Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Ποζάροντας για την αιωνιότητα

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 11:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

«Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία».

Η περιγραφή είναι, βέβαια, του Παύλου Νιρβάνα, από το ιστορικό της περίφημης φωτογράφησης του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη Δεξαμενή το 1906, το δημοσιευμένο στη Νέα Εστία το 1933, 22 χρόνια δηλαδή μετά τον θάνατο του εικονιζόμενου. Ο Νιρβάνας τη θεωρούσε τότε μοναδική, αγωνιούσε μήπως χαθεί για τους μεταγενέστερους η μορφή του μεγάλου διηγηματογράφου, και εκθέτει σε μάκρος πώς τον κατάφερε να του «ποζάρει». Έκτοτε έχουν έρθει στο φως μερικές ακόμη μεταγενέστερες, μια με τον Βλαχογιάννη το 1908 και δυο τρία πορτραίτα. Όμως η φωτογραφία του Νιρβάνα είναι πασίγνωστη, έχει πια ταυτιστεί με την εικόνα του Σκιαθίτη συγγραφέα, έχει σε μεγάλο βαθμό διαπλάσει τη μυθολογία που τον συνοδεύει. Ο φωτογράφος είχε δίκιο, τέτοια ευτυχία ο φακός πολύ σπανίως προσφέρει.

Η πρώτη εικόνα του Σολωμού που διαθέτουμε, δεν θα μπορούσε να διαφέρει περισσότερο. Είναι ένας πίνακας (η φωτογραφική μηχανή δεν είχε ακόμη εφευρεθεί) εκ των χειρών του Νικολάου Κουτούζη, ζωγράφου, σατιρικού ποιητή και ιερωμένου Επτανήσιου (1741-1813). Είναι ένα πορτραίτο του 1799 ή του 1800 που δείχνει τον ποιητή, που είχε γεννηθεί την άνοιξη του 1798, σε βρεφική ηλικία. Σε αντίθεση με το σκυμμένο βλέμμα του 55χρονου Παπαδιαμάντη, ο ολιγόμηνος Σολωμός κοιτάζει κατάματα τον θεατή με μια παράδοξη σοβαρότητα. Το κορμάκι του φασκιωμένο αλλά ευθυτενές, τα μαλλιά του σε στυλ αυτοκρατορικό, ναπολεόντειο, το πρόσωπο εκφραστικό, μεγαλίστικο, με μια μελαγχολία αλλιώτικη από εκείνη των νηπίων, λες και ο εικονιζόμενος γνωρίζει ότι ποζάρει κι εκείνος για την αιωνιότητα. (περισσότερα…)

«Νέα Κρόνακα»: Η γενεαλογία

*

Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών

γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[3/12]

~.~

Η Νέα Κρόνακα, σειριακό έργο τριάντα τριών τόμων με δεύτερό της μυθιστόρημα το έργο Σαμψών, προκύπτει ως ένα σύνθετο σχέδιο, το οποίο ανάγεται σε ποικίλες –κατά κύριο λόγο συνειδητές– επιρροές και αναγνωστικές επιδράσεις.[114] Στο παρόν κεφάλαιο γίνεται λόγος ειδικότερα για τα κείμενα ποικίλης γραμματειακής προέλευσης τα οποία πληροφορούν τη Νέα Κρόνακα αποκλειστικά ως προς το σχηματικό και αξονικό επίπεδο της σύλληψης. Συναφώς, εξ αυτών απορρέουν συγκεκριμένες και προσδιορίσιμες διακειμενικές σχέσεις σε διάφορα βιβλία του Κυριάκου Μαργαρίτη, εμπλουτισμένες από ένα κατά πολύ ευρύτερο δίκτυο-βιβλιοθήκη, οι οποίες χρήζουν κατά τόμο, θέμα και περίπτωση εξειδικευμένης συγκριτολογικής προσέγγισης. Ορισμένες από αυτές τις σχέσεις θα τύχουν περαιτέρω ανάλυσης, όπου προσφέρουν στην προσέγγισή μας του Σαμψών, σε ειδικότερες ενότητες της μελέτης.

2.1 Από το Χρονικό στην Κρόνακα: Λεόντιος Μαχαιράς

Η απαρχή της Νέας Κρόνακας σε ειδολογικό και πνευματικό επίπεδο χρειάζεται πρωτίστως να αναζητηθεί στο μεσαιωνικό χρονικό του Κύπριου χρονικογράφου Λεοντίου Μαχαιρά Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Xρονικόν,[115] από το οποίο αντλεί τον τίτλο της.[116] Η πρόσβαση του Μαργαρίτη σε αυτό τελεί αδιαμφισβήτητα παλίμψηστη, καθότι τα πρωτεία της διάσωσής του από τη λήθη αποδίδονται στον Γιώργο Σεφέρη και την κυπριακή του συλλογή Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν (1955) (Ημερολόγιο Καταστρώματος, γ΄).[117] Το Χρονικό κατέστη έκτοτε, χάρη στη σεφερική κατάθεση, αιμοδοτικό της σύγχρονης λογοτεχνικής παραγωγής στο νησί. Παρότι στον ελλαδικό χώρο το Χρονικό δεν είχε καμιά ουσιαστική επίδραση,[118] γεγονός που, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι άσχετο με την πνευματική απομάκρυνση των Ελλαδιτών λογοτεχνών από την κυπριακή πραγματικότητα από το 1974 και εντεύθεν, έτυχε αξιοπρόσεκτης διεθνούς πρόσληψης από σημαντικούς Ευρωπαίους λογοτέχνες, όπως ο Ιταλός Γκαμπριέλε ντ’ Αννούντσιο,[119] ο Πολωνός Μέλχιορ Βανκόβιτς[120] και ο Βούλγαρος Αλεξάνταρ Κοστόφ.[121]

Το γεγονός ότι το Χρονικό είναι το πρώτο εκτενές πεζογράφημα σε διάλεκτο της υστερομεσαιωνικής ελληνικής[122] επιτρέπει στον Μαργαρίτη να διασυνδέσει την ιστορικότητα με την εντοπιότητα και, δι’ αυτής, την καθαυτό ελληνικότητα του κυπριακού χώρου.  Όχι χωρίς πικρία για την αφασία του ελλαδικού δημόσιου λόγου στα περί Κύπρου, αλλά και για την απαξίωση του ίδιου ως συγγραφέα, ο Μαργαρίτης επαναφέρει τον Μαχαιρά, για να ανακινήσει το ιστορικό ενδιαφέρον γύρω από τη γενέτειρά του, αλλά και για να εμβαθύνει ο ίδιος σε στοιχεία της εντοπιότητας τα οποία έχουν καθορίσει τη συγγραφική και πνευματική του ταυτότητα: (περισσότερα…)

Σ’ ἄλλ’ αίt’ πῃ

*

Ἀγῶνες πνεύματος
(καί ὁ Μιχαήλ Μητσάκης)

γράφει ὁ ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ

///
Κεφάλαιο 4

Σ’ ἄλλ’ αίt’ πῃ

Ὡραιοτάτη ἡ γαλλοελληνική ὑποτακτική τοῦ τίτλου. Ἡ περικοπή τοῦ γαλλικοῦ ποιήματος τοῦ Μητσάκη ἔχει ὡς ἑξῆς:

[…]

Il se dresse sur le carrefour en étrange statue
et il dit quelque chose, oui, écoutez:
Σά ’λέπει, ça λέπι?, Salle ἔpη, Sale ἕpei, Σ’ ἄλλ’ αίt ’πῃ,
Σ’ Αλέπι!,
Vous rappelle quelque ville ?

Τό Χαλέπι! Αὐτό δέν ὑπομνήσκει; Στό Χαλέπι πού πίνουν σαλέπι; Τό Σαλέπι! Τούς ὄρχεις τῆς ἀλεποῦς; Οἱ κόνδυλοι τοῦ ὑδροχαροῦς orchis mascula, ἀπό τό ὁποῖο παρασκευάζεται τό σαλέπι, ὁμοιάζουν μέ ὄρχεις· τούς χρησιμοποιοῦσαν, τωόντι, γιά τήν ἑτοιμασία ἐρωτικῶν φίλτρων. Ἀρχίζει τήν πρόταση μέ ἐπιφυλάξεις, ἐνδοιάζει, ρωτᾶ: Εἶναι αὐτό λέπι; Ça λέπι? Καί καταλήγει, πεπεισμένος περί τῆς ὀρθότητος, ἐκφράζοντας τό θαυμασμό του, στίζοντας τόν μέ θαυμαστικό, καταλήγει στόν προορισμό του: Σ’ Αλέπι! (Οὔτε ψιλεῖ οὔτε δασύνει). Ὡς ἐάν: ναί, αὐτό ἐκεῖ εἶναι! Στάθηκε στό σταυροδρόμι τῆς ζωῆς –il se dresse sur le carrefour– καί ἀποφάσισε νά τραβήξει γιά τό Σαλέπι! Οἱ μόνες φράσεις, ἐξ ὁλοκλήρου ἑλληνικές, εἶναι στήν ἀρχή καί στό τέλος τῆς πρότασης. Σά ’λέπει, εἶναι ἡ ἀφετηρία, ὅταν ἀρχίζει νά στοχάζεται, νά ἀμφιρρέπει, ὅταν δέν ἔχει ἀκόμα κατασταλάξει∙ ὅταν προσπαθεῖ νά θυμηθεῖ, ὅταν κάτι, quelque chose, λείπει∙ ἤ μήπως σαλεύει, σ’ ἀλέθει, σέ βλέπει, σέ λέπει (λέπω: ἀποφλοιώνω); Σ’ Αλέπι!, εἶναι ἡ λήξη, ὅταν ὁ κύβος ἐρρίφθη! Ἡ διαδρομή εἶναι γαλλοελληνική. Μεικτή. Salle : ἡ αἴθουσα πού παίζονται τά ἔπη; Sale pei: τό pei ἐδῶ ἐπέχει θέση δασυνόμενου ρήματος∙ ὁ σιχαμερός (sale) καταγίνεται μέ quelque chose (ρ. πω); Ἀκολουθεῖ (ἕπεται) ἡ λαμπρή μεικτή ὑποτακτική, ἡ «ἔγκλιση πού ἔχει ὅλους τούς χρόνους ἐκτός ἀπό τούς μελλοντικούς. Οἱ τελευταῖοι δέν ὑπάρχουν σ’ αὐτήν, ἐπειδή εἶναι ἡ ἔγκλιση πού ἀναφέρεται στό μέλλον» (Τσοπανάκης). Εἶναι τό μετέωρο βῆμα πρίν πατήσει σταθερά. Ἡ κίνηση τῆς ἐπιθυμίας πρός τό μέλλον, τό ἄς μέ τό ὁποῖο προωθεῖται καί θαρρεύεται∙ πράγματι, στόν ἀέρα ἀλλάζει, ἐννοεῖ autre chose, κατανοεῖ πώς ἔπρεπε ἄλλα-νά-εἶχε-πεῖ (subjonctif plus-que-parfait), πώς πρέπει νά στραφεῖ ἀλλοῦ, Σ’ ἄλλ’, ἄλλο νά πεῖ. Ὁ ὑποκάτω κείμενος στίχος τό ἀνακοινώνει: Σ’ Αλέπι. Ἐκεῖ εἶναι. Σᾶς θυμίζει κάποια πόλη;

Τό ἀπόσπασμα, πού μόλις παρέθεσα, τοῦ γαλλικοῦ ποιήματος τοῦ Μητσάκη δέν εἶναι, ἄν καταλαβαίνω, οὔτε ἀπό ἐκεῖνα πού ἐξέδωσε ὁ Ποριώτης τό 1935 στό περιοδικό Νέα Γράμματα, οὔτε εἶναι ἐπιλογή ἀπό ἐκεῖνα πού ἐξέδωσε ὁ Ἄγγελος Καράκαλος τό 1957: Oeuvres Inedites de Michel Mitsakis. Εἶναι μήπως ἀπό αὐτά πού συγκέντρωσε ὁ Κατσίμπαλης; Δέν τό ξέρω. Ἄφηνε, βλέπετε, “χαρτάκια”… ὁ ποιητής. Προφανῶς, ὅμως, ἀνήκει στήν γαλλική ποιητική περίοδο τῆς τρέλας του. Τό 1943 ὁ γιατρός Ἄγγελος Καράκαλος βρῆκε σ’ ἕνα παλαιοπωλεῖο ἕνα ἀντίτυπο τῆς Ἰλιάδας. Τά περιθώρια τῶν σελίδων ἔγεμαν ἀπό σπαράγματα ποιημάτων γραμμένα στά γαλλικά. Τοῦ πῆρε χρόνια νά τά μεταγράψει καί νά ἀποδώσει τήν ταυτότητά τους στόν Μητσάκη. Τά ἐξέδωσε· παραδόθηκε, ὅμως, ἐκ νέου εἰς τήν κυκλοφορία ὁ Μητσάκης; Πρωτοκολλήθηκε ἐπιτέλους στά ἐπίσημα μητρῶα τῶν Βιβλίων; Ἐν τῶ παρόντι χρόνω, ἐκτός ἐμπορικῶν καταστίχων, ἀσυζήτητο, τό βιβλίο ἀνευρίσκεται μόνο στήν Γεννάδειο Βιβλιοθήκη: MGL 730.31. Στή θέση αὐτή θά τό βρείτε… Λογάριαζα, εἶναι ἀλήθεια, τό εἶχα σκοπό, ὅταν θά ἔφθανα σέ αὐτό τό τελευταῖο κεφαλαιάκι, ἀφιερωμένο στά γαλλικά ποιήματα, νά ἐπισκεφτῶ τή Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Ἔψαξα, καί μόνο ἐκεῖ βρῆκα τό Oeuvres Inedites. Θά τήν ἐπισκεπτόμουν, κινούμενος μάλιστα ἀπό τή φιλοδοξία νά μεταφράσω δύο τρία ἀπό τά γαλλικά του ποιήματα. Θά εὕρισκαν εὐμενῆ ἀπήχηση…[1] (περισσότερα…)

Γενοκτόνοι δημοκράτες

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 05:25
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Όπως ήδη οι αρχαίοι σφαγείς της Μήλου, έτσι και οι τωρινοί σφαγείς της Γάζας γελοιοποιούν παντελώς τον επίμονο ισχυρισμό ότι οι δημοκρατίες τάχα μου υπερέχουν ηθικά από τα λοιπά πολιτικά καθεστώτα. Η δημοκρατία όμως είναι πρώτα πρώτα κράτος, πάει να πει εξουσία. Και ο φέρων την εξουσία, όποιος και αν είναι αυτός, είτε μονήρης τύραννος είτε δήμος ολόκληρος, υπόκειται στους ίδιους διαχρονικούς πειρασμούς: η ισχύς του είναι συνήθως ευθέως ανάλογη της αυθαιρεσίας του. Ηθική νομιμοποίηση η εξουσία μπορεί να αντλήσει όχι από τον τύπο του πολιτεύματος, αλλά από ένα κριτήριο εντέλει εξωπολιτικό: τη δικαιοσύνη. Ο Σολομών και ο Αριστείδης ήταν άνδρες που η ιστορία τούς αποκάλεσε δίκαιους επειδή υπάκουαν σ’ έναν τέτοιο ηθικό γνώμονα. Ο Νετανιάχου και αυτοί που τον έφεραν και τον κρατούν στην γενοκτονική του εξουσία δεν είναι παρά η ενσάρκωση εκείνου του παλιού εφιάλτη της Χάννας Άρεντ. Ότι δηλαδή θα ’ρθει κάποτε καιρός που μια πλειοψηφία θα αποφασίζει δημοκρατικά να εξολοθρεύσει όποια μερίδα του πληθυσμού κρίνει χρήσιμο. (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Κοσμολαΐτης

*

Ἕνα καιρὸν ὁ πατήρ του ἦτον εὐκατάστατος ἔμπορος εἰς τὸν Πειραιᾶ, ὕστερον ἦλθον δυστυχίαι, καὶ ὁ ἄνθρωπος ἐξέπεσε. Ἀλλὰ καὶ ἂν διετηρεῖτο ἔκτοτε τὸ μαγαζί, εἶναι ζήτημα ἂν ὁ Στέλιος θὰ εἶχε τὴν ἱκανότητα νὰ ἐξακολουθήσῃ ἐπωφελῶς τὸ ἔργον μετὰ τὸν θάνατον τοῦ πατρός του. Εἶχε μάθει ὀλίγα κολλυβογράμματα. Ἔτρεφε καλογηρικὰς κλίσεις, ἐφοίτα εἰς τοὺς ναούς, εἶχε συλληφθῆ ἀπὸ τὸ πνευματικὸν ἀμφίβληστρον τοῦ ἱερομονάχου Μεθοδίου, ὅστις ἡσύχαζε κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἔν τινι μονυδρίῳ ἐπί τινος λόφου, ἐγγὺς τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Στέλιος εἶχε γίνει ὁπωσοῦν καλὸς διαβαστὴς εἰς τὰς ἱερὰς ἀκολουθίας. Ἐσείετο ὅλος ὅταν ἐδιάβαζε τὸ Συναξάρι τῆς ἡμέρας. Ὅταν ἔψαλλε τὸν μικρὸν Πολυέλεον (ψαλμὸν τοῦ ὁποίου ὅλοι οἱ στίχοι λήγουσιν εἰς τὴν φράσιν «ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ», καὶ ἐντεῦθεν ὠνομάσθη «πολυέλεος» καὶ τὸ πολυλάμπαδον τὸ κρεμάμενον εἰς τὸ μέσον τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖον καὶ σείουσι καθ᾽ ἣν ὥραν ψάλλεται ὁ ρηθεὶς ψαλμός) εἷς ὅστις ἤθελε νὰ κάμῃ τὸν ἀστεῖον ―διότι δὲν λείπουν καὶ τὴν ὥραν τῆς ἀκολουθίας ἀκόμα τοιοῦτοι πειρασμοὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ― ἔλεγε: «Μὴν κουνᾶτε τὸν πολυέλεο· κουνιέται ὁ Καλοχεράκης».

Ὅταν κατεχώριζε καμμίαν μικρὰν διατριβὴν εἰς ἐφημερίδα, ὑπέγραφε: «Στυλιανὸς Καλοχεράκης, δημοσιογράφος». Ἐπὶ μίαν σελήνην εἶχεν ἐκδώσει εἰς Πειραιᾶ ἐφημερίδα «Ὁ Θρίαμβος», θρησκευτικήν, πολιτικὴν καὶ ἐμπορικήν.

Τέλος ὁ Στέλιος ἐφάνη ὅτι ἔμελλε μίαν ἡμέραν νὰ φθάσῃ εἰς τὸ τέρμα τοῦ προορισμοῦ του, εἰς τὸν πρόσκαιρον τοῦτον κόσμον. Κάποιος ἔκπτωτος ἡγούμενος ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶχεν ἔλθει εἰς τὰς Ἀθήνας. Οὗτος δὲν εἶχε τὰς στενὰς ἰδέας ἐκείνων τῶν αὐστηρῶν μοναχῶν, τῶν μὴ ἐξελθόντων ποτὲ ἀπὸ τὸ Ὄρος, οἵτινες συνηθίζουν ν᾽ ἀποθαρρύνουν σκληρῶς πάντα νέον προσερχόμενον μὲ πόθον ὅπως ἐνδυθῇ τὸ μοναχικὸν σχῆμα.

«Ἡμεῖς, παιδί μου, ποὺ μᾶς βλέπεις ἐδῶ, εἴμεθα μετανοημένοι ποὺ ἤρθαμε, ἔτσι βρεθήκαμε κ᾽ ἡμεῖς. Τώρα εἶναι εἰς παρακμὴν τὸ μοναχικὸν τάγμα. Ἄχ! τὸ ἀγγελικὸν σχῆμα, παιδί μου, εἶναι μεγάλο πρᾶγμα… Βλέπεις τὸν Καλόγηρον, πῶς τὸν ἔχουν ζωγραφίσει καρφωμένον εἰς τὸν Σταυρόν, εἰς ὅλους τοὺς νάρθηκας τῶν ναῶν, εἰς τὸ Ὄρος!… Σῦρε πίσω στὸν κόσμο, παιδί μου. Στὴν εὐχὴ τοῦ Θεοῦ! Εἰς ὁδὸν εἰρήνης, τέκνον μου». (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τὰ πτερόεντα δῶρα

*

Ξένος τοῦ κόσμου καὶ τῆς σαρκός, κατῆλθε τὴν παραμονὴν ἀπὸ τὰ ὕψη, συστείλας τὰς πτέρυγας ὅπως τὰς κρύπτῃ, θεῖος ἄγγελος. Ἔφερε δῶρα ἀπὸ τὰ ἄνω βασίλεια διὰ νὰ φιλεύσῃ τοὺς κατοίκους τῆς πρωτευούσης. Ἦτον ὁ καλὸς ἄγγελος τῆς πόλεως.

Ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρα ἓν ἄστρον καὶ ἐπὶ τοῦ στέρνου του ἔπαλλε ζωὴ καὶ δύναμις, καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του ἐξήρχετο πνοὴ θείας γαλήνης. Τὰ τρία ταῦτα δῶρα ἤθελε νὰ μεταδώσῃ εἰς ὅλους ὅσοι προθύμως τὰ δέχονται.

Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικός, καὶ ἤκουσε τὰ δύο τεκνία νὰ ψελλίζωσι λέξεις εἰς ἄγνωστον γλῶσσαν. Ὁ Ἄγγελος ἐπῆρε τὰ τρία οὐράνια δῶρά του, καὶ ἔφυγε τρέχων ἐκεῖθεν.

Ἐπῆγεν εἰς τὴν καλύβην πτωχοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἀνὴρ ἔλειπεν ὅλην τὴν ἑσπέραν εἰς τὴν ταβέρναν. Ἡ γυνὴ ἐπροσπάθει ν᾿ ἀποκοιμίσῃ μὲ ὀλίγον ξηρὸν ἄρτον τὰ πέντε τέκνα, βλασφημοῦσα ἅμα τὴν ὥραν ποὺ εἶχεν ὑπανδρευθῆ. Τὰ μεσάνυχτα ἐπέστρεψεν ὁ σύζυγός της· αὐτὴ τὸν ὕβρισε νευρικὴ μὲ φωνὴν ὀξεῖαν, ἐκεῖνος τὴν ἔδειρε μὲ τὴν ράβδον τὴν ὀζώδη, καὶ μετ᾿ ὀλίγον οἱ δύο ἐπλάγιασαν χωρὶς νὰ κάμουν τὴν προσευχήν των, καὶ ἤρχισαν νὰ ροχαλίζουν μὲ βαρεῖς τόνους. Ἔφυγεν ἐκεῖθεν ὁ Ἄγγελος. (περισσότερα…)

Χριστουγεννιάτικο ταξίδι

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Σᾶς προσκαλῶ σ’ ἕνα ταξίδι. Δὲν πειράζει πού ’ναι μέρα Χριστουγέννων. Θὰ πᾶμε νὰ ἐπσκεφτοῦμε κάποιους παλιοὺς κι ἀγαπημένους φίλους. Σήμερο εἶναι ἡ πιὸ κατάλληλη μέρα γιὰ μιὰ τέτοια ἐπίσκεψη. Μὴ ξαφνιαστεῖτε ἂν σᾶς πῶ πὼς βρίσκουνται στὴ Σκιάθο, στὴν Ἀγγλία ἢ στὴ Σουηδία. Μὴ φοβηθεῖτε τὴν ἀπόσταση, τὴν ταλαιπωρία ἢ τὰ ἔξοδα τοῦ ταξιδιοῦ. Τὸ μέσο ποὺ θὰ χρησιμοποιήσομε εἶναι τὸ γρηγορότερο καὶ τὸ πιὸ οἰκονομικό. Τρέχει μὲ τὴν ταχύτητα τῆς σκέψης καὶ δὲ στοιχίζει ἄλλο ἀπὸ τὸ ξόδεμα λίγης φαντασίας μαζὶ μὲ λίγη ἀγάπη.  Καὶ ξέρω πὼς ἐσεῖς τά ’χετε ἄφθονα καὶ τὰ δυὸ καὶ πὼς δὲν τσιγκουνεύεστε. Ἂς ξεκινήσομε λοιπόν.

***

Φτάσαμε κιόλας στὸν πρῶτο σταθμὸ τοῦ ταξιδιοῦ μας. Βρίσκετε πὼς σᾶς εἶναι γνωστὸ τὸ μέρος; Καθόλου ἀπίθανο νά ’χετε κάποτε ξανάρθει. Εἴμαστε ψηλὰ στὸ Κάστρο τῆς Σκιάθος.[1] Στὰ πόδια τοῦ «ἁλίκτυπου» βράχου ἀφρίζει τὸ κῦμα. Γλάροι φτερουγίζουνε πάνω ἀπ’ τὰ κεφάλια μας. Μὰ ἐκεῖ πιὸ πέρα εἰρηνικό, γελαζούμενο, μ’ ὅλη τὴ χιονένια κάπα ποὺ τοῦ σκεπάζει τὴ στέγη, μᾶς καλεῖ τὸ ἐκκλησάκι «τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως». Καθαρό, φροντισμένο, μ’ ἀναμμένα τὰ καντήλια μπροστὰ στὶς μαυρισμένες βυζαντινές του εἰκόνες, μὲ τὰ κεριὰ ν’ ἀργοκαίγουνται στὰ μανουάλια του. Δὲν εἶναι πολλὴ ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ χριστουγεννιάτικη λειτουργία.

Ἀκοῦτε κάποιες χαρούμενες φωνές, γέλια, ἀστεῖα πίσω ἀπὸ τοὺς τοίχους ἑνὸς μισογκρεμισμένου σπιτιοῦ τῆς «ἀρχαίας πολίχνης»; Σᾶς ἔρχεται στὴ μύτη ἡ μυρωδιὰ ψητοῦ «ἐριφίου»; Ἐκεῖ εἶναι μαζωμένοι οἱ πανηγυριῶτες κι ἑτοιμάζουνε τὸ πλούσιο χριστουγεννιάτικο γεῦμα τους.  Νά ὁ παπά Φραγκούλης μὲ τὴν  παπαδιά του καὶ μὲ τὸ μικρὸ Λαμπράκη. Ὁ μπάρμπα Στεφανὴς κι ὁ κύρ Ἀλέξανδρος, ὁ ψάλτης. Νά ἡ θειὰ τὸ Μαλαμὼ κι οἱ δυὸ βοσκοὶ ποὺ τοὺς εἶχε ἀποκλείσει τὸ χιόνι. Κι ὁ καπετὰν Κωνσταντὴς μὲ δυὸ ναῦτες του πού ’ρχεται κουβαλώντας δυὸ ἀσκιὰ γεμᾶτα κρασί, «αὐγὰ καὶ κασκαβάλι[2] τῆς Αἴνου, καὶ ἡμίσειαν δωδεκάδα ὄρνιθας καὶ μικρὸν βυτίον μὲ σκομβρία». Ὅλα τοῦτα τ’ ἀγαθὰ τὰ φέρνουν ἀπὸ τὸ γολετὶ ποὺ κιντύνεψε μέσα στὴ νύχτα μὰ ποὺ τώρα βρίσκεται ἀσφαλισμένο στὸν «ὑπήνεμον ὅρμον». Θὰ τὰ φᾶνε ὅλοι μαζὶ νὰ γιορτάσουνε τὴ μεγάλη μέρα. (περισσότερα…)

«Το μοιρολόγι της φώκιας», Προσπάθεια για μια βαθύτερη ανάγνωση

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Εἰσαγωγικὸ σημείωμα ‒ Ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

Ὁ Γιώργης Μανουσάκης ἐπιλέγει τὴ γραφὴ τῆς λέξης «μοιρολόγι» με οι καὶ ὄχι μὲ υ,  ὅπως στὰ Ἅπαντα. Ἡ ἐπιλογή του αὐτὴ ὀφείλεται, νομίζω, στὸ γεγονὸς ὅτι «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» περιλαμβανόταν γιὰ χρόνια στὸ σχολικὸ βιβλίο Νεοελληνικὰ Ἀναγνώσματα τῆς Γ΄ Γυμνασίου, (τῶν Καλαματιανοῦ, Μακρόπουλου, Κοντόπουλου). Φιλόλογος καθηγητὴς τῆς Γ΄ τάξης ὁ Μανουσάκης, τὸ δίδαξε καὶ τὸ σχολ. ἔτος 1978‒1979,  ἀπὸ τὸ ἐγχειρίδιο τῆς 16ης ἔκδοσης τοῦ 1978. Καὶ ἔχοντας, φαίνεται, ἀπὸ τὴν πολύχρονη διδασκαλία τοῦ διηγήματος, διαπιστώσει τὴν ἀνάγκη «γιὰ μιὰ βαθύτερη ἀνάγνωσή» του, ἀκούμπησε στὸ χαρτὶ τὶς σκέψεις του τὸ 1979, χρονιὰ ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ κείμενό του. Ὅμως «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» τὸ ἑπόμενο σχολ. ἔτος (1979-1980) δὲν ὑπήρχε στὸ νέο ἐγχειρίδιο τῆς Γ΄ γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας (τῶν Γρηγοριάδη, Καρβέλη, Μπαλάσκα, Παγανοῦ). Οἱ ἐπιμελητές, (μὲ τοὺς Μηλιώνη καὶ Παπακώστα ἐπιπλέον), προτίμησαν νὰ τὸ μετακινήσουν στὸ ἀντίστοιχο ἐγχειρίδιο τῆς Β΄ Λυκείου, διατηρώντας τὴν ἐπίμαχη λέξη μὲ οι.

Ἐπιστρέφω στὸ σχολικὸ ἐγχειρίδιο τοῦ 1978· στὸ τέλος τοῦ διηγήματος ὑπάρχει ἡ ἑξῆς πληροφορία: Ἐφημερίδα «Πατρίς», 13 Μαρτ. 1908. Ἀναζήτησα καὶ βρῆκα τὴν έφημερίδα: Πατρίς (τοῦ Βουκουρεστίου). Καθημερινὴ Πολιτικὴ Ἀνεξάρτητος ἐφημερίς, ἱδρυτὴς ὁ ἠπειρώτης δημοσιογράφος Σπ. Μ. Σίμος, (μὲ γραφεῖα στὴν Ἀθήνα, ὅπως δηλώνεται). Στὸ ἀναφερόμενο φύλλο (ἀρ. 5112)  δημοσιεύεται πρωτοσέλιδο ἐνθουσιῶδες δίστηλο ἄρθρο, σὲ τέσσερεις ἑνότητες, μὲ ὑπέρτιτλο «Ἡ σημερινὴ φιλολογικὴ 25ετηρὶς» καὶ τίτλο: «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης»· ἐνδιάμεσα ἡ γνωστὴ φωτογραφία του ἀπὸ τὸν Νιρβάνα (1906). Τὸ ἄρθρο ἔχει ὑπογραφὴ Σ. Μ. (ὑποθέτω τοῦ νεαροῦ τότε Σπύρου Μελᾶ). Ὁ ἴδιος μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἄρθρου του ἀνακοινώνει: «Δημοσιεύομεν κατωτέρω ἓν ἀνέκδοτον διήγημα τοῦ διακεκριμένου διηγηματογράφου. Τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας» ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικά, τὰ ὁποῖα τὸ τάλαντον τοῦ διηγηματογράφου ἔχει δώσει εἰς τόσα μέχρι τοῦδε ἀριστουργήματά του. Ἡ ἁπλότης τῆς φράσεως, τὸ ζωντανὸν τῶν εἰκόνων του καὶ ἡ βαθεῖα περιπάθεια τῆς ἐμπνεύσεώς του ὑπάρχουν ζωηρότατα εἰς τὸ «Μυρολόγι τῆς φώκιας», εἰς τὸ σύνολον τοῦ ὁποίου τόσον δυνατὸς καὶ τόσον γνωστὸς ἐπιχύνεται ὁ τοπικὸς χρωματισμός». Στὴ συνέχεια παρατίθεται τὸ διήγημα, μὲ τὸ μεγαλύτερο μέρος του στὴν ἑπόμενη σελίδα. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει ἐπιλέξει τὴ γραφὴ μὲ υ  γιὰ οὐσιαστικὸ καὶ ρῆμα: «μυρολόι…», «μυρολογᾶ». — Α.Κ.

~.~

Ὁ Παπαδιαμάντης στὸ «Μοιρολόγι τῆς φώκιας» δουλεύει μὲ τὸν τρόπο τοῦ σκηνοθέτη.[1] Μᾶς παρουσιάζει ἕνα-ἕνα τὰ τρία πρόσωπα τοῦ διηγήματος, παρακολουθώντας τα γιὰ λίγο σὲ μιὰν ἁπλὴ ἐκδήλωση τῆς καθημερινῆς τους ζωῆς, ὣς μιὰ στιγμὴ πρὶν ἀπὸ τ’ ἄξαφνο δράμα. Στὸ σύντομο τοῦτο διάστημα ἔχει φυσήξει στὸ καθένα τους ὅση πνοὴ χρειάζεται γιὰ τὴ συνέχεια. Αὐτό, βέβαια, δὲ σημαίνει πὼς ὁ συγγραφέας κατευθύνει τοὺς ἥρωές του καὶ πὼς τὸ ἔργο μοιάζει σκηνοθετημένο.

Οἱ ἄνθρωποι στὸ διήγημα κινοῦνται καὶ δροῦν αὐτόνομα, ἀπὸ δική τους προαίρεση. Ὁ Παπαδιαμάντης τὸ μόνο ποὺ ἐπιτρέπει στὸν ἑαυτό του, ὡς συγγραφέα, εἶναι νὰ παρακολουθεῖ τὸν καθένα τους ὅσο κρίνει ἀπαραίτητο γιὰ τὴν οἰκονομία τοῦ ἔργου. Κι ἡ ἐπιλογὴ τούτη τοῦ χρόνου γίνεται μὲ τὴ γνώση μεγάλου τεχνίτη τοῦ εἴδους. Ἔτσι «Τὸ μοιρολόγι τῆς φώκιας» οἰκοδομεῖται, κατὰ τὸ μεγαλύτερο μέρος του, μὲ τὴν παρουσίαση τῶν τριῶν ἀνθρώπινων μορφῶν καὶ ξεκινώντας ἀπὸ τρεῖς διαφορετικὲς ἀφετηρίες φτάνει στὴν κορυφαία του τραγικὴ στιγμή. (περισσότερα…)

Στ’ ἀχνάρια τοῦ Παπαδιαμάντη

*

τοῦ ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ ‒Ἐπιμέλεια Ἀγγελικὴ Καραθανάση

~.~

«Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα»

Ὅποιος ἀγάπησε τὸν Σκιαθίτη συγγραφέα νιώθει ἐπίμονη, ἀνησύχαστη μέσα του τὴν ἐπιθυμία: ν’ ἀξιωθεῖ νὰ πατήσει τὰ χώματα τοῦ νησιοῦ του. Εἶν’ ἕνα χρέος, κάτι σὰν τάμα ἱερό, πού, ὅσο περνᾶ ὁ καιρὸς δίχως νὰ ἐκπληρώνεται, τόσο βαραίνει καὶ πιὸ πολὺ τὴν ψυχή. Μὰ εἶναι καὶ μιὰ νοσταλγία, μιὰ δύναμη ποὺ σὲ καλεῖ στοὺς γνώριμους τόπους, κοντὰ στοὺς ταπεινοὺς φίλους, ποὺ μαζί τους ἔζησες μιὰν ἀξέχαστη, γεμάτη ὀμορφιὰ καὶ νόημα ζωή.

Ποῦ ἀλλοῦ θά ’χες τὴν ἐλπίδα νὰ συναντήσεις τ’ ἀγαπημένα ἀχνάρια τοῦ κυρ-Ἀλέξαντρου, παρὰ μόνο στὴ Σκιάθο; Καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ μποροῦσες νὰ περιμένεις τὸ θαῦμα νὰ δεῖς μπροστά σου ζωντανὸ καὶ χειροπιαστὸ τὸν ἐξαίσιο κι ἀνεπανάληπτο κόσμο τῶν διηγημάτων του; Τό ’χει γράψει κι ὁ ἴδιος: Ἡ ψυχή μου εὑρίσκεται εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα... [1]

Ξεκίνησα ἕνα πρωὶ ἀπὸ τὸ Βόλο, καλοκαίρι τοῦ 1964, μὲ τὸ βαποράκι τῆς γραμμῆς, γιὰ τὴ Σκιάθο. Τὸ καράβι μας ἔσκιζε ὀκνὰ τὰ γλαυκὰ νερὰ τοῦ Παγασητικοῦ. Περάσαμε τὸ Τρίκερι μὲ τὰ σπιτάκια του ποὺ κατηφορίζουν ἀπὸ τὴν πλαγιὰ πρὸς τὴ θάλασσα, μὲ τὸ λιμανάκι καὶ τὸ φάρο του κι ἐπήραμε νὰ καβατζάρομε τ’ ἀκρωτήρι ποὺ φρουρεῖ τὸ ἔμπα τοῦ κλειστοῦ κόλπου. Εἴχαμε βγεῖ στὸ κανάλι τῆς Σκιάθος, τ’ ἀνοιχτὸ στὸ πέλαγος, ποὺ τὸ δέρνουνε πάντα τὰ μελτέμια. Τὰ δυὸ μίλια του τὰ περάσαμε χορεύοντας στὰ βαθύμπλαβα νερά. Ὅμως ἀντικρίζαμε πιὰ τὴν ὡραίαν καταπράσινην νῆσον, ὅπου ἦτον ὡς παράδεισος φυτευμένος ἀνάμεσα εἰς τὰ τέσσαρα πέλαγα τὰ ὁποῖα τὴν ἔβρεχον ὡς οἱ τέσσαρες ποταμοὶ τὸ πάλαι τὸν κῆπον τῆς Ἐδέμ. [2]

Κάπου τρία τέταρτα πλέαμε ἔχοντας ἀριστερά μας τὶς σκιαθίτικες ἀκρογιαλιές, ὥσπου νὰ ρίξομε ἄγκυρα στὸ φυσικὸ λιμάνι τῆς πολίχνης, τριγυρισμένο ἀπὸ πράσινα νησιά, ἥσυχους κοιμισμένους κόρφους, κάβους κατάφυτους ἀπὸ πεῦκα. Μπροστά μας, μὲ τὰ σπίτια της ἀραδιασμένα στὸ γύρο τῆς θάλασσας κι ἀνεβασμένα στοὺς χαμηλοὺς λόφους της, μᾶς καλωσορίζει ἡ μικρὴ πολιτεία τῆς Σκιάθος. Χρώματα φωτεινά, πεντακάθαρα, ξαφνιάζουν εὐχάριστα τὸ μάτι: τὸ κάτασπρο τῶν τοίχων, τὸ κόκκινο τῶν κεραμιδιῶν, τὸ πράσινο τῶν δέντρων, κάποιων παραθυριῶν καὶ τῶν ἁπλωμένων τεντῶν τῆς παραλίας. (περισσότερα…)

Το φως γητεύεται από το σκοτάδι

*

ΠΕΡΑΣΤΙΚΑ & ΠΑΡΑΜΟΝΙΜΑ | 09:24
Καιρικά σχόλια από τον ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

Με μάζα 4.000.000 φορές μεγαλύτερη του Ήλιου, ο Τοξότης Α είναι η υπερμεγέθης μελανή οπή που καταλαμβάνει το κέντρο του Γαλαξία μας. Πάνω από 100 δισεκατομμύρια αστέρια περιστρέφονται γύρω του. Μια ακόμη ένδειξη, ίσως, ότι το φως πάντα γητεύεται από το σκοτάδι.

(Η φωτογραφία, πρόσφατη, απεικονίζει τις σπειροειδείς γραμμές του μαγνητικού του πεδίου.)

~.~

Η «στροφή» του Παπαδιαμάντη, η «στροφή» του Καβάφη, η «στροφή» του Παπαγιώργη… Για μια ορισμένη, ρομαντικών καταβολών θα έλεγα, αναγνωστική μερίδα, ο αναπροσανατολισμός ενός συγγραφέα είναι σημάδι ότι αναζήτησε και βρήκε επιτυχώς τον «πραγματικό» εαυτό του. Στην πράξη (αναφέρομαι και στην ωραία ομιλία του παπα-Βαγγέλη Γκανά στο Συμπόσιο της Σκιάθου), συγκυριακοί παράγοντες παίζουν ίσως τον μεγαλύτερο ρόλο.

Η μεγάλη ζήτηση λ.χ. των παπαδιαμαντικών διηγημάτων από τον Τύπο της εποχής, έπαιξε αδιαφιλονίκητα τον κύριο ρόλο στη «στροφή» του Παπαδιαμάντη προς το διήγημα. Τι θα γινόταν αν τα μυθιστορήματά του είχαν παρόμοια ζήτηση και έμενε πιστός στο είδος, δεν το γνωρίζουμε. Θα τον έκανε όμως κάτι τέτοιο «λιγότερο» Παπαδιαμάντη; Προφανώς όχι, θα τον έκανε έναν «άλλο» Παπαδιαμάντη για τον απλό λόγο ότι εαυτός μονότροπος και ενικός δεν υπάρχει. Όπως το δείχνουν τα παραδείγματα των μέγιστων (από τον Σαίξπηρ ώς τον Γκαίτε κι από τον Μπαλζάκ ώς τον Πεσσόα), το εγώ είναι πολυστρώματο, είμαστε με «τα» εγώ μας όπως γράφει ο Παλαμάς.

Κάθε συγγραφέας (και κάθε άνθρωπος…) στέκεται κάθε στιγμή σε μια πολύκλαδη διασταύρωση, οι δυνατότητες που έχει εμπρός του είναι πολλές. Συνήθως παίρνει κανείς τον πιο πολύφερνο δρόμο, τον δρόμο της ειδίκευσης, αυτόν που του υπόσχεται την καλύτερη αποδοχή. Αν ο πολεμογράφος νεαρός Παπαγιώργης είχε παρόμοια επιτυχία με τους ομολόγους του στο εξωτερικό, αν είχε στήλη λ.χ. όχι στο Πλανόδιον αλλά στο Βήμα, δεν θα έμενε πιστός σ’ αυτό το είδος γραφής; Αν δεν είχε κλονιστεί η υγεία του, θα στρεφόταν προς το συναξάρι των προσωπικών παθών; Αν ο Καβάφης είχε αναγνωριστεί με τα ποιήματα που έγραφε ώς τα σαράντα του, θα τα αποκήρυσσε αργότερα; Θα βδελυσσόταν ποτέ τόσο πολύ τον «ρομαντισμό», που όμως, όπως όλα δείχνουν, τόσο πολύ στα νιάτα του αγάπησε;

~.~ (περισσότερα…)

Ὁ γλωσσικὸς βιότοπος τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ οἱ δικές μας ὀφειλές

*

τῆς ΤΑΣΟΥΛΑΣ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Μὲ νωπὴ ἀκόμη τὴν ἡδεῖα μνήμη τοῦ ἐξαίρετου Συμποσίου γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη ποὺ ὀργάνωσε ἡ Περιφέρεια Θεσσαλίας ἀπὸ τὶς 19 ἕως τὶς 22 Σεπτεμβρίου 2024 στὴ Σκιάθο, καταθέτω μὲ τὸ παρὸν κείμενο ὁρισμένες σκέψεις γιὰ τὴν παπαδιαμαντικὴ γλώσσα, μαζὶ μὲ τὶς θερμὲς εὐχαριστίες μου πρὸς τὸν Κώστα Κουτσουρέλη, ὁ ὁποῖος μὲ τὴ γνώση καὶ τὴν εὐαισθησία του συνέβαλε καταλυτικὰ στὴν ἄρτια ὀργάνωση καὶ πραγματοποίηση τοῦ λαμπροῦ αὐτοῦ τριημέρου.

Στὰ μαθητικά μου χρόνια διδάχτηκα τὴ «Σταχομαζώχτρα». Ὅταν βρέθηκα στὰ διδακτικὰ ἕδρανα, δίδαξα «Τὸ μυρολόγι τῆς φώκιας» καὶ ὅταν ἀνέλαβα μέλος συγγραφικῆς ὁμάδας σχολικοῦ ἐγχειριδίου προορισμένου νὰ ἀποτελέσει ὕλη πανελλαδικῶν ἐξετάσεων συμμετεῖχα στὴν ἀνθολόγηση τοῦ διηγήματος «Ὄνειρο στὸ κῦμα». Τὸ ἐρώτημα «τὸν καταλαβαίνουμε πράγματι;», τὸ ὁποῖο θέτει πρὸς συζήτηση σὲ στρογγυλὴ τράπεζα τὸ Συμπόσιο, εἶναι καὶ γιὰ μένα ἰδιαίτερα οἰκεῖο, αἰσθάνομαι ὅμως πὼς στὸ βάθος λανθάνει ἕνα ἄλλο, ποὺ ἐπιτακτικὰ προβάλλει τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐπιτέλεση ἑνὸς χρέους: «ὀφείλουμε σήμερα νὰ δημιουργήσουμε τὶς προϋποθέσεις ὥστε ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸ παπαδιαμαντικὸ ἔργο νὰ παραμείνει καὶ τὸν εἰκοστὸ πρῶτο αἰῶνα ἄρρηκτη καὶ παράλληλα γόνιμη καὶ δημιουργική;».

Ὅσοι διατυπώνουν τὶς γνωστὲς ἐνστάσεις γιὰ τὸ ἐμπόδιο, ὅπως ἰσχυρίζονται, τῆς καθαρεύουσας ποὺ καθιστᾶ δυσερμήνευτο καὶ μὴ διδάξιμο τὸν Παπαδιαμάντη ἠθελημένα ἢ ἄθελά τους ἀγνοοῦν πὼς ὁ γλωσσικὸς κόσμος τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου δὲν περιορίζεται στὴ λόγια ἐκδοχὴ τῆς ἑλληνικῆς —ποὺ ἀναμφίβολα ἀποτελεῖ λαμπρὴ καὶ αὐτὴ παρακαταθήκη τῆς γραπτῆς μας παράδοσης—, ἀλλὰ συνιστᾶ ἕνα πολυφωνικὸ γλωσσικὸ σύμπαν, μιὰ ὑπεραιωνόβια βασιλικὴν δρῦν.

Τὸ ὅποιο χρέος μας ἑπομένως ἀφορᾶ τὴ σωτηρία ἑνὸς βιότοπου. Πρόκειται ἀκριβῶς γιὰ ἕνα ἀπειλούμενο γλωσσικὸ οἰκοσύστημα, τὸ ὁποῖο στεγάζει ὅλο σχεδὸν τὸν πολυποίκιλο καὶ πολύμορφο γλωσσικό μας πλοῦτο, τὸν γραμματειακὰ ἢ διὰ τῆς προφορικῆς παράδοσης κληρονομημένο: λέξεις ὁμηρικές, τῶν λυρικῶν ἢ τῆς δραματικῆς ποίησης, λέξεις τῆς ἀττικῆς πεζογραφίας, τῆς Ἁγίας γραφῆς, τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὑμνωδῶν κι ἀκόμα λέξεις λαϊκὲς τοῦ σκιαθίτικου ἰδιώματος, ἐκφράσεις καθημερινὲς καὶ ἄλλες προερχόμενες ἀπὸ τὴν παράδοση τοῦ δημοτικοῦ τραγουδιοῦ, ψηφῖδες μιᾶς μοναδικῆς πολυμορφίας καὶ πολυτυπίας, συνυπάρχουν ἁρμονικὰ ἐπεξηγώντας συχνὰ ἄλληλες, καὶ ὅλες μαζὶ συναποτελοῦν μιὰν ἰδιότυπη γλωσσικὴ κιβωτό. Ἔτσι, ἡ ἐπικοινωνία ἐν γένει ἀλλὰ καὶ ἡ διδασκαλία τοῦ παπαδιαμαντικοῦ ἔργου βαθμιαῖα μετατρέπεται, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, σὲ πολύτιμη μαθητεία στὴ γλώσσα. (περισσότερα…)

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Γλῶσσα καὶ κοινωνία

*

Τὸ πλῆρες πρόγραμμα τῶν εκδηλώσεων ἐδῶ

~.~

Lingua nova Greca inventa… «Ἀνεκαλύφθη νέα τις γλῶσσα καλουμένη Ἑλληνική· προσέχετε ἀπ᾿ αὐτῆς, ὅτι ὄργανον τυγχάνει μαγείας, ἀκολασίας καὶ πάσης μαγγανείας· πλήρης δὲ ἐστὶ βλασφημιῶν, καὶ οὐαὶ τῷ γινώσκοντι καὶ μίαν ἢ δύο ἐξ αὐτῆς λέξεις».

Ἱεροκήρυξ Γάλλος τοῦ ΙΓ´ αἰῶνος, διδάσκων ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος, ἔδιδεν εἰς τοὺς ἀκροατάς του τὰς ἀνωτέρω πληροφορίας. Καὶ τότε μὲν ἡ διδαχή του ἤχησεν εἰς τὰ ὦτα τοῦ ποιμνίου του ὡς ἐπίκαιρος νουθεσία· ἀλλὰ ποῦ νὰ ἤξευρεν, ὁ μακάριος, ὅτι ἔμελλε νὰ ἔλθῃ ποτὲ χρόνος ὁπότε καὶ προφητικήν τινα ἔννοιαν ἴσως θὰ προσελάμβανον οἱ λόγοι του.

Τότε μὲν εἰς τὸ Παρίσι εἶχεν ἀνακαλυφθῆ, ὡς φαίνεται, νέα γλῶσσα, Ἑλληνικὴ καλουμένη· σήμερον δέ, ὄχι μία, ἀλλὰ περισσότεραι ἑλληνικαὶ γλῶσσαι συγχρόνως ἔχουν ἐπινοηθῆ· ἄλλη μᾶς ἔρχεται ἀπὸ τὸ Παρίσι, καὶ ἄλλη ἐπιδημεῖ ἐνθρονισμένη ἐδῶ, εἰς τὰς Ἀθήνας· καὶ ὅλαι λαλούμεναι, γραφόμεναι, καὶ ἀναγινωσκόμεναι ἀνὰ Ἑλλάδα πᾶσαν καὶ τὴν ἄγλωσσον, ἠχοῦσιν ὡς «σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον τέρας». (περισσότερα…)