Στήλες | Επιχρωματισμοί στο κενό (από τον Κώστα Χατζηαντωνίου)

Εκκινώντας από την εντύπωση πως η νεοελληνική ζωή έχει εισέλθει σε ένα κενό νοήματος, ο Κώστας Χατζηαντωνίου σχολιάζει πρόσωπα και διαστάσεις αυτής της ζωής, σύγχρονης ή και παλαιότερης, σε μία προσπάθεια να την δει με χρώματα έντασης και νέας ορμής.

Θανάσης Πετσάλης-Διομήδης αυτοβιογραφούμενος

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Η παραδειγματική αξία ενός αυτοβιογραφικού έργου, τουτέστιν μιας ζωής, δεν βρίσκεται στην προβολή ή σε μια αποκομμένη παρατήρηση αυτής της ζωής, αλλά στη σχέση της με τη ζωή των άλλων. Στη διαφανή διαδρομή του δημιουργού που υπερβαίνει την ατομικότητά του όταν συνδέεται με τον μύθο και μετατρέπεται σε σύμβολο. Δηλαδή σε φορέα αξιών. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Πετσάλης επέλεξε να δώσει στην τρίτομη αυτοβιογραφία του τον γενικό τίτλο «Διαφάνειες». Καρπός γνήσιας δημιουργικής επιθυμίας ανάκτησης του παρελθόντος του, οι «Διαφάνειες» δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία. Δεν είναι βέβαια ούτε απομνημονεύματα ή αναμνήσεις. Μήτε πρόκειται για μια προσεχτικά συγκροτημένη, ιστορημένη σειρά συμβάντων της ζωής του ή των γεγονότων της ιστορίας του τόπου και του περιβάλλοντός του. Ο Πετσάλης γράφει ακολουθώντας τις αυθαίρετες ιδιοτροπίες της μνήμης του με χάσματα λησμονημένα ή άρρητα αποθηκευμένα, με συχνές παρεκβάσεις και αιφνίδιες παλινδρομήσεις. Κυρίως όμως γράφει βιώνοντας το τέλος ενός κόσμου, του αστικού κόσμου και με το βαρύ αίσθημα μιας αποστολής: να διασώσει στη μνήμη των περιλειπομένων τα αγαθά ενός πολιτισμού που χάνεται.

///

«Όταν ανατρέχω στην περασμένη μακρύτατη ζωή μου, αισθάνομαι σαν να ενώνομαι με ένα απώτατο παρελθόν, όπως βλέπεις από ψηλά έναν ίσιο δρόμο που μπλέκεται και χάνεται σε βάθη απροσπέλαστα, σε αποστάσεις δίχως τέλος. Και τότε νιώθω να γίνεται η ζωή μου, η ταπεινή ζωούλα μου, ένα με την ιστορία του κόσμου, με τον αρχέγονο μύθο της Γενέσεως και τα παμπάλαια παραμύθια».

Η αυτοβιογραφία ως λογοτεχνικό είδος προκαλούσε ανέκαθεν έντονο αναγνωστικό ενδιαφέρον αλλά και την καχυποψία, επιφυλάξεις, τόσο των ειδικών όσο και του κοινού. Παρατονισμοί ή παραλείψεις κρίσεων, αισθημάτων, ή ακόμη και γεγονότων, προδίδουν συχνά την αυταρέσκεια και τον σκόπιμο εξωραϊσμό. Τα πιο πάνω λόγια ωστόσο του παραθέματος του Θανάση Πετσάλη- Διομήδη (από τον θάνατο του οποίου συμπληρώθηκαν φέτος 30 χρόνια), είναι νομίζω χαρακτηριστικά ανθρώπου που όταν στο τέλος της μακράς και ευδόκιμης πεζογραφικής του πορείας, αποφάσισε να κλείσει το αφηγηματικό του έργο με μιαν αυτοβιογραφία, μας χάρισε σπάνιο και πολύτιμο παράδειγμα συγγραφικής ειλικρίνειας και πνευματικής ακεραιότητας.

Η παραδειγματική αξία ενός αυτοβιογραφικού έργου, τουτέστιν μιας ζωής, δεν βρίσκεται στην προβολή ή σε μια αποκομμένη παρατήρηση αυτής της ζωής, αλλά στην σχέση της με την ζωή των άλλων. Στην διαφανή διαδρομή του δημιουργού που υπερβαίνει την ατομικότητά του όταν συνδέεται με τον μύθο και μετατρέπεται σε σύμβολο. Δηλαδή σε φορέα αξιών. Υπ’ αυτήν την έννοια δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι ο Πετσάλης επέλεξε να δώσει στην τρίτομη αυτοβιογραφία του τον γενικό τίτλο «Διαφάνειες». Καρπός γνήσιας δημιουργικής επιθυμίας ανάκτησης του παρελθόντος του, οι «Διαφάνειες» δεν είναι μια τυπική αυτοβιογραφία. Δεν είναι βέβαια ούτε απομνημονεύματα ή αναμνήσεις. Μήτε πρόκειται για μια προσεχτικά συγκροτημένη, ιστορημένη σειρά συμβάντων της ζωής του ή των γεγονότων της ιστορίας του τόπου και του περιβάλλοντός του. (περισσότερα…)

«Ο Αποσυναρμολογημένος Άνθρωπος» 

*

 Ή πώς η ψηφιακή τεχνολογία κατατρώει την ύπαρξή μας

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Είναι μόλις 24 ετών. Και δεν έχει γνωρίσει τον κόσμο πριν από την ψηφιακή εποχή. Κι όμως. Το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στη Γαλλία, θέτει το ζήτημα του καιρού μας χωρίς περιφράσεις. Αυτό που κατά τον Baptiste Detombe –αυτό είναι το όνομα νέου Γάλλου δοκιμιογράφου– διακυβεύεται με την ψηφιακή επανάσταση δεν είναι τίποτα λιγότερο από την επιβίωση ή την κατάρρευση του ανθρώπινης ύπαρξης. Το βιβλίο επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τον χώρο στον οποίο κινείται η ολοένα και πιο εικονικοποιημένη ύπαρξή μας, δείχνοντας πώς η αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας που προκαλείται από την ψηφιακή τεχνολογία διαβρώνει σταδιακά ορισμένες από τις πιο βασικές ανθρωπολογικές μας σταθερές εκ των έσω, τόσο στην κατασκευή της ταυτότητάς μας όσο και στη σχέση μας με τον Άλλο.

Εκκινώντας από την στατιστική διαπίστωση ότι τα παιδιά στη Γαλλία περνούν πλέον τόσο χρόνο μπροστά σε μια οθόνη όσο και στην τάξη και οι έφηβοι αφιερώνουν μόνο 12 λεπτά την ημέρα στο διάβασμα έντυπου βιβλίου –σε σύγκριση με 5 ώρες και 10 λεπτά σε οθόνες– ο ταλαντούχος δοκιμιογράφος εξετάζει πώς η ψηφιακή τεχνολογία «κατατρώει τη ζωή μας». Βασιζόμενος σε μια σύνθεση μελετών και δημοσιεύσεων από ερευνητές διαφορετικών ιδεολογικών χώρων, ο Μπατίστ Ντετόμπ σχολιάζει μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ που έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι προτιμούν «να υποβληθούν σε ηλεκτροσόκ παρά να υπομείνουν 6 έως 15 λεπτά σιωπής». Το ποσοστό των ανθρώπων που περιηγούνται στο διαδίκτυο κατά τη διάρκεια του χρόνου διακοπών τους, προσθέτει, «έχει αυξηθεί κατά 40 μονάδες από το 2013 (70%!)». Μέσα σε μια δεκαετία! Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους νέους, των οποίων το εύρος προσοχής κατακερματίζεται ολοένα και περισσότερο και των οποίων οι ζωές υπαγορεύονται από εφαρμογές που, χάρη σε ολοένα και πιο εθιστικούς αλγόριθμους και διαδικασίες (βίντεο 20 δευτερολέπτων, σάρωση με το δάχτυλο, ατελείωτη κύλιση), καθορίζουν τι βλέπουν, τι ακούν και τι τους αρέσει.

«Το σύγχρονο εγχείρημα της αυτονομίας έχει ολοκληρωθεί με την ψηφιακή επανάσταση», λέει σε πρόσφατη συνέντευξή του στην επιθεώρηση Philitt, ο Ντετόμπ, που όταν μιλάει για ψηφιακό κόσμο τα περιλαμβάνει όλα: (περισσότερα…)

Από τον Λαφόργκ στον Έλιοτ και από τον Καρυωτάκη στον Σεφέρη

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Στην «Εισαγωγή στον Θ. Σ. Έλιοτ» του Γιώργου Σεφέρη (1936) και με αφορμή το ζήτημα της «καθαρής ποίησης» (poesie pure) που δέσποζε στις λογοτεχνικές συζητήσεις εκείνου του καιρού, μία παράγραφος έχει ίσως επιπρόσθετη αξία. Αναφερόμενος στην ροπή να τίθεται η συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες του Κ. Καρυωτάκη ως όριο της νέας «καθαρής ποίησης» και αφού θέσει ως απαρχή της σύγχρονης ποίησης το έργο του Μπωντλαίρ (χαρακτηρίζοντας γενικότερα τον συμβολισμό ως το «πρώτο σημαντικό στάσιμο»), ο Σεφέρης αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει και για τις οφειλές του Τ. Σ. Έλιοτ προς τον Ζυλ Λαφόργκ, τον λιγόχρονο και ελάχιστα γνωστό στις ημέρες μας, Γάλλο συμβολιστή που υπήρξε ένας εκ των πρωτοπόρων της νεωτερικής ποίησης.

«Η αποφασιστική επίδραση πάνω στο έργο του Έλιοτ και η πιο γόνιμη, στάθηκε η επίδραση του Jules Laforgue: πικρά συναισθήματα κάτω από μια χιουμοριστική απάθεια, λεπτομέρειες κοινότοπες με μια ροπή να γίνουν συγκλονιστικές, δίψα του απολύτου που καταλήγει σε μηδενισμό, εικόνες ρεαλιστικές εναρμονισμένες με την αίσθηση μιας ψυχικής απομόνωσης, ποίηση γελωτοποιού όπου οι επιστημονικοί όροι και οι λόγιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν μιαν αμλετική αναποφασιστικότητα, μουσική γεμάτη από παρατονισμούς, όπως και η ψυχολογία. Κάτι γνωρίσαμε κι εμείς από τη διάθεση αυτή με τον Καρυωτάκη».

Ποιος ήταν όμως αυτός ο ποιητής, η «διάθεση» του οποίου επηρέασε δραστικά τον Τ. Σ. Έλιοτ μα και τον Κ. Καρυωτάκη; Ο Ζυλ Λαφόργκ γεννήθηκε το 1860 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης, απ’ όπου, μικρό παιδί, επέστρεψε στη Γαλλία για να εξελιχθεί εκεί σε αριστοτέχνη της λυρικής ειρωνείας και σ’ έναν από τους πιο προικισμένους εισηγητές του ελεύθερου στίχου, πριν πεθάνει στο Παρίσι, σε ηλικία μόλις 27 χρονών, φυματικός και πάμπτωχος. Είχε προλάβει να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές (περισσότερα…)

Ο Ζαν Πάουλ Ρίχτερ και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Συμπληρώνονται φέτος 200 χρόνια από τον θάνατο του κορυφαίου πεζογράφου της ρομαντικής Γερμανίας, του Johann Paul Friedrich Richter (Βούνσιντελ 1763 – Μπαϊρόυτ 1825), γνωστότερου ως Ζαν Πάουλ, όπως ο ίδιος θέλησε να μείνει στην ιστορία των Γραμμάτων. Επιδιώκοντας σταθερά την σύνθεση επικού και λυρικού/μουσικού στοιχείου και την σύνδεση του ορατού με τα αόριστα ψυχικά βιώματα, αντιστρέφοντας τη σχέση της φωτεινής επιφάνειας με το εσωτερικό βάθος, ο Ζαν Πάουλ, ξεπερνώντας την διάκριση γεγονότος και αίσθησης αλλά και την δουλεία της μορφής, οδήγησε την ρευστή αμορφία του ρομαντικού μυθιστορήματος στα άκρα της.

Το εντυπωσιακό του ξεκίνημα με τις σατιρικές Δοκιμασίες της Γροιλανδίας και το δημοφιλές μυθιστόρημα Έσπερος ή 45 Μέρες με Σκύλους δεν του χάρισαν την πολυπόθητη αναγνώριση που επιθυμούσε. Ο Χέρντερ και ο Βήλαντ τον επαίνεσαν αλλά ο Γκαίτε και ο Σίλλερ έστεκαν ψυχροί ενώ και το αναγνωστικό κοινό έδειχνε διχασμένο. Κάποιοι τον σέβονταν απόλυτα κι άλλοι τον αντιμετώπιζαν με κούνημα του κεφαλιού και αδιαφορία.

«Βρήκε την υγειά του» αφήνοντας την Βαϊμάρη για το Βερολίνο όπου η βασίλισσα της Πρωσίας Λουίζα αποδείχθηκε ενθουσιώδης αναγνώστρια των έργων του. Αυτό ώθησε τον Ζαν Πάουλ να μετακομίσει μόνιμα στο Βερολίνο τον Οκτώβριο του 1800, όπου έγινε φίλος με τους αδελφούς Σλέγκελ και τους άλλους μεγάλους ρομαντικούς, τον Τικ, τον Σλάιερμαχερ, τον Φίχτε. Από το 1804 όμως εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στο Μπαϊρόυτ όπου έζησε απομονωμένος ως τον θάνατό του. Παρά την απομόνωση όμως, ενέπνεε τις γερμανικές φοιτητικές αδελφότητες, τόσο για τον πατριωτισμό του όσο και για τις τολμηρές μεταφορές και τις λαβυρινθώδεις πλοκές των έργων του, στις οποίες ο Ζαν Πάουλ παρενέβαλλε στοχασμούς και ποιητικά ή φιλοσοφικά σχόλια που μαρτυρούν την αποστασιοποίησή του τόσο από τον διαφωτισμό όσο και από την μεταφυσική. Η πνευματώδης ειρωνεία του διανθιζόταν πάντα με απότομη πικρή σάτιρα και ο νηφάλιος ρεαλισμός του με τα πιο μεταμορφωτικά ειδύλλια. Έτσι, κατέληξε σε μια κοσμοθεωρία χωρίς ψευδαισθήσεις, σε συνδυασμό με την χιουμοριστική παραίτηση από κάθε διάθεση κατήχησης. Κέρδισε τελικά την υψηλότερη εκτίμηση μεταξύ των μεταγενέστερων ποιητών και δεν είναι τυχαίο ότι υπήρξε ο μόνος ποιητής του οποίου τα πλήρη έργα πήρε μαζί του στο Παρίσι ο Πάουλ Τσέλαν, στο έργο του οποίου είναι εμφανείς οι επιδράσεις. (περισσότερα…)

Χρήμα και λογοτεχνία στη Γαλλία του 19. αιώνα

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Αν η Επανάσταση του 1789 καθόρισε την ιστορική εξέλιξη προς την απόλυτη επιβολή του χρήματος επί της εξουσίας, δηλαδή της οικονομίας επί της πολιτικής, στη Γαλλία, τουλάχιστον, αυτή η διαδικασία χρονολογείται αρκετούς αιώνες πίσω, αν λάβουμε υπόψη την εκτεταμένη εξαγορά αξιωμάτων και τίτλων από τις αρχές του 15ου αιώνα, όταν ο Λουδοβίκος ΙΒ΄ επέτρεψε στους πλούσιους να αναλάβουν σταδιακά τον κρατικό μηχανισμό. Γενικότερα, βέβαια, η λατρεία του χρυσού μόσχου διαπερνά όλα τα κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα: ήταν π.χ. η μοναρχία, δέσμια του υλισμού, αυτή που έδωσε το σύνθημα της υποταγής της ευγένειας στον πλούτο και στη διάλυση της οργανικής και συντεχνιακής μεσαιωνικής κοινωνίας. Και υπήρξε αρκούντως τυφλή και αυτοκαταστροφική η εκδίκηση των ευγενών: αυτοί ήταν που άναψαν την πυρά του διαφωτισμού στην οποία θα καίγονταν τα τελευταία τους προνόμια. Τούτων δοθέντων, το 1789 ήρθε μόνο για να άρει τα τελευταία εμπόδια στη βασιλεία της πλούσιας αστικής τάξης και να εγκαινιάσει έναν αιώνα στον οποίο, όπως θα συνοψίσει ο Αλέξις ντε Τοκβίλ, «η επιθυμία να πλουτίσει κανείς με κάθε κόστος, η αγάπη για το κέρδος, η αναζήτηση της ευημερίας και των υλικών απολαύσεων ήταν τα πιο μεγάλα πάθη».

Μέσα στον 19ο αιώνα, ωστόσο, υπάρχει μια ιστορική περίοδος που καμμία άλλη δεν συγκρίνεται μαζί της (μιλούμε για τη Γαλλία πάντα) ως προς το πάθος για χρήμα, που γίνεται εμμονή, όχι απλώς κοινωνική νόρμα αλλά και κεφαλαιώδες λογοτεχνικό αντικείμενο. Στον αιώνα αυτόν των τραπεζιτών, των τοκογλύφων και των νεόπλουτων, που επέβαλε και στους συγγραφείς τον πνευματικό ζυγό του (το πνεύμα του χρήματος, τι τρομερή αντίφαση!), τον αιώνα κατά τον οποίο η Γαλλία γνώρισε δύο επαναστάσεις, δύο αυτοκρατορίες, δύο δημοκρατίες και δύο μοναρχίες, κομβική στάθηκε η περίοδος της Ιουλιανής Μοναρχίας (1830-1848), όταν ο κλάδος της Ορλεάνης για να στηρίξει την Παλινόρθωση και τον σφετερισμό της μοναρχικής νομιμότητας, παραδίδει όλη την εξουσία στην αστική τάξη. Είναι η εποχή που τα γράμματα αρχίζουν να καταβροχθίζονται από το χρήμα και γεννιέται η λαχτάρα του μπεστ σέλλερ προκειμένου οι εκδότες να πλουτίσουν και οι συγγραφείς να επιζήσουν. (περισσότερα…)

«Το ταξίδι» του Ερνέστου Ψυχάρη

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Όταν το 1888 στο αθηναϊκό τέλμα έπεφτε, εξαπολυμένο από το Παρίσι, βαρύ λιθάρι το Ταξίδι του Γιάννη Ψυχάρη, έργο με όσες αρετές και ελαττώματα χρειάζονταν για να αρχίσει ο μεγάλος αγώνας μιας γενιάς που με όπλο τη δημοτική γλώσσα θα πολεμούσε για τη λύτρωση από τις πνευματικές και πολιτικές τροχοπέδες ενός έθνους, ο συγγραφέας του δεν μπορούσε ασφαλώς να φανταστεί πως δεκαπέντε χρόνια αργότερα ο πρωτότοκος γιος του θα άρχιζε ένα άλλο «ταξίδι» που θα τον έβγαζε σε μια άλλη Πίστη, ξένη προς τον ορθολογισμό του πατέρα και κυρίως του παππού του, του περίφημου Ερνέστου Ρενάν. Κι ούτε φυσικά γινόταν να προβλέψει πως η περίφημη και προκλητική φράση «Χαίρουμαι να βλέπω ελληνικό στρατό», με την οποία έκλεινε το Ταξίδι, θα έπαιρνε μιαν άλλη εκδοχή χαράς όταν ο Ερνέστος Ψυχάρης θα παρατούσε κάθε επιστημονική φιλοδοξία για να σταδιοδρομήσει στον γαλλικό στρατό, βρίσκοντας σε αυτόν την οδό προς την αληθινή Γαλλία, την «πρώτη κόρη της καθολικής εκκλησίας». Και, αλίμονο, δεν περνούσε από τον νου του πως τόσο ο Ερνέστος όσο και ο δεύτερος γιος του, ο Μισέλ Ψυχάρης, θα εύρισκαν τον θάνατο στο σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

~.~

Ερνέστος Σπυρίδων Ιωάννης Νικόλαος Ψυχάρης. Αυτό ήταν το πλήρες όνομα του πρωτότοκου γιου του Γιάννη Ψυχάρη και της Νοεμί Ρενάν (κόρης του κορυφαίου ιστορικού και εθνολόγου Ερνέστου Ρενάν) που γεννήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1883 στο Παρίσι και βαπτίστηκε δύο μήνες αργότερα, κατά το ορθόδοξο τυπικό. Όχι γιατί πατέρας ήταν ο Ψυχάρης αλλά γιατί το ζήτησε επιμόνως η προτεσταντικής καταγωγής μητέρα, η Νοεμί. Θα ακολουθούσαν ακόμη τρία παιδιά. Η Ενριέττ (1884-1972), που από τον γάμο της με τον ψυχίατρο Γκαμπριέλ Ρεβώ ντ’ Αλόν απέκτησε δυο γιους, τον γκωλικό στρατηγό Ζαν Γκαμπριέλ Ρεβώ ντ’ Αλόν και τον φιλόσοφο Ολιβιέ Ρεβώ ντ’ Αλόν, ο Μισέλ (1887-1917, βλ. παρακάτω) και η Κορνηλία (1894-1982), σύζυγος του νεοκλασικού συνθέτη Ρομπέρ Σιοάν. Παρά τα τέσσερα παιδιά, ο γάμος του Γιάννη Ψυχάρη και της Νοεμί Ρενάν δεν θα εξελισσόταν καλά. Μέχρι το τυπικό διαζύγιο το 1913, η σχέση τους θα είναι συμβατική και τα παιδιά θα ζουν κυρίως με τη μητέρα και τη γιαγιά τους.

Ζωηρό και μαχητικό παιδί ο Ερνέστος, σε διαρκή αντιπαράθεση με τον πατέρα του, αλλά και γενναιόδωρο (αναφέρεται ένα περιστατικό που χαρίζει το καινούργιο του παλτό σε φτωχό συμμαθητή του), όπως είναι φυσικό, μεγαλώνει μέσα σε περιβάλλον ιδεών, γραμμάτων και τεχνών καθώς είναι ισχυρό το αποτύπωμα του πατέρα και του παππού του αλλά και δύο ακόμη προσώπων, του προπάππου του, του ζωγράφου Άρι Σέφερ και της γλύπτριας γιαγιάς του Κορνηλίας Σέφερ. Οι πρώτες εκτός οικογενείας επιρροές, εξέχουσες μορφές της αντιμιλιταριστικής και αντικληρικαλιστικής διανόησης που επισκέπτονται το σπίτι του Ψυχάρη (Εμίλ Ζολά, Ζαν Ζωρές, Ζωρζ Κλεμανσώ) ενώ από τον σύζυγο της μαγείρισσας της οικογένειας, ένα μαχητικό ριζοσπάστη, θα γνώριζε πρώτη φορά τις σοσιαλιστικές ιδέες. (περισσότερα…)

«Παναγούδα: θαυμάσια τοποθεσία για τη σκήτη μας»

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΩΑΝΤΩΝΙΟΥ

Στις 28 Νοεμβρίου 1914 ο Νίκος Καζαντζάκης και ο Άγγελος Σικελιανός μετρούσαν ήδη δέκα μέρες στο Άγιον Όρος. Το προσκύνημα και η αναζήτηση ενός λυτρωτικού δρόμου που από καιρό η ψυχή τους ζητούσε (αξεδίψαστη από τη δόξα που είχαν προαναγγείλει ο Όφις και το κρίνο ή ο Αλαφροΐσκιωτος), τους είχε φέρει μάλλον απροσδόκητα εδώ. Τρεις μόλις ημέρες μετά την συγκλονιστική και για τους δυο γνωριμία τους στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 1914, όπου ευθύς αναγνωρίστηκαν ως αδελφοί, σε μιαν εποχή που ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμιζόταν (θυμίζω πως το φθινόπωρο εκείνο η Ευρώπη βυθιζόταν στο τέλμα ενός χωρίς προηγούμενο πολέμου), ένα λεύκωμα που τυχαία τράβηξε ο Καζαντζάκης από τη βιβλιοθήκη του Σικελιανού (αν πιστέψουμε τη μυθοποιημένη εκδοχή για την απόφαση του ταξιδιού, όπως στην «Αναφορά στον Γκρέκο» διαβάζουμε), τους είχε φέρει στο περιβόλι της Παναγιάς. Από τις 18 Νοεμβρίου που πήραν το καραβάκι για το Όρος (μετά από ένα τριήμερο στη Θεσσαλονίκη) ως τις 28 οι δύο νέοι φίλοι είχαν ήδη επισκεφθεί τις μονές Ιβήρων, Σταυρονικήτα και Παντοκράτορος.

Ξεκινώντας το πρωί της 28ης Νοεμβρίου από τη μονή Παντοκράτορος για να πάνε στην παρακείμενη (ρωσική τότε) σκήτη του Προφήτη Ηλία, το μονοπάτι τούς βγάζει στην Παναγούδα, στη δασώδη ασκητική περιοχή της Καψάλας, σε ένα ρημαγμένο κάθισμα της οποίας, πολλά χρόνια αργότερα (το 1979) επρόκειτο να εγκατασταθεί ο όσιος Παΐσιος. Η καταγραφή του Νίκου Καζαντζάκη (ο τίτλος που ήδη διαβάσατε) για εκείνη τη μέρα φαίνεται πως είναι μεταγενέστερη, γράφτηκε μάλλον όταν κοίταξε μετά από δεκαετίες ξανά το ημερολόγιό του, πάντως είναι πολύ πριν η εξηρτημένη από τη μονή Κουτλουμουσίου Παναγούδα πάρει την κατοπινή της δόξα εξαιτίας της παρουσίας του Παϊσίου. Σε μια απόληξη λοφίσκου, μέσα σε πυκνή βλάστηση, στον δρόμο από τις Καρυές προς την Ιβήρων, με το παλαιό εκκλησάκι του Γενέσιου της Θεοτόκου (εξ ου Παναγούδα), στη νοτιοανατολική γωνιά της καλύβης και μια πόρτα να βγάζει στην απλωταριά και τη μαγική θέα προς τις Καρυές, ήταν όντως «θαυμάσια τοποθεσία για τη Σκήτη» τους.

Δεν είναι αυτή η πρώτη ή η μόνη αναφορά του Καζαντζάκη στη φιλοδοξία για μια σκήτη. Από την πρώτη μέρα που βρέθηκαν στο Όρος, στις 19 Νοεμβρίου, στον δρόμο από τις Καρυές για τη μονή Ιβήρων, θαυμάζοντας το περιβάλλον, συνεπαρμένοι από το τοπίο αλλά και την ενδιάθετη μεταφυσική ροπή τους (που ξεκινά από την ασκητική αφοσίωση και φτάνει ως την επιθυμία για… ίδρυση θρησκείας), οι δύο φίλοι συζητούν την ιδέα της οργάνωσης μιας σκήτης. Την ιδέα την καταγράφει ο Καζαντζάκης για πρώτη φορά στην ημερολογιακή σημείωση εκείνης της ημέρας («Σκέψεις να χτίσομε μια σκήτη»), πριν προσθέσει λίγο παρακάτω: «Πρέπει να πάρομε μίαν απόφαση ριζική στη Μοίρα μας». Όταν βρεθούν δυο μέρες μετά στη μονή Σταυρονικήτα, βλέποντας το κοιμητήρι της μονής, ο Καζαντζάκης σημειώνει και πάλι: «Θαυμάσιο υπόδειγμα για τη σκήτη μου». Το αντίκρισμα της Παναγούδας είναι λοιπόν η τρίτη αναφορά για τη σκήτη. Και η τελευταία. Στις 29 Νοεμβρίου, το βράδυ, πριν κοιμηθούν στη μονή Καρακάλλου, συζητούν πλέον για κάτι πολύ σοβαρότερο: «για την ουσία της υπέρτατης επιθυμίας μας – να δημιουργήσουμε μια θρησκεία». Μια σκήτη φαντάζει πια χαμηλός στόχος. (περισσότερα…)

Για τον Γιώργο Ιωάννου, σαράντα χρόνια μετά

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Σαράντα χρόνια μετά την πρόωρη και αδόκητη κοίμησή του, μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα. Οφείλουμε στον Γιώργο Ιωάννου την πιο αυθεντική έκφραση της ανθρωπογεωγραφίας της Θεσσαλονίκης, την αρτιότερη μέχρι σήμερα περιγραφή της στη λογοτεχνία μας. Αν αυτό, εκ πρώτης όψεως, φαίνεται να αφορά κυρίως τη μητέρα του πόλη, που έχει χάρη στο έργο του Ιωάννου ένα γερό θεμέλιο αυτογνωσίας αλλά και προσανάμματα ζωής (ζωής αληθινής και όχι υποταγμένης σε ιδέες, είτε λατρευτικών υπερβολών είτε ενοχικών αυτομαστιγώσεων), η νεοελληνική πεζογραφία εν συνόλω τού οφείλει και κάτι επιπλέον. Ένα παράδειγμα έξοχου ύφους, το οποίο αναγνωρίστηκε και τιμήθηκε, παρά τις αντιρρήσεις ενός συμπλεγματικού μικροαστικού προοδευτισμού που στο όνομα του μοντερνισμού, τού καταλόγιζε… επαρχιωτισμό.

Το παράδειγμα του Ιωάννου, η μονομερής αφήγηση με διάσπαση του θέματος σε ψηφίδες, η ανασύνθεση του χρόνου, η καταγραφή των συμβαινόντων με λόγο ενδιάθετο και τρόπο προσωπικό, πρωτότυπο και πειστικό, δεν ανανέωσε απλώς την ηθογραφία μιας ιδανικής ενότητας σώματος και ψυχής, που συντηρεί τα όνειρα ενός ολόκληρου κόσμου με αξιοπρέπεια και κατανόηση. Μπορεί να είχε ως πυρήνα έμπνευσης τη Θεσσαλονίκη, νομίζω ωστόσο πως αφορά γενικότερα και τον τρόπο που αντικρίζουμε τη ζωή και την τέχνη. Αν δηλαδή θέλουμε να είναι αυτό οικειοποίηση και στη συνέχεια ανάπλαση του κοινού βιώματος, μύθων χάρη στους οποίους μπορούμε να συνυπάρχουμε, ή διανοητική άσκηση ξεριζωμένων γραφομανών.

Μίλησα ήδη για βίωμα και τη σημασία να έχει ο λόγος βάρος βιώματος. Δεν εννοώ πως πρέπει η αφήγηση να είναι αυτοβιογραφική. Ο Ιωάννου αυτό το απέφυγε θαυμάσια γιατί ήξερε πώς από το εφήμερο και το ιδιωτικό να ανάγεται στο διαρκές και το συλλογικό. Μπορεί να ξεκινά από το υπαρκτό βίωμα, ουδέποτε όμως ξεπέφτει σε οικτίρμονα αυτοπαρατήρηση ή σε μελοδραματικά ξεσπάσματα. Δεν είχε ψυχολογία πλασιέ. Το πάθος του για την κληρονομιά και την παράδοση δεν ήταν αφελές. Πήγαζε από τη βαθιά γνώση ότι ο διχασμός μεταξύ του δήθεν υψηλού καλλιτεχνικού έργου και του λαϊκού αναγνώσματος είναι μια από τις κακοδαιμονίες όχι απλώς της λογοτεχνίας αλλά του μοντέρνου κόσμου γενικά. Η διήγηση είναι τέχνη λαϊκή εκ φύσεως, ακροαματική από τη σύστασή της. Και συνάπτεται πάντα με τα κοινά πάθη. (περισσότερα…)

Νικαίας εγκώμιον

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Τη χρονιά αυτή συμπληρώνονται 1700 χρόνια από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο η οποία συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας. Οι θεολογικές εκδηλώσεις, προφανώς, θα είναι αρκετές. Στο σημείωμα αυτό ας θυμηθούμε την κάποτε λαμπρή ελληνική πόλη της Βιθυνίας, που γνώρισε κι αυτή τις συνέπειες της κατάκτησης και του εξανδραποδισμού, μέσα από το εγκώμιο που έγραψε ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις, τον καιρό που η πόλη ήταν έδρα του εξόριστου βυζαντινού κράτους (μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινούπολης, την 13η Απριλίου 1204) και το οποίο σε ελεύθερη νεοελληνική απόδοση παραθέσαμε στο βιβλίο Το στέμμα των αυγών (Καστανιώτης, 2020). Το 1331, μετά από τριετή πολιορκία, η Νίκαια έπεσε οριστικά στα χέρια των Οθωμανών. Έκτοτε παρήκμασε και το 1920, πριν εισέλθει σε αυτήν ο ελληνικός στρατός, για μια τελευταία ελπίδα ελευθερίας, γνώρισε τη δήωση από τους τσέτες του Κεμάλ, τη σφαγή των κατοίκων της και την καταστροφή του ιστορικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (φωτογραφία). Ο άλλος ιστορικός της ναός, η Αγία Σοφία, που μετατράπηκε σε μουσείο, σήμερα λειτουργεί και πάλι ως τζαμί. Το κείμενο που ακολουθεί, ενός λαμπρού διανοούμενου βασιλέα που πέθανε δυστυχώς νεότατος, αφήνοντας όμως έργο στιβαρό, φιλοσοφικό, θεολογικό αλλά και υμνογραφικό (δικός του ο Μεγάλος Παρακλητικός Κανόνας), ας είναι ένα πενιχρό μνημόσυνο των χιλιάδων αφανών μαρτύρων της Νικαίας, θυμάτων της φρίκης που οι άνθρωποι ονομάζουν Ιστορία.

~.~

Νικαίας εγκώμιον

«Νου θεϊκό θα πω αυτή την πόλη και τους πολίτες της αγαθούς διότι πράξη και θεωρία ευγενικά ενώνουν, τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας του λόγου με βήμα σταθερό, και από τη δύναμη της λογικής κοσμούμενοι, τον οικείο τους νου περιτειχίζουν· την πολιτεία τους, για να την κάνουν πιο περίβλεπτη κι από τον μηδικό τον πλούτο κι απ’ τη χρυσή ομηρική αλυσίδα που κρέμεται απ’ τον ουρανό. Έτσι έγινε αυτή η βασιλική πόλη ανώτερη κάθε άλλης, τους κατοίκους της περιβάλλοντας με τον πιο ωραίο ήχο, το πλέον εξέχον άκουσμα. Και σεμνυνομένη σεμνύνεται και στηριζομένη στηρίζει κι αν υπάρχει ακόμη κάποια ενάντια πολιτεία, αυτή με την ευστάθειά της είναι λιμάνι που από κείνη τους κατοίκους της προστατεύει. Διότι το σώμα τότε δεν παρεκκλίνει μόνον, όταν υπάρχει ευρυθμία ανάμεσα στα μέλη, τα μέρη και τα όργανά του…».

Μέρα λαμπρή, σε ώρα μελιχρότατη ο λαός της Νικαίας άκουγε το εγκώμιό του και ήταν χυμένο ολόγυρα κάτι πιο χαϊδευτικό κι από το αεράκι της Προποντίδας, πιο δροσερό από το βάλσαμο των ολοπράσινων πευκώνων του Ολύμπου που ντύνανε τη γιορτή της επιστροφής του βασιλέα, μουσική υπόκρουση στα λόγια του διαδόχου για την πόλη που είναι κέντρο των γραμμάτων του καιρού μας, Αθήνα του αιώνα μας. Μα ο ρήτορας ήξερε και πώς μια πόλη στην παρακμή ξεπέφτει – δεν εγκωμίαζε μόνο: (περισσότερα…)

«Εμπρός, μη χάνεις πια καιρό, μάθε πώς να πεθάνεις»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
( το Πρώτο Μέρος εδώ )

«Θα έπρεπε να γίνεις πάρα πολύ σκληρός για να μην περιπέσεις στη μαγεία αυτής της εξαιρετικής ποιήτριας με το φωτεινό μυαλό και το κρύο αίμα», έγραφε ο Αντρέ Ζιντ (Journal, 20 Ιανουαρίου 1910), κι όσο σκεπτικιστής κι αν είναι κάποιος, ο λόγος του Κωστή Παλαμά πως η ντε Νοάιγ είναι «ο μέγιστος των ζώντων ποιητών της Γαλλίας» (Εμπρός, 13 Απριλίου 1921), αρκεί για να προσέξουμε αυτή την ποιήτρια, όχι τόσο για τις τιμές που έλαβε (Μεγάλο Βραβείο Γαλλικής Ακαδημίας το 1921) ή για τον θαυμασμό που της απένειμαν μεγάλες μορφές του καιρού της (μιλήσαμε ήδη για τον Προυστ), όσο για τους λόγους που ο παθιασμένος λυρισμός, το αίσθημα της ευφορίας μέσα στη φύση και η κατασταλαγμένη ομορφιά που δοξάζει τη ζωή ακόμα και υπό τη σκιά του θανάτου, μπορούσε να συγκινεί ενώ ο μοντερνισμός γινόταν κυρίαρχος.

«Ο ελληνικός λυρισμός προώρισται να κρατεί εν Γαλλία τα σκήπτρα», διαβάζουμε πάλι στο Εμπρός (8 Φεβρουαρίου 1921), στο κείμενο υπό τον τίτλο «Μια μεγάλη Γαλλοελληνίς ποιήτρια». Η φράση ακούγεται πομπώδης αλλά δεν είναι αστήρικτη αν συναφθεί με την παράδοση του Αντρέ Σενιέ (με μητέρα από την Κωνσταντινούπολη κι αυτός) και του Ζαν Μωρεάς, που επιτρέπουν στον συνεργάτη της εφημερίδας υπό το όνομα «Εμπροσθοφύλαξ» να χαρακτηρίζει την ντε Νοάιγ «ζωντανή ενσάρκωση τής ελληνογαλλικής πνευματικής ενώσεως», πριν απευθυνθεί στον Παλαμά (επίσης συνεργάτη της εφημερίδας) για να του ζητήσει να μεταφράσει, ως ο ενδεδειγμένος, την ποίηση της Νοάιγ,

«καθ’ όσον το πνεύμα του και το πνεύμα της κομήσσης ντε Νοάιγ συγγενεύουν πολυτρόπως και όχι μόνον κατά την εθνικήν των προέλευσιν. Διότι και η Νοάιγ, καθώς ο Παλαμάς, δεν ήντλησαν από την αρχαία Ελλάδα μόνον την αρμονία και την θαυματουργό εκείνη δύναμιν της συναδελφώσεως της τέχνης με την Ζωήν· εποτίσθησαν αμφότεροι από την φιλοσοφίαν της αρχαίας ποιήσεως ήτις έκαμε και τους δύο κορυφαίους πανθεϊστάς. Και οι δύο κατόρθωσαν να συνταυτίσουν το ποιητικό των Εγώ με τον Μέγα Πάνα, μέσα εις τα θελκτικά κύματα του οποίου διαλύονται με σφριγηλή ηδονή, χωρίς όμως, σύμφωνα πάντα με την αρχαίαν αντίληψιν, να χάνουν ούτε την ατομικότητα των ούτε και την προς την ζωήν  ορμήν».

Πράγματι. Η Νοάιγ μπορούσε να προσκυνά τη βομβαρδισμένη από τούς Γερμανούς μητρόπολη της Ρεμς («Σε είδα, ω ομορφιά που τίποτα δεν μπόρεσε να σε ατιμάσει, σε είδα πιο βασανισμένη και πιο σοφή… Ζωντανή και λεπτή και με τη σάρκα, όμοια τον έρωτα να εμπνέεις και τα δάκρυα… Ω κουρασμένο και ήσυχο πρόσωπο, μεγάλε μάρτυρα των σκέψεων, των μαστίγων και των πολιτισμών, ο κόσμος όλος σε υμνούσε μα η καρδιά σ’ αγαπούσε λιγότερο όταν δεν είχες τη τωρινή σου μορφή», μεταφράζει ο «Εμπροσθοφύλακας» από την έκδοση των «Αιώνιων Δυνάμεων» που πριν από λίγους μήνες είχε κυκλοφορήσει στη Γαλλία), και την ίδια στιγμή να στέκεται στο Βερντέν, μπροστά στους τάφους των νεκρών, χωρίς καμία παρατονία, καμιά κομπορρημοσύνη ή ιερόσυλες πομφόλυγες: «Διαβάτη, να είσαι φιλάργυρος εδώ σε φράσεις ή χειρονομίες. Στοχάσου, λάτρευε, προσκύνα και κρύβε ό,τι νιώθεις». (περισσότερα…)

«Ό,τι ρίχνει ο καιρός, το χέρι μου έρχεται να το ξανασηκώση»

*

Ο Κωστής Παλαμάς και η κόμισσα ντε Νοάιγ

~.~

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Έχει υποστηριχθεί βάσιμα ότι η ποιητική συνείδηση του Παλαμά διχάζεται ανάμεσα στη γυναίκα της αίσθησης και τη γυναίκα της ιδέας, στη γυναίκα της γης και τη γυναίκα τ’ ουρανού, στη γυναίκα της προσευχής και τη γυναίκα της λαγνείας. Ό,τι και όπως αν αγαπάει όμως ο Παλαμάς, το καρδιοχτύπι του έχει μιαν ένταση που τον κάνει να λυγίζει και θαμπωμένος υπακούει κι υποτάσσεται νικημένος, είτε από τη λάμψη της αγιοσύνης είτε από τη φλόγα του κορμιού. Το κείμενο του Κωνσταντίνου Τσάτσου υπό τον τίτλο Νεράιδες (Κ. Τσάτσος, Παλαμάς, σ. 36) είναι διαφωτιστικό για τον τρόπο που εντάσσονται σε αυτή την προσέγγιση τρεις γυναικείες μορφές, η Τρισεύγενη, η Μελένια και η Θεοφανώ. Υπάρχει ωστόσο μια μορφή, πραγματική και όχι πλαστική, που συνθέτει τις δύο εκδοχές σε μία τρίτη, ενιαία κι ίσως υψηλότερη. Μια γυναίκα που δεν είναι κάποια από τις περίφημες νεράιδες ή τις μούσες του και ούτε «καταλύτρα είναι αξήγητη κι αταίριαστη και ξένη, [που] ο λογισμός της αίνιγμα και τάφος η ομορφάδα της όσο κι αν αστράφτει» – πόσο μάλλον «προδότρα» για να θυμηθούμε το ποίημα Η Αφροδίτη στον Πυγμαλίωνα (Πολιτεία και Μοναξιά, Άπαντα, Ε΄, σ. 413).

Αναφέρομαι στην Άννα Ελιζαμπέτ Μπασαράμπα (Μπιμπέσκο-Μπρανκοβάν), πιο γνωστή ως κόμισσα ντε Νοάιγ (Noailles), μία από τις επιφανέστερες μορφές της γαλλικής λογοτεχνίας το πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα που αγαπήθηκε πολύ και στην Ελλάδα του ’20, κυρίως χάρη στον Παλαμά. Η Άννα ντε Νοάιγ (1876-1933) υπήρξε η μόνη γυναίκα ποιήτρια που απέσπασε στη Γαλλία της εποχής της τις υψηλότερες δημόσιες τιμές. Παρά τη μερική λήθη, η οποία επήλθε μετά τον θάνατό της, κρίσεις σύγχρονες επιβεβαιώνουν ότι εκείνη η αναγνώριση υπήρξε επάξια. Με πολύπλευρο έργο, ύστατη λάμψη ρομαντισμού τον καιρό που επελαύνει πλέον ο μοντερνισμός, παρά το χάσμα περιεχομένου και μορφής που χαρακτηρίζει την ποίησή της –καθώς δυναμικές έννοιες και εικόνες προσπαθούν να διαλύσουν μια δομή που παραμένει σε μεγάλο βαθμό κλασική– η Άννα ντε Νοάιγ, σε διάλογο με ολόκληρη τη γαλλική λογοτεχνική παράδοση και με παράλληλη πηγή έμπνευσης τον ελληνικό πανθεϊσμό και τη νιτσεϊκή σκέψη, κατάφερε να οικοδομήσει ένα πρωτότυπο ποιητικό όραμα. Το ποιητικό της σώμα, που θα μπορούσε να περιγραφεί με διονυσιακούς όρους, ερωτικό, εκστατικό, αισθησιακό, παιγνιώδες και μερικές φορές βίαιο, ήταν πάντα σφραγισμένο από ένα τραγικό υπόγειο ρεύμα που έγινε πιο εμφανές προς το τέλος της ζωής της.

Γεννημένη στο Παρίσι (15 Νοεμβρίου 1876), στην Boulevard de La Tour-Maubourg 22, η Άννα ντε Νοάιγ ήταν κόρη του Ελληνορουμάνου πρίγκιπα Γριγκόρι Μπιμπέσκο Μπρανκοβάν (1827-1886) και της Ελληνίδας Ραλλούς Μουσούρου (1848-1923). Ο Γριγκόρι Μπιμπέσκο ήταν γιος του πρίγκιπα της Βλαχίας Γκεόργκε Μπιμπέσκο (από οικογένεια βογιάρων της Κραϊόβα) και της Φαναριώτισσας Ζωής Μαυροκορδάτου. Η επίσης Φαναριώτισσα μητέρα της Άννας, η Ραλλού Μουσούρου (αξιόλογη πιανίστρια στην οποία ο Παντερέφσκι αφιέρωσε αρκετές από τις συνθέσεις του), ήταν κόρη του αξιωματούχου της οθωμανικής αυτοκρατορίας Κωστάκη Μουσούρου και της Άννας Βογορίδη. Ο Κ. Μουσούρος, πρέσβης στην Αθήνα και αργότερα στο Λονδίνο, είναι κυρίως γνωστός από το επεισόδιο με τον βασιλέα Όθωνα που παρ’ ολίγον να οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο το 1847. Απώτερη καταγωγή των Μουσούρων ήταν η Κρήτη. Εκεί γεννήθηκε ο επιφανής λόγιος της Αναγέννησης Μάρκος Μουσούρος, καθηγητής στην Πάδοβα στις αρχές του 16ου αιώνα κι από τους πρώτους εκδότες στην Ιταλία αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Η Άννα δήλωνε περήφανη γιατί καταγόταν από την Κρήτη, εκφράζοντας τη λύπη της που λόγοι υγείας εμπόδιζαν το ταξίδι της εκεί (Άπαντα Κ.Π., ΙΓ΄, 323). (περισσότερα…)

Και θα υπάρχει…

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

Ένα πρωί του 1978, σε μια από τις πρώτες τους «κοπάνες», τέσσερις μαθητές της Δευτέρας Γυμνασίου βρέθηκαν στο σπίτι ενός απ’ αυτούς (του Ιορδάνη Τρ.), όπου μέχρι το μεσημέρι άκουγαν παλιούς δίσκους του Στέλιου Καζαντζίδη. Λίγες ημέρες μετά, ένα από τα παιδιά εκείνης της παρέας, αυτός που γράφει τούτες τις γραμμές, αγόραζε έναν από τους πρώτους του δίσκους βινυλίου. Το περίφημο 33 στροφών lp «Υπάρχω» έπαιζε για μέρες σ’ ένα σπίτι που ως τότε ακούγονταν Θεοδωράκης, Χατζιδάκις και Αττίκ.

Ουδέποτε υπήρξα οπαδός μιας άκαμπτης αντικειμενικής αισθητικής αλλά ούτε με έπεισαν ποτέ οι φυγόπονες θεωρίες της πλαδαρής υποκειμενικότητας. Στην περίπτωση του Στέλιου Καζαντζίδη, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει σοβαρά ότι μιλούμε για ένα αδιανόητο μέγεθος φωνής, όμοιο του οποίου δεν γνώρισε ο ελληνικός εικοστός αιώνας. Στον περί ου ο λόγος δίσκο, σε ένα τραγούδι με τίτλο «Τι θέλεις από μένανε» (στο οποίο ο Καζαντζίδης, σχεδόν «αναιρώντας» την κεντρική… διακήρυξή του, τραγουδά «για σένα δεν υπάρχω πια»), μπορεί κανείς να ακούσει πώς αλλάζει διαρκώς μουσικές κλίμακες χωρίς να παίρνει ανάσα ενώ η φωνή του εκτινάσσεται με απίστευτο τρόπο από τον βυζαντινό πλάγιο ήχο σε οκτάβες βαρύτονου όπερας. Πέρα από την φωνή όμως. Στον Καζαντζίδη έχουμε τη ρητή αποτύπωση της ιωνικής μας ψυχής που ο κόμπος του λυγμού της πνιγόταν και ποτέ δεν έγινε κλάψα (όπως εύκολα και άκριτα κάποιοι νόμισαν) αλλά ένα σιωπηλό, σχεδόν ανέκφραστο δάκρυ. Γνωρίζω πως κάποιοι χαμογελούν και μόνο με το άκουσμα της λέξης «ψυχή». Προτιμούν πιο εγκεφαλικούς όρους, ακόμη και αυτοί που εμπιστεύονται τη ζωή τους σε ψυχ-αναλυτές και ψυχ-ιάτρους. (περισσότερα…)