Στήλες | Η κρίση της ποίησης (από την Θεώνη Κοτίνη)

Κριτικά σημειώματα για πρόσφατα ποιητικά βιβλία.

Τάφος, κέλυφος, κουτί, κελί, στόμα

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Βασίλης Ντόκος,
Ο σκοπός του αρχιτέκτονα,
Περισπωμένη 2023

Ο Βασίλης Ντόκος αρχιτεκτονεί ένα σπίτι, το πατρικό του σπίτι, ανασυνθέτοντας και αποδομώντας το συνεχώς, σε μια διαδοχή ποιημάτων που αποτελούν επάλληλες όψεις-επανεγγραφές ενός ψυχικού χώρου ο οποίος αναδιατάσσεται συνεχώς μέσα του, όπως συμβαίνει πάντα με τις οικογενειακές σχέσεις και δη τις τραυματικές. Δεν υπάρχουν, άλλωστε, άλλες. Για να αποδώσει αυτή τη ρευστή και πρωτεϊκή γεωγραφία του οίκου μετέρχεται ένα έξυπνο και απαιτητικό εύρημα. Αυτό της αναλογίας: το σπίτι-βροχή, το σπίτι-κύκλος, το σπίτι-δέρμα, το σπίτι-νόμος κ.ο.κ. Δημιουργείται έτσι ένα πυκνό πλέγμα συνεχών παραμορφώσεων που δομούν σταδιακά ένα σπίτι-σύμπαν ως μια μεγάλη μετωνυμία της στρεβλής οικογενειακής συνθήκης και των χασματικών σχέσεων των μελών της.

Τρεις είναι οι βασικές κατηγορίες αυτής της αναλογίας. Αρχικά, το σπίτι – πρόσωπο (όπως αποτυπώνεται στα ποιήματα «Το σπίτι – δάκρυ/ βλέμμα/ στόμα/ δέρμα/ αυτί»). Δεύτερον, το σπίτι – τελετή αρχέγονων νευμάτων και ανεπίδοτων αισθημάτων (στα ποιήματα «Το σπίτι – λύπη/ δάκρυ/ επιστροφή/ τύψη/ θλίψη/ νόστος/ νέμεση»). Τέλος, ένα σπίτι – σκληρή γεωμετρία των τετραγωνικών που εκμετρούν συνθλίβοντας τον βίο (στα ποιήματα «Το σπίτι – κύβος/ κύκλος/ σκάκι/ πρόσοψη/ κάτοψη/ βάθος/ λυόμενο/ κελί/ ακίνητο/ πίνακας/ όριο/ τάφος/ κουτί/ κέλυφος»). Η δεσπόζουσα αναλογία είναι η τρίτη, καθώς οι ακμές αυτών των σχημάτων-συμβόλων αποδίδουν με την αμετάβλητη στερεότητά τους τον εγκλωβισμό και τον εγκιβωτισμό των ενοίκων στις συντεταγμένες των άκαμπτων σχέσεων: (περισσότερα…)

Ήπια σκηνοθεσία καταστάσεων

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

~.~

Βάκης Λοΐζίδης,
Σωστό παιχνίδι,
Μανδραγόρας 2025

Στη δωδέκατη ποιητική συλλογή του ο Βάκης Λοϊζίδης συνεχίζει να αναπτύσσει μια γραφή άμεση και απλή, κινούμενη λες από την αυθορμησία της εντύπωσης αποτυπωμένης σε ένα λεπτό κειμενικό σώμα. Αυτή η γραφή διαθέτει την απτότητα του βλέμματος και την οικειότητα του βιώματος, εντάσσοντας τον αναγνώστη σε μια βατή και προσηνή επικοινωνία με τον κόσμο του, χωρίς όμως πάντα να αποφεύγει τους κινδύνους που εγκυμονεί η απλότητα, να εκπέσει σε κοινόχρηστο λόγο ή να μη μπορέσει να προσλάβει εκείνη την μεστότητα του λίγου και πυκνού.

Ο ίδιος υπεραμύνεται αυτής της επιλογής του, ασκώντας παράλληλα κριτική και στην πεποιημένη λογιοσύνη ή στον εξεζητημένο φόρτο που πνίγει την ποίηση με προγραμματικές προθέσεις. Παράδειγμα στο ποίημα «Δεν»:

[…]
Δεν σας διαβάζουμε γιατί έχετε διδακτορικό.
Το αψεγάδιαστο της γραφής σας
δεν είναι το παν
ακόμα κι αν το μέτρο κυλά
σαν γάργαρο νερό.
Ως συνθέτες θραυσμάτων
είστε συμπαθητικοί.
Οι συνθέσεις σας
είναι όντως φιλόδοξες
μα καθόλου απτές
σ’ έναν κόσμο που αιμορραγεί.
Εμείς συνηθίσαμε
να βρίσκουμε την πυκνότητα
σε κουβέντες καθημερινές.
Η κλάψα για το τέλος του κόσμου
δεν βοηθά. […] (περισσότερα…)

Τα θηράματα της ιστορίας

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Αλέξανδρος Μηλιάς
Απ’ την Αθήνα φάντασμα
Πατάκης, 2025

Πώς μπορεί η τέχνη να μιλήσει για τα σύγχρονα κοινωνικά δεινά, για τις κυνικές μετατοπίσεις των ηθικών ορίων στις διεθνείς σχέσεις, την ανθρωποφαγία ενός και πάλι πολωμένου κόσμου που είναι αποφασισμένος να μονοπωλήσει τη νομή της ισχύος χωρίς να νοιάζεται πλέον για ιδεολογικά επιχρίσματα; Μπορεί να μπει σε ποίημα ό,τι συμβαίνει σήμερα στη Γάζα; Η νέα απροσχημάτιστη ξετσιπωσιά των πανάρχαιων μηχανισμών επιβολής τώρα που δεν πολυνοιάζονται για την απονομιμοποίηση των μεθόδων τους αφήνει για ακόμα μια φορά την ανθρωπότητα αμήχανη μπροστά στο προφανές και το πρωτόφαντο συνάμα. Και ο ρόλος του λογοτέχνη; Αισθάνεσαι συχνά πως ό,τι μπορείς να πεις για τα προσωπικά δεινά είναι μια πολυτελής, μια καταχραστική ιδιοποίηση ενός λόγου που οφείλει να αφήσει χώρο σε ό,τι υπέρτερο συμβαίνει αυτή τη στιγμή μπροστά στη μουδιασμένη μας επανάπαυση. Μα πώς να μιλήσει κάποιος για τη Γάζα, πώς μπορεί να μπει σε ποίημα ό,τι συμβαίνει σήμερα σε εκείνο το «εκεί» που επαναδιατάσσει δια παντός τα όρια του «εδώ»;

Ο Αλέξανδρος Μηλιάς επέλεξε να μιλήσει για το «εκεί» εντάσσοντάς το στο πάντοτε «ενταύθα», συνδέοντας τη σημερινή γενοκτονία με τις ιστορικές της αφετηρίες και τα διαχρονικά παράλληλά της, συστοιχώντας την σύγχρονη εκδοχή της βίας με ό,τι εντόπια και παγκόσμια έχει συμβεί και θα συμβαίνει: την Ελληνική Επανάσταση, τον Εμφύλιο και την Κατοχή, τα επαναστατικά κινήματα της Νότιας Αμερικής, το Βιετνάμ κ.ο.κ. Για να το πετύχει αυτό, στήνει ένα πυκνό δίκτυο σχέσεων ανάμεσα σε διαφορετικά είδη λόγου που επικοινωνούν διαλεγόμενα σε ένα πλατύ διακείμενο. Ένας λόγος-φάσμα που ταλαντώνεται ανάμεσα στην ενικότητα της προσωπικής οδύνης και στην πολλαπλότητα ενός πανοράματος φρίκης με σαφές κέντρο βάρους την τραγωδία στην Παλαιστίνη.

Αυτός ο λόγος-φάσμα εκπορεύεται από ένα ομιλούν και πάσχον υποκείμενο-φάντασμα, που είναι ταυτόχρονα το ποιητικό υποκείμενο, τα σκοτωμένα παιδιά της Γάζας, τα εκάστοτε θηράματα της ιστορίας, ένας λόγος στοιχειωμένος, εγκατοικημένος από τον ακατανόητο φόνο που ενοικεί στην καρδιά του σκότους που είναι η ανθρώπινη κατάσταση. (περισσότερα…)

Λιτή, αναγνωρίσιμη γραφή

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Κορίνα Καλούδη,
Άλλος ο φόβος τώρα,
Περισπωμένη, 2024

Η Κορίνα Καλούδη καλλιεργεί μια ολιγόλογη γραφή όπου οι κραδασμοί του έξω κόσμου διηθούνται σε ολιγόστιχα μικρογραφήματα που αποτυπώνουν την εσώτατη ανταπόκρισή της σε αυτούς, αφού έχουν απαλυνθεί ή αποσιωπηθεί οι πραγματολογικές τους αφορμές. Η ποίησή της συνιστά μια υπαινικτική συνομιλία με την κοινωνική συνθήκη που μας περιέχει και το ψυχικό ρευστό των σχέσεων, οικογενειακών και ευρύτερων. Και στις δύο όμως περιπτώσεις κυριαρχεί το δίπολο εγώ και οι άλλοι. Το εγώ αμυνόμενο προσπαθεί να διασώσει την ιδιοπροσωπία του από την εισβολή του εχθρικού «έξω» υποχωρώντας στα προκεχωρημένα φυλάκια της ψυχικής αντίστασης, βαλλόμενο από τους κοινωνικούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς απαλλοτρίωσης της προσωπικής ταυτότητας ή το εξίσου εξουσιαστικό παιχνίδι των προσωπικών σχέσεων και δη των πιο ριζικών που τελούνται στην οικογενειακή αρένα. Το διακύβευμα στην ποίησή της παραμένει το αίτημα της προσωπικής ελευθερίας, η μάχη απέναντι στην ψυχική ένδεια, την ξενότητα. Σε αυτή την ξενότητα αντιτάσσει την πρωταρχικότητα των πραγμάτων, όπως την απλότητα του δέντρου που «υψώθηκε/χωρίς να χρειαστεί να μάθει τίποτα» αλλά και τον προσωπικό μηχανισμό υποχώρησης στα ενδότερα του εαυτού ως ασπίδα απέναντι σε ό,τι απειλεί τον πυρήνα:

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΣΑΝ

Όταν το θέλω
ξέρω πώς να μη με βλέπουν
Μπορώ ακόμα
να νομίζουν ότι είμαι
και να λείπω
Βέβαια ήρθανε στιγμές
που ενώ δεν ήθελα
με είδαν
Μα πάλι
όχι ακριβώς εμένα
Μόνο αυτό
που μπόρεσαν να δουν (περισσότερα…)

Ένας θαλερός ποιητής

*

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Τάσος Πορφύρης,
Σπαραγμένη μνήμη,
ύψιλον 2024

Ο αειθαλής Τάσος Πορφύρης με την δωδέκατη ποιητική του συλλογή προσφεύγει, για ακόμα μια φορά, στην ορεινή του μνήμη, εκεί ψηλά, στα οριακά Πωγωνοχώρια της πατρίδας του που έθρεψαν γόνιμα το έργο του για πάνω από εξήντα χρόνια. Εδώ επανέρχεται με μια θαλερή συνέχεια στο Πάπιγκο, τη Νεμέρτσκα, τους βουερούς χειμάρρους της Ηπείρου.

Πέτρινος και κλειστός, χειμαζόμενος από τον αψύ καιρό και την ιστορική κακουχία ο ηπειρώτικος τόπος έχει γονιμοποιήσει μια πολύ αξιόλογη ποίηση και πεζογραφία. Γκουρογιάννης, Γκανάς, Πορφύρης, Δημητρίου, Κυπαρίσσης, Κατσαλίδας, Μηλιώνης είναι μερικές από τις πολλές περιπτώσεις.

Περισσότερο από άλλους ρημαγμένους τόπους της Ελλάδας, η Ήπειρος αποτελεί τη μήτρα μιας βαθιάς ιθαγένειας, το ερειπωμένο κέντρο μιας ταυτότητας που αναμετράται με την ξενότητα του νεοελληνικού μεταπολεμικού βίου, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην υδροκέφαλη μεγαλούπολη, την μετανάστευση και την καταστροφή του κοινοτισμού. Ο τόπος στην ποίηση του Πορφύρη βιώνεται ως τραύμα αλλά και ως ίαση. Πικρή και γλυκιά η επιστροφή της μνήμης στον τόπο, το χρόνο, τους ανθρώπους, αναμετρά τις απώλειες, αλλά την ίδια στιγμή τις επουλώνει ανασυστήνοντας τη μαγική γεωγραφία του παρελθόντος. Στην ποίηση του Πορφύρη συναντάς, με την απλή, την άνετη κουβέντα της περιγραφής, έναν κόσμο που δεν είναι παλιός, αλλά μόνιμος: τη μνημειακή ομορφιά της φύσης, τον καημό των εσαεί ξενιτεμένων και αυτών που τους περιμένουν, τα χαμένα χνάρια των νεκρών του πολέμου, των θυμάτων της προόδου που προχωρά σε νέες ερειπώσεις και προσπερνά την διαρκέστερη κάτω από τον ουρανό ανάγκη του ανθρώπου για ομορφιά και αλήθευση μέσα στη σχέση με τον άλλον: (περισσότερα…)

Στιγμή μιας μεστής ωριμότητας

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Σταύρος Ζαφειρίου,
Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου,
Νεφέλη, 2024

Ένα από τα πιο ουσιαστικά αναγνώσματα των τελευταίων χρόνων αποτέλεσε για μένα Το χρονικό του πάντοτε τελευταίου θανάτου, η πρόσφατη συλλογή του Σταύρου Ζαφειρίου, μετά την επίσης αξιόλογη, πρόσφατα βραβευμένη δουλειά του, Πράσινος ουρανός μπλε χορτάρι. Το βιβλίο συνθέτει με θαυμαστή ισορροπία τη βιωματική εμπειρία με την κοινωνική και πολιτική ανθρωπογεωγραφία της μεταπολεμικής Ελλάδας αλλά και της Ελλάδας των ημερών μας. Ένα βιβλίο για την προσωπική και κοινωνική μνήμη, την ήττα των κοινωνικών οραμάτων, για την πίστη που αποδείχτηκε χίμαιρα αλλά διασώζεται αποκαταστημένη μέσα στην αποδοχή της φθαρτότητας, ένα βιβλίο για την κατάφαση στη ζωή, «τη δίχως νόημα, ανόητη ζωή, που αρκεί, αρκεί, αρκεί να ’ναι ζωή».

Το βιβλίο αποτελεί μια πλατιά ποιητική σύνθεση που αρθρώνεται σε οκτώ άνισες σε μήκος ενότητες, οργανικά δεμένες μεταξύ τους όχι μόνο με τις ποιητικές επωδούς – σπονδύλους που επαναλαμβανόμενες διατρέχουν τα επιμέρους κείμενα αλλά και μέσω των σταθερών ποιητικών τόπων που αναπτύσσονται στην εκτύλιξη των κειμένων. Σε αυτή την πορεία ο Ζαφειρίου ξεκινάει από το συγκεκριμένο για να σκάψει σταδιακά το πνευματικό του υπέδαφος, από το επιμέρους στη διασύνδεσή του με ένα υπέρτερο νόημα που όσο προχωράει το βιβλίο τού αποκαλύπτεται παραμυθητικά. Σε αυτή τη μνημονική διαδικασία το φευγαλέο μα αιώνια εγγεγραμμένο στην προσωπική μνήμη αποκαθίσταται ως η περιουσία που αποκτήθηκε από την περιπέτεια αλλεπάλληλων διαψεύσεων και επανακατάκτησης του ουσιώδους. Διαδικασία επώδυνη και ταυτόχρονα επουλωτική όπως και οι αντινομίες με τις οποίες ο Ζαφειρίου αναμετράται στο βιβλίο.

Δηλωτική αυτού του κλίματος η δεύτερη, πλατιά ενότητα, «Το τέρας στο υπόγειο» όπου ξεκινά από την προσωπική γενεαλογία στη γενέθλια Θεσσαλονίκη ομολογώντας από τον πρώτο στίχο τη μέθοδο και την πρόθεση: (περισσότερα…)

Λιποβαρής στοχασμός, μετέωρη φόρμα

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ειρήνη Ρηνιώτη,
Κόκκινη γραμμή,
Άγρα, 2023

Η Ειρήνη Ρηνιώτη καλλιεργεί μια γραφή ελλειπτική, σε απλή γραμματική φόρμα, υπαινικτικά υπόφωτη. Αυτή η φόρμα απέδωσε ικανοποιητικά αποτελέσματα στο προηγούμενο βιβλίο της μέσω της οικονομίας του υπαινιγμού και της απέριττης στοχαστικότητας. Στο πρώτο ποίημα της νέας της συλλογής μοιάζει να ακολουθεί αυτή την πορεία, όπως δείχνει το εναρκτήριο κείμενο της πρώτης από τις τέσσερις ενότητες του βιβλίου:

Συνάντηση

Στη μνήμη του πατέρα μου

Συναντηθήκαμε στις όχθες τ’ ουρανού. Πλάνιζε τον κορμό μιας λεύκας. Με ροκανίδια ύφαινε διάστικτο ρούχο, όπου επάνω του κεντούσαν οι μοδίστρες των νεφών σκίουρους, πουλιά και φύλλα.

Σαν έρθει η ώρα το φοράς, είπε. Ν’ απλώσεις ρίζες μες στη γη. Να γίνεις δέντρο.

Εδώ κινείται στην προνομιακή της περιοχή, την διακριτική απόδοση της μελαγχολίας της ύπαρξης μέσω της εικόνας και ενός λεπταίσθητου λόγου εν μέσω της περιρρέουσας σιωπής και της έρρυθμης παύσης, τη χρήση της οποίας η Ρηνιώτη γνωρίζει καλά να χειρίζεται. Η ένδυση όμως ενός λεπτού ποιητικού σώματος με το περικείμενο κενό της σελίδας μπορεί να είναι ένδειξη ποιητικής νοημοσύνης ή αμηχανίας. Η λιτότητα, για να αποδώσει, χρειάζεται μεστή συμπύκνωση, ειδάλλως αποβαίνει ισχνό χνάρι μιας σκέψης που πριν διαπιστωθεί στην ολότητά της σβήνει, εκβάλλοντας έναν μικρό σπινθήρα εκεί που θα περίμενε ο αναγνώστης μια ακαριαία πυράκτωση. Είναι μεγάλη γοητεία να μπορεί το μόλις ειπωμένο να αναδίδει τις υπόρρητες τροπές του κόσμου που υποδηλώνει μπροστά στα μάτια σου. Στο νέο της βιβλίο η Ρηνιώτη δεν κατορθώνει κάτι τέτοιο. Η σάρκα του στοχασμού είναι λιποβαρής, μετέωρη στη μινιμαλιστική φόρμα. Αυτό διαφαίνεται περισσότερο στα είκοσι τέσσερα «Στιγμιότυπα» της τρίτης ενότητας όπου παρατάσσονται ολιγόλογες σκέψεις που πριν αρθρωθούν εκπνέουν: (περισσότερα…)

Στιβαρή αναγνωστική πρόταση

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ηλίας Αλεβίζος,
Μεταχειρισμένο φως,
Εύμαρος, 2023

Το πρώτο βιβλίο του Ηλία Αλεβίζου φέρει την ισχυρή ταυτότητα μιας πένας που δε μετρά τις δυνάμεις της στη γλώσσα, γιατί αυτή την έχει ήδη κατακτήσει, αλλά στη ζωή της συνείδησης που παρακολουθεί άγρυπνα την αναπνοή της στον άξενο τόπο της αστικής μεγαλούπολης. Μάλλον θα ήταν καλύτερα να πω, στον άξενο τόπο που είναι η ύπαρξη βαλλόμενη από την ακατόρθωτη συνύπαρξη με τον άλλον. Ο κανιβαλισμός του κοινωνικώς υπάρχειν και η ακατανοησία του συνειδητώς υπάρχειν αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, τις δυο αλληλοσυμπληρούμενες συνιστώσες του βιβλίου. Και το στοίχημά του, να διαρρήξει για λίγο την μεμβράνη αυτής της συσκοτισμένης περιοχής που τα διαλαθόντα ζητούν την επίγνωσή τους.

Το βιβλίο αποτελείται από δώδεκα κείμενα που, όπως διαβάζουμε στο διαφωτιστικό οπισθόφυλλο, «μορφολογικά κινούνται στον χώρο μεταξύ της σύντομης νουβέλας, του διηγήματος-μπονζάι και του πεζοποιήματος». Οργανώνονται σε τέσσερις ενότητες. Στην πρώτη παιδικές και εφηβικές εμπειρίες, στη δεύτερη όψεις της πόλης και των ανθρώπων που, σύμφωνα πάλι με το ίδιο σημείωμα, κινούνται στο περιθώριο των επίσημων αφηγήσεων του βίου. Η τρίτη οδεύει εσωτερικότερα σε ψυχεδελικά ονειρικά τοπία- εφιάλτες και η τέταρτη ελλειπτικότερη και στοχαστικότερη, επιχειρεί να περιθάλψει το άλγος της προηγούμενης περιδιάβασης στην ποιητική αναζήτηση της ψυχής, του σώματος, της αγάπης. Όλες οι ενότητες αποτελούν αρθρώσεις ενός κοινού άξονα που είναι η μοναχική τροχιά ανθρώπινων πεπρωμένων καθώς αυτοί κινούνται σαν διάττοντες στην περιφορά ενός άγρια και θαυμαστά ακατανόητου ανθρώπινου και κοσμικού γαλαξία. (περισσότερα…)

Αντικατοπτρισμοί ενός κατακερματισμένου κόσμου

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ελισάβετ Λαμπροπούλου,
Ετεροτοπίες, Ενύπνιον, 2022

Οι Ετεροτοπίες είναι το πρώτο βιβλίο της Λαμπροπούλου. Αποτελεί ένα ενδιαφέρον και συγκροτημένο εναρκτήριο λάκτισμα, σαφώς επηρεασμένο από την ποίηση του Σαχτούρη και την ελλειπτική φρίκη του σαχτουρικού κόσμου. Ανάλογα κι εδώ η Λαμπροπούλου συνθέτει έναν «τόπο» με «αναθήματα ακουμπισμένα στο υπαρκτό», όπως γράφει στο αρχικό ποίημα της συλλογής. Αυτός ο «τόπος» κατοικείται από παράδοξες εικόνες που οπτικοποιούν το παράλογο της κοινωνικής πραγματικότητας και των ψυχικών εξαλλαγών που αυτή δημιουργεί. Παράδειγμα το ποίημα «Ο εφημεριδοπώλης», από την πρώτη, κατεξοχήν σαχτουρική, ενότητα που σχολιάζει τη φονική ανθρώπινη φύση, το θάνατο, το αδιέξοδο της ύπαρξης:

Το εγγαστρίμυθο αγόρι
με το ραμμένο στόμα
πουλάει εφημερίδες
στον ουρανό

Ο κόσμος καίγεται! Καταστροφή!
φωνάζει

Οι πεθαμένοι τις αγοράζουνε
με τα σκουριασμένα νομίσματα που έβγαλαν
από τ’ άκαμπτα στόματά τους
Ατάραχοι τις ξεφυλλίζουν
με αδιάφορα δάχτυλα
Διαβάζουν μόνο τις νεκρολογίες
περίεργοι να μάθουν
πώς δραπέτευσαν
αυτοί που είναι να ’ρθουν.

Η συλλογή απαρτίζεται από πέντε ενότητες πλαισιωμένες από έναν πρόλογο δύο ποιημάτων και ένα καταληκτικό ποίημα-επίμετρο. Στην πρώτη ενότητα κυριαρχούν οι εικόνες ενός σπασμένου κόσμου, υπερρεαλιστικά μεγεθυσμένου σε δυστοπικά σκηνικά και ελλειπτικά στιγμιότυπα. Μέσα σε αυτά τα σκηνικά πλέουν παραμορφωμένα τα πράγματα και οι άνθρωποι, ή καλύτερα τα εξαλλαγμένα φάσματα των προσώπων και των πραγμάτων σε ονειρικές συνθέσεις, συχνά εφιαλτικές: «Ο φαροφύλακας / άναψε το κεφάλι του / φλεγόμενος τριγύριζε / στον πύργο / Κι ο αέρας μύριζε παραφίνη / κι ο ουρανός ήταν / μια πηχτή πετρελαιοκηλίδα / μέσα του πετούσε αργά/ το πλοίο «η Ελπίς» / με το κατάρτι του / έγδερνε το φεγγάρι/ γέμιζε η νύχτα / άσπρο πύον / κι αστέρια / δεν υπήρχαν πάνω / πουθενά […]». Τα πράγματα αποκτούν μια επίβουλη λειτουργία, όπως τα λέπια των ψαριών που γίνονται νυστέρια και κόβουν το νερό, οι νιφάδες- στάχτες και τα δηλητηριώδη όμποε. Τα εξαρθρωμένα αντικείμενα –άλλη μια σαχτουρική οφειλή– παίζουν εξέχοντα ρόλο, όπως και η αποσπασματική κατάστρωση των εικόνων και η κίνηση των μορφών που ανεβοκατεβαίνουν σε μια ιδεατή κλίμακα μεταξύ γης και ουρανού, δηλ. μεταξύ του πραγματικού και της φασματικής του παραμόρφωσης. Μια φαντασία ζωγραφική που θυμίζει κάποτε τις σαγκανικές πτήσεις και τα ανεστραμμένα παράδοξα του Μαγκρίτ. (περισσότερα…)

Η αιχμηρότητα της αυτοπαρατήρησης

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Χαράλαμπος Παπακωνσταντινόπουλος,
Των τραυμάτων και των παθών,
Ενύπνιον, 2021

Ο Χαράλαμπος Παπακωνσταντινόπουλος καταθέτει την πρώτη του ποιητική απόπειρα τον Οκτώβρη του 2021 υπό τον περιγραφικό και αμήχανο κάπως τίτλο Των τραυμάτων και των παθών, από τις εκδόσεις Ενύπνιον που τα τελευταία χρόνια εστιάζουν δραστήρια, μεταξύ άλλων, στην προαγωγή του έργου νέων ποιητών.

Τα ποιήματα ολιγόστιχα, σε μια μινιμαλιστική φόρμα, φιλοδοξούν να συμπυκνώσουν λιτά, ενίοτε αφοριστικά, βιωμένες εμπειρίες και στοχασμούς, όπως το παρακάτω αρχικό κείμενο της συλλογής:

Πόσες φορές δεν δώσαμε χρόνο
σε πράγματα που δεν πιστεύαμε;
Ακόμα και μετά τις πρώτες σταγόνες αίματος
επιλέξαμε τον δρόμο της αιμορραγίας.

Άλλοτε με υποδόρια ειρωνεία, καταθέτει μεταμφιεσμένα αυτοσχόλια, τα οποία κάποιες φορές δεν ξεπερνούν τον ένα στίχο:

«Ετεροχειρία»

Σήμερα το πρωί, ο ρομαντισμός
βρέθηκε κρεμασμένος.
Η ελπίδα, είπαν,
του είχε κλωτσήσει την καρέκλα.

Παρόλο που σε κάποια ποιήματα καταφεύγει σε πρωτοπρόσωπες εξομολογήσεις, αυτό που δεσπόζει είναι το απρόσωπο διαπιστωτικό ύφος που εκφέρει, με μια εκπνοή της σκέψης, λιτές αποφάνσεις:

Οι χειρότερες μάχες είναι αυτές των χαρακωμάτων.
Μήνες μαχών με τον εαυτό σου,
να προετοιμαστείς για μια μάχη
που μπορεί ποτέ να μη γίνει.

Στο δεύτερο μέρος, («Των παθών»), συναντάμε κείμενα που πειραματίζονται επιτυχημένα στην έρρυθμη ρίμα και στέκονται με κριτική διάθεση, διοχετευμένη σε λογοπαικτικά σχήματα, απέναντι στη μιντιακή δημοσιότητα και στη θολή κοινωνική πραγματικότητα που σκιάζει έτι περαιτέρω τον θολό εσωτερικό ορίζοντα.

«Διαφήμιση»

Κάντε μου τώρα, μια διαφήμιση
Απεγνωσμένη, έστω δυσφήμιση
Repost στο post, να γίνω κάποιος
Μπας και ανθίσει ο μέσα κάκτος (περισσότερα…)

Σκηνικό σε παύση

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου,
Ο θυρωρός των ημερών, Κέδρος, 2022

Η τελευταία συλλογή της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου αποτελεί μια συνεπή συνέχεια στην ποίησή της που με νευρώδη λόγο και έρρυθμο στοχασμό βυθομετρά τις κυμάνσεις μιας επίμονης υπαρξιακής αναζήτησης. Υπαρξιακή, πράγματι, κατά κύριο λόγο η ποίησή της, υποστασιοποιείται σε μια φασματική σκηνοθεσία, συχνά με υλικά από ένα γκροτέσκο θέατρο ποικιλιών, με τα αντικείμενα να λαμβάνουν το ρόλο μιας απόκοσμης παντομίμας αυτού που θα έπρεπε να είναι η παρουσία. Έτσι, συχνά συντίθεται ένας ερειπιώνας αναμνήσεων, παράταιρων εξαρτημάτων και αλλόκοτων μορφών ενός σκηνικού σε παύση, όπου το άτομο ανασύρει από τις καταπακτές του χρόνου εμβλήματα ενός τότε που στοιχειώνουν με την παράλογη εκκρεμότητά τους και την επίμονή διάρκειά τους το τώρα. Σοφίτες, ενυδρεία, έρημοι κήποι, μαυσωλεία, καταργημένες γειτονιές, φελινικά ταμπλώ βιβάν, παρηκμασμένα οικογενειακά καθιστικά περιβάλλουν το άτομο έγκλειστο σε μια εικονογραφία άπνοιας, στην «ειρωνεία του ασύνδετου στον ενιαίο τρόμο».

Ο ΕΡΩΤΙΔΕΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΔΕΙΠΝΟ

Πώς ανατέλλει ξαφνικά εορταστικό το μαυσωλείο!
Γελιέται η Λύπη και τρέχει σκοτεινή
προς τους πανσέδες.
Θα έχει, σκέφτεται, ψωμί η ολοκαίνουργια καταπακτή
με το γενναίο βρέφος που επιμένει.
Διασχίζει πένθη, φήμες κακόβουλες, προβλέψεις
[ πως, τάχα, ξεκολλάει κάποτε η καρδιά
– οπωσδήποτε, λένε, ξεκολλάει –
και άψυχες κατρακυλούν οι ολονυχτίες του έρωτα
όπως οι άσπρες ανεμώνες απ’ τις παλιές ταπετσαρίες
στα ψηλοτάβανα cafe της Βιέννης ]

μα αναβοσβήνει τόσο ανυπεράσπιστα
τα χέρια του το βρέφος
κι είναι καιρό σταθμευμένα τα πέλματα
στις φλούδες του πυθμένα…
Το αποφασίζει, αλλά δειλιάζει προς στιγμήν.
Σπαράζει στο κλάμα εκείνο
μόλις τη βλέπει να το προσπερνά.
Πισωγυρνά.
Το παίρνει στα χέρια με λαχτάρα.

Την κατασπαράζει.

(περισσότερα…)

Ένας άμεσα πολιτικός προσωπικός χώρος

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν
μη μου φέρεις σπίτι, Θράκα, 2021

Το Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι είναι ένα από τα καλά βιβλία που διάβασα εκπνέοντος του 2022, αν και εκδομένο ένα χρόνο νωρίτερα. Είναι η δεύτερη δουλειά του τριανταπεντάχρονου ποιητή και ήδη από το εισαγωγικό κείμενο —απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα John Berger—, που προηγείται της συλλογής, δίνεται το βιωματικό υπόστρωμα του βιβλίου που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντοπίζεται στη φράση: «[Να] παλέψω ενάντια σ’ όλα εκείνα που προκαλεί το γεγονός ότι είμαι ανεπιθύμητος». Το βιβλίο αποτελεί, εκτός των άλλων, μια καταγραφή του στίγματος του ανθρώπου που αισθάνεται περιττός και ανένταχτος, στοιχείο άμεσα αλλά όχι αποκλειστικά σχετιζόμενο με την έκκεντρη σεξουαλικότητα του δημιουργού. Στο βιβλίο εντοπίζουμε παράλληλα και την πολιτική και κοινωνική θέση του ποιητή που καταγράφει κατ’ επίφαση ουδέτερα, στο βάθος όμως βαθιά ειρωνικά την κοινωνική και οικονομική συνθήκη του καιρού μας με όλους τους αποκλεισμούς και τον υφέρποντα ολοκληρωτισμό που αυτή παράγει. Το βιβλίο θα μπορούσε να ενταχθεί στην gay ή queer λογοτεχνία, καθώς παρακολουθούμε όχι μόνο την ερωτική ενηλικίωση του ποιητικού προσώπου στη μοναξιά του δύσκολου έρωτα αλλά και την στρατευμένη θέση απέναντι στην περιθωριοποίηση που υφίσταται η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Ας δούμε ένα πρώτο δείγμα:

Ρόμπιν

Δεν ήταν μυστικό ποιος ήταν ο Τιμ Ντρέικ.
Είχανε την πληροφορία πάμπολλα αγόρια.
Δε συνήθιζα παιχνίδια ν’ ανταλλάσσω ή κόμικ
δε συνήθιζα τους φίλους
ούτε κι εκείνο το νεαρό του γαντοφορεμένο χέρι
ύπουλα να πιέζει την κοιλιά μου –
βίαια και όμορφα να με λαχανιάζουν
οι μελαχρινές τούφες στα μάτια του
οι καθαρές γραμμές στους μυς
σκίτσο το σκίτσο να περνάνε το κορμί μου
τρόμο.
 
Σκούντηξα τη μαμά μου –
μου αρέσει
αυτό το αγόρι μου αρέσει!
Συνέχισε ό,τι έπινε με την παρέα
στο Κεφαλάρι
το βράδυ εκείνο που ήμουν δεκάχρονος
και θέλησα πρώτη φορά κορμί.

 Η συλλογή απαρτίζεται από δύο κατηγορίες κειμένων. Πρώτον, κείμενα μιας πρωτοπρόσωπης εξομολόγησης που εστιάζουν στην ερωτική εμπειρία σε στενή συνάφεια με την παρατήρηση ενός ασυνάρτητου κοινωνικού και οικογενειακού περίγυρου. Δεύτερον, ποιήματα που τιτλοφορούνται ως «επισκέψεις»: σκηνικούς μονολόγους υπαρκτών προσώπων, τα περισσότερα εκ των οποίων λειτουργούν ως εμβλήματα στο χώρο της γκέι ή ευρύτερα κινηματικής κουλτούρας. (περισσότερα…)