ΝΠ | Σκέψη

O φιλοσοφικός στοχασμός ως αισθητική παιδεία και τέχνη του ευ ζην

*

του ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΡΟΠΟΥΛΟΥ

~.~

ὅτι οὐ τὸ ζῆν περὶ πλείστου ποιητέον ἀλλὰ τὸ εὖ ζῆν  [1]

Σε μια εποχή που η κριτική σκέψη βρίσκεται σε κρίση μέσα στον κυκεώνα των ψηφιακών πληροφοριών, η Φιλοσοφία, τίμιε αναγνώστη μου, επιμένει να είναι ένας αέναος βαθύς συλλογισμός πάνω στα θεμελιώδη ερωτήματα της ύπαρξής μας. Σημαίνει ότι προσλαμβάνουμε τα άμεσα δεδομένα της αισθητικής μας εμπειρίας κατά τρόπο που τα κρίνουμε ανάγοντάς τα στη σφαίρα της προβληματικής που τους αξίζει. Φιλοσοφώντας αντιμετωπίζουμε το βίο μου ως ένα ζητούμενο που προβάλλεται ενώπιον μας μέσα στην κοινωνική αλληλεπίδραση. Το φιλοσοφικό πρόβλημα έχει τις ρίζες του στα ερωτήματα και είναι το λογικό απότοκο μιας διάθεσης ενδελεχών ερευνών και το αναγκαίο αλλά ανεπαρκές καύσιμο της πνευματικής διαδρομής. Ανεπαρκές επειδή πρέπει να θέσουμε τα ερωτήματα ορθά, δηλαδή με τον κατάλληλο τρόπο ώστε να λειτουργούν ως χαραμάδες, ώστε να μπορούμε να δούμε κάπου αλλού. Ως ανοίγματα προς το φως, φτιάχνοντας παράθυρα εκεί που δεν φαίνεται παρά τοίχος. Χρειάζεται μια δοκιμασμένη λογική μέθοδος από τους έμπειρους φιλοσόφους της ιστορίας του πνεύματος. Να ενσκήψουμε στις πηγές της αποταμιευμένης γνώσης. Χωρίς την ορθά διατυπωμένη ερώτηση δεν είναι δυνατόν να κατορθωθεί ένα γνήσιο φιλοσοφικό πρόβλημα. Η ερώτηση λειτουργεί ως φορέας του προβληματισμού και τότε μόνο μπορεί να πραγματωθεί το μεγάλο στοίχημα της παραίτησης από όλα τα δεδομένα τα οποία θα καταφέρουμε να κρίνουμε ως ένα σύνολο προκατειλημμένων θέσεων. Αυτά με μια κίνηση ριζικής ανατροπής, τα εξοβελίζουμε. Η συνείδηση ανακαινίζεται μεταβάλλοντας όλη την ύπαρξη. Μια κάθαρση των ανώφελων «ιδεών». Ο κινητήριος μοχλός λοιπόν θα είναι το γνησίως ορθό φιλοσοφικό ερώτημα, ανοίγοντάς μας σε μια νέα μορφή αναδιαμορφωμένης κοινωνικής ύπαρξης. Ριζική αναθεώρηση.

Παιδιόθεν οι γονείς και οι δάσκαλοι χάραξαν στην κοινωνική αντίληψή μας ένα είδος πρόσληψης της εμπειρίας κρατώντας την υποκειμενική μας κρίση δέσμια και συρρικνώνοντας ή εξαλείφοντάς την. Ονομάζεται  προκατάληψη και τρέφεται από τη μισαλλοδοξία, καθιστώντας την υποκειμενική μας κρίση ανίκανη να συλλογιστεί ερευνώντας τόσο τα καθημερινά γεγονότα όσο τα διαχρονικά ζητήματα της αδιαλείπτως στοχαστικής διάνοιας, τα οποία διψούν όχι τόσο για απαντήσεις όσο για νέα ερωτήματα. Οι προκαταλήψεις ως απατηλές ιδέες φαίνεται να συνθέτουν το συνηθισμένο εαυτό μας που οι άλλοι, ως μια ήδη διαμορφωμένη κοινωνία, ανεξάρτητη από την βούλησή μας, έχουν καθορίσει τις δικές μας προσλαμβάνουσες προσδιορίζοντας τις ηθικές και αισθητικές μας πράξεις. Συγκρουόμαστε λοιπόν δημιουργικά με τον προκατειλημμένο εαυτό μας. Αυτο-σκηνοθετούμε την ζωή μας ως ρέκτες της υπέρβασης των ορίων και της δοκιμασίας των πνευματικών αντοχών μας. (περισσότερα…)

Ἡ παρουσία τοῦ Ζάκ Ντερριντά καί ἡ ἀπουσία τοῦ Παναγιώτη Κονδύλη

*

τοῦ ΤΕΤΟΥ ΣΟΥΡΔΟΥ

~.~ 

Εἰσαγωγή

Ντερριντά καί Κονδύλης. Καί οἱ δύο ὑποβάλλουν σέ αὐστηρό ἔλεγχο τό κοσμοθεωρητικό σχέδιο, μοναδικό στό εἶδος του, πού τεχνούργησε ὁ ἄνθρωπος καί χάρις στό ὁποῖο διαρρύθμισε τήν ἀχανῆ ποικιλία τῶν ἀνθρώπινων ἐκδηλώσεων ὑπάγοντάς τες καθησυχαστικά σέ λίγες παραδεγμένες ἀρχές. Ὁ ἕνας, ὡς οἰονεί μεταφυσικός, ὀπισθοχωρεῖ μέχρι τή διαφωρά, ὁ ἄλλος, ἀφανής καί σκιώδης, διακοσμητικό (;) πρόσωπο σέ ὅλες τίς κεφαλαιώδεις σκηνοθετημένες σημασίες, σχεδόν ἀνώνυμος, εἰσόρμησε στόν διευθετημένο μας κόσμο διασπείροντας ἀνηλεῶς τίς κακές εἰδήσεις του. Πιάνουν τά δυό ἄκρα. Τό εὕρημα τοῦ ἑνός εἶναι γιά τόν ἄλλον ὁριστικός ἀποχαιρετισμός. Ὡστόσο καί οἱ δύο, ὁ ἕνας πρός στιγμήν καί ὁ ἄλλος μόνιμα, συμφώνησαν χωρίς νά φιλιώσουν σέ κάτι: τοῦτος ὁ κόσμος πού ζοῦμε, δέν φυλάσσεται… «Τίποτα δέν συνέβη πρίν ἀπό τό δευτερεῦον». Ἡ ἐν λόγῳ ντερρινταϊκή βραχυλογία θίγει τό οὐσιῶδες μέρος τῆς ὑποθέσεως. Δέν προηγήθηκε καμιά πληρότητα παρουσίας πρίν ἀπό τήν ἔλλειψη. Τό παρόν δέν εἶναι ποτέ πλήρως παρόν, γι’ αὐτό καί εἶναι πάντοτε ἀναγκαία ἡ ἐπανιδιοποίηση ἐκείνου πού ἡ παρουσία στέρησε. Καμιά παρουσία, ἀληθῶς καί πρωτοτύπως, δέν προηγήθηκε∙ καμιά ἐξοχότητα δέν προπορεύτηκε∙ «πάντα ὅμως τήν ὀνειρεύτηκαν καί πάντα τήν ἀναδιπλασίασαν», τήν παρήγαγαν ἐξαλείφοντας τή διαφορά. Ἄν τωόντι κάτι συνέβη πρίν τό δευτερεῦον, τότε θά μποροῦσε κανείς –λ.χ. ὁ Σάφτσμπουρυ ἤ o Χάτσεσον– νά ὑποστηρίξει τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς πρός τήν καλοσύνη. Νά δεῖ τόν κόσμο μέ ἄλλα μάτια. Καί ἀντίστροφα: νά θεμελιώσει ἀδιεκδίκητα καί ὁμόφωνα τήν ἠθική ἀξιολόγηση στήν προσαγωγή τοῦ ζῶντος κόσμου σέ αὐτό πού ὄντως τοῦ συνέβη. Στόν Θεό, στή Φύση, στήν Τάξη, στήν Ἰδέα, στό Λόγο ἤ στήν Ἱστορία.

Οἱ πληρεξούσιοι τοῦ πρωτεύοντος κόσμου στομφάζουν ἀδιάκοπα, ἐπειδή πρέπει νά ἀσφαλίσουν τίς κινήσεις τοῦ δευτερεύοντος κόσμου. Νά κλειδώσουν τό ἀπρονόητο σέ οὐρανοκατέβατες πολιτεῖες. Ἄς πάρουμε στήν τύχη τήν «Τάξη»: Ἡ πίστη στήν ἔφεση τοῦ ἀνθρώπου πρός τό καλό προϋποθέτει τήν ὕπαρξη μιᾶς προνοιακῆς τάξης. Ἕνα καλοῆθες σκοπούμενο διοργανώνει λάθρα τόν κόσμο κατασταίνοντας τόν ἄνθρωπο ὑπηρέτη του. Ὁ Ντερριντά, ἀπολύοντας ἕνα δευτερεῦον χωρίς πρωτεῦον, θραύει the great chain of Being. Δέν συνάπτει τή σωτηρία μέ κανένα ἀξίωμα ἤ ὑπούργημα. Ὡστόσο, ὡς γνήσιος μεταφυσικός, ἐλαύνεται ἀπό θεμελιωτικές ἐπί τῆς πορείας τοῦ κόσμου φιλοδοξίες: τό δευτερεῦον, λυτό, χωρίς πρωτότυπο, ἐρημικό θνητό στόν κόσμο, δέν θά τό ἀφήσει ἐν τέλει ἔρμο καί ἀπόξενο – ἂν καί αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἀκριβῶς εἶναι. Ἐν ἀντιθέσει μέ τόν Κονδύλη θά διαφύγει τή σύλληψη, καθώς θά τοῦ ἐπιφυλάξει θερμή ἐντός τῆς φιλοσοφίας ὑποδοχή καί θά τό κατευοδώσει μέ ἕνα σωρό σπάνιας καλοσύνης λέξεις, σχεδιασμένες στό φιλοσοφικό ἐργαστήριο, παντελῶς ἀδέσμευτες ἀπό τό βάρος τῶν κοινωνικῶν φαινομένων καί χωρίς καμιά ἐμπειρική ἰσχύ. Καταλήγει νά γίνει ἕνας σωτηριώδης καί ὠφέλιμος φιλόσοφος.

Θεωρητικά, Κονδύλης καί Ντερριντά θά μποροῦσαν νά εἶχαν συναντηθεῖ γιά μιά στιγμή, ἄν ἀποκόπταμε ἀπό τό ἔργο τοῦ Ντερριντά τά γεροντικά μεσσιανικά κείμενα (ποιός θά ἔκανε, ὅμως, κάτι τέτοιο;) καθώς καί αὐτές τίς προστάτιδες ἀπό τό κονδυλικό κακό «ἀρχι-έννοιες» (ἀρχι-ίχνος, ἀρχι-βία κτλ.), ἄν, δηλαδή, τόν στενεύαμε στό μισό κείμενο τοῦ 1967 – annus mirabilis μιᾶς ὁρισμένης, μεγαλώνυμης, γαλλικῆς διανόησης, ἡ ἐναντιωματική πρόθεση τῆς ὁποίας ἄσκησε σέ ὅσους ἐνασμενίζονταν σέ νεαρή ἡλικία τόν ἀρνητισμό ἀπαράμιλλη γοητεία. Μιά τέτοια θεωρητική στιγμή παρώθησε ἐν μέρει τίς σελίδες πού ἀκολουθοῦν. (περισσότερα…)

In profundum ή Για μία απολογητική του λάθους

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

~.~

Ο ερμηνευτικός κύκλος σε παραλλαγές

Μέσα στην ιστορία των ιδεών δεν είναι σπάνιες εκείνες οι περιπτώσεις όπου ένα φιλοσοφικό πρόβλημα τίθεται, εκφράζεται, γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας και τελικά επιλύεται (αν ποτέ «επιλύονται» θεμελιώδη φιλοσοφικά ζητήματα) εντός ενός συγκεκριμένου διανοητικού πλαισίου, με δεδομένο λεξιλόγιο και αναφορές, αγνοώντας ή παραβλέποντας ότι το ίδιο πρόβλημα, σε δομικά ομόλογη μορφή, έχει τύχει επεξεργασίας σε ένα παρακείμενο φιλοσοφικό πεδίο. Οι όροι ενδέχεται να παραλλάσσουν, αλλά μία εγκάρσια επισκόπηση πολλαπλών πεδίων προβληματισμού (ήδη πολυτέλεια σε εποχές διανοητικής υπερεξειδίκευσης) επιτρέπει να γίνει αντιληπτή η επανάληψη συγκεκριμένων δομικών μοτίβων κάτω από την επιφάνεια τον ορολογικών τριχοτομήσεων. Δίχως ένα τέτοιο εγκάρσιο βλέμμα, το ίδιο πρόβλημα μπορεί να ταλανίζει όσους εγκύπτουν πάνω του, κουβαλώντας συγκεκριμένα διανοητικά εργαλεία, ενώ έχει ήδη λυθεί λίγο παραδίπλα. Ή να εξαφανίζεται από τα ενδιαφέροντα του συρμού μίας εποχής για να αναφανεί πάλι, υπό μεταμφιεσμένη μορφή, σε μία μεταγενέστερη, η οποία μπορεί να ξεκινάει από το σημείο μηδέν, έχοντας λησμονήσει όλες τις προβληματικές που είχαν αναπτυχθεί γύρω του. Η στρουκτουραλιστική γλωσσολογία εμφανίστηκε κάποτε ως το απόγειο της διανοητικής εκλέπτυνσης σε όσους αγνοούσαν τα βασικά για τον μεσαιωνικό νομιναλισμό. Σε ένα διαφορετικό πεδίο, αυτό της γνωσιολογίας, τι κοινό μπορεί να έχει η προβληματική περί ερμηνευτικών οριζόντων του Γκάνταμερ με τη σημασιολογική θεωρία περί αλήθειας του Άλφρεντ Τάρσκι και με την παραδόξως διαφωτιστική γνωσιοθεωρία του Παναγιώτη Κονδύλη;

Όλη η προβληματική της ερμηνευτικής περιστρέφεται γύρω από ένα απλό ερώτημα. Πώς είναι δυνατό να ανασυγκροτήσει κανείς επιτυχώς το νόημα κειμένων (καταρχάς των βιβλικών) που ανήκουν σε άλλες εποχές ή εν γένει πολιτισμικών μορφωμάτων που προέρχονται από ριζικά ετερογενείς προς το βλέμμα του παρατηρητή κοινωνίες; Το διακύβευμα εδώ έγκειται στη δυνατότητα εύρεσης ενός αρχιμήδειου σημείου θέασης ώστε να επιτευχθεί μία «αντικειμενική» κατανόηση του άλλου. Εννοείται φυσικά ότι η εύρεση ενός τέτοιου σημείου αποδεικνύεται τελικά χίμαιρα, τουλάχιστον αν κάνεις δεν είναι διατεθειμένος απλώς να απορρίψει τη μία από τις δύο πλευρές που εξετάζονται αντιστικτικά ως παράλογη: είτε, δηλαδή, να οχυρωθεί πίσω από τις οικείες του κατηγορίες σκέψης, αντιμετωπίζοντας το άλλο ως α-νόητο, (περισσότερα…)

Ανάγκες, αντιστάσεις και οι πηγές τους

*

του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

~.~

Η ταυτότητα ενός προσώπου ριζώνει σε έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα, και σχηματίζεται από τη ζύμωση με αξίες και μια συναισθηματική ώθηση προς ό,τι το εν λόγω πρόσωπο θεωρεί ως συγκροτητικό του χαρακτηριστικό. Συγκροτητικά χαρακτηριστικά ενός προσώπου είναι οι ισχυρές του ανάγκες. Τέτοιες ανάγκες υπαγορεύει, για παράδειγμα, μια έμφυτη ροπή, όπως η επιδίωξη της απόλαυσης ή της ελευθερίας. Ανάγκες σχηματίζονται και από τις αξίες σε έναν κοινωνικό σχηματισμό, όπως αξία της ευημερίας ή της δικαιοσύνης. Τόσο οι έμφυτες ροπές (ως αυταξίες) όσο και οι αξίες που μας έχουν διαμορφώσει σε κοινωνικό σχηματισμό, γίνονται φανερές στις ανάγκες μας: τόσο στις ορμές που έχουμε, όσο και στις αντιστάσεις που προβάλουμε. Οι ανάγκες αποκαλύπτονται σε όσα πράττουμε, αλλά και σε όσα δεν πράττουμε. Ένα παράτολμο βήμα στο πέρασμα του Γιόσου, ανεβαίνοντας τον Όλυμπο, συναντά αντιστάσεις λόγω της έμφυτης ροπής για αυτοσυντήρηση (ισοδύναμα, για αποφυγή πόνου). Ανάλογα με το οικοσύστημα των αξιών του, ένα πρόσωπο συναντά αντιστάσεις στο να διακινήσει ναρκωτικά.

Οι ανάγκες μας, είτε διαμορφώνουν ορμές, ενίοτε ικανές να καταλύσουν δεσμούς, είτε μας προκαλούν αντιστάσεις, σαν ένα εσωτερικευμένο ‘πρέπει’ στη συμπεριφορά μας. Άλλες ανάγκες είναι ισχυρές και γνήσιες μέσα μας, άλλες επίπλαστες. Γι’ αυτό και κάθε αίτημα πληρότητας, συνυφαίνεται με ένα αίτημα αυτογνωσίας και ξεκαθαρίσματος των αναγκών μας. Για να γίνει ένα τέτοιο ξεκαθάρισμα, χρήσιμο είναι να αναρωτηθούμε πως σχηματίζονται οι ανάγκες μας, ποιες είναι οι πηγές τους. Μπορούμε να αναγνωρίσουμε τέσσερεις πηγές που γεμίζουν την κοίτη των αναγκών μας στην ανθρώπινη περιπέτεια: α) η βιολογική μας συγκρότηση β) η ιστορικότητα των αξιών ενός πολιτισμού, γ) οι πρακτικές που συμμετέχουμε στο εδώ και τώρα ενός κοινωνικού σχηματισμού, δ) η συναισθηματική ιδιαιτερότητα ενός μεμονωμένου προσώπου. (περισσότερα…)

Πετράρχης, Η Ομιλία της Στέψης

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

Ο Πετράρχης (1304-1374) έτρεφε από την πρώιμη νεότητά του την επιθυμία να καταξιωθεί, και μάλιστα μέσω ενός επισήμου τελετουργικού στέψης, ως δεσπόζουσα μορφή των γραμμάτων. Την επιθυμία του ερέθισε η αναπάντεχη αναβίωση του εθίμου της απόδοσης δημοσίων τιμών σε επιφανείς ποιητές στις αρχές του 14ου αιώνα. Τούτη η αναβίωση βασίστηκε σε μια μάλλον ισχνή κατανόηση των διασωθεισών μαρτυριών για τους ποιητικούς αγώνες που τελούνταν κατά τη διάρκεια των Καπιτωλίων. Σε κάθε περίπτωση, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη το ενδιαφέρον που προκάλεσε σε όλη την Ιταλία, το καθοριστικό έναυσμα δόθηκε με τη βράβευση του ποιητή Αλμπερτίνο Μουσάτο από τις πανεπιστημιακές και διοικητικές αρχές της Πάδοβας, το 1315. Είναι γνωστό πόσο πολύκροτη κατέστη λίγο αργότερα η ματαίωση της επιθυμίας του Δάντη να λάβει αντίστοιχη τιμή από την πόλη της Φλωρεντίας. Για τον νεαρό Πετράρχη δε, έναν πρόσθετο ενθουσιασμό στην προοπτική να στεφθεί με το δάφνινο στεφάνι, γεννούσε η ομοηχία του ποθητού τροπαίου (Laurea) με το αειθρύλητο αντικείμενο του έρωτά του, τη Laura.

Ο Πετράρχης κινήθηκε πετυχημένα ώστε να του προταθεί, το 1340, η απόδοση δημόσιας καταξίωσης. Τούτο αποτελεί από μόνο του ένα παράδοξο, αφού ο ίδιος ήταν τότε μόλις 35 ετών, και δεν είχε ακόμα δημοσιεύσει ούτε ένα έργο από αυτά που θα καθιστούσαν, πράγματι, το όνομά του αθάνατο. Την πρόσκληση την κατέστησε μάλλον εφικτή η αρχαιογνωσία του, και η ιδιότητά του ως πολλά υποσχόμενου ποιητή. Ο ίδιος αναφέρει ότι προσκλήσεις για στέψη έλαβε τόσο από την πόλη του Παρισιού, όσο και από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο. Με προφανή τη συμβολική διάσταση, προτίμησε η στέψη να γίνει, (περισσότερα…)

«Ο Αποσυναρμολογημένος Άνθρωπος» 

*

 Ή πώς η ψηφιακή τεχνολογία κατατρώει την ύπαρξή μας

*

του ΚΩΣΤΑ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΙΟΥ

~.~

Είναι μόλις 24 ετών. Και δεν έχει γνωρίσει τον κόσμο πριν από την ψηφιακή εποχή. Κι όμως. Το βιβλίο του, που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες στη Γαλλία, θέτει το ζήτημα του καιρού μας χωρίς περιφράσεις. Αυτό που κατά τον Baptiste Detombe –αυτό είναι το όνομα νέου Γάλλου δοκιμιογράφου– διακυβεύεται με την ψηφιακή επανάσταση δεν είναι τίποτα λιγότερο από την επιβίωση ή την κατάρρευση του ανθρώπινης ύπαρξης. Το βιβλίο επιχειρεί να αποκρυπτογραφήσει τον χώρο στον οποίο κινείται η ολοένα και πιο εικονικοποιημένη ύπαρξή μας, δείχνοντας πώς η αναδιαμόρφωση της πραγματικότητας που προκαλείται από την ψηφιακή τεχνολογία διαβρώνει σταδιακά ορισμένες από τις πιο βασικές ανθρωπολογικές μας σταθερές εκ των έσω, τόσο στην κατασκευή της ταυτότητάς μας όσο και στη σχέση μας με τον Άλλο.

Εκκινώντας από την στατιστική διαπίστωση ότι τα παιδιά στη Γαλλία περνούν πλέον τόσο χρόνο μπροστά σε μια οθόνη όσο και στην τάξη και οι έφηβοι αφιερώνουν μόνο 12 λεπτά την ημέρα στο διάβασμα έντυπου βιβλίου –σε σύγκριση με 5 ώρες και 10 λεπτά σε οθόνες– ο ταλαντούχος δοκιμιογράφος εξετάζει πώς η ψηφιακή τεχνολογία «κατατρώει τη ζωή μας». Βασιζόμενος σε μια σύνθεση μελετών και δημοσιεύσεων από ερευνητές διαφορετικών ιδεολογικών χώρων, ο Μπατίστ Ντετόμπ σχολιάζει μια πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ που έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, οι άνθρωποι προτιμούν «να υποβληθούν σε ηλεκτροσόκ παρά να υπομείνουν 6 έως 15 λεπτά σιωπής». Το ποσοστό των ανθρώπων που περιηγούνται στο διαδίκτυο κατά τη διάρκεια του χρόνου διακοπών τους, προσθέτει, «έχει αυξηθεί κατά 40 μονάδες από το 2013 (70%!)». Μέσα σε μια δεκαετία! Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τους νέους, των οποίων το εύρος προσοχής κατακερματίζεται ολοένα και περισσότερο και των οποίων οι ζωές υπαγορεύονται από εφαρμογές που, χάρη σε ολοένα και πιο εθιστικούς αλγόριθμους και διαδικασίες (βίντεο 20 δευτερολέπτων, σάρωση με το δάχτυλο, ατελείωτη κύλιση), καθορίζουν τι βλέπουν, τι ακούν και τι τους αρέσει.

«Το σύγχρονο εγχείρημα της αυτονομίας έχει ολοκληρωθεί με την ψηφιακή επανάσταση», λέει σε πρόσφατη συνέντευξή του στην επιθεώρηση Philitt, ο Ντετόμπ, που όταν μιλάει για ψηφιακό κόσμο τα περιλαμβάνει όλα: (περισσότερα…)

Αυταξίες και οι φάροι

*

του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

~.~

Η ταυτότητα ενός προσώπου ριζώνει σε έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα, και σχηματίζεται από τη ζύμωση με αξίες και μια συναισθηματική ώθηση προς ό,τι το εν λόγω πρόσωπο θεωρεί ως συγκροτητικό του χαρακτηριστικό. Αλλά με ποιον τρόπο αλληλεπιδρούν έμφυτες ροπές και αξίες; Για παράδειγμα, μήπως η επιδίωξη ισχύος έχει αιτιακή σχέση με την αξία του θάρρους και της γενναιότητας; Πώς συνδέεται η επιδίωξη απόλαυσης διά των αισθήσεων με την αξία της ομορφιάς; Η φροντίδα προς τρίτους δεν είναι ταυτόχρονα και μία έκφραση ευσπλαχνίας;

Εφόσον οι έμφυτες ροπές εδράζονται στην έμβια (ή βιολογική) πραγματικότητα και οι αξίες εκφράζουν έναν ορθολογισμό, όντας εξισορροπητικές μεταξύ έμφυτων ροπών,  η σχέση  τους μοιάζει με  εκείνη μεταξύ βιολογικών και έλλογων χαρακτηριστικών του ανθρώπου. Για μία τέτοια σχέση, οι επιλογές από τον φιλοσοφικό διάλογο είναι αρκετές. Μία πρώτη, αυτή της διχοτόμησης, εισάγει ένα δυϊσμό μεταξύ έμφυτων ροπών και αξιών ανάλογο με τον δυϊσμό φύσης και λόγου. Όμως ένας τέτοιος δυισμός δεν συνιστά εδώ επιλογή, αφού στις έμφυτες ροπές με ηθική βαρύτητα  συγκαταλέγεται η ομιλίας της φυσικής μας  γλώσσας, κάτι που αντικατοπτρίζεται στη δημιουργία και την ελευθερία, κατεξοχήν έλλογα χαρακτηριστικά με αξιακό φορτίο ικανό να επηρεάσει αποφάσεις προσανατολισμού. (περισσότερα…)

Hans-Georg Gadamer, Προκαταλήψεις, αυθεντία και παράδοση

*

Εδώ έχει την αφετήρια του το ερμηνευτικό πρόβλημα. Γι’ αυτόν τον λόγο εξετάσαμε την δυσφήμηση από τους διαφωτιστές της έννοιας της «προκατάληψης». Ό,τι οι θιασώτες της ιδέας της απόλυτης αυτοκατασκευής του Λόγου είδαν ως περιοριστική προκατάληψη, ανήκει ουσιωδώς στην ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Αν επιθυμούμε να κρίνουμε ορθά τον πεπερασμένο και ιστορικό χαρακτήρα του ανθρώπινου Είναι, είναι αναγκαίο πρώτα να αποκαταστήσουμε την έννοια της προκατάληψης και να αναγνωρίσουμε ότι υπάρχουν και προκαταλήψεις νόμιμες. Συνεπώς το κεντρικό ερώτημα για μια αληθινά ιστορική ερμηνευτική, το θεμελιώδες γνωσιοθεωρητικό της ερώτημα, μπορεί αν διατυπωθεί ως εξής: Πού μπορεί να στηριχθεί η νομιμοποίηση των προκαταλήψεων; Τι διαστέλλει τις νόμιμες προκαταλήψεις από τις αναρίθμητες άλλες, των οποίων η υπέρβαση αποτελεί αδιαφιλονίκητο μέλημα του κριτικού λόγου;

Θα προσεγγίσουμε το ερώτημα αυτό εξετάζοντας τη θεωρία περί προκαταλήψεων που ανέπτυξε με κριτική πρόθεση ο Διαφωτισμός και εκθέσαμε παραπάνω, τούτη τη φορά όμως από τη θετική της πλευρά. Σε ό,τι αφορά την διάκριση των προκαταλήψεων σε εκπορευόμενες από την αυθεντία και σε απορρέουσες από την απερισκεψία, είναι κατ’ αρχάς προφανές ότι ο επιμερισμός αυτός ερείδεται στο θεμελιώδες αξίωμα του Διαφωτισμού, σύμφωνα με το οποίο η μεθοδική και πειθαρχημένη χρήση του Λόγου είναι ικανή να αποτρέψει κάθε πλάνη. Αυτή ήταν η αντίληψη του Descartes για την μέθοδο. Στο μέτρο που κάνουμε χρήση της λογικής μας, μπορούμε να σφάλουμε μόνον αν οι αποφάσεις μας έχουν ληφθεί με απερισκεψία και υπερβολική σπουδή. Από την άλλη πλευρά, η αυθεντία ευθύνεται για το γεγονός ότι δεν κάνουμε καν χρήση της λογικής μας ικανότητας. Στη βάση επομένως του επιμερισμού αυτού βρίσκεται μια στεγανή αντίθεση μεταξύ αυθεντίας και Λόγου. Είναι αυτή η αβασάνιστη προτίμηση προς κάθε τι το παλαιό, προς κάθε αυθεντία, που ως εσφαλμένη πρέπει να καταπολεμηθεί. Έτσι ο Διαφωτισμός υπολαμβάνει ως κύριο μεταρρυθμιστικό επίτευγμα του Λούθηρου το ότι «η γενική προκατάληψη που έτεινε να δέχεται αβασάνιστα την κρίση ορισμένων αυθεντιών, ιδίως του πάπα της φιλοσοφίας (ως τέτοιος υπονοείται ο Αριστοτέλης) και εκείνου της Ρώμης, εξασθένησε κατά πολύ»… Με τον τρόπο αυτό, η Μεταρρύθμιση οδηγεί στην άνθηση της ερμηνευτικής, η οποία αναλαμβάνει πλέον να διδάξει την ορθή χρήση του Λόγου στο πεδίο της κατανόησης της παράδοσης. Ούτε η αυθεντία του πάπα ως διδασκάλου ούτε η επίκληση της παράδοσης μπορούν να καταστήσουν περιττό το ερμηνευτικό επιτήδευμα που γνωρίζει να υπερασπίζει το έλλογο νόημα του κειμένου ενάντια σε όλες τις έξωθεν υπαγορεύσεις. (περισσότερα…)

Πρόσωπα, αξίες, δεύτερη φύση

*

του ΠΕΤΡΟΥ ΠΟΛΥΜΕΝΗ

~.~

Πρόσωπα και αξίες

Στους κοινωνικούς σχηματισμούς συναντιούνται συχνά αξίες όπως η δικαιοσύνη, η σύνεση, η φιλαλήθεια, η αλληλεγγύη, η ταπεινοφροσύνη, η καλοσύνη, η συμπόνια, η εγκαρτέρηση, η ομορφιά, η γενναιότητα, ο σεβασμός, η εντιμότητα και άλλες πολλές. Από κοινωνία σε κοινωνία, από εποχή σε εποχή, από γενιά σε γενιά, οι αξίες νοηματοδοτούνται κατά κάποιο τρόπο, με μικρές ή μεγάλες διαφοροποιήσεις. Αποκτούν ιστορικό φορτίο και σιγά σιγά κρυσταλλώνονται στον χρόνο. Κάπως έτσι σχηματίζουν πολιτισμικές υπαγορεύσεις: έχουν κάτι το δεσμευτικό που ξεπερνά τα κριτήρια ενός μεμονωμένου προσώπου. Λειτουργούν ως φάροι σε έναν προσανατολισμό, βοηθώντας μας να βρούμε το στίγμα πάνω σε ένα σχέδιο βίου, στον χάρτη της ανθρώπινης περιπέτειας.

Επιπλέον, επιτυγχάνουν μία εξισορρόπηση ανάμεσα στις ενίοτε αντικρουόμενες αξιώσεις των έμφυτων ροπών μας με ηθική βαρύτητα, όπως επιδίωξη ισχύος, απόλαυση δια των αισθήσεων, αποφυγή πόνου, φροντίδα για συγκεκριμένα πρόσωπα, δημιουργικότητα και ελευθερία. Οι έμφυτες ροπές που μας διαπερνούν δεν ανάγονται η μία στην άλλη, ενώ ταυτόχρονα εγείρουν αξιώσεις τελικού σκοπού σε έναν προσανατολισμό. Η ετερογονία των σκοπών φέρνει την ανάγκη για τις αξίες ως τρόπους εξισορρόπησης σμιλεμένους στον χρόνο. Οι αξίες καλούνται να χαράξουν μία οδό που θα επιτρέψει την ικανοποίηση όσο γίνεται περισσότερων έμφυτων ροπών στη γραμμή του χρόνου. Στην οδό αυτή άλλες αξίες προβάλλονται και άλλες υποστέλλονται, ανάλογα με το ποια έμφυτη ροπή θα είναι η προτιμητέα στον προσανατολισμό, ποιανής το αποτύπωμα θα φέρουν πιο έντονα οι πράξεις μας. Ένας άνθρωπος μπορεί να σταθμίσει δύο απολαύσεις διά των αισθήσεων –αν θα επιδιώξει μία απόλαυση τώρα ή αν θα την προσπεράσει– ανάλογα με το πώς νιώθει μία δεδομένη στιγμή αλλά και πώς προβάλλει τον εαυτό στον χρόνο.

Όμως, συγκεκριμένες αξίες δεν λειτουργούν απλώς και μόνο εξισορροπητικά μεταξύ των έμφυτων ροπών μας. Μία τέτοια εικόνα παραβλέπει το γεγονός ότι συγκεκριμένες αξίες, αν και αποτέλεσμα μιας κοινωνικής συνθήκης, ενίοτε υποστασιοποιούνται ως κρυσταλλωμένες πολιτισμικές υπαγορεύσεις και μπορούν να αποτελέσουν τελικό σκοπό στον ανθρώπινο προσανατολισμό. Σε μία τέτοια περίπτωση, στέκονται ισότιμα μεταξύ των έμφυτων ροπών με ηθική βαρύτητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αξία της δικαιοσύνης, η οποία, αποκτώντας πρωταγωνιστικό ρόλο, έχει τροφοδοτήσει αμέτρητες αποφάσεις, στάσεις και πράξεις, είτε ατομικά είτε συλλογικά. Μεμονωμένα πρόσωπα ή ολόκληρες κοινωνίες έχουν ξεσηκωθεί θέτοντας ως πρωταρχικό σκοπό τους την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, όπως την αντιλαμβάνονται σε μία συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη. (περισσότερα…)

Ο ανοιχτός ρεαλισμός του Ευτύχη Μπιτσάκη

*

της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΔΕΛΗΓΙΩΡΓΗ

~.~

Με τον πρόσφατο θάνατο του Ευτύχη Μπιτσάκη, ομότιμου καθηγητή της φιλοσοφίας, συγγραφέα και εκδότη των περιοδικών Σύγχρονα Θέματα και Ουτοπία, γνωστών στους Έλληνες στοχαστές και λάτρεις της φιλοσοφίας, δημοσιεύθηκαν στον έντυπο και ηλεκτρονικό τύπο τιμητικά σημειώματα που εξήραν τον αγωνιστή διανοούμενο για τη γενναιότητα του φρονήματός του και τη δράση του για έναν καλύτερο κόσμο, για την οποία χρειάστηκε να θυσιάσει όχι λίγα από τα πιο γόνιμα χρόνια του σε φυλακές και εξορίες. Το παρόν κείμενο είναι τροποποιημένη βιβλιοκρισία μου δημοσιευμένη το 1999 στα Νέα του Σαββάτου για ένα βιβλίο που είχε εκδώσει ο Ευτύχης Μπιτσάκης την ίδια εκείνη χρονιά. Αναδημοσιεύεται εδώ με την ελπίδα να αποτελέσει έναυσμα ώστε να καταστεί ευρύτερα γνωστή η ουσιαστική συμβολή του συγγραφέα στο πεδίο της φιλοσοφικής εννοιολογίας αλλά και των προοδευτικών ιδεών, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατοι οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί αγώνες. — ΑΔ

///

Ένας νέος ανοιχτός ρεαλισμός

Όσοι δυσφορούν με την αποθέωση που γνώρισε ο ρεαλισμός στη λογοτεχνία, αλλά και ο θετικισμός στην επιστήμη ή στη φιλοσοφία, ξέρουν ότι η γνώση που παράγουν η επιστήμη, η φιλοσοφία και η λογοτεχνία είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στη σκέψη/γλώσσα και στην πραγματικότητα που είναι το αντικείμενο έρευνας με σκοπό την εξήγηση, την διαύγαση και την κατανόηση σε αυτά τα πεδία.

Αυτή η βασική αλληλεπίδραση σκέψης/γλώσσας και πραγματικότητας δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς τις εμβαθύνσεις των φιλοσόφων αλλά και των επιστημόνων που φιλοσοφούν για να προχωρήσουν την έρευνα σε βάθος.

Το βιβλίο του φυσικού και φιλοσόφου Ευτυχή Μπιτσάκη Ο νέος επιστημονικός ρεαλισμός: Φιλοσοφικές διερευνήσεις στο χώρο της μικροφυσικής (Gutenberg, 1999, σ. 315), μετάφραση του γαλλόφωνου δικού του πονήματος  Le nouveau réalisme scientifique (1997) και συνέχεια του σημαντικού έργου του Les fondements conceptuels de la microphysique (1987) είναι καρπός τέτοιων εμβαθύνσεων.

Στο βιβλίο αυτό που πρωτοεκδόθηκε με πρόλογο του καθηγητή του College de France και ακαδημαϊκού J. C. Pecker, και στη συνέχεια στα ιταλικά, με πρόλογο του καθηγητή Μ. Castellana, ο συγγραφέας ακολουθώντας μια φιλοσοφική παράδοση που εκτείνεται από τους προσωκρατικούς και τον Αριστοτέλη έως τον Χέγκελ και τον Μπασελάρ εμβαθύνει στα προβλήματα που εγείρει ο φυσικός μικρόκοσμος με τις τεράστιες αντικειμενικές δυναμικότητες που κρύβει μέσα του. Αποτέλεσμα είναι ένας ανοιχτός ρεαλισμός που εκφράζει μια δυναμική αντίληψη της αντικειμενικής και της υποκειμενικής πραγματικότητας στην αλληλόδρασή τους. (περισσότερα…)

Πραξικόπημα ενάντια στη φύση

*

του ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ

~.~

α. Η καταστροφή των σημασιών

Ο 21ος αιώνας ανέτειλε στον αστερισμό τής ανησυχίας. Χωρίς το εκκοσμικευμένο απολυτρωτικό όραμα της ιστορίας, που κατήγγειλαν οι «μεταμοντέρνοι» δημαγωγοί, κανένας φραγμός δεν έμεινε ικανός να ανασχέσει τον τρόμο τού μέλλοντος. Η φιλοσοφική σκέψη, που η κρίση της είχε προειδοποιητικά αναγγελθεί από την τρίτη δεκαετία τού 20ου αιώνα, οδηγήθηκε με ανεξήγητους πανηγυρισμούς στην αυτοκτονία της στο τέλος τού ίδιου αυτού αιώνα. Εγκαταλείποντας τον μοναδικό ρόλο απ’ όπου αντλούσε την ανανεούμενη ζωτικότητάς της στους αιώνες που σφράγισε με την παρουσία της, τον ρόλο τού «διορθωτικού τής ιστορίας» (Χορκχάιμερ), γονάτισε μπροστά στις ιστορικές δυνάμεις τής καταστροφής που απεργάζονται το πραγματικό τέλος τού ανθρώπου και της γης. Αναθαρρυμένοι από την αδυναμία τού αντιπάλου, οι κήρυκες της ανθρώπινης υποδούλωσης εκφωνούν απερίφραστα τις μακάβριες δημηγορίες τους: από Το τέλος τής ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος (1992)1 του Francis Fukuyama και Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης (1996)2  του Samuel Huntington, μέχρι το Homo Deus. Μια σύντομη ιστορία τού μέλλοντος (2016)3  του Yuval Noah Harari και τo Η μεγάλη επανεκκίνηση (2020)4 των Klauss Schwab και Thierry Malleret, η σχεδιαζόμενη από την κορυφή τής διεθνούς κεφαλαιοκρατικής ελίτ δυστοπία έχει αναγγελθεί με ανατριχιαστική ακρίβεια.

Στην τελευταία αυτή πράξη τού παγκόσμιου ταξικού αγώνα, η έκβαση —προσωρινή, δικαιούμαστε ακόμα να ελπίζουμε— καθορίστηκε όχι μόνο από τη συντριπτική υπεροπλία και τη μακράν υπέρτερη ικανότητα οργάνωσης των κρατούντων, αλλά κι από ένα ανυπολόγιστης εμβέλειας όπλο που μπόρεσε να σπείρει τη σύγχυση στους «από κάτω», φαλκιδεύοντας την ικανότητά τους για συνεννόηση και οργάνωση: την καταστροφή των σημασιών ή, ακριβέστερα, τoν σφετερισμό τής γλώσσας τους και τη μεθοδευμένη αλλοίωση των νοημάτων της.

Το στρατήγημα αυτό έχει δύο συμπληρωματικές όψεις. Η μία είναι η πληθωριστική εισαγωγή νέων όρων για να σημάνουν περιεχόμενα τα οποία περιγράφονταν επαρκώς (με μια ερμηνευτική διεύρυνση ενδεχομένως) από ήδη υπάρχοντες με τους οποίους ήμασταν καλά εξοικειωμένοι. Δεν μιλάμε πια για νεοαποικιοκρατία αλλά για παγκοσμιοποίηση· δεν μιλάμε για ολοκληρωτισμό αλλά για μετα-δημοκρατία ή έστω τεχνοφεουδαρχία· δεν μιλάμε για εκμετάλλευση αλλά για ανθρώπινους πόρους, ούτε βέβαια για συμφέροντα αλλά για δικαιώματα· είναι αναχρονισμός να αναφερόμαστε σε καπιταλισμό και ταξική πάλη αλλ’ ακούγεται ορθό να λέμε πλουραλιστική κοινωνία και αγώνες αναγνώρισης· παρωχημένο να μιλάμε για εμπορευματοποίηση αλλά δέον να λέμε αξιοποίηση ή καινοτομία· δεν πρέπει να λέμε πραγμοποίηση αλλά απο-υποκειμενοποίηση· όχι θέσμιση αλλά μερισμός τού αισθητού· να μη λέμε ιδεολογία αλλά λογοθετικές πρακτικές· ούτε άγχος ευνουχισμού αλλά δυσφορία φύλου· όχι πια οικολογική καταστροφή αλλά κλιματική αλλαγή· κ.ο.κ. Δεν πρόκειται μόνο για την εγκλωβιστική επαναφορά τού ίδιου με την αμφίεση της διαφοράς (στο οποίο αναμφίβολα συνέβαλε η ματαιοδοξία διανοητών που θέλησαν να παρουσιάσουν εαυτούς ως καινοτόμους ελλείψει πραγματικών ιδεών), αλλά κυρίως για τη δημιουργία μιας τεχνητής ρηγμάτωσης στη σκέψη που διαλύει το συνεχές τής εμπειρίας και παραλύει την ικανότητα δράσης και προσανατολισμού στο ιστορικό παρόν. Είναι το αρχαίο στρατήγημα της Βαβέλ που τη χρησιμότητά του διείδαν σωστά οι κυρίαρχες τάξεις τού καιρού μας. (περισσότερα…)

Πέτρος Ράμους, Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης [2/2]

*

Μετάφραση-Σχόλια-Επιμέλεια στήλης
ΦΩΤΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

~.~

ΠΕΤΡΟΣ ΡΑΜΟΥΣ

Για το ότι υπάρχει μόνον μία μέθοδος κατάρτισης μιας επιστήμης

[ 2/2  ]

Ας επικεντρωθούμε τώρα στο κύρος και στη μέθοδο του Γαληνού και ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε τη διδασκαλία ενός τόσο σημαντικού άνδρα. Διότι από όλους τους σχολιαστές του Αριστοτέλη για τους οποίους μίλησα στο πρώτο βιβλίο, κανείς δεν υπερέχει, κατά τη γνώμη μου, του Γαληνού. Του αρμόζουν ύψιστοι έπαινοι. Το πνεύμα του είναι μοναδικό. Η δε ευγλωττία του, παρόλο που φαντάζει νεανική και υπέρ το δέον ‘ασιατική’ και παρατραβηγμένη, για εκείνους, πάντως, που έχουν να διαθέσουν τον χρόνο, δεν αποδεικνύεται δυσάρεστη. Η ενδελέχειά του στη συγγραφή είναι μοναδική, μα, πάνω από όλα -και αυτό το τιμώ απεριόριστα- τη φιλοσοφική του στάση διακρίνει ένας πηγαίος και αχειραγώγητος ζήλος: προτάσσει τον σκοπό των πραγμάτων, διακρίνει μεταξύ της χρηστικότητας των τεχνών καθώς και της τελικής ευχαρίστησης και αλήθειας προς την οποία συντείνουν. Ακολουθώντας τη γραμμή μιας επιχειρηματολογίας, όχι μόνον θα συστήσει θερμά αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με την αρετή, μα, πιστός στην ίδια επιχειρηματολογία, θα ασκήσει δριμεία κριτική και σε ό,τι συνδέεται με μια ροπή προς το σφάλμα. Θέτει στο στόχαστρό του προηγούμενούς του φιλοσόφους που πίστεψαν προπετώς πολλές θεωρίες και φαντασιοκοπίες τις οποίες είχαν απλώς διαβάσει ή ακούσει. Τούτοι δεν μπήκαν στον κόπο να εξετάσουν εάν όσα διάβαζαν ή άκουγαν είναι αληθή, ούτε τα αντιπαρέβαλαν με κριτήρια της αλήθειας όπως η αίσθηση και η εμπειρία.

Ωστόσο, παρόλο που υπήρξε τόσο σημαντικός φιλόσοφος σε τόσα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε τι δίδαξε ο Γαληνός ως προς τη μέθοδο. Διότι κάνει ενίοτε λόγο για μέθοδο, άλλοτε για θεωρία -όπως ο Σιμπλίκιος- και άλλοτε για διδασκαλία σχετικά με την τάξη. Ας επικεντρωθούμε στην ουσία και όχι στην ορολογία που χρησιμοποιεί. Πιστεύω, λοιπόν, ότι, από τη στιγμή που βρει κανείς την ύλη μιας ολόκληρης τέχνης -τους ορισμούς, τους κανόνες, τις διαιρέσεις της-, έχουν δε αποκρυσταλλωθεί όλες οι βασικές παραδοχές και έχει κριθεί ποια ακριβώς είναι η ύλη αυτής της τέχνης, η επιστημονική και έντεχνη διάταξη αυτής της ύλης μπορεί να επιτευχθεί με έναν και μόνον τρόπο: ξεκινώντας από εκείνα που είναι πρότερα και γνωριμότερα κατά τη φύση. Με την άδειά σου, εγώ αυτό το αποκαλώ ‘μέθοδο’. Εάν τώρα εσύ, θεωρώντας ότι ως προς τον όρο ‘μέθοδος’ αλλά και ως προς τον ορισμό του, επιθυμείς να παρουσιάσεις τον Γαληνό ως αντίπαλό μου, τονίζοντας ότι τούτος εισήγαγε ποικίλους τρόπους διάταξης μιας τέχνης, εγώ ξεκάθαρα το αρνούμαι. Για να αποφύγουμε όμως μια διαφωνία που θα στρέφεται απλώς γύρω από τον όρο, θεωρώντας ότι ο Γαληνός μπορεί να εννοούσε κάτι διαφορετικό από αυτό που εννοούμε εμείς, επίτρεψέ μου να προσδιορίσω το θεμέλιο της αντιπαράθεσης. Εσύ επικαλείσαι την αυθεντία του Γαληνού· εγώ θα επικεντρωθώ στη βάση της διαφωνίας.

Ας εξετάσουμε, λοιπόν, πώς, κατά τη γνώμη σου, ορίζει ο Γαληνός τι είναι ‘μέθοδος’: «εγώ ισχυρίζομαι», λέει, «ότι θα είσαι σε θέση να βρεις την αλήθεια των υπό διερεύνηση πραγμάτων εάν πρώτα αναγνωρίσεις την αρχή του δρόμου που οδηγεί σε αυτήν· γιατί αν χάσεις την αρχή, θα περιπέσεις σε πολλά λογικά σφάλματα. Με τα ίδια δε κριτήρια με τα οποία βρήκες την αρχή, θα βρεις το δεύτερο και το τρίτο έρεισμα, καθώς και όλα όσα έπονται»[1]. Τη μέθοδο που εξηγώ εδώ, φαίνεται, λοιπόν, να περιέγραψε ο Γαληνός στο ξεκίνημα του ένατου βιβλίου του Περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων. Ο ίδιος ορισμός επαναλαμβάνεται λίγο αργότερα στο ίδιο βιβλίο, εκεί όπου αναφέρεται η παρατήρηση του Ιπποκράτη πως για να κατανοηθεί τι χαρακτηρίζει το πρόσωπο ενός ανθρώπου που νοσεί, πρέπει αυτό να αντιπαραβληθεί με το πρόσωπο ενός ανθρώπου υγιούς. Σημειώνει, λοιπόν, ο Γαληνός: (περισσότερα…)