικρή παρασπονδία, κι αυτό την έκανε να υποφέρει αβάσταχτα. Αλλά και η ίδια θα πρέπει να ένιωσε κάποια ικανοποίηση που ο άντρας της, ο οποίος τώρα συζούσε με μια συνάδελφό του, είκοσι χρόνια νεότερη, είχε έρθει τελικά να αποχαιρετήσει τον γιο. Όμως η ικανοποίηση παρέμενε τέτοια, μόνο όσο μάνα και γιος έδιναν στον άντρα να καταλαβαίνει ότι απ’ αυτούς δεν είχε τίποτα άλλο να περιμένει παρά περιφρόνηση. Αν ο γιος δειχνόταν συγκινημένος, αν μάλιστα έπεφτε στην πατρική αγκαλιά, ο πατέρας ίσως να το περνούσε αυτό για επιτυχία, και επιτυχία του πατέρα σήμαινε αποτυχία της μητέρας, και ο Άλφρεντ όφειλε να προστατεύσει τη μητέρα του από κάτι τέτοιο. Έτσι περιορίστηκε σ’ έναν μορφασμό των φρυδιών κι άφησε τη θερμή χειραψία του πατέρα δίχως ανταπόδοση. Η μητέρα θα το πρόσεχε αν είχε ανταποδώσει την εγκαρδιότητα της πατρικής χειραψίας. Ο Άλφρεντ δεν ήθελε να γελάσει τη μητέρα του ούτε στο παραμικρό. Ήθελε να είναι ένα μαζί της. Ιδίως μπροστά στον πατέρα. Ο Άλφρεντ αναλογίστηκε ίσως τα λόγια της. Στο τέλος τίποτα δεν μου ξεφεύγει εμένα. Λόγια τόσο αλησμόνητα σαν κι εκείνο το: μη μου αποσπάς το παιδί απ’ τα διαβάσματά του. Ο Άλφρεντ εκείνη τη στιγμή ήταν πράγματι πιστός στη μητέρα του, κι όχι μόνο επειδή ανησυχούσε μην αποκαλυφθεί. Όσα τον χώριζαν από τον πατέρα ήταν ευκρινέστερα απ’ όσα τους συνέδεαν. Ήταν το ίδιο λεπτός και ψηλός μ’ εκείνον, αν τον έβλεπες μάλιστα από μπροστά είχε το στενό του πρόσωπο, τα προφίλ τους ωστόσο ήταν μεταξύ τους ξένα. Η μητέρα συνήθιζε να λέει κάθε φορά που του χαϊδολογούσε ή του διόρθωνε τα μαλλιά: ΕΚΕΙΝΟΣ υποφέρει που δεν έχει ένα τέτοιο κεφάλι. ΕΚΕΙΝΟΣ: έτσι αποκαλούσε ανέκαθεν τον πατέρα. Για τον Άλφρεντ ήταν αρκετό να θυμηθεί το πρωτοχρονιάτικο γράμμα του πατέρα για να νιώσει την πραγματική απόσταση που τους χώριζε. Το είχε πάρει μαζί του στο Βερολίνο απ’ τη Δρέσδη. Αισθανόταν την ανάγκη να το διαβάζει διαρκώς για να νιώθει διαρκώς να φουντώνει μέσα του ο αντίλογος σ’ όλα όσα ο πατέρας τού έγραφε: υπεύθυνος για την αποτυχία του Άλφρεντ στις πτυχιακές εξετάσεις, υπεύθυνος για τη νέα αποτυχία του στις επαναληπτικές εξετάσεις ήταν ο Άλφρεντ και μόνο ο Άλφρεντ, επειδή δεν έλαβε υπόψη του τις προειδοποιήσεις του πατέρα. Η μαλθακότητά σου θα σου στοιχίζει πάντοτε την επιτυχία. Η πατρική προφητεία πρέπει να φάνηκε στον Άλφρεντ αναιδής. Ο χαρακτηρισμός του Άλφρεντ γι’ αυτήν ήταν θράσος. Το να παραπαίρνει κάποιος αέρα, αυτό ο Άλφρεντ το ονόμαζε θράσος. Ο κ. Πατέρας γνώριζε για ποιον λόγο ο Άλφρεντ απορρίφθηκε στη Λειψία δύο φορές. Αστικό Δίκαιο: καλώς. Ποινικό Δίκαιο: καλώς. Κοινωνικές επιστήμες: ανεπαρκώς. Θέμα: Ο οικονομικός σχεδιασμός στη Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία. Η κριτική της εξεταστικής επιτροπής: ο Άλφρεντ Ντορν δεν έλαβε υπόψη του τον ηγετικό ρόλο του κράτους στον οικονομικό σχεδιασμό, ως εκ τούτου: απορρίπτεται. Ο πατέρας γνώριζε καλά τα γεγονότα, ακόμη κι αν δεν τον βασάνιζαν τόσο συχνά όσο το γιο. Ο Γκούσταφ Ντορν είχε προσχωρήσει το 1945 στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και όταν το 1946 οι Σοσιαλδημοκράτες εξαναγκάστηκαν να συγχωνευθούν με τους Κομμουνιστές στο Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν ανήκε σ’ εκείνους που αποχώρησαν διαμαρτυρόμενοι. Απέναντι στην οικογένεια αιτιολόγησε τη στάση του λέγοντας ότι τα φρονήματά του ήταν ανέκαθεν σοσιαλιστικά. Κοινωνικά εννοείς, είχε πει ο Άλφρεντ. Κάθε φορά που ο πατέρας κατηγορούσε τον Άλφρεντ για μαλθακότητα, ο Άλφρεντ σκεφτόταν ότι ο Φρειδερίκος, ο αργότερα Μέγας, είχε κι αυτός στα νιάτα του έναν αγροίκο πατέρα που τον αποκαλούσε θηλυπρεπή. Ο Άλφρεντ δεν είχε κλείσει τους λογαριασμούς του μ’ εκείνο το πρωτοχρονιάτικο γράμμα. Αντί να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, ο πατέρας καταφεύγει στο πιο βλακώδες απ’ όλα τα τερτίπια των γονιών, αυτό του μάντη κακών. Ο Άλφρεντ ένιωθε αδύναμος απέναντι στις προφητείες. Οι προφητείες τον παρέλυαν. Το να του προφητεύεις κάτι ήταν γι’ αυτόν σαν να το κακομελετάς. Αυτό όφειλε να το γνωρίζει ένας πατέρας. Έπρεπε να μάθει να αμύνεται ενάντια στις πατρικές προφητείες.

Ο πατέρας δεν ήξερε ίσως ότι ο Άλφρεντ και η μητέρα τον συνόδευσαν με το βλέμμα τους ωσότου χάθηκε. Ο Γκούσταφ Ντορν φορούσε κείνο το χειμωνιάτικο πανωφόρι που στην οικογένεια το έλεγαν παλτό και ενέπνεε τον σεβασμό με τον φαρδύ γούνινο γιακά του. Επειδή ήταν νωρίς το πρωί, ο Γκούσταφ Ντόρν θα πέρασε μάλλον με το παμπάλαιο Στάγερ του από την Αυγούστεια Γέφυρα που στο σπίτι των Ντορν δεν την αποκάλεσαν ποτέ Γέφυρα Δημητρώφ. ο πατέρας προσπάθησε βέβαια να επιβάλλει το Δημητρώφ, αλλά δεν το κατόρθωσε ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Ο πατέρας πήγαινε στο ιατρείο του. Το ότι δεν πήγαινε τώρα στην είκοσι χρόνια νεότερη Γιούντιτ Τσεμλίνσκι, που μπορεί και να μην είχε σηκωθεί ακόμη απ’ το κρεβάτι, ίσως νά ’ταν μια χειρονομία εξιλέωσης προς μητέρα και γιο. Ύστερα ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού. Κι αφού έγινε κι αυτό κατά πως τους άρμοζε, η Μάρθα Ντορν πήρε να κλαίει. Απ’ τη μάνα της, το γένος Χέρμπεργκ, είχε κληρονομήσει μια φράση που υπογράμμιζε την έφεσή της προς το κλάμα, και που αργότερα ο Άλφρεντ τη σημείωσε επανειλημμένα: εμείς οι Χέρμπεργκ τα παραέχουμε εύκολα τα δάκρυα. Ο Άλφρεντ την πήρε φυσικά στην αγκαλιά του, δίνοντας όμως την ίδια στιγμή έναν εύθυμο ή και ευτράπελο τόνο στην αναντίρρητα βαρειά κοινή τους οδύνη. Τέτοιος ήταν ο τρόπος του. (περισσότερα…)

Οι περιπέτειες του Πέτερσεν στη θάλασσα

*

του ΓΚΕΡΡΙΤ ΜΠΕΚΕΡ

Μετάφραση Έλενα Σταγκουράκη

Σαν χρειαστείς τη γνώμη ειδικού στις ξύλινες λέμβους, ο Μπέργκερ είναι ο άνθρωπός σου. Αρκεί ένα τηλεφώνημα, και ο Μπέργκερ –ειδήμων στα των σκαφών, από τη σωστή ίσαλο ώς την ουριοδρομία– σαλτάρει στο κατάστρωμα και, αφού τραβήξει την κέστρα απ’ τη ζώνη και χτυπήσει δοκιμαστικά εδώ κι εκεί στο εσωτρόπιο, είτε νεύει καταφατικά είτε αποφαίνεται ένα «εδώ είμαστε λοιπόν», πράγμα που λίγο ώς πολύ σημαίνει “το μαραφέτι επιπλέει ακόμη, αλλά σκάφος δε λογίζεται﮲ το πολύ-πολύ να το έχεις αντί για καλύβα για να μένεις στη στεριά, αλίμονο όμως και μανίσει η θάλασσα”…

Κοινώς, ό,τι πει ο Μπέργκερ είναι νόμος.

Ο Στρούβε, αντιθέτως, είναι από εκείνους που θα πηδήξουν σε ένα ψωροκάικο, ένα σωρό σαπιόξυλα απ’ τον πάτο ώς την κορφή, και θα χτυπήσουν φιλικά στον ώμο τον ξεδιάντροπο ιδιοκτήτη που επιδιώκει κακήν-κακώς να ξεφορτωθεί το συντρίμμι, ζητώντας ταπεινά συγγνώμη για την καθυστερημένη άφιξη κι ευχαριστώντας θερμά για την αναμονή. Βλέπεις, ασχέτως κατάστασης –βαθμού σήψης– του πλεούμενου, ακόμη και σε μισοβυθισμένο ιστιοφόρο είκοσι εφτά μέτρων με μόνη τη μπούμα να στέκει από τα κατάρτια (μιλάω εκ πείρας), εκείνος ένα μόνο ξέρει να βροντοφωνάζει: «Βίρα και αμόλα!». Και ας τον έκανα εγώ χρυσό να μην ανταλλάξει το εννιάμετρο σκάφος μας με ένα Γκλομάρ, με ξεφτισμένη μπούμα και κατακαμένο από τον ήλιο και την αλμύρα παραπέτο, που κατέληξε στο βυθό. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Λόγος για τον Χάινριχ Μαν

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Από παλιά και ιδιαίτερα στις μέρες αυτές έχουν δημοσιευθεί τόσες ενδιαφέρουσες και σημαντικές μελέτες για τον Xάϊνριχ Μαν, ώστε να μη δικαιούμαι να διεκδικώ να τους προσθέσω εδώ μιαν ακόμη ανάλυση του τύπου της ιστορίας της λογοτεχνίας ή της βιογραφίας. Για τούτο στρέφομαι αμέσως προς το κύριο ζήτημα που μου φαίνεται ότι θέτουν στην εποχή μας ο Χάινριχ Μαν, η μορφή και το έργο του, και θα προσπαθήσω να συζητήσω το ζήτημα τούτο. Το ερώτημα αυτό το βρίσκετε να έχει εκτεθεί σαφέστερα και να έχει αναπτυχθεί ερεθιστικότερα στη διάσημη μελέτη του για τον Φλωμπέρ και τη Γεωργία Σάνδη, η οποία, δημοσιευμένη πριν από μερικά χρόνια σε ένα περιοδικό, προκάλεσε αμέσως τον θαυμασμό όλων των αναγνωστών και κυκλοφορώντας τώρα σ’ έναν τόμο δοκιμίων με τίτλο Πνεύμα και Πράξη, που μας χάρισε ο Xάινριχ Μαν για τα γενέθλιά του, παραμένει πάντοτε κάτι ασύγκριτο. Αν σβήσετε από την κορυφή της μελέτης αυτής τα ονόματα, και αν βάλετε στη θέση τους ως τίτλο Η Τέχνη, έχετε το θέμα της μελέτης, που δεν είναι παρά ένας μεγάλος δραματικός μονόλογος του Xάινριχ Μαν για τον εαυτό του και τις εσωτερικές του δυνάμεις· το όνομα του Φλωμπέρ κρέμεται πάνω από τις σελίδες αυτές σαν τον παπαγάλο εκείνο με τα ίσως παραγεμισμένα ήδη, αλλά σμαραγδένια και πορφυρένια φτερά, όμως οι ίδιες οι σελίδες μιλούν για εκείνον που παρέλαβε το δόρυ εκεί που το άφησε ο Φλωμπέρ και ο οποίος έφερε το φαινόμενο της τέχνης σε έναν άλλο λαό και σε μιαν αλλαγμένη εποχή.

Η τέχνη στη Γερμανία, η τέχνη στην εποχή μας. Η τέχνη, στη Γερμανία πάντοτε κάτι ανεπίκαιρο, σήμερα όμως, όπως είπε πρόσφατα στον λόγο του ο Τόμας Μαν, για πολλούς κύκλους κοντά στην κατηγορία του εγκληματικού. Η τέχνη για τον Γερμανό τον περασμένο αιώνα, όπως είναι γνωστό, μόνο στη μουσική, γι’ αυτόν τον ανόητο της Γης, όπως έγραψε ο Χέμπελ[1], αυτόν τον Αδάμ, αλλά σε αλυσίδες, στον κύκλο των ζώων. Η τέχνη στη Γερμανία, πάντοτε μόνο 18ος αιώνας: προστάδιο της επιστήμης, δυνατότητα γνώσης δεύτερης ποιότητας, κατώτερη αισθητηριακή εποπτεία της καθαρής έννοιας. Εδώ δεν υποστηρίζει βέβαια κανείς τις μορφές, τα περιγράμματα, την πλαστικότητα, εδώ πρέπει βέβαια όλα να κυλούν: πάντα ρει[2], η φιλοσοφία των ποτάμιων αλόγων, Ηράκλειτος ο πρώτος Γερμανός, Πλάτων ο δεύτερος Γερμανός, όλοι εγελιανοί, ακόμη και αν δεν είχε υπάρξει ποτέ ο Έγελος. Γνωρίζετε βέβαια τον εκτεταμένο αυτόν παραλληλισμό του ελληνικού και του γερμανικού πνεύματος, όλοι μας βέβαια δεν έχομε ύπαρξη παρά μόνο μέσω αυτού του συμφυρμού: μόνο που δεν επιτύχαμε τη νίκη του Έλληνα, τη μαρμάρινη νίκη του που κέρδισε από το Αιγαίο πέλαγος μέχρι την Ανατολή. (περισσότερα…)

Μή­πως ὁ Φρὰν­τς Κάφ­κα εἶναι ὑπερτιμημένος;

*

του ΤΖΟΖΕΦ ΕΠΣΤΑΪΝ

Ὁ Ἔν­τμουντ Οὐ­ίλ­σον ὑ­πο­στή­ρι­ζε πὼς τὸ μό­νο ποὺ δὲν θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ δι­α­βά­ζει παίρ­νον­τας τὸ πρω­ι­νό του θὰ ἦ­ταν ἕ­να βι­βλί­ο τοῦ μαρ­κη­σί­ου ντὲ Σάντ. Ἐ­γώ, γιὰ δι­α­φο­ρε­τι­κοὺς λό­γους, δυ­σκο­λεύ­ο­μαι νὰ δια­βά­σω Φρὰν­τς Κάφ­κα μὲ τὸ πρω­ι­νό μου. Τὰ τό­σα βά­σα­να, ἡ πε­ρι­γρα­φὴ τραυ­μά­των, ὁ ἀ­πο­προ­σα­να­το­λι­σμός, ὁ σα­δο­μα­ζο­χι­σμός, ἡ ἀ­νε­ξή­γη­τη σκλη­ρό­τη­τα, ἡ ἐμ­φά­νι­ση τρω­κτι­κῶν, σκα­θα­ριῶν, ὄρ­νε­ων καὶ ἄλ­λων γκρο­τέ­σκων πλα­σμά­των – καὶ ὅ­λα αὐ­τὰ μὲ φόν­το τὴν ἔ­σχα­τη ἀ­πελ­πι­σί­α. Αὐ­τὸς δὲν εἶ­ναι προ­φα­νῶς ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος ν’ ἀρ­χί­σεις τὴ μέ­ρα σου. Ὁ Κάφ­κα δὲν ἀ­πο­τε­λεῖ ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­να­κου­φι­στι­κὸ ἀ­νά­γνω­σμα οὔ­τε τὴν ὥ­ρα ποὺ πέ­φτεις γιὰ ὕ­πνο.

Ὑ­πο­χόν­δρι­ος, πά­σχων ἀ­πὸ ἀ­υ­πνί­ες, παράξενος μὲ τὸ φα­γη­τό, ἀ­να­πη­ρι­κὰ ἀ­να­πο­φά­σι­στος, τρο­μο­κρα­τη­μέ­νος ἀπὸ τὴ ζω­ή, ἐμ­μο­νι­κὸς μὲ τὸν θά­να­το, ὁ Φρὰν­τς Κάφ­κα με­τέ­τρε­ψε, ὅ­σο κα­λύ­τε­ρα μπο­ροῦ­σε, τὶς νευ­ρώ­σεις του σὲ τέ­χνη. Ὅ­πως λέ­ει ἕ­νας χα­ρα­κτή­ρας στὸ δι­ή­γη­μα τοῦ Ἰ­σά­ακ Μπά­σε­βιτς Σίν­γκερ “Ένας φίλος τοῦ Κάφκα’’, ἦ­ταν «homo sapiens στὸν ὕ­ψι­στο βαθ­μὸ τοῦ αὐ­το­βα­σα­νι­σμοῦ». Ἐν­τού­τοις, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νὰ ἐ­πι­κρα­τεῖ εὐ­ρεί­α συ­ναί­νε­ση ὡς πρὸς τὸ ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας μον­τερνιστής δά­σκα­λος: συγ­κε­κρι­μέ­να, ἕ­νας δά­σκα­λος κα­τὰ τὴ μον­τερ­νι­στι­κὴ πα­ρά­δο­ση, στε­γα­σμέ­νος στὸ ἴ­διο πάν­θε­ον μὲ τὸν Τζό­υς, τὸν Πι­κάσ­σο, τὸν Στρα­βίν­σκυ, τὸν Μαλ­λαρ­μὲ καὶ ἄλ­λους καλ­λι­τέ­χνες ποὺ ἔ­χουν με­τα­βά­λει ρι­ζι­κὰ τὴ σύγ­χρο­νη κα­τα­νό­η­ση τοῦ κό­σμου.

Ὁ Κάφ­κα δη­μι­ούρ­γη­σε μιὰ «συ­σκο­τι­σμέ­νη δι­αύ­γει­α», ἔ­γρα­ψε ὁ Ἔ­ριχ Χέλ­λερ στὸ βι­βλί­ο του γι’ αὐτόν. «Ἡ τέ­χνη του εἶ­ναι ἡ πι­ὸ ὀ­δυ­νη­ρὰ καὶ ἐ­νο­χλη­τι­κὰ συ­σκο­τι­σμέ­νη τέ­χνη», πρό­σθε­σε, «στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς λο­γο­τε­χνί­ας». Νο­μί­ζει κα­νεὶς ὅ­τι συλ­λαμ­βά­νει τὸ νό­η­μα τοῦ Κάφ­κα, ὅ­μως τὸ συλ­λαμ­βά­νει ὄν­τως; Ὅ­λα μοιά­ζουν πεν­τα­κά­θα­ρα, μὰ εἶ­ναι; Σύμ­φω­να μ’ ἕ­ναν δι­ά­ση­μο ἀ­φο­ρι­σμό του: «Οἱ κρυ­ψῶ­νες εἶ­ναι ἀ­μέ­τρη­τες, ἡ δι­α­φυ­γὴ μό­νο μί­α, ὅ­μως οἱ δυ­να­τό­τη­τες δι­α­φυ­γῆς εἶ­ναι ἐ­πί­σης τό­σες ὅ­σες καὶ οἱ κρυ­ψῶ­νες». Σύμ­φω­να μ’ ἕ­ναν ἄλ­λο ἀ­φο­ρι­σμό: «Ἕ­να κελ­λὶ πῆ­γε νὰ βρεῖ ἕ­να που­λί».

Ὅ,­τι ἰ­σχύ­ει γιὰ τοὺς ἀ­φο­ρι­σμοὺς τοῦ Κάφ­κα, ἰ­σχύ­ει καὶ γιὰ τὶς σύν­το­μες πα­ρα­βο­λές του. Οἱ πα­ρα­βο­λές, ὅ­πως ἔ­γρα­ψε ὁ Βάλ­τερ Μπέν­γι­α­μιν, «δὲν ἐ­ξαν­τλοῦν­ται πο­τὲ ὡς πρὸς τὶς δυ­να­τὲς ἐ­ξη­γή­σεις τους. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὁ Κάφ­κα ἔ­λα­βε ὅ­λες τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­φυ­λά­ξεις ἐ­νάν­τι­α στὴν ἑρ­μη­νεί­α τῶν γρα­πτῶν του». Ὅ­ποιες κι ἂν ἦ­ταν αὐ­τὲς οἱ προ­φυ­λά­ξεις, ἀποδείχτηκαν ἀ­νε­παρ­κεῖς, ἀ­φοῦ τὰ ἔρ­γα τοῦ Φρὰν­τς Κάφ­κα –πέρα ἴ­σως ἀ­πὸ τὴ Βί­βλο καὶ τὰ ἔρ­γα τοῦ Σαίξ­πη­ρ– ἐν­δέ­χε­ται νὰ εἶ­ναι τὰ πι­ὸ ἑρ­μη­νευ­μέ­να, ἂν ὄ­χι ὑ­πε­ρερ­μη­νευ­μέ­να, ἔρ­γα στὴ νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα.

Στὸ τεῦ­χος τῆς 7ης Σε­πτεμ­βρί­ου 2012 τοῦ Times Literary Supplement δημοσιεύεται μιὰ κρι­τι­κὴ τοῦ Γκάμ­πρι­ελ Τζο­σι­πο­βί­τσι γιὰ τὰ πρό­σφα­τα ἔργα περὶ Κάφ­κα. Μὲ τὸ βι­βλί­ο Franz Kafka: The Poet of Shame and Guilt τοῦ Σά­ουλ Φρην­τλαῖν­τερ στὸν ἀμφίρροπο ἀγῶνα εἰσέρχεται ἄλλος ἕνας γερὸς ἀθλητής. Ὁ Φρην­τλαῖν­τερ δὲν ἐ­παγ­γέλ­λε­ται τον κρι­τι­κὸ λο­γο­τε­χνί­ας, εἶναι ἱ­στο­ρι­κός. Ἡ σχέ­ση του μὲ τὸν Κάφ­κα εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κὴ καὶ προ­σω­πι­κή. Ἡ οἰ­κο­γέ­νει­ά του, γερ­μα­νό­φω­νη καὶ ἑ­βρα­ϊ­κὴ ὅ­πως καὶ τοῦ Κάφ­κα, κα­τα­γό­ταν ἀ­πὸ τὴν Πρά­γα. Ὁ πα­τέ­ρας του πῆ­γε στὸ ἴ­διο πα­νε­πι­στή­μι­ο μ’ αὐτὸν, ἂν καὶ κά­που δεκαπέντε χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα. Κι ὅ­πως ὁ Κάφ­κα ἔ­χα­σε τὶς τρεῖς ἀ­δερ­φές του, ὁ Φρην­τλαῖν­τερ ἔ­χα­σε τοὺς γο­νεῖς του στὰ να­ζι­στι­κὰ στρα­τό­πε­δα.

Ὁ Φρην­τλαῖν­τερ γνω­ρί­ζει κα­λὰ τὶς ἀν­τι­τι­θέ­με­νες θε­ω­ρί­ες γιὰ τὸ περιορισμένο σὲ ὄγκο ἔρ­γο τοῦ Κάφ­κα, τὸ ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­λαμ­βά­νει τρί­α ἀ­νο­λο­κλή­ρω­τα μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, κάτι παραπά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι ση­μαν­τι­κὰ δι­η­γή­μα­τα, μιὰ συλ­λο­γὴ ἀ­πὸ πα­ρα­βο­λὲς καὶ σύντομα ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κὰ ἔρ­γα, ἡ­με­ρο­λό­γι­α, συλ­λο­γὲς ἐ­πι­στο­λῶν (πολ­λὲς σὲ ἐ­ρω­μέ­νες του ποὺ δὲν παν­τρεύ­τη­κε), κα­θὼς καὶ τὴν πε­ρί­φη­μη Ἐ­πι­στο­λὴ στὸν πα­τέ­ρα, τὴν ὁ­ποί­α δὲν ἔ­στει­λε πο­τέ. Στὸ μι­κρό του βι­βλί­ο ὁ Φρην­τλαῖν­τερ πη­γαι­νο­έρ­χε­ται με­τα­ξὺ ζω­ῆς καὶ ἔρ­γου τοῦ συγγραφέα σὲ μιὰ προ­σπά­θει­α νὰ ἐ­ξηγήσει τὴ σπουδαιότητά του. Δὲν ἀμ­φι­σβη­τεῖ τὸ με­γα­λεῖ­ο του, ἂν καὶ ἀν­τι­στέ­κε­ται στὸν πειρασμὸ νὰ ὁρίσει σὲ τί ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὸ συ­νί­στα­ται. (περισσότερα…)

Γραμματικές πόλεων και ανθρώπων

 Επανανοηματοδοτώντας τη γλώσσα, τον χώρο και τις ανθρώπινες περιπλανήσεις

Ίταλο Καλβίνο
2009
Οι αόρατες πόλεις
Μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης
Αθήνα: Καστανιώτης

Jűrgen Buchmann
2019
Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ
Μτφρ.: Συμεών Γρ. Σταμπουλού
Αθήνα: Gutenberg

~.~

«Πρέπει να οργανώσουμε ολόκληρη τη γλωσσική επικράτεια».

(Βιττγκενστάιν, 2007, Στοχασμοί, μτφρ.: Κωστής Μ. Κωβαίος, Αθήνα: Στιγμή, σ. 31)

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Στον καιρό της πανδημίας διαπιστώνεται με όρους υλικούς, αυτό που διατυπώνεται επανειλημμένα σε διαφορετικά είδη κειμένων: όσο κι αν οι άνθρωποι πορεύονται, θεωρώντας αυτονόητα ένα πλήθος πραγμάτων, τα αυτονόητα δεν υπήρχαν και δε θα υπάρξουν ως αμετακίνητες και ακλόνητες οντότητες. Αντίθετα, όλα βρίσκονται σε διαρκή διαπραγμάτευση ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τις αλληλεπιδράσεις, με τη γλώσσα να ορίζει τους διαλόγους και τα διλήμματα για τον κόσμο, τις σχέσεις, τη διαμόρφωση ταυτοτήτων, την επιθυμία, τη μνήμη και τη λήθη. (περισσότερα…)

Μαθαίνοντας ν’ αγαπάμε ως αγαπώντες

Ράινερ Μαρία Ρίλκε,malte1
Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε,
Μετάφραση Αλέξανδρος Ίσαρης
Κίχλη 2018

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Η πρώτη έκδοση στα ελληνικά αυτού του βιβλίου έγινε το 1965 στις εκδόσεις Γαλαξία. Μεταφραστής τους ο Δημήτριος Μπέσκος. Είχα προμηθευτεί τη δεύτερη έκδοση του 1978 (Γαλαξίας-Ερμείας). Το βιβλίο μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Μολονότι είχα την αίσθηση ότι διαβάζοντάς το χώνεσαι σ’ ένα λαβύρινθο εξομολογήσεων, σκέψεων, εσωτερικών εμπειριών, ενοράσεων και οραματισμών αλλά και διαπιστώσεων για τη ζωή, τους ανθρώπους, την κοινωνία, το θάνατο, την αρρώστια και τόσα άλλα. Θυμόμουν για χρόνια τις ξεχωριστές εκείνες σελίδες όπου προβάροντας ρούχα αποκριάτικα που βρήκε σε μα ντουλάπα και συμπληρώνοντας το ντύσιμό του με μια μάσκα στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη – σημειωτέον ότι η μητέρα του τον έντυνε με κοριτσίστικα ρούχα γιατί είχε πεθάνει η μικρή της κόρη ― φτάνει «να χάσει κάθε αίσθηση του εαυτού του― έπαψε να υπάρχει», όπως γράφει. Ταυτίστηκε με την εικόνα του καθρέφτη. (περισσότερα…)