Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

Σκέψεις πάνω στην πολιτική διάσταση της ποίησης

*

του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΗ

Η ποίηση είναι πολιτική όταν στοχάζεται πάνω στη σχέση του ατόμου με το σύνολο, όταν εκφράζει τη ρήξη ή την ενότητα, όταν θεωρεί τη μοίρα του όλου μέσα στη διαχρονία και τη συγχρονία του. Η ποίηση είναι πολιτική όταν ο άξονας περιστροφής της είναι η πράξη. Ενάρετη ή κακή, η πράξη εντός του κοινωνικού πλαισίου ορίζει την πολιτική υπόσταση του ατόμου. Αυτός που απέχει από τη δράση, όχι μόνο τοποθετείται εκτός του πολιτικού ιστού, αλλά ακυρώνει την οποιαδήποτε ταυτότητα. Και η ταυτότητα είναι μνήμη και η μνήμη είναι το σύνολο, ή αλλιώς το άθροισμα των παραγόντων που ορίζουν το είναι του ατόμου. Με άλλα λόγια, η πολιτική είναι μια φυσική οντολογία. Αλλά ποιος είναι ο λόγος της ποίησης σε όλα αυτά;

Λένε ότι κάθε ποίημα είναι μια πολιτική πράξη. Κι όμως, μπορώ να σκεφτώ πολλά ποιήματα που αρνούνται τον πολιτισμό, που επιλέγουν τη φυγή προς τη δήθεν αρχαϊκή κατάσταση του ανθρώπου, που, με άλλα λόγια, ακυρώνουν την έννοια της πολιτείας. Ρεμπώ, Λωτρεαμόν, Τρακλ είναι μερικοί μόνο από τους ποιητές που αρνήθηκαν την ενσωμάτωση, αιχμαλωτίστηκαν από το όνειρο. Αυτή η άρνηση καθιστά την ποίησή τους μη πολιτική; Νομίζω πως όχι. Γιατί αποτελεί μέρος του διαλόγου για την πολιτεία: η άρνηση δεν είναι σιωπή, δεν είναι απραξία. Ακόμη και η φυγή είναι πολιτική. Είναι μια δήλωση με πολιτικό πρόσημο. Σίγουρα, όμως, δεν είναι μια συμμετοχική στάση. Οι πολιτικοί ποιητές πρέπει να ιδωθούν ως αρχιτέκτονες του μέλλοντος της πολιτείας. Κρίνοντας το παρόν, ελέγχοντας το παρελθόν, καταφάσκουν σ’ ένα νέο μέλλον. Η πολιτική ποίηση, λοιπόν, σ’ αυτό το δοκίμιο εξετάζεται περισσότερο ως κατάφαση προς την πολιτεία και τις προϋποθέσεις της.

Κι εδώ ακριβώς προκύπτει το πρόβλημα: μεγάλο μέρος της πολιτικής ποίησης είναι απλώς μια κριτική του παρόντος. (περισσότερα…)

Άνθη που σκάλισε ο ουρανός

*

( Αποσπάσματα )

Δ΄
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ

Το υγρό φιλί σου σαν την άμπωτη πήρε κάτι από εμένα
ένα μυστήριο κρυμμένο
μες στους κολπίσκους και τις προεξοχές των βράχων
εκεί που το κύμα ερωτεύεται τον θάνατο.

Ξεφλούδισε το σώμα μου απ’ το γλυκό όνειρο
και γυμνός σαν την πείνα του άγριου ζώου
αφουγκράζομαι τη θαλασσινή βοή
την πανάρχαια μάνα της εφηβείας.

Κ’ είναι ο άνεμος ένα κοχύλι στο αυτί μου
το επικίνδυνο κάλεσμα των χορικών τραγουδά
κι ευθύς τα χέρια μου λερώνονται με το πατρικό αίμα.

Είναι το σπίτι μου κοντά
μια καλύβα παραδομένη στους τρόπους της θάλασσας
μα φοβάμαι να μπω.
Έρχονται από μέσα φωνές ακρωτηριασμένες
του γδικιωμού το τραύλισμα
φωνές σκουριασμένες σαν παλιό μαχαίρι.

Είναι το σπίτι μου ένα ρημοκλήσι
με το ταγκό σκοτάδι των αγίων
τη μαύρη κάπα που καλύπτει τους ώμους των ενοχών μου
σαν δηλητηριασμένο πουκάμισο.

Φοβάμαι να μπω
φοβάμαι ν’ ασπαστώ τα μάγουλα του νεκρού πατέρα.
Φοβάμαι να φιλήσω αυτό που θα με σωπάσει.

~.~ (περισσότερα…)

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού; (Μέρος Δεύτερο)

*

Θα προσπαθήσω εδώ να δώσω παραδείγματα για όσα υποστήριξα προηγουμένως, ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνάψεις και να περιοριστεί η ανάγκη για αναγωγή. Τα παραδείγματα αφορούν στη λειτουργία και τη φύση της συμβολιστικής ποίησης, αλλά και στην ποιότητα του λυρικού εγώ (άτομο ή τύπος ανθρώπου;) στα ποιήματα του συμβολισμού.

Εκκινώ από έναν στίχο του Ρεμπώ, τόσο συμβολιστικά άπεφθο κατ’ εμέ, που θα μπορούσε μόνος του να στέκεται σαν μανιφέστο. Ας σηκώσουμε τα μανίκια: Ύποπτο σήμα πανδοχείου εγώ[1]. Ο Ρεμπώ μάς είχε προειδοποιήσει στις επιστολές του: μην υπογραμμίζετε με τη σκέψη. Όμως, για λίγο θα τον παρακούσουμε προκειμένου να αποδειχτεί κάτι. Ρωτώ, λοιπόν: μπορεί αυτός ο στίχος να εξηγηθεί; Πώς μπορούμε να διαβάσουμε τη συμβολιστική ποίηση; Οι αναγνώστες χωρίζονται χοντρικά σε δύο κατηγορίες: έχουμε τον ενεργητικό αναγνώστη και τον παθητικό. Υπάρχει κι ένας τρίτος; Ναι, αλλά είναι σπάνιος: αυτός που συνενώνει τη φύση των δύο προηγούμενων. Ο πρώτος επιχειρεί να ερμηνεύσει οτιδήποτε διαβάζει, στήνει ενέδρα σε κάθε στίχο, χρησιμοποιεί ως δόκανο τον νου. Θέλει να καταλάβει, να συμμετάσχει διανοητικά. Ο δεύτερος διαβάζει περισσότερο διαισθητικά. Παραδίνεται στο κείμενο, αισθάνεται, και ξετυλίγει το πανί της φαντασίας για χάρη του ποιητικού προτζέκτορα. Συμμετέχει συναισθηματικά. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, την αναγνωστική πορεία τους πάνω στον στίχο του Ρεμπώ.

Ο ενεργητικός αναγνώστης ασφαλώς αντιλαμβάνεται ότι το κέντρο βάρους του στίχου είναι το πανδοχείο. Συνεπώς, εύλογα το χρησιμοποιεί ως κλειδί. Αρχίζει να διερευνά τον χώρο των πανδοχείων κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ζητά να μάθει το εσωτερικό τους, τους θαμώνες, τη λειτουργία τους κτλ. Δεν αργεί να ξεθάψει το σάπιο κουφάρι αυτού του περιβάλλοντος, την παρακμή, τη φτώχεια, το έκφυλο, τη δυσωδία κ.ά. Ύστερα στρέφεται με αυτοπεποίθηση στη λέξη «σήμα». Τι σόι σήμα είναι αυτό; Σινιάλο; Κάτι που δηλώνει μια επικείμενη ανατροπή της τάξης, του νόμου; Είναι μήπως σήμα ανάγκης; Άραγε τα πανδοχεία εκείνη την εποχή παρήγαν κάποιο είδος φωτεινού γλωσσικού κώδικα; Πίσω στις εγκυκλοπαίδειες, πίσω στη μελέτη! Ας υποθέσουμε ότι ο πνευματικός ζήλος του αναγνώστη μας βρίσκει τη λύση. Αμέσως θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια είναι η αξία της σε σχέση με τον στίχο. Έχει άλλωστε συμβεί ξανά: ένας μελετητής του Ρεμπώ ανακάλυψε ότι η φράση «όχι άλλο γενηθήτω» κατάγεται από τους τάφους των στρατιωτών του Γαλλοπρωσικού πολέμου. Σε πολλούς τέτοιους τάφους υπήρχε η ευλαβής επιγραφή «Γενηθήτω», δηλώνοντας τη χριστιανική ανάσταση των νεκρών. Εξαίρετα. Και τώρα τι; Πώς αυτή η πληροφορία έχει κάτι να προσθέσει στον στίχο; Γιατί δεν είναι μια κειμενική αναφορά του ίδιου του Ρεμπώ; Μήπως επειδή, όπως έγραψα στο πρώτο μέρος, ο συμβολισμός υπαινίσσεται; Η αφαιρετικότητα των συμβολιστών είναι σκόπιμη. Όπως έλεγε ο Μαλλαρμέ, σου μιλούν για ένα λουλούδι δίχως να το ονομάζουν. Γιατί ζητάνε την ουσία του λουλουδιού, γιατί το ίδιο το λουλούδι τούς είναι άχρηστο[2]. Αν σου μιλήσουν ευθέως για ένα λουλούδι, δε θ’ αποκαλύψουν αυτό που κρύβεται πίσω του, δε θα υποβάλουν. Κι ερχόμαστε εμείς, σηκώνουμε τα χεράκια μας και λέμε «κύριε, κύριε, το βρήκα, το βρήκα! Το λουλούδι είναι!». Συγχαρητήρια, αλλά μόλις καταστρέψατε ένα τρυφερό κι ευαίσθητο συμβολιστικό ποίημα, διαλύοντας το μαγνάδι της αφαιρετικότητας. (περισσότερα…)

Είναι ο συμβολισμός το αντίθετο του ρεαλισμού;

*

Δεν είναι λίγα τα εγχειρίδια για τη θεωρία των λογοτεχνικών ρευμάτων που, στην προσπάθειά τους να ταξινομήσουν, να μελετήσουν και τελικά να ερμηνεύσουν τη λογοτεχνία, υποκύπτουν στην παρακάτω απόλυτη αντιδιαστολή: ο συμβολισμός είναι το αντίθετο του ρεαλισμού. Στα περισσότερα λήμματα που αφορούν στον ρεαλισμό επαναλαμβάνεται (είτε άμεσα είτε έμμεσα) η λέξη πραγματικότητα. Σε κείνα που αναφέρονται στον Συμβολισμό η γλώσσα γίνεται πιο εγκρατής και τελικά συμβιβάζεται: υποκειμενικότητα, ιδεατός κόσμος κ.ά. Συγχωρήστε με αν κάνω λάθος, αλλά νομίζω ότι ο όρος που κρύβεται εδώ, αν λάβουμε υπόψη και την παραπάνω αντίθεση, αυτό που θέλει να ειπωθεί, αλλά μάλλον μεταμφιέζεται, είναι η μη πραγματικότητα. Και είναι πολύ λογικό, όταν η εποχή που διανύουμε μας έχει πείσει ότι πραγματικό είναι μονάχα ό,τι μπορεί να εξηγηθεί και ν’ αποδειχθεί, ό,τι έχει μια κατανοητή, χειροπιαστή αιτία και τελικά γίνεται αντικείμενο των αισθήσεων. Η αλήθεια του υποκειμένου, η αλήθεια του ανθρώπου, έχει μάλλον παραγκωνιστεί από την αλήθεια του εργαλείου, της τεχνολογίας. Άραγε το εργαλείο δεν είναι και ένα αισθητήριο όργανο;

Όμως, το θέμα μας είναι ο συμβολισμός και το κατά πόσο είναι ορθό να ισχυριζόμαστε ότι αποτελεί το αντίθετο του ρεαλισμού. Μια διαμάχη αληθειών… Ας ξεκινήσουμε από το παρελθόν αυτού του δυϊσμού, γιατί πραγματικά μετράει αιώνες. Πλάτωνας και Αριστοτέλης. Ποιος λέει την αλήθεια; Έχει ένας από τους δύο δίκιο; Κι ο άλλος; Μήπως τόσος πόνος τόση ζωή / πήγαν στην άβυσσο / για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη; Χιλιετίες μετά δύο είναι ουσιαστικά οι πυρήνες της ανθρώπινης σκέψης: πλατωνισμός και αριστοτελισμός. Κι αν και η αφαιρετικότητα εδώ θα γίνει πολύ γαλαντόμα (όχι, όμως, και απλοϊκή), νομίζω ότι δικαίως θα μπορούσε κανείς να δει το έργο του Πλάτωνα ως μακρινό πρόγονο του συμβολισμού (αν και μάλλον δε θα τον χαροποιούσαν και πολύ οι στίχοι ενός Μπωντλαίρ ή ενός Ρεμπώ…) και τον Αριστοτέλη ως πρόγονο του ρεαλισμού (που μάλλον θα ήταν λίγο περισσότερο περήφανος για τα παιδιά του). Πέρα, όμως, από τους αστεϊσμούς, νομίζω ότι κανείς δε θα διαφωνούσε με την άποψη ότι και οι δύο σχολές σκέψης πρόσφεραν τα μέγιστα στον πολιτισμό, γιατί αμφότερες είναι όψεις της αλήθειας· είναι πραγματικότητες ή καλύτερα οι δύο κύριες εκπτύξεις της μίας πραγματικότητας. (περισσότερα…)

Τα λυρικά της αγωνίας

*

του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΑΝΤΟ ΤΙΧΟΜΙΡ

~.~

ε΄

Συσσίτιο και προσμονή.
Κι όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην πατρίδα.
Μέσα στις τσέπες σφίγγουμε τα ονόματά μας.
Χέρια που ψαύουν την ειρήνη
–η αφή είναι η μόνη αλήθεια που απέμεινε–
φριχτό σώμα αγαπημένου
και παλτό που έλιωσε απ’ τον πόλεμο
παλτό αγαπημένου νεκρού
θαλπωρή και συνήθεια
θυμίζει ειρήνη, πιο πραγματικό απ’ την ειρήνη
η αφή είναι ο μόνος ζωντανός που απέμεινε.

~.~

η΄

Γυμνή κι επικίνδυνη
ξαπλωμένη σαν τον πόλεμο·
το απόγεμα ξεψυχά ανάμεσα στα πόδια της.
Τα μαλλιά της είν’ η κλαγγή των όπλων
το στήθος της ένα λιωμένο λάβαρο.
Στο πρόσωπό της
Δύση κι Ανατολή μετράνε τους νεκρούς τους.

~.~ (περισσότερα…)

Το έγκλημα: Ένας ουρανός

*

Πιστεύουμε ότι το έγκλημα λανθασμένα αποδίδεται στο Κακό. Σκεφτόμαστε έτσι, γιατί θεωρούμε ότι το Κακό είναι ο αληθινός κίνδυνος. Όπως όμως έχουμε γράψει και αλλού, το Καλό είναι πολύ πιο επικίνδυνο από το Κακό (το Καλό ως ανεξημέρωτο Κακό). Ωστόσο η έννοια που θα μας απασχολήσει εδώ είναι το έγκλημα και πρέπει να περιοριστούμε σε αυτήν, καθώς δεν περιέχεται σε καμία από τις παραπάνω. Δεν είμαστε επ’ ουδενί φιλόσοφοι, ίσως όμως είμαστε ποιητές, γι’ αυτό θα μεταχειριστούμε την ποιητική λειτουργία και θα πούμε ότι το έγκλημα είναι ένας ουρανός. Για μας ουρανός είναι ο μη ων, ο δίχως όνομα, ο Κανένας. Ισχυριζόμαστε δηλαδή ότι ο αληθινός εγκληματίας είναι αυτός που επιλέγει να μην ονομάζει τα πράγματα. Πρόσφατα διαβάσαμε ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνος άνθρωπος από αυτόν που εξουσιάζει τη γλώσσα. Όμως αυτό είναι μια πλάνη, γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος εξουσιάζεται ταυτόχρονα από τη Γλώσσα, η οποία είναι (αξιωματικά) Νόμος, συνεπώς εξουσιάζεται από αυτόν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν οι ποιητές (η ιδέα «ποιήματα=εγκλήματα» πηγάζει μόνο από τη φιλαυτία μας), οι ζωγράφοι, γενικά οι καλλιτέχνες, και οι φιλόσοφοι, καθώς ονομάζουν.

Γιατί όμως αυτός που μπορεί, αλλά δεν ονομάζει, είναι ένας αληθινός εγκληματίας; Η απάντηση έγκειται στο γεγονός ότι έτσι καταργεί τον Νόμο, και δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από αυτό. Ένας τέτοιος άνθρωπος δεν είναι πραγματικότητα, αλλά δυνατότητα (γι’ αυτό η Γλώσσα-Νόμος πρέπει να υπάρχει, γι’ αυτό σημειώσαμε παραπάνω μπορεί): υπάρχει πολλαπλός δίχως να είναι κάτι, γιατί είναι το μηδέν των πραγμάτων. Ζει μέσα στη στιγμή ως όριο, ως διαφορά, για να θυμηθούμε τον Ντερριντά. Μοναδική του αίσθηση είναι το φευγαλέο. Κι όμως είναι απολύτως βέβαιος για τα οράματά του. Ο πολιτισμός του δεν έχει γεννηθεί, γιατί η γέννησή του μετατοπίζεται διαρκώς στο μέλλον. Δεν είναι γλώσσα, συνεπώς ούτε σιωπή. Είναι ο θάνατος του Ενός και του Κόσμου, και ταυτόχρονα η αποκάλυψή τους. Αυτός ο εγκληματίας βιώνει τον κόσμο στην πλήρη και απέραντη υποκειμενικότητά του. Όταν όλοι εμείς συμμετέχουμε στα πράγματα μέσω των ονομάτων τους (συνεπώς συμμετέχουμε πραγματικά στα ονόματα μόνο), αυτός έρχεται σε άμεση επαφή με την καρδιά των αντικειμένων, καθιστώντας τα υποκείμενα. Δεν είναι πράξη, αλλά το ίχνος της. Προηγείται διαρκώς του εαυτού του, δίχως το κέντρο του να είναι το εγώ. Δεν έχει κέντρο. Είναι  ε υ α ί σ θ η τ ο ς, δηλαδή σχετικός. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που τον εφηύρε ο θάνατός του, καθώς μόνο στον θάνατο γίνεται Γλώσσα.

Δεν είναι αναρχικός, καθώς υπακούει σε έναν νόμο, που είναι η άρση του Νόμου, δηλαδή ο μη Νόμος. Αν θέλετε, είναι ένα alter ego του Αδάμ: για τον Αδάμ υπήρχε μόνο ένας νόμος (συνεπώς ο Αδάμ είχε Γλώσσα), ο οποίος απαγόρευε τον Καρπό της Γνώσης. Αν αυτός ο Καρπός είναι ο Νόμος (με την ευρεία και τη συγκεκριμένη έννοια), τότε ο νόμος του Αδάμ ήταν ο μη Νόμος, καθώς καταργούσε τον Νόμο. Θα πρέπει λοιπόν να φανταστούμε έναν Αδάμ κάτοχο της Γλώσσας και αρνητή της. Η εγκληματική εποχή του Αδάμ δεν είναι εκείνη του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά αυτή της αθωότητας. Το γεγονός όμως ότι η απαγόρευση του Καρπού υφίσταται για τον «Αδάμ της αθωότητας», σημαίνει ότι το Καλό και το Κακό δεν ανήκουν στη Γλώσσα του, αλλά ότι προηγούνται αυτής, διαφορετικά ο Αδάμ θα ήταν ηθικός πριν το προπατορικό αμάρτημα. Εάν όμως το Καλό και το Κακό δεν είναι ονόματα της Γλώσσας του Αδάμ, συνεπάγεται ότι η ηθική δεν είναι δημιουργία του ανθρώπου, αλλά ότι προηγείται αυτού. Όταν λοιπόν ο Ρεμπώ θεωρεί την ηθική πλάνη, πλανάται ο ίδιος. Κι όταν έντρομος αναφωνεί βλάσφημα «το Ευαγγέλιο!», δεν έχει αναγνωρίσει ακόμα τον πραγματικό εχθρό, που είναι η Γλώσσα. Όλη η ποίηση του Πρίγκιπα των Ποιητών παρασιτεί στον Νόμο-Γλώσσα της ηθικής, μη ξέροντας πώς να υπάρξει αλλιώς, ακριβώς επειδή το «αλλιώς» εδώ αναιρεί την ανθρώπινη υπόσταση (και μια τέτοια κριτική είναι ένα στεφάνι για τον Ρεμπώ, καθώς αποδεικνύει ότι απελπίστηκε στα έγκατα του ανθρώπου). Αυτομάτως κάτι τέτοιο ισχύει και για τον εγκληματία μας. Η διαφορά του όμως από τον Ρεμπώ είναι ότι αυτός με τον Νόμο ως μη Νόμο, βυθίζεται στην απουσία Γλώσσας.

Ίσως μας πουν ότι ένας τέτοιος εγκληματίας δεν υπάρχει, ότι δεν μπορεί ένας άνθρωπος να φτάσει τόσο μακριά και να παραμείνει άνθρωπος. Αν όμως δεν μπορούμε να φανταστούμε τίποτα που να μην προηγείται της φαντασίας μας, αυτή είναι μια απόδειξη της δυνητικότητάς του (δηλαδή, της ύπαρξής του). Κι όταν ο Κίρκεγκωρ γράφει ότι κάθε άτομο είναι ταυτόχρονα ολόκληρο το ανθρώπινο γένος (ως δυνατότητα), μπορούμε να πούμε ότι καθένας ενσαρκώνει έναν τέτοιο άνθρωπο μέχρι το όριο της επιλογής. Μόνο που αυτή η απόσταση χωράει την αιωνιότητα.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*

Για την ποίηση του Θεοδόση Βολκώφ: Ο πάσχων Λόγος

*

Ο Θεοδόσης Βολκώφ δεν είναι απλώς ένας καλός ποιητής. Είναι ένας παιδαγωγός. Η ποίησή του καταφέρνει να σμιλέψει την ψυχή του αναγνώστη και να την οδηγήσει όπως ο Ορφέας την Ευρυδίκη: γιατί το τέλος της είναι μια συντέλεια, μια πανωλεθρία.

Μέσα στους στίχους του Βολκώφ ελλοχεύει ένας κίνδυνος αναπόφευκτος: είναι ο έρωτας που γεννούν στην ψυχή του αναγνώστη για εκείνη την αφαίρεση που οδηγεί στην ομορφιά. Μια ομορφιά μπωντλαιρική, ψυχρή, σκληρή και ρωμαλέα, μια ομορφιά που σε κατασπαράζει. Αυτός ο έρωτας, ο τόσο πλατωνικός (ο άστεγος, ο αλήτης, ο ασκητικός έρωτας), μολονότι στις πρώτες συλλογές στρέφεται προς ένα Εσύ ολοκληρωτικά σαρκικό, στη συλλογή «Επτά» φαίνεται ότι απευθύνεται πλέον στην ανάμνησή του, όχι όμως ως παρελθόν, αλλά ως τη συνέχεια του Άλλου. Παρόλο δηλαδή που η ποίηση του Θ.Β. υπήρξε ως τώρα παροντική, πλέον γίνεται «παρελθοντικά μελλοντική». Κι ο ποιητής διανύει την ίδια ασκητική πορεία με μεγαλύτερη ένταση, καθώς όσο το Εσύ εξαϋλώνεται, τόσο ενσαρκώνεται η έλλειψη.

Έτσι η πράξη μετατίθεται στον στοχασμό, ο οποίος καταφέρνει να αγγίζει τα σώματα με περισσότερη αλήθεια, όπως βυθίζεται μέσα στην ουσία τους. Κι ο Βολκώφ στήνει πραγματικά ένα δάσος σωμάτων, του οποίου η σκηνοθεσία δεν είναι άλλη από τη δομή του δικού του σώματος. Με άλλα λόγια, σκηνοθέτης αυτού του δράματος είναι το ίδιο του το πάθος. Ένα πάθος όχι αρχαίο ελληνικό, αλλά χριστιανικό, όπως εκφράζεται από τις τερατόμορφες μορφές των δυτικών ναών. Κι από αυτήν την άποψη ο Βολκώφ είναι ένας από τους πολλούς (Ρεμπώ, Μπωντλαίρ, Λωτρεαμόν κ.ά.) παίδες εν καμίνω, των οποίων το πνεύμα τραγουδά τα πάθη της σάρκας.

Όπως ο Καβάφης (αλλά κι όλοι οι ποιητές λίγο πολύ), ο Βολκώφ ανεβαίνει το απόκρημνο βουνό της επιθυμίας. Μόνο που, σε αντίθεση με την καβαφική ποίηση, οι βολκωφικοί στίχοι υψώνονται σαν ένα παλίμψηστο Θεών, που, παρά την πολλαπλότητά τους, ενώνονται από τη δύναμη του Ενός. Αυτό το Ένα μαρτυρά η επιλογή της μορφής των ποιημάτων, αυτό και το περιεχόμενό τους. Και η βαθιά συγγένεια που διαφαίνεται μεταξύ μορφής και περιεχομένου στην ποίηση του Θ.Β. υπονοεί κι έναν τρόπο ζωής. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι, όπως κατά τη διάρκεια της κρητικής Αναγέννησης το λογοτεχνικό είδος όριζε τη γλώσσα των ποιημάτων, στον Βολκώφ είναι το περιεχόμενο που διαλέγει τη μορφή, σε βαθμό που η μορφή καθίσταται περιεχόμενο. (περισσότερα…)

Για την ποιητική σύνθεση

*

Στον πυρήνα της ποιητικής σύνθεσης κοιμάται μια κοινοτοπία: να λες κάτι, που πάει να πει, να ονομάζεις. Ένα από τα στοιχεία που διακρίνουν τον πεζό από τον ποιητικό λόγο είναι η τροπικότητα αυτού που λες, με άλλα λόγια, το πώς. Ακούγεται συχνά (ή υπονοείται) σε σχέση με την ποίηση ότι δεν έχει σημασία το τι λες, αλλά το πώς το λες, μια συνέπεια που, ενώ την κυοφορούσε ο Ρομαντισμός ήδη από τη γέννησή του, θα την αποδίδαμε κυρίως στον Μοντερνισμό, ο οποίος δημιούργησε περισσότερες φυλακές παρά ελευθερίες. Τι σημαίνει όμως να ονομάζεις κάτι; Θα λέγαμε ότι η ονοματοδοσία συνεπάγεται μια εγκατάλειψη, ή καλύτερα ότι είναι αυτή η εγκατάλειψη: είναι παράδοξο, αλλά τελικά ονομάζω σημαίνει σωπαίνω οριστικά· ακόμη περισσότερο σημαίνει γίνομαι ένας άλλος. Φυσικά στο πλαίσιο της συγγραφής αυτό εφαρμόζεται στην κλίμακα της σχετικότητας: η εγκατάλειψη των ονομάτων προκαλεί την προσκόλληση σε αυτά, καθώς μας κρύβουν το επόμενο όνομα, που στην έκταση του απόλυτου θα ήταν το όνομα του θεού. Άραγε όμως κάθε ποίημα δεν είναι μια προσπάθεια να ονομάσουμε τον θεό, να κλείσουμε μέσα σε μία λέξη (το ποίημα) ολόκληρο τον κόσμο; Και αν ονομάζω σημαίνει εγκαταλείπω, δεν είναι άραγε στόχος καθενός η οριστική ρήξη με τον κόσμο, η πλήρης απουσία του, η οποία θα σήμαινε ότι το υποκείμενο της εγκατάλειψης έχει γίνει ο κόσμος απών; Μια απόλυτη μόνωση που περιλαμβάνει ολόκληρο τον κόσμο: το βρέφος.

Επανερχόμαστε στην τροπικότητα: μολονότι αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο οι αισθήσεις με τις οποίες αντιλαμβανόμαστε το ποιητικό σύμπαν, είναι άχρηστη δίχως το σύμπαν. Το να λες κάτι δεν είναι κοινοτοπία σε μια εποχή που περιλαμβάνει οτιδήποτε εκτός από το περιεχόμενο. Είναι δυστυχώς μια επανάσταση. Δεν είναι ότι αυτές οι εξάρσεις τεχνικής δεν μας συγκινούν: αντιθέτως, πάσχουμε από νευρικό χασμουρητό. Ο Τσέχωφ κάπου έλεγε ότι αντλούσε τα θέματά του κυριολεκτικά από κάθε τι: ακόμη και μια καρέκλα. Θα έπρεπε όμως να είναι η δική του καρέκλα, όχι με πραγματικά υλικούς όρους, αλλά η καρέκλα αυτή που την είχε επενδύσει με ολόκληρο το είναι του, που την είχε φάει και την κυοφορούσε. Η υλική διάσταση όπως την εννοούμε εδώ, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, είναι το μέγιστο στην τέχνη, γιατί αυτή είναι σάρκα. Μπορεί ο Ρεμπώ να έγραψε για τη θάλασσα δίχως να την είχε δει, προηγουμένως όμως ταξίδεψε σε αυτήν όπως ακριβώς το μεθυσμένο καράβι του. Και αυτό δεν είναι μόνο φαντασία, η οποία άλλωστε πλησιάζει περισσότερο την ύλη όπως εννοείται συνήθως, όπως και το πνεύμα. Θα πιστέψετε ότι παραδοξολογούμε, αλλά σας βεβαιώνουμε πως το πνεύμα είναι περισσότερο ύλη από τη σάρκα. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η σάρκα είναι, ενώ το πνεύμα το καταφέρνει αυτό μόνο μέσω της μίμησης, που είναι ύλη. Η σάρκα όχι φυσικά ως κρέας που περιβάλλει κόκαλα, αλλά ως πράξη, ως παρουσία, κάτι που κατά τη γνώμη μας λείπει κυρίως από τον Μοντερνισμό και μετά. Γιατί σε αυτό το διάστημα η ποίηση στις καλύτερές της στιγμές είναι πνεύμα, δηλαδή παριστάνει τη σάρκα. Στις κακές της στιγμές δεν είναι τίποτα από τα δύο. Μας ενδιαφέρουν όμως οι καλές, κυρίως γιατί μέσα σε αυτές έχουμε φυλακιστεί. Επειδή είναι σημαντική και η πρακτική πλευρά του προβλήματος, πιστεύουμε ότι πρέπει να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, δηλαδή τον Ρομαντισμό.

Αν κάποτε αυτός επαναστάτησε εναντίον του Νεοκλασικισμού, εμείς πρέπει να βρούμε διέξοδο από τον Ρομαντισμό, ο οποίος ακόμα ηγεμονεύει μέσω των απογόνων του (και των αποκλίσεών του), αλλά ως κακέκτυπο αυτού που κάποτε υπήρξε. Όχι αφορίζοντας, αλλά ως κληρονόμοι και συνεχιστές. Αν μας επιτρέπετε: θα πρέπει να γίνουμε πιο ρομαντικοί από τους ρομαντικούς.

Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

*

Αντιδοκίμιο

*

του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ

Αν μεταχειριζόμαστε το πρώτο πληθυντικό στα δοκίμιά μας, αυτήν την επίφαση αντικειμενικότητας, είναι γιατί θέλουμε να υπονομεύσουμε την αντικειμενικότητα, όπως εννοείται στις μέρες μας, να τη σαμποτάρουμε για να αποδείξουμε ότι το εγώ μπορεί να πει αλήθειες· ότι στην πραγματικότητα το εμείς δεν είναι παρά η προσπάθεια να πείσουμε τους άλλους, ή καλύτερα να πειστούμε: να μετατρέψουμε σε γνώση αυτό που απλώς πιστεύουμε, όταν παρά το γεγονός ότι στέκεται μπροστά στα μάτια μας, θέλουμε να το αγγίξουμε για να βεβαιωθούμε, σάμπως η αφή (εδώ μεταφορικά η γνώση) να μην είναι άλλη μία αίσθηση που μπορεί να μας απατήσει. Όμως αυτό σημαίνει πληθυντικός: δύο αισθήσεις (όραση και αφή), συνεπώς βεβαιότητα. Ύστερα υπάρχει ανάγκη για τρεις: η αμφιβολία, βλέπετε… Αλλά ο «γνωστικός άνθρωπος» δεν σταματάει εκεί: ακόμη και όταν θα αγκαλιάσει ολόκληρη την αλήθεια, θα αμφιβάλλει για την ύπαρξή της: ένας Ιβάν Καραμάζωφ, ένας άνθρωπος καταραμένος να απομακρύνεται από την αλήθεια, καθώς προσπαθεί εναγωνίως να την πλησιάσει με τη λογική, που όχι μόνο μοιράζεται με τις αισθήσεις την περατότητα, αλλά και την ίδια δομή, εκείνη του στροβίλου που σε αρπάζει και σε τσακίζει μέσα στην τροχιά των δυνάμεών του. (περισσότερα…)

Βία: H θεότητα με τα πολλά ψευδώνυμα

*

του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ

Υπάρχει μία έννοια στην οποία αποδίδονται πολλά και διαφορετικά ψευδώνυμα: άλλα ως ευλογίες και άλλα ως κατάρες. Το όνομά της είναι Βία και μόνο σε αυτό ακούει. Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που σχηματίζουν τα χείλη μας είναι γιατί ντύσαμε αυτήν την έννοια με τόσα διαφορετικά λεκτικά ενδύματα, γιατί τη βαφτίζουμε ξανά και ξανά, κάθε φορά σε διαφορετική κολυμπήθρα, όταν το όνομά της είναι γνωστό σε όλους. Μία πρώτη εικασία είναι ότι αιτία των παραπάνω αποτελεί το γεγονός ότι η Βία καθίσταται μέσο για διαφορετικό κάθε φορά σκοπό, η ετερότητα του οποίου της αποδίδει και την ανάλογη πλαστότητα. Μία δεύτερη υπόθεση είναι ότι δεν γνωρίζουμε πραγματικά τι σημαίνει Βία, σαν να πρόκειται για ένα φαινόμενο του οποίου δεν υπήρξαμε μάρτυρες, αλλά μάθαμε για τη φύση του μέσα από φήμες ή μαρτυρίες άλλων: μία παρανόηση, μία διαστρέβλωση και μία εξορία της Βίας στον χώρο του μυθικού και κατ’ επέκταση του φόβου. Επιθυμία μας είναι γράφοντας αυτό το δοκίμιο να χαρτογραφήσουμε όσο μπορούμε τα μονοπάτια που διένυσε η Βία, προτού καταλήξει «η θεότητα με τα πολλά ψευδώνυμα». (περισσότερα…)

Το Κακό: Ἐνα δοκίμιο

*

του Αλέξανδρου Σάντο Τιχομίρ

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι,
είναι που λείπει απ’ την ψυχή το θάρρος – κι απ’ το χέρι.
[1]

Τι είναι το Κακό; Αυτό το όνομα που προφέρεται διαφορετικά από κάθε στόμα, που παίρνει αλλιώτικη μορφή μπροστά σε κάθε βλέμμα, ρευστή, σχετική. Κι όμως όλοι -τις περισσότερες φορές με τον μεγαλύτερο ζήλο- είναι έτοιμοι να το αναγνωρίσουν όπου το δουν, να το αποκαλύψουν, να το τιμωρήσουν: εδώ ψηλαφούμε στο χώμα τα ίχνη μιας άλλης έννοιας, άρρηκτα δεμένης με το Κακό, της οποίας η σχετικότητα είναι πραγματικό γνώρισμα, καθώς όντας όλοι προσηλωμένοι πάνω στο Κακό (μην τύχει και διαφύγει), αντικρίζουν πάνω του σαν καθρέφτισμα τη ρευστότητα, όταν αυτή ανήκει στον καθρέφτη· τον Νόμο. Κι εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να ρωτήσουμε: τι είναι ο Νόμος; Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο Νόμος είναι ένας τόπος και, όπως κάθε τόπος, αλλάζει από το πέρασμα του χρόνου: κομμάτια του διαβρώνονται, νέες μορφές κάνουν την εμνίκφάνισή τους στα εδάφη του, μέρη χάνονται ολοσχερώς, άλλα αναγεννούνται. Για να είμαστε όμως πιο συγκεκριμένοι θα πούμε ότι ο Νόμος είναι ο τόπος εκείνος του οποίου τα σύνορα χαράσσουν οι Άλλοι. Και οι Άλλοι είναι οι διάφορες μορφές που λαμβάνει η Εξουσία: Θρησκεία, Δίκαιο, Ηθική, ή ακόμη και καλά κρυμμένες υποστάσεις, όπως το Όνομα του Πατρός (Ζακ Λακάν), οι ενορμήσεις της ζωής και του θανάτου (Σίγκμουντ Φρόυντ) κ.ά., με λίγα λόγια οι Άλλοι είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος μας ο Εαυτός, σαν αυτός να ήταν ένα τεράστιο μωσαϊκό που αποτελείται από αναρίθμητες ψηφίδες. (περισσότερα…)