*
Ἐπιμέλεια στήλης-Μετάφραση
ΤΕΤΟΣ ΣΟΥΡΔΟΣ
Ὁ Ἐμίλ Σιοράν (ρουμανιστί Τσοράν) γεννήθηκε στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1911 στό Ρασινάρι της Ρουμανίας. Ριζοχώρι των Καρπαθίων. Θά ἀναπολεῖ πάντοτε τίς παλιές καλές ἡμέρες πού ἔζησε ἐκεῖ. Ὁ πατέρας του, ὁ Ἐμιλιάν, ὀρθόδοξος ἱερέας. Ἡ μητέρα του, ἡ Ἐλβίρα, ἔκλινε πρός τήν ἀθεΐα. Τό 1922, ἕντεκα χρονῶν φοιτᾶ στό γερμανόφωνο Λύκειο τοῦ Σιμπίου, παρακείμενης πόλης. Περιφέρεται ἀσκόπως στά στενά σοκάκια. Πρῶτες κρίσεις ἀυπνίας. Πιθανῶς ἐκεῖ, στίς ροῦγες, «ἅρπαξε γιά πρώτη φορά τήν κακιά ἀρρώστια, τόν ἰό τῆς ἀλήθειας»… (Ἡ συνέχεια τοῦ εἰσαγωγικοῦ σημειώματος τῆς σειρᾶς, ἐδῶ).
![]()
Πολεμῶ νά κρατηθῶ γερά ἀπό τίς στιγμές, ἀλλά αὐτές ξεγλιστροῦν καί φεύγουν: ὅλες τους εἶναι ἐχθρικές ἀπέναντί μου, μέ ἀποδιώχνουν, μέ μιά πεισματική ἄρνηση μοῦ δείχνουν ὅτι δέν θέλουν καμιά ἀνάμειξη μαζί μου. Εἶναι ὅλες τους ἀπλησίαστες, ἀπό κοινοῦ διασαλπίζουν τήν ἀπομόνωση καί τήν ἧττα μου.
Μποροῦμε νά δράσουμε μόνο ὅταν νιώθουμε ὅτι οἱ στιγμές τοῦ χρόνου μᾶς ὑποστηρίζουν καί μᾶς προστατεύουν. Ὅταν μᾶς ἐγκαταλείπουν, εἶναι τότε πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μας νά προχωρήσουμε στήν ὑλοποίηση μιᾶς πράξης, σπουδαίας ἤ ἀσήμαντης. Ἄποροι καί ἀνυπεράσπιστοι, χωρίς ἔρεισμα, ἐρχόμαστε ἀντιμέτωποι μέ μιά ἀξιοπαρατήρητη ἀτυχία: νά μήν ἔχουμε δικαίωμα στόν χρόνο.
*
Σωρεύω παρελθόντα χρόνο, τόν φτιάχνω συνεχῶς ρίχνοντας μέσα του ὅλο τό παρόν, καθώς δέν τοῦ δίνω ποτέ τήν εὐκαιρία νά ἐξαντλήσει τή διάρκειά του. Ζῶ σημαίνει ὅτι ὑφίσταμαι τή μαγική ἐπήρεια τοῦ δυνατοῦ∙ ὅταν ὅμως διαβλέπω στό ἑκάστοτε δυνατό τήν ἐπικείμενη ἔλευση τοῦ παρελθόντος, ὅλα τότε ἀνήκουν δυνητικά στό παρελθόν, δέν ὑπάρχει παρόν καί μέλλον. Ἀκούω τήν κομμένη ἀνάσα καί τόν ἐπιθανάτιο ρόγχο τῆς κάθε στιγμῆς∙ οὐδέποτε συλλαμβάνω τή στιγμή νά διαβαίνει σέ μίαν ἄλλη. Ἀσφυκτιῶν μέσα στό γίγνεσθαι, γίνομαι φορέας νεκροῦ χρόνου.
*
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι εἶναι ἔγχρονοι∙ ἐγώ εἶμαι ἔκπτωτος ἀπό τόν χρόνο. Ἡ αἰωνιότητα πού ἀνυψωνόταν πάνω ἀπό τόν χρόνο δίνει τή θέση της σέ μιά κείμενη ὑποκάτω τοῦ χρόνου αἰωνιότητα∙ μιά ἄγονη οὐσιαστικά ζώνη ὅπου ἕνα μόνο πρᾶγμα ἐπιθυμοῦμε διακαῶς: νά ἐπαναφέρουμε τόν χρόνο, πάσῃ θυσίᾳ νά τόν ἀνυψώσουμε καί πάλι, νά οἰκειοποιηθοῦμε ἕνα κομμάτι του γιά νά τό κατοικήσουμε, νά δώσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ψευδαίσθηση μιᾶς φιλόξενης στέγης. Ὅμως ὁ χρόνος εἶναι κλειστός, ἀπρόσιτος∙ καί τούτη ἡ ἀρνητική, κακή αἰωνιότητα εἶναι καμωμένη ἀπό αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀδυναμία εἰσόδου στόν χρόνο.
*
Ὁ χρόνος ἀποσύρθηκε ἀπό τό αἷμα μου∙ κάποτε τά δύο αὐτά συνδέονταν μ’ ἕνα πνεῦμα ἀλληλεγγύης, κυλοῦσαν συντονισμένα. Δέν εἶναι ἄξιο ἀπορίας ὅτι τίποτα δέν συμβαίνει τώρα πού πάγωσαν. Ἄν ἄρχιζαν καί πάλι νά κινοῦνται θά μποροῦσα νά ξαναβρῶ τή θέση μου ἀνάμεσα στούς ζωντανούς, νά βγῶ ἔξω ἀπό αὐτό τό τέλμα τῆς κατω-παντοτινότητας [sous-éternité] ὅπου λιμνάζω. Δέν τό θέλουν ὅμως οὔτε καί τό μποροῦν. Λές καί ἔχουν καί τά δυό τους βασκαθεῖ: δέν τό κουνᾶνε ρούπι, εἶναι παγωμένα. Καμιά στιγμή δέν εἰσχωρεῖ στίς φλέβες μου. Πολικό αἷμα πού βαστᾶ γιά αἰῶνες!
Ὅ,τι ἀναπνέει, ὅ,τι καλύπτεται μέ τό χρῶμα τῆς ὕπαρξης, ναυαγεῖ στό ἀμνημόνευτο. Εἶναι, ὄντως, ἀλήθεια ὅτι κάποτε γεύτηκα τούς χυμούς τῶν πραγμάτων; Καί ποιά ἦταν ἡ γεύση τους; Μοῦ εἶναι τώρα ἀπροσπέλαστη – καί ἀνούσια. Κορεσμός, χωρίς νά κάνω τό παραμικρό. (περισσότερα…)








