αυτοβιογραφία

Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης αυτοβιογραφούμενος

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Η παραδειγματική αξία ενός αυτοβιογραφικού έργου, τουτέστιν μιας ζωής, δεν βρίσκεται στην προβολή ή σε μια αποκομμένη παρατήρηση αυτής της ζωής, αλλά στη σχέση της με τη ζωή των άλλων. Στη διαφανή διαδρομή του δημιουργού που υπερβαίνει την ατομικότητά του όταν συνδέεται με τον μύθο και μετατρέπεται σε σύμβολο. Δηλαδή σε φορέα αξιών. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Πετσάλης επέλεξε να δώσει στην τρίτομη αυτοβιογραφία του τον γενικό τίτλο «Διαφάνειες». Καρπός γνήσιας δημιουργικής επιθυμίας ανάκτησης του παρελθόντος του, οι «Διαφάνειες» δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία. Δεν είναι βέβαια ούτε απομνημονεύματα ή αναμνήσεις. Μήτε πρόκειται για μια προσεχτικά συγκροτημένη, ιστορημένη σειρά συμβάντων της ζωής του ή των γεγονότων της ιστορίας του τόπου και του περιβάλλοντός του. Ο Πετσάλης γράφει ακολουθώντας τις αυθαίρετες ιδιοτροπίες της μνήμης του με χάσματα λησμονημένα ή άρρητα αποθηκευμένα, με συχνές παρεκβάσεις και αιφνίδιες παλινδρομήσεις. Κυρίως όμως γράφει βιώνοντας το τέλος ενός κόσμου, του αστικού κόσμου και με το βαρύ αίσθημα μιας αποστολής: να διασώσει στη μνήμη των περιλειπομένων τα αγαθά ενός πολιτισμού που χάνεται.

///

«Όταν ανατρέχω στην περασμένη μακρύτατη ζωή μου, αισθάνομαι σαν να ενώνομαι με ένα απώτατο παρελθόν, όπως βλέπεις από ψηλά έναν ίσιο δρόμο που μπλέκεται και χάνεται σε βάθη απροσπέλαστα, σε αποστάσεις δίχως τέλος. Και τότε νιώθω να γίνεται η ζωή μου, η ταπεινή ζωούλα μου, ένα με την ιστορία του κόσμου, με τον αρχέγονο μύθο της Γενέσεως και τα παμπάλαια παραμύθια».

Η αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό είδος προκαλούσε ανέκαθεν έντονο αναγνωστικό ενδιαφέρον αλλά και την καχυποψία, επιφυλάξεις, τόσο των ειδικών όσο και του κοινού. Παρατονισμοί ή παραλείψεις κρίσεων, αισθημάτων, ή ακόμη και γεγονότων, προδίδουν συχνά την αυταρέσκεια και τον σκόπιμο εξωραϊσμό. Τα πιο πάνω λόγια ωστόσο του παραθέματος του Θανάση Πετσάλη- Διομήδη (από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 30 χρόνια), είναι νομίζω χαρακτηριστικά ανθρώπου που όταν στο τέλος της μακράς και ευδόκιμης πεζογραφικής του πορείας, αποφάσισε να κλείσει το αφηγηματικό του έργο με μιαν αυτοβιογραφία, μας χάρισε σπάνιο και πολύτιμο παράδειγμα συγγραφικής ειλικρίνειας και πνευματικής ακεραιότητας.

Η παραδειγματική αξία ενός αυτοβιογραφικού έργου, τουτέστιν μιας ζωής, δεν βρίσκεται στην προβολή ή σε μια αποκομμένη παρατήρηση αυτής της ζωής, αλλά στην σχέση της με την ζωή των άλλων. Στην διαφανή διαδρομή του δημιουργού που υπερβαίνει την ατομικότητά του όταν συνδέεται με τον μύθο και μετατρέπεται σε σύμβολο. Δηλαδή σε φορέα αξιών. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Πετσάλης επέλεξε να δώσει στην τρίτομη αυτοβιογραφία του τον γενικό τίτλο «Διαφάνειες». Καρπός γνήσιας δημιουργικής επιθυμίας ανάκτησης του παρελθόντος του, οι «Διαφάνειες» δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία. Δεν είναι βέβαια ούτε απομνημονεύματα ή αναμνήσεις. Μήτε πρόκειται για μια προσεχτικά συγκροτημένη, ιστορημένη σειρά συμβάντων της ζωής του ή των γεγονότων της ιστορίας του τόπου και του περιβάλλοντός του. (περισσότερα…)

Ἰούλιος 1973: Ἕνα ὄνειρο στὸ ΕΑΤ/ΕΣΑ

*

Στον αντιδικτατορικό αγώνα έλαβε μέρος στο περίφημο Κίνημα του Ναυτικού, όντας ο νεότερος από τους αξιωματικούς του στόλου που συνελήφθησαν και βασανίστηκαν για τη δράση τους. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Οι αναγνώστες του Νέου Πλανόδιου είχαν την ευκαιρία τα προηγούμενα χρόνια να διαβάσουν εκτενή απόσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Μανώλη Μπουζάκη «Ο δρόμος του Ποσειδώνη. Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου». Σήμερα έχουμε τη χαρά να προδημοσιεύουμε ένα ακόμη κεφάλαιο του έτοιμου πλέον βιβλίου που θα κυκλοφορήσει τις αμέσως επόμενες ημέρες από τις Εκδόσεις Κίχλη.

~.~

Ἡ περίοδος τῶν ἀνακρίσεων ἔχει τελειώσει. Ἔξω ἀκούγονται ρυθμικὰ βήματα καὶ χορωδιακὲς ἀπαγγελίες: «Ζήτω, ζήτω ὁ Πα-πα-δό-που-λος! Ζήτω, ζήτω ἡ Ἐ-πα-νά-στα-σις!».

Νέα παιδιά, φαντάροι ἀπὸ διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδας, τὰ πιὸ πολλὰ ἀμόρφωτα, ἐκβιαζόμενα, παρασυρμένα ἀπὸ ἄγνοια ἢ κι ἀπὸ φόβο, εἶχαν μεταμορφωθεῖ σὲ σκληροὺς ἐκτελεστὲς βάρβαρων ἐντολῶν, ἀπάνθρωπων. Πόσα χρόνια ἄραγε θὰ περάσουν γιὰ νὰ ἀπαλλαγεῖ, νὰ καθαρίσει τὸ κορμὶ τῆς πατρίδας μας ἀπὸ τὶς μολύνσεις καὶ τὴ βρόμα ποὺ ἄφησαν πάνω καὶ μέσα του οἱ βιαστές της. Ὧρες ἀτέλειωτες πηγαινοέρχομαι στὸ κελί, τρία βήματα στὴν εὐθεία, τεσσεράμισι διαγωνίως. Ὀχτακόσιες εἴκοσι ἑφτὰ φορὲς πηγαινέλα. Ἕνα βασανιστικὰ ἐπαναλαμβανόμενο γιατί, γιατί, γιατί τρυπᾶ τ’ αὐτιά, τὸ νοῦ καὶ τὴ σκέψη μου. Δὲν παίρνω καμιὰ ἀπάντηση καὶ τρελαίνομαι. γιατί εἶμαι ἐδῶ; Ποιοί μοῦ στέρησαν τὸν ἀέρα καὶ τὸ φῶς μου; Ποιοί εἶναι αὐτοὶ ποὺ ρυπαίνουν τὸν τόπο μου; Ἡ ἀνθρώπινη φύση μου ἀκρωτηριάζεται, στενεύει, ἀλλοιώνεται. καταρρέω. Σωριάζομαι μὲ λυγμοὺς στὸ τσιμεντένιο δάπεδο.

Ζοφερὲς φαντασιώσεις ἢ ὄνειρα… δὲν ξέρω. Κλείνω τὰ μάτια καὶ χάνομαι. Ὁ ἴδιος βασανιστικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς ταυτόχρονα ἐφιάλτης ἐπανέρχεται καὶ σκεπάζει τὰ πάντα: Εἶμαι πεσμένος κάτω, δεμένος χειροπόδαρα. Δὲν θυμοῦμαι πότε μὲ ἔγδυσαν καὶ μὲ ἔδεσαν. Εἶμαι τυφλός.

Ἔτσι γεννήθηκα. χρώματα, φῶς καὶ σκοτάδι δὲν ὑπάρχουν γιὰ μένα. Κάποιος δήμιος, δεσμοφύλακας, φαντάρος ἢ χωροφύλακας βρίσκεται ἀπὸ πάνω μου. Οὐρλιάζει καὶ μὲ ἀπειλεῖ:

«Ἕνα ἕνα, ρὲ τσογλάνι, θὰ σοῦ βγάλουμε τὰ νύχια καὶ τὰ δόντια καὶ θὰ τὰ στείλουμε πεσκέσι στὴ μάνα σου!»

Πονῶ, ὀργίζομαι, ἀγωνιῶ, φοβοῦμαι. Οὐρλιάζω κι ἐγὼ χωρὶς νὰ ξέρω τί λέω, τινάζοντας τὸ δεμένο κορμί μου δεξιά, ἀριστερά, πάνω, κάτω. βρόμικα χνότα ἔρχονται στὴ μύτη μου καὶ μιὰ βροντερὴ φωνὴ προστάζει: (περισσότερα…)

Νικολέττα!

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Θα ’τανε τέλη του Σεπτέμβρη του ’66. Νεαρός Σημαιοφόρος τότε, υπηρετούσα στον «Πάνθηρα», ένα γηραλέο αντιτορπιλικό, ένα «θηρίο», έτσι αποκαλούσαμε στο Ναυτικό αυτό τον τύπο των πλοίων, που πέρα από το όνομά τους, τίποτε άλλο δεν θύμιζε το φοβερό αγρίμι των τροπικών. Φύγαμε μεσάνυχτα από το Ναύσταθμο της Σούδας με προορισμό τη Χίο, απ’ όπου θα αρχίζαμε τις γνωστές μας περιπολίες στο ανατολικό Αιγαίο. Αφήναμε πίσω μας μια θλιμμένη φθινοπωρινή στεριά κι είμαστε όλοι μας χαρούμενοι που επιστρέφαμε στη δική μας θαλασσινή άνοιξη. Ξημερώματα είχα βάρδια Αξιωματικού Φυλακής στη γέφυρα. Δέχτηκα με αγαλλίαση τις πρώτες μυρωδιές του πελάγου κι αθέλητα μοιράστηκα το σκίρτημα του «γέρο-Πάνθηρα» καθώς τινάχτηκε να προφτάσει ένα άταχτο, παιχνιδιάρη κυματαφρό. Στο ξεκίνημα της περιπολίας μας αυτής, βρεθήκαμε να υπηρετούμε στο Αντιτορπιλικό έντεκα αξιωματικοί. Απ’ αυτούς μόνο οι πέντε ήμασταν παλιοί υπηρέτες του, οι υπόλοιποι έκαναν το πρώτο τους ταξίδι μαζί μας.

Ήτανε όμορφη η συντροφιά μας των πέντε παλιών συμπολεμιστών… όμορφη, ξεχωριστή και αξέχαστη. Αρχηγός όλων ο κυβερνήτης μας. Ένας σαραντάρης πλωτάρχης, παντρεμένος και εσαεί ερωτευμένος με τη γυναίκα του. Η μοναχοκόρη του ήτανε λέει δασκαλεμένη από τα γεννοφάσκια της στη φύλαξη του θησαυρού της Αφροδίτης. Για ομοειδείς θησαυρούς που ο ίδιος είχε κλέψει άφηνε πάντα τους ακροατές του να δημιουργούν εικασίες. Ο κυβερνήτης μας, ήταν μέτριος στο ανάστημα, με καλοφτιαγμένο πρόσωπο και με πολλές, συμμετρικά πλεγμένες γύρω από τα μάτια του ρυτίδες, αποτέλεσμα της πολύχρονης προσπάθειας όλων των καλών ναυτικών να ξεδιαλύνουν τα θαλασσινά σκοτάδια. Του άρεσε ιδιαίτερα να διηγείται εντυπωσιακές ιστορίες στις οποίες ο ίδιος μπορούσε να ήταν ένα είδος Γουλιέλμου Τέλλου ή Γαριβάλδη ή Ροβινσώνα και ενίοτε… Καζανόβα. Ξέρετε, η θάλασσα δημιουργεί στους αμύητους την εικόνα ενός περιβάλλοντος μυστηρίου, με δυσνόητους θρύλους και με γοργόνες και νεροφίδες, αλλά και με ερημονήσια με μισόγυμνες, εξωτικές καλλονές που βέβαια ο ναυτικός δεν συναντά ποτέ στα ταξίδια του. Ακριβώς σ’ αυτό τον κόσμο του μυστηρίου και της φαντασίας μάς ταξίδευε ο κυβερνήτης κι εμείς, καλοί ακροατές, ακούγαμε και μαθαίναμε. Αύριο ο λόγος θα δινόταν σε μας!

Ο ύπαρχος, δεύτερο καπετάνιο τον αποκαλούν στο Εμπορικό Ναυτικό, ήταν ο πνευματικός του πλοίου. Είχαμε τη βεβαιότητα πως ήταν ανέραστος πλην αιωνίως ερωτευμένος με μια γυναίκα που δεν είχε συναντήσει ακόμη. Ήταν τριάντα τεσσάρων ετών και μελετούσε με ενδιαφέρον τους Έλληνες Κλασσικούς, τη Λαογραφία και την Κινέζικη Φιλοσοφία. Τον μάγευε όλων των ειδών η καλή μουσική, αλλά όταν επιχειρούσε να λάβει μέρος σε κοινή, χορωδιακή μας ερμηνεία, ακούγονταν ήχοι που θύμιζαν το καθ’ όλα συμπαθέστατο τετράποδο του Βάρναλη στην προσπάθειά του να μιμηθεί το χλιμίντρισμα ευρισκόμενης σε οίστρο φοράδας. (περισσότερα…)

Στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Ένα μικρό χωριό ήταν το 1948 η Παλαιοχώρα ή Παλιόχωρα, όπως ήταν γνωστό το όνομα με το οποίο τη γνώριζαν οι περισσότεροι κάτοικοι της Κρήτης. Στις μέρες μας έχει εξελιχτεί σε έναν γοητευτικό και ιδιαίτερα δημοφιλή τουριστικό προορισμό, αλλά και σε ένα δραστήριο κέντρο συναλλαγών και εμπορίου της ευρύτερης περιοχής του νοτιοδυτικού άκρου του νομού Χανίων.

Στο Γυμνάσιο της  Παλιόχωρας υπηρετούσε ως καθηγητής μαθηματικών ο πατέρας μου. Στο σπίτι η μάνα μου παιδευότανε με τα  τέσσερα όχι και τόσο εύκολα αγγελούδια της. Η αφεντιά μου, ως πρωτότοκος, δημιουργούσε τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε ο πατέρας μου, το συζήτησε με τον φίλο του, Διευθυντή του Δημοτικού σχολείου και αποφασίστηκε να με στείλουν στην Α΄ τάξη του σχολείου, ως ακροατή! Επαρχιακή αυθαιρεσία είπατε; Αυτό μπορούσε να γίνεται την εποχή εκείνη. Είσοδος στα Πανεπιστήμια με βαθμούς 2 ή 3 ή 5, πλαστά ή μαϊμού πτυχία και λοιπές επαναστατικές και εναλλακτικές εκπαιδευτικές διαδικασίες δεν υπήρχαν τότε. Από το αυτί λοιπόν –κυριολεκτώ εδώ– και στον δάσκαλο.

Πήγαινα λοιπόν στο σχολείο και μάθαινα την αλφαβήτα και την προπαίδεια και υποσχέθηκα πως έτσι θα έκανα καθημερινά, αφού όμως και ο κύριος Διευθυντής είχε αναλάβει τη δική του ευθύνη να μου προσφέρει ένα μικρό χωνί ζάχαρη κάθε μέρα την ώρα του μεγάλου διαλείμματος. Με αυτά και με τ’ άλλα η εκπαίδευσή μου ξεκίνησε με καλούς οιωνούς. Προς το τέλος της εκπαιδευτικής περιόδου ο Δάσκαλος μας πληροφόρησε πως θα ερχόταν κάποιος άλλος, ένας πιο σοφός Δάσκαλος, να δει αν ο δικός μας Δάσκαλος κάνει καλά τη δουλειά του κι αν εμείς είμαστε μαθητές της προκοπής. Ήρθε λοιπόν ο κύριος Επόπτης Στοιχειώδους Εκπαίδευσης και μας ζήτησε να γράψουμε με λίγα λόγια γιατί αγαπούμε το χωριό μας. Δεν θυμάμαι πώς σκέφτηκα και έγραψα ότι έγραψα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πως αφού δώσαμε όλες και όλοι τα γραπτά στο Δάσκαλό μας βγήκαμε έξω για το μεγάλο διάλειμμα. Πήγα στο γραφείο του κυρίου Διευθυντή, πήρα το χωνάκι μου με τη ζάχαρη και αμολήθηκα στην αυλή. Είχαμε ήδη επιστρέψει στην τάξη μας όταν εισήλθαν ο Δάσκαλός μας και ο κύριος  Επιθεωρητής ο οποίος κρατούσε στο χέρι του τα γραπτά μας. Κάθισαν δίπλα-δίπλα πίσω από την έδρα οι μεγάλοι μας κριτές και άρχισαν κάτι ψου ψου ψου και πάλι ψου ψου ψου και μετά ο κύριος Επιθεωρητής ρωτά:

— Ποιος είναι ο Μπουζάκης; (περισσότερα…)

1979 – Με ρεντιγκότα στο Publishers Hall

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Τα περιοδικά της Mary Glasgow με είχαν βάλει για τα καλά στο χώρο της ξενόγλωσσης, ιδιωτικής εκπαίδευσης. Οι επαφές μου με τους Εγγλέζους εκδότες και οι επισκέψεις μου στη Μεγάλη Βρετανία ήταν συχνές. Γνώριζα ένα διαφορετικό κόσμο. Στη Μεγάλη Βρετανία μάθαινα τι σημαίνει να υπάρχουν γραπτοί και άγραφτοι κανόνες κοινωνικής συμβίωσης που να είναι γνωστοί στους πολίτες και σεβαστοί από τους περισσότερους, παρά το γεγονός πως η πτώση της άλλοτε κραταιάς, πλην γηραιάς πλέον Αλβιόνος, ήταν εμφανής.

Θυμάμαι την πρόσκληση που έλαβα για να παρευρεθώ στην επέτειο των 50 χρόνων εκδοτικής παρουσίας του οίκου Mary Glasgow Publications. Η εκδήλωση θα γινόταν στο περίφημο Publishers Hall στο City του Λονδίνου. Η πρόσκληση επέβαλε σμόκιν και ρεντιγκότα, μαύρο επανωφόρι με ουρά, τα οποία επιπλέον σήμαιναν λουστρίνι παπούτσι, μεταξωτές κάλτσες, παπιονάκι και ανάλογο πουκάμισο με τα κατάλληλα μανικετόκουμπα! Θεώρησα πως αυτά ήταν βρετανικές υπερβολές και αγόρασα ένα ακριβό για την εποχή μαύρο κοστούμι. (περισσότερα…)

Σε απώλεια στήριξης

*

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Είμαι ένας καθόλα κοινός, καθημερινός άνθρωπος. Δεν διαθέτω τίποτε το εξαιρετικό, τίποτε το ξεχωριστό, εκτός ίσως από μια ιδιόρρυθμα γαμψή μύτη. Έχω ήδη διαβεί τα 78 χρόνια ενός έντονα ταραχώδη και πολυκύμαντου βίου. Τσαλαβούτησα στη ζωή και τα γεύτηκα σχεδόν όλα… Έγραψα «σχεδόν όλα» και θυμήθηκα τη σκηνή μπροστά στην τριμελή Επιτροπή του Κέντρου Αεροπορικής Ιατρικής. Στα 58 μου αποφάσισα να γίνω πιλότος ελαφρών αεροσκαφών. Περάσαμε όλοι οι υποψήφιοι σκληρές ιατρικές εξετάσεις και με τον πλήρη φάκελο αυτών των εξετάσεων παραμάσχαλα εμφανίζομαι ενώπιον της ως άνω Επιτροπής. Ο πρόεδρος, γιατρός της Πολεμικής Αεροπορίας, πτέραρχος, ανοίγει το αντίγραφο του φακέλου μου, που είχε ήδη στα χέρια του και μου λέει:

‒ Τι τα θέλετε τώρα πια τα πιλοταρίσματα και τους αέρηδες… Ναύαρχος άνθρωπος εσείς, δεν αφήνεστε καλύτερα στην αγκαλιά της θάλασσας, που οπωσδήποτε έχετε μια μεγαλύτερη οικειότητα μαζί της…

Του απάντησα αμέσως.

‒ Στη ζωή μου, κύριε πτέραρχε, τα δοκίμασα σχεδόν όλα, λίγα πράγματα μου ξεφύγανε. Τώρα είπα να μάθω να πετώ! Για να δούμε, θα τα καταφέρω;…

(περισσότερα…)

Στέφανος A. Kουμανούδης (1818 – 1899), Στοιχεία αυτοβιογραφίας

Αναδρομές : Μια στήλη του ΝΠ αφιερωμένη σε αξιομνημόνευτες στιγμές της παλαιότερης αλλά και της πιο πρόσφατης ελληνικής λογοτεχνίας. 

 

Eγεννήθην.
εθήλασα.
ησθένησα.
εβαυκαλίσθην.
εκουνήθην.
εκοιμήθην.― ωνειρεύθην.― Mίαν ολόκληρον νύκτα δεν εκοιμήθην από έννοιαν.
εκοιτάχθην άρρωστος πολλαχώς και δη:
έπια φάρμακα
κατέπια καταπότια
εκαπνίσθην.
ετρίφθην
εμπλαστρώθην
εκλυστηρίσθην
ετάμην χειρουργικώς
εμβολιάσθην
εσιναπίσθην
περιεδέθην δέματι διά κήλην
εφλεβοτομήθην
εβδελλώθην.
εδαγκάθην υπό κυνός ίσως και λυσσώντος.
έπεσα πλεονάκις πεζός και έχω σημάδια 2-3.
εδάρην πλεονάκις, αλλ’ όχι ανιλεώς.
έμαθα γράμματα και ξένας γλώσσας.
αναγνώστου έργα έκαμα εν εκκλησία.
έμαθα:
μουσικήν ωδικήν
και κιθάραν
και χορόν ολίγον
ως και κλειδοκύμβαλον.
εγυμνάσθην εν γυμναστηρίω ολίγον.
έψαλα εν εκκλησίαις και εν συμφωνία κανονική μετά τριών και πλειόνων.
εγλύστρισα εις πάγον και δη τριχώς:
πεζός, ως συνήθως·
με επιμήκη σίδηρα υπό τους πόδας·
και επί ελκηθριδίου.
ίππευσα και έπεσα πλέον ή εξάκις. (περισσότερα…)

Στέφανος Γιονάς, Το Σημειωματάριο με τα χρώματα του Κλέε (3/3)

Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε

 Α’

(συνέχεια ἀπὸ τὸ μέρος β΄)

Ἡ ἀνορθογραφία μου ἦταν ἡ πρώτη τολμηρὴ λέξη ποὺ γράφτηκε ποτέ. Ἀναστάτωσε τὴ γραμματικὴ τάξη, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἐμφανίστηκε ἀναπάντεχα, σὰν λέξη κόντρα στὸ πεπρωμένο, στὴν προγεγραμμένη της μοίρα. Τριάντα χρόνια πρίν, ὁ Μαριάμπας, ὀ ἥρωας τοῦ Σκαρίμπα στὸ ὁμώνυμο μυθιστόρημα (1935), ἀλληλογραφώντας μὲ τὴν ὑπηρέτρια ἔγραφε ἀπὸ ἁβροφροσύνη τὸ «ἄνθρωπος» μὲ ὄμικρον, καὶ τὸ «μ’ ἐκτίμηση» πέρα γιὰ πέρα μὲ ἦτα. Ἦταν ἕνα ἐξαίσιο τέρας ἀνθρωπιᾶς! (χαρακτηρισμὸς τοῦ συγγραφέα), ἕνα λαμπρὸ λάθος τῆς φύσης. Ὁ ὀρθὰ ἐννοούμενος δάσκαλος θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ γνωρίζει αὐτό. Τώρα ποὺ τὸ σκέφτομαι, ἂν καὶ δὲν χρειάζεται νὰ μεγαλώσει κανεὶς γιὰ νὰ τὸ καταλάβει, ἡ χειρονομία μου ἦταν μία λελογισμένη ἀντίδραση στὴν ὁμοιομορφία, στὴν καθοδήγηση ὅλων σὲ ἕνα κανονιστικὸ πρότυπο, ἀνάλογο μὲ τὴν ὁμοιόμορφη μπλὲ σχολικὴ ποδιά. Ἡ ὁμοιόμορφη γραφὴ εἶναι καταλυτικὴ γιὰ τὸ πνεῦμα. Στὸ μεταξὺ διάβασα πολλὰ χειρόγραφα συγγραφέων. Τὰ λάθη τους εἶναι μοναδικά, ἀκέραια συμπτώματα τοῦ ὕφους, καὶ ὡς γνωστὸν τὸ ὕφος εἶναι οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἔκφραση, καθὼς καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ συναντοῦν αὐτὲς οἱ δυνάμεις. Ἕνα ἐμπόδιο ἦταν κι αὐτό, ἂν δὲν μεγαλοπιάστηκα κι ἐγὼ προώρως. Τὸ 1964, τὴ χρονιὰ τοῦ δικοῦ μου ἐπεισοδίου, κυκλοφόρησαν μὲ τὴ φροντίδα τοῦ Λίνου Πολίτη τὰ χειρόγραφα τοῦ Σολωμοῦ, τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς «τρεῖς μεγάλους πεθαμένους ποιητές μας ποὺ δὲν ἤξεραν ἑλληνικά» (ἡ γνωστὴ αἰνιγματικὴ ρήση τοῦ Σεφέρη). Διασκεδάζω τὴν ἀπογοήτευσή μου μεταφέροντας ἕνα αὐθεντικὸ σολωμικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν «πυρασμό»:

(περισσότερα…)

Στέφανος Γιονάς, Το Σημειωματάριο με τα χρώματα του Κλέε (2/3)

Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε

Α’

[συνέχεια ἀπὸ τὸ μέρος α΄]

Μὲ κοντὰ παντελονάκια ἀκόμη καὶ ἀποφάσισα, ἀφοῦ ἡ λογοτεχνία ἔλεγε ψέματα, νὰ γράψω, νὰ συγγράψω, παρακαλῶ, τὴν παγκόσμια ἱστορία. Ἐξασφάλισα ἕνα τετράδιο μὲ ἄγραφες σελίδες. Στὴν ἐτικέττα τοῦ ἐξωφύλλου σημείωσα μὲ κεφαλαῖα γράμματα τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα καὶ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου. Ἀσφαλῶς θὰ μοῦ ἔπαιρνε πολλὰ τετράδια, πολλὲς ὧρες, ἡμέρες, χρόνια, τὴν ἐφηβεία μου ὁλόκληρη, δὲν θὰ μοῦ ἐπέτρεπε, πιθανόν, νὰ κάνω οἰκογένεια, νὰ ζήσω σὰν ἄνθρωπος. Θὰ ἤμουν ἕνας ἀσκητὴς ταμένος στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ὑψηλοῦ στόχου. Μὲ ἀπασχολοῦσε μόνο τὸ ζήτημα τῆς στρατιωτικῆς θητείας (ἀφθονοῦσαν οἱ ἡρωικὲς πάντοτε ἀφηγήσεις τῶν μεγάλων ἀπὸ τὰ ἔνδοξα χρόνια στὸν στρατό), ἂν θὰ ἔπρεπε, δηλαδή, νὰ διακόψω τὴ συγγραφὴ γιὰ νὰ πάω φαντάρος. Τέλος πάντων, θὰ ἔβρισκα τρόπο νὰ λύσω αὐτὸ τὸ ζήτημα, ὅταν θὰ ἔφτανε ἡ ὥρα του. Ἂς μὴν προτρέχω. Πῆρα ἕνα βράδυ τὸ τετράδιο, στὴν κουζίνα πάντα (αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἀποκάλυπτα, ὅτι ἡ παγκόσμια ἱστορία γράφτηκε στὴν κουζίνα), καὶ τὸ κράτησα ἀνοιχτὸ στὴν πρώτη λευκὴ σελίδα. Ἄρχισα νὰ γράφω μὲ μολύβι, ἤρεμα, σταθερά, γνώριζα τὰ πάντα, ἀφοῦ τὰ σπουδαῖα γεγονότα τοῦ κόσμου παίχτηκαν στὴ χώρα μου, οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ στρατηγοὶ μιλοῦσαν τὴ γλώσσα μου, ὁ Θησέας, ἀφοῦ πρῶτα σκότωσε τὸν Περιφήτη, τὸν Σίνη τὸν Πιτυοκάμπτη, τὸν Σκίρωνα καὶ τὸν Προκρούστη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὴ γειτονιά μου στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἀθήνα, ἄλλος δρόμος δὲν ὑπῆρχε· καὶ ὁ Οἰδίποδας, ἐπίσης, τραβώντας γιὰ τὸν Κολωνό. Ξεκίνησα κι ἐγὼ τὴν ὁδοιπορία μου κάπως ἀόριστα, γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά, τὸ πεπρωμένο του στὴ ζωή, τὴν πρώτη του γραφή, τὸ ἀλφάβητο, τὸν τροχό, τὴ σχεδία τοῦ Ὀδυσσέα στὴ θάλασσα· τὸ πέταγμα τοῦ Ἴκαρου μὲ τὸ κερένιο ἀνεμόπλανο. Μετὰ κουράστηκα. Ὅλα αὐτὰ μοῦ πῆραν μιὰ σελίδα. Τὴν πρώτη σελίδα ἐκείνου τοῦ τετράποδου Μόγλη ποὺ σηκώθηκε στὰ δυό του πόδια. Θὰ συνέχιζα ἀσφαλῶς. Αὐτὰ τὰ πόδια εἶχαν νὰ κάνουν πολλὰ χιλιόμετρα. Ἔβαλα τὸ τετράδιο σ’ ἕνα ἑρμάρι τῆς κουζίνας, στὸν πάτο, νὰ μὴ φαίνεται. Κάτι μὲ ἀνησυχοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἔδωσα σημασία. Μήπως ἔτρεξα βιαστικά; Θὰ συνέχιζα ξεκούραστος τὴν ἑπομένη.

(περισσότερα…)

Στέφανος Γιονάς, Το Σημειωματάριο με τα χρώματα του Κλέε (1/3)

Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε

 Α’

Γεννήθηκα ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὸν πόλεμο τῆς Κριμαίας, τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Φελλίνι γύρισε τὴν περίφημη La Strada, ὁ Κούνδουρος τὴ Μαγικὴ πόλη καὶ ὁ Tallas τὸ Ξυπόλυτο τάγμα. Ὑπάρχει μία φωτογραφία ποὺ δείχνει τὴ χρονιὰ αὐτὴ τὸν Θεοδωράκη καὶ τὸν Χατζιδάκι νὰ περπατοῦν μαζὶ στὴν Ρώμη. Θαυμαστὴ συνάντηση! Κι ἐγὼ ἕνα ἐξαγόμενο τοῦ ἐμβρυουλκοῦ στὸ Δημοτικὸ Νοσοκομεῖο τῶν Ἀθηνῶν, τὸ σημερινὸ Πνευματικὸ Κέντρο στὴν Ἀκαδημίας. Ὁ δρόμος μου γιὰ τὰ γράμματα ἦταν προκαθορισμένος. Γεννήθηκα τὴ χρονιὰ ποὺ ὁ Ρίτσος τύπωνε τὴν Ρωμιοσύνη καὶ τὴν Ἀγρύπνια, μιὰ μέρα σὰν κι αὐτὴ ποὺ ὁ Ὑψηλάντης καὶ οἱ ἐπαναστάτες του ἔμπαιναν στὸ Βουκουρέστι: 27 Μαρτίου [1821]. Τέτοια μέρα κυκλοφόρησε στὴν Δανία τὸ 1843 τὸ Ἡμερολόγιο ἑνὸς διαφθορέα τοῦ Σαῖρεν Κίρκεγκωρ, ἀπὸ τὸ ὁποῖο συγκρατῶ μόνο ὡς πρόσφορο στὶς ἀνάγκες μου ἐδῶ τὸν ἀφορισμό: «Ἡ ἀλήθεια εἶναι παγίδα. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν πιάσεις· σὲ πιάνει πρῶτα αὐτή. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν αἰχμαλωτίσεις, ἂν δὲν γίνεις πρῶτα αἰχμάλωτός της». Ἂν καὶ αἰσθάνομαι πλήρη ἀποστροφὴ ἀπέναντι στοὺς ἀφορισμούς· ἐξυπνάδες, καλύτερα. Τέλος πάντων, δὲν θὰ ἐπαναλάβω τὸ ἀτόπημα. Ἂς μείνω λίγο ἀκόμη στὶς συγκυρίες. Στὰ τέταρτα γενέθλιά μου, τὸ 1958, πέθανε ὁ Δημοσθένης Βουτυρᾶς, καὶ ὅταν ἔκλεινα τὰ ἐννιά, ὁ Φώτης Ἀγγουλές. Καὶ οἱ δύο στάθηκαν ὄρθιοι, ὅσο μπόρεσαν, ἀπέναντι στὴν κυκλοδίωκτη μοίρα τους. Τέτοια νύχτα πάνω-κάτω πέθανε τὸ 1827 ὁ Μπετόβεν, ὅταν ὁ Ὑψηλάντης ἦταν ἀκόμη ἐγκάθειρκτος στὸ φρούριο Μούνκατς στὰ Καρπάθια. Ὁ Χαίλντερλιν, ἔγκλειστος στὸν ἑαυτό του καὶ στὸν δικό του πύργο στὸ Τύμπινγκεν εὐχόταν τὴν εὐτυχῆ ἔκβαση τῆς Ἐπανάστασης. Θυμίζω ὅτι στὸ μοναδικὸ μυθιστόρημα ποὺ ἔγραψε, τὸν Ὑπερίωνα, ἔστειλε τὸν ἥρωά του νὰ πολεμήσει στὸν ἐπαναστατημένο Μοριᾶ τὸ 1770. Ὁ Χαίλντερλιν γεννήθηκε ἐκείνη τὴ χρονιά, ὅπως καὶ ὁ Μπετόβεν, καὶ ὁ Χέγκελ, φίλος καὶ συμφοιτητής του ἀργότερα στὸ Τύμπινγκεν. Γιὰ τὴν ἱστορία, γεννήθηκε στὶς 7 Ἰουνίου, ἡμέρα τῆς καταστροφῆς τοῦ στρατοῦ τοῦ Ὑψηλάντη στὸ Δραγασάκι. Τιμητικά, τέτοιαν ἡμέρα ὁρίζει ὁ Τσίρκας ὡς ἀρχὴ τῆς πλοκῆς τῆς τριλογίας Ἀκυβέρνητες πολιτεῖες. Ὑποθέτω ὅτι ἡ μουσικὴ τοῦ Μπετόβεν ἔφτανε στ’ ἀφτιά του, ὄχι ὅμως στὰ ταβερνάκια καὶ τὰ καπηλειὰ τοῦ Βουτυρᾶ καὶ τοῦ Πορφύρα. Ὁ Πορφύρας ἦταν κι αὐτός, σὰν τὸν Ἀγγουλέ, Χιώτης. Σταματῶ μὲ τὶς συγκυρίες. Ἄλλωστε, δὲν βοηθοῦν σὲ τίποτε. Στὸν ἐργατικὸ καὶ προσφυγικὸ συνοικισμὸ ποὺ μεγάλωσα, θὰ χρειαζόμουν πολλὰ χρόνια γιὰ ν’ ἀρχίσω νὰ ἐπινοῶ τέτοιες ἰδεοληπτικὲς συναντήσεις. Τὸ σπίτι μας χτιζόταν ἐκ περιτροπῆς (μεταμεσονύκτιες ὧρες), ὅπως καὶ ὅλων τῶν γειτόνων, γιὰ τὸν φόβο τῶν ἀστυφυλάκων. Φαίνεται πὼς αὐτὸ τὸ ἄγχος τῆς ἀνεστιότητας μὲ ὠθοῦσε διαρκῶς σὲ ἀγχώδη ἀναζήτηση μιᾶς ἄλλης στέγης. Ἐκεῖ καταλήγει ἄλλωστε ὅποιος μπερδεύεται μὲ βιβλία. Νὰ πιάσω αὐτὸ τὸ ζήτημα πρῶτα, τῶν βιβλίων, ὅσο γίνεται πιὸ συνοπτικά.

(περισσότερα…)